23.6 C
Athens
Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

«Άξιον εστί». Το ιστορικό του Μεγαλυνάριου και της βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου

Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Αϊβαλιώτου

Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως, Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον σὲ μεγαλύνομεν.
Τὴν ὑψηλοτέραν τῶν οὐρανῶν καὶ καθαρωτέραν λαμπηδόνων ἡλιακῶν, τὴν λυτρωσαμένην ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας, τὴν Δέσποιναν τοῦ κόσμου, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή⋅ πρὸς σὲ καταφεύγω τὴν Κεχαριτωμένην, ἐλπὶς ἀπηλπισμένων, σύ μοι βοήθησον.
Δέσποινα καὶ Μήτηρ τοῦ Λυτρωτοῦ, δέξαι παρακλήσεις ἀναξίων σῶν ἱκετῶν, ἵνα μεσιτεύσῃς πρὸς τὸν ἐκ σοῦ τεχθέντα. Ὦ Δέσποινα τοῦ κόσμου, γενοῦ μεσίτρια.
Ψάλλομεν προθύμως σοι τὴν ὠδήν, νῦν τῇ πανυμνήτῳ Θεοτόκῳ χαρμονικῶς⋅ μετὰ τοῦ Προδρόμου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, δυσώπει, Θεοτόκε, τοῦ οἰκτειρῆσαι ἡμᾶς.
Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὴ προσκυνούντων τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτὴν, τὴν ἱστορηθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου, Λουκᾶ ἱερωτάτου, τὴν ὁδηγήτριαν.
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαὶ, Πρόδρομε Κυρίου, ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι πάντες μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.
Είναι άξιο αληθινά, να εγκωμιάζουμε εσένα τη Θεοτόκο, την πάντοτε εγκωμιαζομένη και πάναγνη και μητέρα του Θεού μας.
Εσένα που είσαι πιο τιμημένη απ᾿ τα Χερουβείμ και ασύγκριτα πιο ένδοξη απ᾿ τα Σεραφείμ, που χωρίς να φθαρεί η παρθενία σου γέννησες τον Θεό Λόγο, που είσαι πραγματικά η Θεοτόκος, εσένα μεγαλύνουμε.
Ἡ εὐλάβεια τῶν Ὀρθοδόξων πρός τό πανυπέρτιμον πρόσωπον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἶναι τόσον μεγάλη, ὥστε πολλοί πιστοί δέν ἀρκοῦνται εἰς τάς καθημερινάς πρός τήν Παναγίαν Ἀκολουθίας (τούς Χαιρετισμούς κατά τό Ἀπόδειπνον, τούς Παρακλητικούς Κανόνας – Μικρόν ἤ Μεγάλον – ἤ καί τό Θεοτοκάριον), ἀλλά ζητοῦν καί ἐπινοοῦν καί ἄλλας προσευχάς πρός τήν Κυρίαν Θεοτόκον.
Μετά τήν θ’ Ὠδήν τοῦ Μικροῦ, Μεγάλου ἤ ἄλλου Παρακλητικοῦ Κανόνος πρός τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον καί ἐνῶ θυμιᾶ ὁ Ἱερεύς τό Θυσιαστήριον καί τόν λαόν, οι πιστοί ψάλλουν τά Μεγαλυνάρια.
Τα Mεγαλυνάρια είναι σύντομα τροπάρια, που δοξολογούν ιερά πρόσωπα και ψάλλονται πριν από τη θ΄ ωδή τού Κανόνα στον Όρθρο, στις δεσποτικές και θεομητορικές εορτές.

Το όνομά τους προέρχεται από το ότι συνήθως αρχίζουν με τη φράση “Μεγάλυνον ψυχή μου…”.

 

Η ιστορία της εικόνας της Θεοτόκου

Το παρακάτω ιστορικό γράφηκε ως υπόμνημα από τον ιερομόναχο Σεραφείμ τον Θυηπόλο το 1548 ο οποίος υπήρξε και Πρώτος του Αγίου Όρους και διέσωσε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.

Στη Σκήτη του Πρωτάτου, που βρίσκεται στις Καρυές του Αγίου Όρους – στην αριστερή όχθη του χειμάρρου του Λιβαδογένη, κάτω από τη ρωσική Σκήτη του Αγίου Ανδρέα – εκεί κοντά στην τοποθεσία της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, είναι ένας λάκκος (χαράδρα) μεγάλος που έχει διάφορα κελιά.

