Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Είδα στο Θέατρο «Σταθμός» την παράσταση του Βασίλη Κατσικονούρη «Οι Απόντες». Ένα ξεχωριστό project που βασίζεται στην προφορική αφήγηση και την ανθρώπινη μνήμη.
Ο συγγραφέας δημιούργησε μια θεατρική πρόταση όπου καθημερινοί άνθρωποι διηγούνται προσωπικές τους ιστορίες, που αφορούν ανθρώπους που λείπουν από τη ζωή λόγω θανάτου, χωρισμού ή ξενιτιάς.
Οι αφηγητές δεν είναι ηθοποιοί, αλλά άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που διηγούνται αυθόρμητα, χωρίς γραπτό κείμενο, κάθε φορά με δικά τους αυθόρμητα, διαφορετικά λόγια.
Κάθε βραδιά είναι μοναδική, καθώς οι αναμνήσεις γεννιούνται ξανά εκείνη τη στιγμή, ενώ το κοινό γίνεται συμμέτοχος σε αυτή τη βιωματική διήγηση.
Η αφήγηση αυτή συνεπαίρνει τους θεατές, που μετέχουν στην εμπειρία του ομιλητή και αυτό ακριβώς είναι η μαγεία του θεάτρου. Ανεγείρει προσωπικές μνήμες και βιώματα ενώ όσοι θεατές το επιθυμούν – όπως έχει δηλώσει ο εμπνευστής της παράστασης, συγγραφέας και σκηνοθέτης Βασίλης Κατσικονούρης – μπορούν και οι ίδιοι να μοιραστούν τις δικές τους ιστορίες, συμμετέχοντας ενεργά στο έργο.
Αφηγητές ήταν ο Βαγγέλης Αυγέρης, ο Κωνσταντίνος Ζώης, η Ειρήνη – Διαλεχτή Κουρομιχελάκη, ο Νίκος Μάκκας, η Ρομίνα Σπυράκη και ο Βασίλης Κατσικονούρης.
Οπερατέρ ήταν η Ειρήνη Γκλιάτη.
Η παράσταση καταγράφηκε ώστε να γίνει ένα ντοκιμαντέρ για τους απόντες. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την τελευταία ιστορία του ίδιου του Βασίλη Κατσικονούρη, «γράφουμε για αυτούς, που δεν θα μας διαβάσουν ποτέ».
*Η πρώτη ιστορία, αυτή του Βαγγέλη Αυγέρη που διηγείται πώς γνώρισε τη γυναίκα του, τη Ρηνούλα, με την οποία έμειναν 42 χρόνια μαζί. Τη γνώρισε στο κατάστημα, που πούλαγε τις σπανακόπιτές της και ενώ δεν του άρεσε η σπανακόπιτα έπαιρνε κάθε μέρα μόνο και μόνο για να τη βλέπει. Ψώνιζε μια σπανακόπιτα, πλήρωνε, την έβλεπε και έφευγε. Μας διηγείται πως εξυφάνθηκε η σχέση τους. Με το ένα και το άλλο πήγαν στο σινεμά και είδαν την ταινία που πρότεινε εκείνη, τις «Ομπρέλες του Χερβούργου», ένα σπουδαίο μιούζικαλ που τον κοίμισε, ενώ εκείνη συγκινήθηκε. Η μουσική τη συγκλόνισε και τώρα ακόμα ο Βαγγέλης την παίζει με τη φυσαρμόνικά του. Είναι αυτή η γλυκιά αίσθηση που αφήνει η ανάμνηση ειδικά όταν ο άλλος δεν είναι πια κοντά.
*Συνεχίζει τη διήγηση ο Κωνσταντίνος Ζώης με την ιστορία του από το Κιλκίς. Θυμάται που παιδί ακόμα, χωρίζονταν με την παρέα του σε Ινδιάνους και Καουμπόηδες, ενώ άλλοι έκαναν την περαντζάδα τους στη λεωφόρο του Κιλκίς, τον έναν μεγάλο και μοναδικό δρόμο, που κακώς λεγόταν λεωφόρος, χωρίς να περνά από εκεί λεωφορείο. Σε αυτόν τον δρόμο έκαναν περαντζάδα και ο Κώστας με την οικογένειά του και έτρωγαν τουλούμπα σε ένα ζαχαροπλαστείο, γεγονός που στάθηκε αφορμή να προσέξει ένα μπαρ με πολλά φώτα, που εναλλάσσονταν συνοδεύοντας την «Delilah», το διάσημο τραγούδι του Tom Jones. Τελικά επρόκειτο για ένα τζουκ μποξ, όπως διαπίστωσε αργότερα που πήγε στο μπαρ με τον ξάδελφό του τον Λεωνίδα. Το μυαλό του έπλασε ιστορίες για αυτόν τον πολύχρωμο χώρο και το τραγούδι αυτό. Ο χρόνος και οι συγκυρίες ενδυνάμωσαν μέσα του αυτή την ανάμνηση και η μουσική πήρε για αυτόν άλλες διαστάσεις στιγματίζοντας όχι μόνο μια ολόκληρη εποχή, αλλά και τη νεότητά του.
