24.6 C
Athens
Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

“Οικογένεια Τσέντσι”, η εξουσία, η φρίκη και ο πόνος με την απαράμιλλη γλώσσα του θεάτρου

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

«Όλα πεθαίνουν, αγάπη μου.

Γιατί ο κόσμος έχει πάρει φωτιά.
Έτσι αναποφάσιστος που ξέμεινε ανάμεσα στο καλό και το κακό».

Αν κάποιος επισκέπτης στη Ρώμη πάρει το τραμ και φτάσει στο σημείο που οριοθετείται από την Piazza delle Cinque Scole, τη Santa Maria de’ Calderari και την Piazza Cenci θα αντικρίσει το Palazzo Cenci, ένα είδος κάστρου με καμάρες, φράγματα και πύργους, που χτίστηκε μεταξύ του 1570 και του 1585. Αναπόφευκτα ο νους του -αν ξέρει- θα οδηγηθεί στην αιματοβαμμένη ιστορία του παλατιού και στη φρικτή μοίρα της 16χρονης Βεατρίκης Τσέντσι. Σε αυτό το αρχοντικό, που κοσμείται από παραστάδες, ιωνικά κιονόκρανα και μπαρόκ πύλες, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, η βία δεν γνώρισε όρια.
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στην Ιταλία, ο Σέλλεϋ έλαβε γνώση ενός χειρογράφου που το είχαν αντιγράψει από τα αρχεία του Μεγάρου Τσέντσι στη Ρώμη, και περιλάμβανε μια λεπτομερή εξιστόρηση της φρίκης που τερματίστηκε με την εξόντωση μιας από τις πιο αρχοντικές και πλούσιες οικογένειες της πόλης αυτής. Το γεγονός συνέβη όταν Πάπας ήταν ο Κλήμης VIII, το έτος 1599. Πρόκειται για την ιστορία ενός ακόλαστου γέροντα, που έχοντας περάσει τη ζωή του μέσα στη διαφθορά, την αναλγησία και την κακία, άρχισε στο τέλος να νιώθει ένα αδυσώπητο μίσος προς τα παιδιά του. Το μίσος αυτό φανερώθηκε προς τη μία κόρη του με τη μορφή ενός αιμομικτικού πάθους, μιας φοβερής οικογενειακής ασέλγειας, που συνοδευόταν από κάθε λογής σκληρότητα και βία. «Η κόρη αυτή», μας λέει ο Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ στον πρόλογο του βιβλίου του «The Cenci», «ύστερα από μακρές και άκαρπες προσπάθειες να ξεφύγει από εκείνο που θεωρούσε ως μία μόνιμη μόλυνση τόσο του σώματος όσο και του πνεύματος, στο τέλος σχεδίασε μαζί με τη μητριά της και τον αδελφό της τη δολοφονία του κοινού τους τυράννου. […] Στην πραγματικότητα, η ιστορία των Τσέντσι είναι κατ’ εξοχήν τρομακτική και τερατώδης: οποιαδήποτε ξερή παρουσίασή της στη σκηνή θα ήταν αφόρητη. Αυτός που θα χειριζόταν ένα τέτοιο θέμα θα έπρεπε να αναπτύξει το νοητικό και να μειώσει την πραγματική φρίκη των γεγονότων, ώστε η απόλαυση, που απορρέει από την ποίηση που ενυπάρχει σ’ αυτά τα βίαια μαρτύρια και τα εγκλήματα, να μπορεί να κατευνάσει τον πόνο της ηθικής παραμόρφωσης από όπου και αναπηδούν. Δεν πρέπει ακόμη να επιχειρηθεί το παραμικρό που θα καθιστούσε την παρουσίαση υποχείρια σ’ αυτό που χυδαία χαρακτηρίζεται ως ηθικός σκοπός».