Σε ένα από αυτά τα κελιά, που ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, κατοικούσε ένας ενάρετος Ιερομόναχος γέροντας με τον υποτακτικό του. Κατά το βράδυ ενός Σαββάτου. θέλοντας ο Γέροντας να πάει στην αγρυπνία στη μονή, λέει στον υποτακτικό:

– Εγώ Τέκνο μου θα πάω να ακούσω την αγρυπνία ως συνήθως. Εσύ μείνε στο κελί και ανάγνωσε την ακολουθία σου. Και έτσι έφυγε.

Αφού ήρθε το βράδυ, ακούει ο υποτακτικός να χτυπάει κάποιος την πόρτα του κελιού. Πήγε, την άνοιξε και βλέπει κάποιον ξένο και άγνωστο μοναχό, ο οποίος αφού παρακάλεσε, μπήκε και έμεινε εκείνη τη βραδιά στο κελί.

Την ώρα του όρθρου σηκώθηκαν και έψαλλαν και οι δύο την ακολουθία. Όταν όμως ήλθαν στην Τιμιωτέραν των Χερουβείμ, ο υποτακτικός έψαλλε ως τέλους τον ύμνο, ενώ ο ξένος μοναχός στάθηκε μπροστά από την εικόνα της Θεοτόκου και με περισσή ευλάβεια και φόβο κάνοντας άλλη αρχή του ύμνου τον έψαλλε ως εξής: «Άξιον εστίν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον, και παναμώμητον, και μητέρα του Θεού ημών». Και μετά επισύναψε και την Τιμιωτέραν μέχρι τέλους.

Όταν άκουσε αυτό ο υποτακτικός ενθουσιάστηκε αφενός για το νέο ύμνο, αφετέρου για την κατά κάποιο τρόπο Αγγελοειδή φωνή και ουράνιο μελωδία που άκουσε και λέει προς τον ξένο μοναχό:

– Εμείς μόνο την Τιμιωτέρα ψάλλουμε, το Άξιον Εστίν, δεν το έχουμε ακούσει ποτέ, ούτε εμείς αλλά ούτε και οι πρωτύτεροι από μας. Αλλά σε παρακαλώ, κάνε αγάπη και γράψε σε μένα τον ύμνο αυτό για να τον ψάλλω και γώ στη Θεοτόκο.

– Φέρε μου μελάνι και χαρτί για να γράψω τον ύμνο, του είπε ο ξένος μοναχός.

– Δεν έχω ούτε μελάνι, ούτε χαρτί , είπε ο υποτακτικός. Τότε ο ξένος μοναχός είπε:

– Φέρε μου μια πλάκα.

Ο υποτακτικός πήγε τότε και έφερε (μάλιστα λέγεται ότι η πλάκα αυτή ήταν από το δάπεδο του ναού κάτι που είναι πολύ πιθανόν). Την πήρε λοιπόν ο ξένος, και έγραψε πάνω σ’ αυτήν με το δάκτυλο του τον παραπάνω ύμνο, το Άξιον Εστίν. Κι ώ του θαύματος! Τα γράμματα χαράχθηκαν τόσο βαθιά πάνω στη σκληρή πλάκα σαν να γράφτηκαν σε μαλακό πηλό.

Και ποιος να περιγράψει την έκπληξη του υποτακτικού που βρέθηκε μπροστά σ’ αυτό το εξαίσιο γεγονός, ο οποίος δίκαια στάθηκε εμβρόντητος και παράλαβε την πλάκα από τον ξένο. Μετά είπε ο ξένος στον υποτακτικό:

– Από σήμερα και στο εξής έτσι να ψάλλετε αυτό τον ύμνο και εσείς, αλλά και όλοι οι Ορθόδοξοι στην Κυρία ημών Θεοτόκο. Και μετά εξαφανίστηκε. Ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, απεσταλμένος από το Θεό, για να αποκαλύψει τον αγγελικό αυτό ύμνο στην ανθρωπότητα.

Ο υποτακτικός μοναχός δοκιμάζοντας έκπληξη στην έκπληξη και χαρά στη χαρά, προσκύνησε τον τόπο όπου στάθηκε ο Άγγελος και ξεφώνησε: «Νυν είδα αληθώς ότι εξαπέστειλε Κύριος τον Άγγελο Αυτού» και ατενίζοντας την εικόνα της Θεοτόκου «Δεδοξασμένα ελλαλήθη περί σού η πόλις του Θεού, Δέσποινά μου Μαρία».