*Ακολούθησε η διήγηση της Ειρήνης – Διαλεχτής Κουρομιχελάκη για τον δικό της απόντα, τον θείο Ρενέ. Ο θείος της ήταν ένα εξαιρετικό πλάσμα με τον οποίον συνεννοούνταν υπέροχα. Την αγαπούσε πολύ και μαζί έκαναν τις καλύτερες συζητήσεις και εξόδους. Είχαν μοναδικές εμπειρίες και για τους δύο, ώσπου έφτασε η ώρα που ο θείος Ρενέ δεν αναγνώριζε πια κανέναν. Όσες προσπάθειες και να έκανε να του υπενθυμίσει κάτι από τις αναμνήσεις τους, έμειναν άκαρπες. Μόνο ένα τραγούδι, αυτό του Νίκου Παπάζογλου, το «είναι κάτι στιγμές…», μπόρεσε να κινήσει κάπως τη μνήμη του και για λίγο να έχουν μια επικοινωνία. Αυτό το τραγούδι λειτούργησε και για εκείνη με τον ίδιο τρόπο, σαν ένα κάλεσμα από μια περίοδο της ζωής της. Πολύτιμη και μοναδική και για εκείνη, σαν η ανάμνηση να τη φέρνει πίσω εκεί, στο σημείο εκείνο, που ο καθένας είναι αυθεντικός άνθρωπος. «Είναι κάτι στιγμές τρυφερές και λεπτές σαν κλωστές τυλιγμένες σ’ αδράχτι, σε γυρνούν απαλά, σε μεθούν σιωπηρά, σε γεμίζουν με πείσμα και άχτι για όλα αυτά που ζητάς, για πολλά που πονάς, για το τίποτε μιας ευτυχίας και γυρνάς σαν τρελός του καθρέπτη εαυτός θύμα – θύτης κακής συγκυρίας».
*Ήρθε μετά ο Νίκος Μάκκας που θυμήθηκε την ομάδα του Παναιτωλικού που έφθασε στην Αθήνα για να παίξει με τον Παναθηναϊκό. Εκείνος κατέβηκε στην πρωτεύουσα για πρώτη φορά ακολουθώντας την ομάδα του. Από φόβο επεισοδίων το πούλμαν άφησε κοντά στον σταθμό Λαρίσης τους οπαδούς της ομάδας του Αγρινίου, που για τον αγώνα θα ανέβαιναν μια ευθεία πάνω ως το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Τελειώνοντας ο αγώνας με νικητή τον Παναιτωλικό, έπρεπε ο Νίκος, πρώτη φορά σε εκείνα τα μέρη, να διαφύγει από τους οπαδούς του Παναθηναϊκού και να φτάσει στο πούλμαν. Τον κυνήγησαν και φτάνοντας στον Κεραμεικό, μπήκε πανικόβλητος σε ένα μαγαζί, που κατά σύμπτωση ήταν του συλλόγου φιλάθλων του Παναθηναϊκού. Διασώθηκε από την αδελφή φιλάθλου, που ήταν στον χώρο και του χάρισε μια φανέλα του Παναθηναϊκού για να φύγει ασφαλής πριν καταφθάσουν οι οπαδοί. Το αποχαιρετιστήριο φιλί της στα χείλη του είναι χαραγμένο για πάντα στη μνήμη του. Όσες γυναίκες και να είχαν περάσει από τη ζωή του μετά, καμία δεν τον ταξίδευσε, όπως το φιλί εκείνο. Ήταν τα νιάτα; Ήταν η ένταση; Ήταν ο φόβος; Με αυτή την αίσθηση ζαλισμένος, φτάνοντας στο πούλμαν του Παναιτωλικού και φορώντας τη φανέλα του Παναθηναϊκού κινδύνευσε και από τους συντοπίτες του. Η ανάμνηση όμως έμεινε χαραγμένη για πάντα.
*Η Ρομίνα Σπυράκη θυμήθηκε στα δεκαοκτώ της το ραντεβού με τον τότε φίλο της, μαθητή του κολεγίου, που θα τον συνόδευε στην αποφοίτησή του. Για το γεγονός αυτό είχε αγοράσει ένα καταπληκτικό γαλάζιο φόρεμα, ονειρικό, ίδιο η Γαλάζια Ραψωδία του Γκέρσουιν. Η αδελφή της την επίμαχη ημέρα, χωρίς να το σκεφτεί, της πήρε το φόρεμα χωρίς καν να τη ρωτήσει. Η διήγηση αυτή συνδέει το μουσικό αυτό κομμάτι «σήμα-κατατεθέν» της συνθετικής ιδιοφυΐας του σπουδαίου Αμερικανού δημιουργού Τζορτζ Γκέρσουιν, που έφυγε νωρίς από τη ζωή, το 1937, σε ηλικία μόλις 39 ετών, με τον θάνατο της αδελφής της, που της πήρε το φόρεμα εκείνη τη νύχτα, που η Ρομίνα αναγκάστηκε να πάει στο χορό με ένα δεύτερο φόρεμα, καθόλου αντάξιο των αξιώσεων του συνοδού της, με όποια συνέπεια μπορεί να είχε αυτό τότε. Στα χρόνια που ακολούθησαν η συνέχεια ήταν μοιραία για την αδελφή της που υπεραγαπούσε, αλλά έμελλε να την αποχωριστεί νωρίς από τη ζωή. Τώρα είναι σα να βλέπει το γαλάζιο φόρεμά της κάπου να αιωρείται στους αιθέρες, πάντως δεν το ξαναείδε μετά από εκείνη τη φορά.
*Πολύ συγκινητική η ιστορία του ίδιου του σκηνοθέτη, του Βασίλη Κατσικονούρη. Ο πατέρας του, αστυνομικός, ξύπναγε το βράδυ και τον έβλεπε να γράφει στο κουζινάκι μέχρι το πρωί. Του έκανε παρατήρηση. Ήταν ακόμα εποχή, που υπήρχε η μεσαία τάξη. Εποχή ΠΑΣΟΚ, που ο κόσμος φόραγε ριγέ πιτζάμες και πουκάμισα. Εποχή που οι «Φατμέ» έγραφαν και τραγουδούσαν για της μεταπολίτευσης την άχρωμη γενιά «αντάρτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά», όπως σωστά το περιγράφει ο Νίκος Πορτοκάλογλου στο «υπάρχει λόγος σοβαρός». Ο Κατσικονούρης γράφει ιστορίες από δύο γενιές μέσα στο βιβλίο του «Καρό παιδιά, ριγέ πατεράδες». Περιλαμβάνει εν ολίγοις όλες ή και παρόμοιες ιστορίες με αυτές που απολαύσαμε στη σκηνή του θεάτρου «Σταθμός». Ο Βασίλης, φοιτητής στην αγγλική φιλολογία, είχε συμφοιτητή τον Τασούλη, που οι γονείς του «ψάρευαν» για να μάθουν πώς τα πάει με τη σχολή, την οποία γενικά είχε εγκαταλείψει. Γεμάτη αλλαγές η ζωή και πολλές διαδρομές για να ακολουθήσει κάποιος. Ο πατέρας του, τού έσβηνε το φως, να μη συγγράφει, αλλά να μελετά μόνο για τη σχολή του. Ο Κατσικονούρης έγραφε τα βιβλία του, κρύβοντάς τα μέσα σε πανεπιστημιακά συγγράμματα, τελείωσε και τη σχολή του και αφουγκράστηκε τις ανάγκες της εποχής που ζούσε αποτυπώνοντάς τες στα γραπτά του. Αλλά ακόμα και τώρα όταν γίνεται κάποια διακοπή ρεύματος ενώ εκείνος γράφει, είναι σα να νιώθει τον πατέρα του να του σβήνει το φως, σα να βρίσκεται κοντά του και είναι έτοιμος να δικαιολογηθεί ότι διαβάζει και δεν συγγράφει.
*Όλες οι διηγήσεις, όλων των αφηγητών, ενορχηστρώνονται από ερωτήσεις που κάνει ο Βασίλης Κατσικονούρης στους αφηγητές από το βάθος του θεάτρου, ενώ κάθε διήγηση διαπνέεται από ένα μουσικό θέμα.
*Έτσι είναι οι αναμνήσεις, ολοζώντανες, όπως και οι απόντες του καθενός, πάντα εκεί δίπλα του. Κυοφορούμε ό,τι αγαπήσαμε ακόμα και όταν το έχουμε χάσει.
Η μουσική πάντα εκεί να αφυπνίζει άμεσα την ανάμνηση, καθώς έχει μια μοναδική ικανότητα να συνδέεται με τον άνθρωπο σε ένα βαθύ και ουσιαστικό επίπεδο.
*Μια παράσταση γεμάτη συναίσθημα και αλήθεια. Ο Βασίλης Κατσικονούρης έκανε τους ηθοποιούς να συνεργαστούν, να συμμετάσχουν ο ένας στην αφήγηση του άλλου, να υποστηρίζουν αληθινά ο ένας τον άλλον. Μόνον ένας, ο Νίκος Μάκκας, έμεινε μόνος του. Η ανάμνησή του χωρίς παραλήπτη. Ένα φιλί που δεν ήξερε το άλλο πρόσωπο πόσο σημαντικό ήταν για τον παραλήπτη. Στην καρέκλα μια δανεισμένη φανέλα του Παναθηναϊκού, που κανένας δεν αναζήτησε, γιατί δεν αντιλήφθηκε καν την αξία της για τον άλλον.
Μια ενεργοποίηση ανυποψίαστων θεατών και ερασιτεχνών ηθοποιών που πέτυχε.
***
Το έργο παρουσιάστηκε στο Θέατρο «Σταθμός» από τις 14 έως και τις 17 Απριλίου 2025, με την προοπτική να επαναληφθεί.
***
«Οι Απόντες». Ένα project προφορικής αφήγησης από τον Βασίλη Κατσικονούρη στο Θέατρο «Σταθμός»