Ο Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ (1792-1822) έγραψε και εξέδωσε τους «Τσέντσι» το 1819 στην Ιταλία. Το άγριο θέμα της αιμομιξίας, της συζυγοκτονίας και της πατροκτονίας, που παρουσιάζεται χωρίς ηθικές κρίσεις, με δραματουργική δύναμη που κινείται ανάμεσα στον Σαίξπηρ και τον Μίντλετον, κρίθηκε άσεμνο για την εποχή κατά την οποία γράφτηκε, όπως και ο «Κάιν» του Μπάυρον την επόμενη χρονιά, με αποτέλεσμα να μην ανεβεί στο Κόβεντ Γκάρντεν.
«Από όλα τα βδελύγματα που η πνευματική διαστροφή και η ποιητική αθεΐα δημιούργησε στην εποχή μας, η τραγωδία αυτή μας δίνει την εντύπωση ότι είναι η πλέον βδελυρή», έγραφε ο αιδεσιμώτατος Κρόουλυ το 1820.
Βέβαια, υπήρξαν και θετικές κρίσεις, που έλεγαν ότι ο Σέλλεϋ χειρίζεται θαυμάσια την ιστορία ώστε να δίνει δύναμη, ακόμη και μεγαλείο, στις λάμψεις του πάθους και της φρενίτιδας, της αγριότητας και της φρίκης, στο σκοτάδι της σκληρότητας και της ενοχής. Η γλώσσα του, καθώς ο ίδιος ταξιδεύει μέσα από τα πιο απίθανα επεισόδια, διασώζει την ορθότητα και την απλότητά της…

Από τον Σέλλεϋ στον Σταντάλ και τον Μοράβια

Η ιστορία που ενέπνευσε τον Σέλλεϋ, αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τον Σταντάλ στα «Ιταλικά Χρονικά» και από τον Αλμπέρτο Μοράβια. Το 1833, ο Σταντάλ βρίσκει και αντιγράφει μια σειρά παλαιών ιταλικών χειρογράφων, παράφορες διηγήσεις αληθινών περιπετειών που είχαν διαδραματιστεί στην Ιταλία της Αναγέννησης, δίνοντάς τους με τον τρόπο του μια εξαιρετική λογοτεχνική αξία, χωρίς να απομακρύνεται από την ιστορική αλήθεια που περιέγραφαν τα χειρόγραφα αυτά. Μία από τις διηγήσεις ήταν και αυτή της οικογένειας του Φραγκίσκου Τσέντσι, ενός από τους πλουσιότερους κατοίκους της Αιώνιας Πόλης, που εξαιτίας του βδελυρού του βίου οδηγήθηκε στο χαμό και παρέσυρε στο θάνατο τους γιους του, νέα, δυνατά και θαρραλέα παιδιά και την πανέμορφη δεκαεξάχρονη κόρη του Βεατρίκη, μία από τις ωραιότερες γυναίκες των κρατών του Πάπα και ολόκληρης της Ιταλίας.

Ο Αρτώ και το “Θέατρο της Σκληρότητας”

Το έργο γίνεται πιο γνωστό στον 20ό αιώνα όταν το ανεβάζει ο Αντονέν Αρτώ και αποτελεί το ορόσημο του «Θεάτρου της Σκληρότητας». «… Θ’ αφιερωθώ αποκλειστικά πια στο θέατρο έτσι όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι, ένα θέατρο που σε κάθε παράσταση θα δίνει ένα κέρδος σωματικό τόσο σ’ αυτόν που παίζει ένα ρόλο όσο και σ’ αυτόν που βλέπει να παίζεται ένας ρόλος, εξάλλου στο θέατρο δεν παίζεις, δρας. Στην πραγματικότητα το θέατρο είναι η γέννηση της δημιουργίας. Αυτό θα γίνει».

Ο Αρτώ αναζητούσε ένα νέο έργο που θα αιχμαλωτίζει ορισμένα οργανικά σημεία της ζωής, «ένα έργο μέσα στο οποίο θα νιώθαμε ολόκληρο το νευρικό σύστημα να φωτίζεται σαν πυρακτωμένη λάμπα από δονήσεις, μια ομοβροντία που θα καλούσε τον άνθρωπο να εξέλθει με το σώμα του να αναζητά τη νέα του μυστήρια και ακτινοβόλα Επιφάνεια στον ουρανό».

Οι «Τσέντσι» (Les Cenci) θεωρήθηκαν κείμενο υψηλής δραματουργικής δύναμης και μεγάλης επιρροής σε πολλαπλά πεδία και κινήματα των τεχνών του 20ου αιώνα. Θα ανεβάσει ο Αρτώ αυτή τη μοναδική παράσταση, τους «Τσέντσι», στις 7 Μαΐου του 1935, εμπνευσμένος από την πεντάπρακτη τραγωδία του Shelley (1819) και το διήγημα του Stendhal (1837). Το κείμενο, όπως έλεγε, έθετε σε αμφισβήτηση «όλες τις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας, της τάξης, της δικαιοσύνης, της θρησκείας, της οικογένειας, του έθνους». Η παράσταση, στο πρώτο της ανέβασμα, κρίθηκε ως αποτυχία από κοινό και κριτικούς και παρέμεινε μόνο 17 μέρες στη σκηνή. Τον ρόλο του Κόμητα Τσέντσι ερμήνευε ο ίδιος ο Αρτώ, ο οποίος μετά την οικονομική καταστροφή του εγχειρήματος απογοητεύτηκε τόσο που αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά τη θεατρική σκηνή. Αηδιασμένος από τον δυτικό εκφυλισμό της καταναλωτικής κοινωνίας, φεύγει το επόμενο έτος στο Μεξικό όπου ζει με μια φυλή Ινδιάνων, αναζητώντας την ανακάλυψη της απαρχής των ανθρώπινων κοινωνιών.
Το όραμά του ήταν να δημιουργήσει μέσω μιας πραγματικής καλλιτεχνικής επανάστασης ένα θέατρο πέρα και μακριά από τις συμβατικές αστικές μορφές. Σύμφωνα με αυτόν, η καπιταλιστική κοινωνία είχε μετατρέψει το θέατρο σ’ ένα μικροαστικό φερέφωνο που ως στόχο είχε την κοσμικότητα και το χειροκρότημα. Κάτι τέτοιο ήταν πολύ μακριά από τον πραγματικό λόγο ύπαρξης του θεάτρου. Αυτός ο λόγος για τον Αρτώ είναι η κάθαρση. Έτσι δημιούργησε το «Θέατρο της Σκληρότητας». Ένα θέατρο που απέρριπτε όλες αυτές τις συμβατικές μορφές που εκπροσωπούσαν τα καπιταλιστικά στοιχεία. Ένα θέατρο βασισμένο στην παιδεία και όχι στο θέαμα, κοντά στα αρχέγονα πρότυπα που τόσο θαύμαζε. Θεωρούσε ότι στις καπιταλιστικές κοινωνίες όπου τα πάντα είναι αυτοματοποιημένα και κορεσμένα, η τέχνη πρέπει να είναι βίαιη ώστε να σοκάρει για να αφυπνίσει. Για τον Αρτώ «ο ηθοποιός είναι ο μάρτυρας που φλέγεται και μέσα από τις φλόγες του μας κάνει σινιάλο».

Δραματικό χρονικό

Η “Οικογένεια Τσέντσι”, σε σύλληψη, σκηνοθεσία και μετάφραση πρωτότυπων κειμένων από την Ιόλη Ανδρεάδη, είναι ένα δραματικό χρονικό, που δίνει χαρακτηριστικές πληροφορίες για τη ζωή στη Ρώμη τα τελευταία είκοσι χρόνια του 16ου αιώνα.
Την παρακολουθήσαμε με συγκίνηση, δραματική φόρτιση, έκπληξη και δέος, ανήμερα τα Χριστούγεννα στο Ειδικά Διαμορφωμένο Υπόγειο Χώρο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης.
Ο αναγνώστης και θεατής γνωρίζει μερικές από τις δραματικότερες σελίδες που έγραψαν ο Σέλλεϋ, ο Σταντάλ, ο Αρτώ, κι ένα κομμάτι ζωής που έχει ζωηρότατη απήχηση. Γιατί οι Τσέντσι δεν είναι μόνο γεμάτοι αίμα. Είναι η Ρώμη του 1599, μερικές μεγάλες μορφές της και ο ρυθμός της ζωής της, που περνάει ολόκληρος στο σκοτεινό όσο και δραματικό αυτό χρονικό.
Η εξουσία, η αγάπη, ο πόθος και ο πόνος της ανθρώπινης ψυχής, μέσα από μια θεατρική συνθήκη σπάνιας ευαισθησίας, με σκηνοθετικό μινιμαλισμό, ρυθμό άψογο και κρυστάλλινο λόγο.

Τρία ερμηνευτικά πρόσωπα

Ρώμη, 1599. Ο Κόμης Τσέντσι είναι ο πλουσιότερος άντρας της εποχής. Είναι ευφυής, ασεβής και κυνικός. Είρωνας και σκωπτικός. Οι φήμες για εκείνον οργιάζουν. Λέγεται, πως οι φρίκες του δεν έχουν προηγούμενο και πως οι ορέξεις του, παρά την ηλικία του, δεν γνώρισαν ακόμη το μέτρο.
Η Ιόλη Ανδρεάδη και ο Άρης Ασπρούλης είναι οι αυτουργοί και συνεργοί μιας θεατρικής πρότασης στην οποία αριστοτεχνικά οι ήρωες του έργου έχουν συμπτυχθεί σε τρία ερμηνευτικά πρόσωπα και η σύσταση των χαρακτήρων έχει αλλάξει ριζικά. Επινοούν, τόσο σε φόρμα, όσο και σε λεξιλόγιο, μια νέα γλώσσα με θεατρικό περιεχόμενο συγκινησιακό, συνειδησιακό, υπαρκτικό, υπαρξιακό, λεπτότροπο, αβρό, απαλό και σκληρό ταυτόχρονα. Η φρίκη που παρουσιάζουν δεν έχει χυδαιολογία αλλά ποίηση, διανοητική δραστηριότητα και θεατρικότητα.

Ένα βράδυ, ο Τσέντσι δέχεται μια απρόσμενη επίσκεψη. Στο Μέγαρό του καταφτάνει ο απεσταλμένος διαπραγματευτής του Πάπα, Σινιόρ Καμίλο. Ο Κόμης δυσκολεύεται να βρει το καλό στις προθέσεις του απρόσκλητου επισκέπτη και η βροχή που τον συνοδεύει δεν μοιάζει με αγαθό οιωνό.
Μια ιστορία του 16ου αιώνα παρουσιάζεται σήμερα με τρόπο απτό και αληθινό, αντλώντας συνάμα ευφυή δάνεια από τον Ρεμπώ, τον Καμύ και τον Άλεν Γκίνσμπεργκ.
Ο Σινιόρ Καμίλο συμβουλεύει τον εμβρόντητο Τσέντσι, πως αν επιθυμεί να παραμείνουν άγνωστα τα μέχρι τώρα εγκλήματά του, οφείλει άμεσα να παραχωρήσει στο Βατικανό το ένα τρίτο της περιουσίας του.
Ο γέρο-Τσέντσι, παρά τις αντιρρήσεις του, έκπληκτος από την πρόταση της Ιεράς Εξέτασης να φιμωθεί με τον ίδιο του τον χρυσό, αποφασίζει να συνθηκολογήσει. Στο όνομα, όμως, αυτής της συνθηκολόγησης -και αφού το χρυσάφι που παραχωρεί μοιάζει αρκετό για μερικά εγκλήματα ακόμα- σχεδιάζει το ανομολόγητο: ένα τεράστιο όργιο, όπου θα σκοτώσει τους δυο του γιους και θα σπιλώσει την τιμή της μονάκριβης κόρης του.
Η ατιμασμένη Βεατρίκη είναι η μόνη σε ολόκληρη τη Ρώμη που έχει το θάρρος να τον εκδικηθεί για τα ανομήματά του. Η εξουσία, όμως, είναι μια δύναμη χωρίς δικαιοσύνη και επιστρέφεται σ’ όποιον την πολεμά.
Το ικρίωμα που την περιμένει είναι ζεστό. Και η ιστορία είναι απολύτως πραγματική.

Οι χαρακτήρες

Στην παράσταση οι χαρακτήρες επινοήθηκαν εκ νέου. Ο Κόμης είναι ένας ήρωας που η αλήθεια αποτελεί βασικό και θεμελιώδες στοιχείο της ύπαρξής του. Θέλει απόλυτα και αμετάκλητα να είναι συμβατός με την αληθινή του φύση. Βέβαια είναι ένας ήρωας εγκληματικός, είναι η προσωποποίηση του κακού. Ωστόσο είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει τη στόφα και το μεγαλείο του πρωταγωνιστή. Δεν υπονοεί, δε μηχανορραφεί, δεν αισθάνεται την ανάγκη να πει ψέματα. Η κακία του είναι απρόβλεπτη και ιδιοφυής. Χτυπάει όταν δεν το περιμένετε! «Μηδέν βαθμοί ενσυναίσθησης». Ο Τσέντσι μέσα σε όλη αυτή την γκάμα κακίας είναι συνεπής με αυτό που είναι. Όμως τίθεται το ερώτημα, αυτή είναι η αληθινή του φύση ή ο μηχανισμός του Τσέντσι, τον οποίο ιλιγγιωδώς ανέπτυξε, προκειμένου να επιβιώσει στις συγκεκριμένες συνθήκες; Ερώτημα που δύσκολα θα βρει ορθή απάντηση. Σε μερικούς ανθρώπους η ενσυναίσθηση λείπει μονίμως σαν αναπηρία, άλλοι τη «σβήνουν» από τον προσωπικό τους χάρτη. Για μερικούς υπάρχει μια γενετική εξήγηση του γιατί κρίσιμα τμήματα του εγκεφάλου τους παραμένουν ανενεργά όταν άλλοι άνθρωποι υποφέρουν. Για άλλους, η δραστηριότητα σε αυτές τις περιοχές του εγκεφάλου έχει κατασταλεί εξαιτίας φρικτών εμπειριών κατά την παιδική ηλικία.
Τον κόμητα Τσέντσι τον χαρακτηρίζει μια ακραία ειλικρίνεια, μια ασύγγνωστη ωμότητα, μια σατανική ετοιμότητα. Παιδοκτόνος, ιερόσυλος, αιμομίκτης, ο πιο αδικαιολόγητος άνδρας σε ολόκληρη τη Ρώμη. Είναι ένας δόλιος χαρακτήρας χωρίς ίχνος υποκρισίας που δεν επιτρέπει τίποτε να του διαφύγει σε μια υπόθεση, καλύπτει τα νώτα του και προφέρει ένα λόγο ακραία σαρκαστικό. Μέσα στη χλευαστική ελευθεριότητά του, την ειρωνεία και την επίγνωση της ατιμωρησίας του εκστομίζει αλήθειες που καίνε.

“Δεν έχω ντροπή. Ξαπλώνω στο κρεβάτι της γυμνός. Περιφέρομαι μαζί της χωρίς καμία περιβολή, μέσα στις αίθουσες του παλατιού μου”.

Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης που υποδύεται τον Τσέντσι είναι ένας ηθοποιός – στοχαστής και το έχει επανειλημμένα αποδείξει. Κάθε ερμηνεία του είναι μορφικά ρηξικέλευθη, μεστή ποιότητας και προβληματισμού. Ένας από τους σπάνιους ηθοποιούς μας που χαρακτηρίζεται από κατακτημένη τεχνική και ερμηνευτική ευελιξία. Άριστος!
Ανακαλύφθηκε εξαρχής και ο χαρακτήρας της κόρης, της Βεατρίκης, η οποία εμφανίζεται ως δυναμική και ταυτόχρονα από τα ίδια υλικά με εκείνον: είναι κόρη του πατέρα της.

Η Μαρία Προϊστάκη, πολύ νέα, πολύ ταλαντούχα, πολύ αφοσιωμένη, είναι η αδιαμφισβήτητη Βεατρίκη. Δυναμική εκφραστικότητα, υπόδειγμα διακριτικής και συνάμα μαχητικής θυγατέρας. Πάλεψε για μια δύσκολη υπόθεση, τη θεατρική αυθεντικότητα, και την κέρδισε επάξια.
Επίσης δημιουργήθηκε ένας νέος χαρακτήρας, ο «Μπαλαντέρ», που συνδυάζει τέσσερις διαφορετικούς ήρωες σε μια καινούργια οντότητα. Ο Καμίλλο, ο Αντρέας, ο Ορσίνο και η Λουκρητία γίνονται ένα.
«Ένα είναι το τραπέζι:
Ή σερβίρεσαι
Ή σε σερβίρουν».
Ο “Μπαλαντέρ” μπαίνει σε ένα παιχνίδι μεταμόρφωσης και τελικά αποκτά τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα.

Η Ελεάνα Καυκαλά είναι καταιγιστική, αρραγής, αποτελεσματική, αστείρευτη. Αιχμηρή στην υποκριτική της, με νεύρο και φαντασία. Ικανότατη!

Το απόλυτο έγκλημα

Σε μια κοινωνία όπου οι πιστοί εξαγοράζουν τις αμαρτίες τους με συγχωροχάρτια, σε μια κοινωνία ισχυρών και αλώβητων που εγκληματούν αναίσχυντα και άφοβα, κάπως έρχεται κάποτε η στιγμή που γίνεται το απόλυτο έγκλημα. Φτάνει το σημείο που σπάει ακόμα και το ταμπού της αιμομιξίας, ο ανελέητος Κόμης βιάζει την ίδια του την κόρη.
Πρέπει να σπάσει ο κύκλος της συλλογικής υποκρισίας, να χυθεί αίμα μήπως κατ’ αυτόν τον τρόπο κινητοποιηθεί η δικαιοσύνη. Η αλήθεια που φέρει ο ήρωας απαιτεί μία περίεργου τύπου θυσία γιατί η Βεατρίκη, η κόρη του Τσέντσι, παίρνει τη δικαιοσύνη στα χέρια της. Και τότε επιτέλους ο Πάπας και οι απεσταλμένοι του συνειδητοποιούν το κακό. Τότε ίσως αποδοθεί δικαιοσύνη. Αν και τελικά δεν αποδίδεται. Η Βεατρίκη αμύνθηκε για όσα της συνέβησαν και οδηγείται στο ικρίωμα. Μία άλλη ανάγνωση του έργου είναι ότι όποιος εγκληματεί, τιμωρείται. Άνευ όρων και ελαφρυντικών.

Οι συντελεστές

Το σκηνικό, μια προστατευτική μπαρόκ κορνίζα που περικλείει τους ήρωες, είναι μαζί βωμός, Αγία Τράπεζα, εκθετήριο. Φαινομενικά ωραίο και ελκυστικό, στην πορεία της παράστασης δημιουργεί το συναίσθημα ότι κάτι περίεργο και νοσηρό διαπράττεται γύρω, μια ακαθόριστη συνδιαλλαγή έλξης, λαγνείας και τρόμου. Εξαιρετική δουλειά στη σκηνογραφία και τα κοστούμια από τη Δήμητρα Λιάκουρα.
Μια πανδαισία ανατριχίλας και τσουχτερού αγέρα πάνω σε κάστρο δημιουργείται από τους ήχους και τις κυρίαρχες μελωδίες της Ερατώς Α. Κρεμμύδα.

Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα σκοτεινοί, υγροί και μουντοί, αποπνέουν μελαγχολία.
Το κείμενο της Ιόλης Ανδρεάδη και του Άρη Ασπρούλη ρίχνει άπλετο φως στον ψυχισμό των Τσέντσι. Κείμενο με διαύγεια και ενάργεια, δραματικότητα, ένταση και δράση. Το έργο διατηρεί από την αρχή ως το τέλος ένα σφριγηλό, διαυγή, αρρενωπό τρόπο έκφρασης, απολύτως θεατρικό.
Παρακολουθήστε την «Οικογένεια Τσέντσι», όταν θα ξαναπαιχθεί αν δεν την προλάβατε. Μια παράσταση – αισθητική εμπειρία, που προσεγγίζει την αρχετυπική αίσθηση της αμαρτίας και της ανηθικότητας. Συμβολική της αδιαμφισβήτητα οδυνηρής μοίρας του ανθρώπου επί της γης.