Αφού επέστρεψε και ο Γέροντας από την αγρυπνία στο κελί, άρχισε ο υποτακτικός να του διηγείται τα συμβαίνοντα και να του ψάλλει το Άξιον Εστίν, όπως του παρήγγειλε ο Άγγελος και στη συνέχεια του έδειξε και την πλάκα με τα αγγελοχάρακτα γράμματα. Ο Γέροντας ακούγοντας και βλέποντας όλα αυτά, έμεινε εκστατικός απέναντι στο θαύμα αυτό.

Πήραν και οι δύο την αγγελοχάρακτη πλάκα και πήγαν στο Πρωτάτο. Την έδειξαν στον Πρώτο αλλά και στους Γέροντες της Κοινής Σύναξης και τους διηγήθηκαν όλα τα γενόμενα. Αυτοί δόξασαν το Θεό και ευχαρίστησαν την Κυρία Θεοτόκο για το εξαίσιο αυτό Θαύμα. Αμέσως έστειλαν την πλάκα στην Κωνσταντινούπολη προς τον Πατριάρχη και τον Αυτοκράτορα αφού τους έγραψαν και γράμματα που εξιστορούσαν όλη την υπόθεση του γεγονότος.

Από τότε και μετά ο Αγγελικός αυτός ύμνος διαδόθηκε σε όλη την Οικουμένη και ψάλλεται στη Θεομήτορα από όλους τους Ορθοδόξους. Η δε εικόνα της Θεοτόκου που βρισκόταν στην Εκκλησία του κελιού στο οποίο έγινε αυτό το Θαύμα, με κοινή απόφαση των Πατέρων αποφασίσθηκε να μεταφερθεί στο Ιερό Βήμα του Πρωτάτου. Έτσι αφού συνήχθησαν πολλοί Πατέρες, έκαναν μια μεγαλειώδη λιτανεία (κρατώντας κεριά, προσφέροντας θυμιάματα, και θείους ύμνους) όπως άρμοζε στην περίπτωση και αφού πήγαν στο κελί όπου είχε λάβει χώρα το Θαύμα προσκύνησαν την εν λόγω Ιερά Εικόνα της Θεομήτορος. Στη συνέχεια τη λιτάνευσαν προς την Εκκλησία του Πρωτάτου. Όταν έφθασαν στον Ναό την απέθεσαν στον κυρίως Ιερό Ναό και στη συνέχεια τέλεσαν αγρυπνία εις δόξα και τιμή της Θεομήτορος και του Υπηρέτη Αυτής Μεγίστου Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Μετά αφού την έλαβαν σαν τίμιο αγίασμα, χρυσοπορφύρωτο κιβωτό και τιμαλφέστατο θησαυρό, με τη δέουσα τιμή και ευλάβεια την εισήγαγαν στο Ιερό Βήμα σύμφωνα με την προσυμφωνηθείσα απόφαση και την ενθρόνισαν στο Ιερό σύνθρονο του Αγίου Βήματος πίσω από την Αγία Τράπεζα, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα, σαν σε θρόνο βασιλικό.

Από τότε η Ιερά αυτή Εικόνα πήρε την ονομασία του αγγελικού ύμνου «Άξιον Εστίν», επειδή μπροστά στην εικόνα αυτή ψάλθηκε για πρώτη φορά από τον Άγγελο ο ύμνος αυτός. Το κελί πήρε την επωνυμία «Άξιον Εστί» ενώ ο λάκκος (η τοποθεσία) που βρίσκεται το κελί ονομάζεται από όλους μέχρι σήμερα «Άδειν» (δηλαδή, ψάλλειν), επειδή εκεί για πρώτη φορά ψάλθηκε ο αγγελικός αυτός ύμνος.

Το θαύμα αυτό είναι παλαιό και έγινε το 980 μ.Χ. επί της Βασιλείας Βασιλείου και Κωνσταντίνου των αυταδέλφων που ονομαζόντουσαν και Πορφυρογέννητοι, υιών του Ρωμανού του νέου και επί πατριαρχίας Νικολάου του Χρυσοβέργου. Η παραπάνω εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου καλουμένης «Αξιον Εστίν» κατασκευάσθηκε στους χρόνους της εικονομαχίας. Γενικά η όλη τεχνοτροπία της εικόνας είναι αυστηρά βυζαντινή και η όψη της επιβλητική, με γλυκεία σοβαρότητα, γνώρισμα πολλών παλαιών εικόνων. Κατά το έτος 1836 το μεγαλύτερο μέρος της εικόνας σκεπάσθηκε με λιθοστόλιστο αργυροχρυσωμένο κάλυμμα, θαυμαστής Αγιορείτικης τέχνης (υποκάμισο)

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -