Η Μπάρμπαρα Χέπγουορθ (1903-1975) αποφάσισε να έλθει στην Ελλάδα μετά τον θάνατο του γιου της Πολ, ο οποίος σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα το 1953. Η πρωτοπόρος Βρετανίδα γλύπτρια του μοντερνισμού και μία από τις πιο σημαντικές εκπροσώπους της βρετανικής αφηρημένης τέχνης ταξίδεψε στην Επίδαυρο και σε άλλα μέρη της χώρας που είναι συνδεδεμένα κυρίως με την κλασική της κληρονομιά. Η μακράς διάρκειας επίσκεψή της στην Ελλάδα επηρέασε βαθύτατα το έργο της. Ύστερα από το ταξίδι αυτό δημιούργησε μια σειρά από γλυπτά, στα οποία έδωσε ονόματα αρχαίων ελληνικών τοποθεσιών.
Την αγάπη της για την Ελλάδα η Χέπγουορθ τη μοιράστηκε με τον σύζυγό της Μπεν Νίκολσον, με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1931 και απέκτησαν τρίδυμα. «Μακάρι να ήσουν εδώ» του έγραφε. «Μοιάζει λάθος να τα βλέπω χωρίς εσένα, γιατί κάθε φορά που τα κοιτάζω σκέφτομαι με ποιον τρόπο θα τα έβλεπες εσύ». Η καλλιτέχνις εξέδωσε μια συλλογή με τις σημειώσεις που είχε κρατήσει στο μπλοκ σχεδίασης το οποίο χρησιμοποίησε στην Ελλάδα, ενώ μεγάλο μέρος της προσοχής της δόθηκε στα χρώματα, στις μορφές και στις εντυπώσεις που της άφησαν τα μέρη που επισκέφθηκε.
H Barbara Hepworth γεννήθηκε στο Wakefield του Yorkshire τον Ιανουάριο του 1903 και σπούδασε στο Κολέγιο Τεχνών του Λιντς και στο Βασιλικό Κολέγιο Τεχνών του Λονδίνου. Έμαθε να λαξεύει την πέτρα, τον ένα χρόνο που βρίσκονταν στη Ρώμη (1925-1926) μαζί με τον πρώτο σύζυγό της, τον γλύπτη John Skeaping. Αυτό ωστόσο δεν αποτέλεσε κομμάτι της κανονικής εκπαίδευσης της γλύπτριας εκείνη την εποχή.
Το 1931 η Hepworth γνώρισε τον ζωγράφο και δεύτερο σύζυγό της Ben Nicholson (1894-1982) και ξεκίνησαν να συνεργάζονται πολύ στενά, μένοντας μαζί από την άνοιξη του 1932. Οι φόρμες στα γλυπτά της Hepworth άρχισαν να απλοποιούνται όλο και περισσότερο. Το 1931-32, έκανε ένα μικρό, σχεδόν αφαιρετικό γλυπτό από αλάβαστρο το οποίο καταστράφηκε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό ήταν το πρώτο της αφαιρετικό έργο.
Το κυρίαρχο στοιχείο του συγκεκριμένου γλυπτού, ήταν μια μεγάλη τρύπα στη μέση του. Αυτή η ιδέα, υιοθετήθηκε αμέσως από τον φίλο της Henry Moore. Ο Moore και η Hepworth θέλησαν από κοινού να εμπλουτίσουν το λεξιλόγιο της γλυπτικής, αναζητώντας την αρμονία στις κυρτές και κοίλες επιφάνειες των έργων τους. Αυτή η φόρμα με την τρύπα στο κέντρο, εκτέθηκε με τον τίτλο Abstraction στην Gallery Tooth τον Νοέμβριο του 1932.
Μέχρι το τέλος του 1934, η Hepworth έκανε μόνο αφηρημένα γλυπτά –όχι απλοποιήσεις ή αφαιρετικές προσεγγίσεις ανθρώπινων ή οργανικών μορφών, όπως στις περιπτώσεις των σύγχρονών της, Brancusi και Arp. Αυτά τα έργα από την Hepworth, μπορούν να θεωρηθούν ως τα πρώτα ολοκληρωμένα αφαιρετικά γλυπτά που δημιουργήθηκαν σε όλο τον κόσμο, ανάλογα με τα λαξευμένα λευκά ανάγλυφα που δημιουργούσε ταυτοχρόνως ο ζωγράφος και δεύτερος σύζυγός της Ben Nicholson. Στα επόμενα πέντε χρόνια, μέχρι το 1939, ανέπτυξε ένα ευρύ ρεπερτόριο από πολύ απλά αφαιρετικά σχήματα μέσα στα έργα της.
Η πίστη της στην αφαιρετική τέχνη, έφερε την Hepworth στο προσκήνιο της μοντέρνας τέχνης. Μαζί με τον Ben Nicholson, ξεκίνησε να επισκέπτεται το Παρίσι κατά το 1933, όπου οι δύο καλλιτέχνες έρχονταν σε επαφή με μέλη της avant-garde καλλιτεχνικής κοινωνίας, όπως για παράδειγμα τον Braque, τον Picasso, τον Brancusi και άλλους. Οι δύο καλλιτέχνες, έγιναν μέλη μιας ομάδας που ονομαζόταν «Abstraction – Création», η οποία είχε έδρα το Παρίσι.
Κατά καιρούς χρησιμοποίησε για τα έργα της ξύλο, μπρούτζο και πέτρα, όπως και οπτικοακουστικό υλικό, τόσο από την καθημερινότητά της, όσο και από τη διαδικασία της δημιουργίας, όπου και σκιαγραφείται επαρκώς η επιβλητική, πνευματική, αλλά και υπέρκομψη φιγούρα της.
Τα γήινα αφηρημένα γλυπτά της Χέπγουορθ είναι γεμάτα καμπύλες και μουσικές και σαγηνεύουν με την απλότητα και την τεχνική τους τελειότητα. Μοιάζουν σα να αποζητούν να αγγιχτούν, να αγκαλιαστούν από τον επισκέπτη, να δονηθεί, αν μη τι άλλο, η αύρα τους από αυτόν. Στα βρετανικά μέσα εκφράστηκαν αντιρρήσεις για τις γυάλινες βιτρίνες που περιβάλλουν και φυλακίζουν κάποια από αυτά στην έκθεση στην Tate. Οι βιομορφικές της φόρμες αποπνέουν μια απροσδιόριστη οικειότητα, αλλά και έναν γειωμένο αισθησιασμό που παραπέμπει σε θηλυκές ποιότητες.
Ο τραγικός θάνατός της ήρθε στις 20 Μαΐου το 1975. Έπειτα από μια περίοδο σοβαρής ασθένειας, η καλλιτέχνις απανθρακώθηκε, όταν από λάθος, το στούντιό της στο St. Ives πήρε φωτιά. Η οικογένειά της, ένα χρόνο αργότερα, άνοιξε το στούντιο στο κοινό, όπως επιθυμούσε και η ίδια η Hepworth. Η δουλειά της σήμερα εκτίθεται σε περισσότερες από εκατό δημόσιες συλλογές σε όλο τον κόσμο.