Λίγα λόγια για τους Τσέντσι

Βεατρίκη Τσέντσι. Έργο του Quido Reni
Η «Οικογένεια Τσέντσι» γράφτηκε την άνοιξη του 2015. Βασίζεται δραματουργικά στο θεατρικό έργο «Οι Τσέντσι» του Αρτώ και στην πραγματική ιστορία από το ομώνυμο χρονικό του Σταντάλ. Το έργο αποπειράται να παρουσιάσει ένα γεγονός του 16ου αιώνα στο σήμερα, με έναν τρόπο διαμεσολαβημένο και χωροταξικά περιορισμένο, τοποθετώντας τους ήρωες εγκλωβισμένους σε μια ιδεατή βιτρίνα, η οποία τους προσδίδει κύρος, αλλά τους αφαιρεί κάθε διέξοδο φυγής.
Τα πάθη της οικογένειας των Τσέντσι, τα φρικαλέα εγκλήματα του Κόμη Τσέντσι και η γενναία και τραγική αυτοθυσία της 16χρονης Βεατρίκης, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για κορυφαίους ποιητές, στοχαστές και ζωγράφους όπως ο Μοράβια και η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι. Ο τελευταίος απόγονος της οικογένειας, ο Φράνκο Τσέντσι, είναι σήμερα 57 ετών και ζει στη Ρώμη ως καλλιτέχνης. Τα περισσότερα έργα του αφορούν στη Βεατρίκη Τσέντσι, στην οποία αφιέρωσε και τη μεγάλη του έκθεση το 2013 στην Acta International Gallery.

* Η Βεατρίκη Τσέντσι, με το πέρασμα των αιώνων, έμεινε ως σύμβολο στη συνείδηση του λαού της Ρώμης, σύμβολο της αντίστασης εναντίον της αριστοκρατικής αλαζονείας. Όταν η βασανισμένη κόρη πέθαινε, ο θρύλος της γεννιόταν. Κάθε χρόνο τη νύχτα πριν από την επέτειο του θανάτου της, πολλοί ακόμα πιστεύουν πως το φάντασμά της πλανάται πάνω στη γέφυρα όπου εκτελέστηκε, στο Castel Sant’Angelo, μεταφέροντας στα αιματοβαμμένα της χέρια το κομμένο κεφάλι της.

* Ο πάπας Κλήμης VIII έμεινε στην Ιστορία για την απληστία του, τα εγκλήματά του, τους διωγμούς των Εβραίων και το πάθος του για τον καφέ. Την περιουσία των Τσέντσι τη δήμευσε και την έδωσε σε έναν ανιψιό του.

Ταυτότητα της παράστασης

Σύλληψη | Σκηνοθεσία | Μετάφραση Πρωτότυπων Κειμένων: Ιόλη Ανδρεάδη
Κείμενο: Ιόλη Ανδρεάδη και Άρης Ασπρούλης
Σκηνογραφία | Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Ήχος: Ερατώ Α. Κρεμμύδα
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Κατασκευές: Περικλής Πραβήτας και Βικτώρια Νταρίλα
Βοηθός Φωτισμών: Μαριάντζελα Σεφεριάν
Φωτογραφίες: Πάνος Μιχαήλ
Αφίσα: Κώστας Τσακαλάκης
Ερμηνεύουν
Κόμης Τσέντσι | Μπερνάρντο: Μιλτιάδης Φιορέντζης
Μπαλαντέρ [Καμίλλο | Αντρέας | Ορσίνο | Λουκρητία]: Ελεάνα Καυκαλά
Βεατρίκη: Μαρία Προϊστάκη
Η «Οικογένεια Τσέντσι» κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από την «Κάπα Εκδοτική».
Την έκδοση προλογίζει η ποιήτρια Γλυκερία Μπασδέκη.

Πληροφορίες

“Οικογένεια Τσέντσι”
Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Ιόλη Ανδρεάδη
Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
Πειραιώς 206 | 210 3418579
Ειδικά Διαμορφωμένος Υπόγειος Χώρος
Πρεμιέρα 17 Οκτωβρίου 2015
Διάρκεια 80’ χωρίς διάλειμμα

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -