Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του Ulrich Rasche, άνοιξε το πρόγραμμα των Επιδαυρίων το τελευταίο Παρασκευοσαββατοκύριακο του Ιουνίου και, όπως αναμενόταν, άφησε έντονο αποτύπωμα στο επετειακό έτος 2025.
Τα τελευταία χρόνια έχει εδραιωθεί ένα ισχυρό καλλιτεχνικό στίγμα στην Επίδαυρο χάρη στις παγκόσμιες πρεμιέρες που επιδιώχθηκαν είτε σε συμπαραγωγή με κορυφαίους διεθνείς οργανισμούς (Schaubühne, Schauspielhaus Bochum, Residenztheater), είτε με τη μετάκληση σπουδαίων διεθνών θιάσων (όπως η Comédie-Française με τον Τιάγκο Ροντρίγκεζ), είτε με ανάθεση σκηνοθεσίας έργων του Αρχαίου Δράματος σε διακεκριμένους Ευρωπαίους σκηνοθέτες, όπως ο Φρανκ Κάστορφ το 2023 (Μήδεια) και ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν το 2024 (Ιφιγένεια εν Αυλίδι), που συνεργάστηκαν με Έλληνες ηθοποιούς.
Φέτος το Φεστιβάλ κάλεσε εκ νέου τον Ούλριχ Ράσε, που γνωρίσαμε το 2022 με τον συγκλονιστικό Αγαμέμνονα του Αισχύλου σε συμπαραγωγή με το Residenztheater του Μονάχου.
Αυτή τη φορά σκηνοθέτησε την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή μ’ ένα λαμπερό καστ Ελλήνων ηθοποιών, σε μια παράσταση που δόθηκε μόνο στην Επίδαυρο.
Ανεξίτηλος στη μνήμη όσων παρακολούθησαν τον Αγαμέμνονα το 2022 μένει ακόμα ο εκστατικός παλμός των ερμηνευτών, καθώς βάδιζαν αέναα πάνω στην τεράστια μηχανοκίνητη περιστρεφόμενη σκηνή με ζωντανή μουσική υπόκρουση.
Εξελίσσοντας την ανατρεπτική του σκηνική γλώσσα, ο Ράσε βασίζεται στη αξεπέραστη μετάφραση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου για να αναδείξει την αγέραστη μορφή της Αντιγόνης.
Είναι δείγμα σκηνοθετικής γραφής ο Χορός και η κίνησή του πάνω σε περιστρεφόμενη σκηνή (σκηνογραφία Urlich Rasche)
Η αλήθεια είναι ότι ο ρυθμός είναι κάπως διαφορετικός, λιγότερο γρήγορος, από την προηγούμενη παράσταση, αλλά πάντα στην ίδια λογική της αδιάκοπης κίνησης εξυπηρετώντας τη σκέψη του Ηράκλειτου «τα πάντα ρει» και το άλλο «δεν μπορείς να μπεις δεύτερη φορά στο ίδιο ποτάμι».
Όλα υπόκεινται στη λογική της συνεχούς ροής, της διαρκούς μεταβολής και της παροδικότητας της ύπαρξης. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στο παρελθόν, όπως δεν μπορούμε να ξαναβρεθούμε στο ίδιο ακριβώς σημείο του ποταμού. Η αλλαγή είναι αναπόφευκτη και πανταχού παρούσα. Αυτό από μόνο του επιτείνει την τραγικότητα των ηρώων, εδώ του Χορού και βέβαια του Κρέοντα.
Με αργό βάδισμα έρχεται ο Χορός, με δισταγμό, ντυμένοι στα διαφανή – μαύρα. Έρποντας πάνω στη σκηνή, μέσα σε καπνούς, ανεβαίνουν στην περιστρεφόμενη ορχήστρα σαν καταδρομείς, σαν βατραχάνθρωποι, ενώ τους συνοδεύει μια τρομακτική ζωντανή μουσική του Alfred Brooks.
Σηκώνονται σιγά σιγά με συγχρονισμένο βηματισμό, ένα σώμα μια φωνή. «Ήλιου πριν δεν είδαμε στην επτάπυλη Θήβα το όμορφο φως».
Όλα ξεκινούν από μια κατάρα. Ο Οιδίποδας καταράστηκε τους δυο γιους του να μοιραστούν την κληρονομιά του με οπλισμένο χέρι και να κατεβούν στον Άδη αλληλοσφαγμένοι, επειδή είχαν παραβεί την εντολή του να μη χρησιμοποιήσουν ποτέ το ασημένιο τραπέζι του Κάδμου και το χρυσό αμφικύπελλο (δέπας), με το οποίο έπινε κρασί ο Λάιος.
Η συμφωνία των αδελφών
Τα δύο αδέλφια, ο Πολυνείκης και ο Ετεοκλής, συμφώνησαν να βασιλέψουν διαδοχικά ανά ένα χρόνο.
Πρώτος βασίλεψε ο Ετεοκλής, ο οποίος όμως στη συνέχεια αρνήθηκε να παραδώσει την εξουσία στον Πολυνείκη. Τότε εκείνος έφυγε από τη Θήβα και πήγε στο Άργος, όπου παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Άδραστου. Μαζί με τον πεθερό του και άλλους πέντε Αργείους ηγεμόνες εκστράτευσε εναντίον της Θήβας, για να διεκδικήσει την εξουσία.
Οι επτά Αργείοι αρχηγοί επιτέθηκαν στους επτά Θηβαίους ήρωες που υπερασπίζονταν τις επτά πύλες της Θήβας.
Απέναντι από τον Ετεοκλή ήταν ο Πολυνείκης. Η τελική μονομαχία των δύο αδερφών επιβεβαίωσε την κατάρα του Οιδίποδα. Τα δύο αδέρφια έπεσαν αλληλοσκοτωμένα μπροστά στα τείχη της πόλης, η οποία όμως σώθηκε.
«Μάρτυρας της μαλαματένιας μέρας έδιωξες τον άντρα που ήρθε μαζί με την αρματωσιά από το Άργος. Αυτό τον άνδρα ο Πολυνείκης τον κουβάλησε στη γη μας μέσα από δολερά μαλώματα».
Ανεβαίνει στη σκηνή ο Κρέων (Γιώργος Γάλλος), ο νέος άρχοντας της πόλης, αδελφός της Ιοκάστης και θείος των παιδιών, που σκοτώθηκαν, του Ετεοκλή και του Πολυνείκη.
Ο Κρέων ανεβαίνοντας αγκαλιάζει όλο τον Χορό, γίνονται ένα κορμί. Δηλώνει τη θέση του τώρα που «τα δυο αδέλφια σήκωσαν τα κοντάρια τους ο ένας απέναντι στην άλλον και τα κοντάρια νίκησαν, ενώ εκείνοι μοιράστηκαν τον θάνατο».
Ο Χορός, ένα σώμα, μια γροθιά, τον παρακαλεί να ρίξει στη λήθη τώρα τους πολέμους. Ο Κρέων, που είναι ο πιο κοντινός συγγενής των σκοτωμένων, έχει όλες τις εξουσίες, όμως λέει ότι με το θανατικό τους εκείνοι μόλυναν την πύλη με αίμα αδελφικό και επίσης δηλώνει «ότι όποιος άνθρωπος δεν παίρνει τις σωστές αποφάσεις είναι ανάξιος και εκείνος θεωρεί τιποτένιο όποιον βάζει κάποιο πρόσωπο ανώτερο από την ίδια του την πατρίδα».
Με τέτοιες αρχές θα κυβερνήσει. Έτσι θα θάψει τον Ετεοκλή με όλες τις προσφορές, ενώ τον Πολυνείκη, που έχει το ίδιο αίμα, θα τον αφήσει εξόριστο να τον καταφάνε το όρνια και τα άγρια θηρία, δεν θα λάβει τάφο, ούτε νεκρώσιμη τιμή, ούτε θρήνο.
Ο Φύλακας (Θάνος Τοκάκης) με φόβο διηγείται όσα είδε, έχοντας σταματήσει κάθε τόσο στο δρόμο από φόβο για όσα θα έπρεπε να εξιστορήσει. Εξαιρετική η ερμηνεία του ηθοποιού.
«Δεν το έκανα εγώ, ούτε είδα ποιος το έκανε».
Η μουσική συνοδεύει συνέχεια και γίνεται πιο έντονη όταν καταθέτει με αγωνία αυτό που είδε, ότι κάποιος έθαψε τον πεθαμένο. Ο ήχος είναι σαν ήχος μετρονόμου, ο πανδαμάτωρ χρόνος.
Οι μουσικοί. Ένας ακόμη ρόλος
Εξαιρετική η ερμηνεία των μουσικών (Νεφέλη Σταματογιαννοπούλου: κοντραμπάσο, Χάρης Παζαρούλας: κοντραμπάσο, Νίκος Παπαβρανούσης: κρουστά, Ευαγγελία Σταύρου: κρουστά) επί σκηνής, γίνονται ένας ακόμη ρόλος του έργου.
Ρωγμή στο χρόνο. Ποιος μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο, να διαπράξει μια τέτοια παράνομη πράξη; Το σώμα του Κρέοντα κάμπτεται και ενώ περιστρέφεται αενάως η σκηνή, αλλάζει ο φωτισμός της και γίνεται κόκκινος.
Ο θυμός τον κυριεύει. Ο Χορός φοβάται. Τρέμει και παρακαλεί τον πεθαμένο Ετεοκλή να προστατεύσει τη χώρα τους, πριν ξεσπάσει επάνω τους η μπόρα του Άρη.
Δεν υπάκουσαν στις εντολές
Η φωνή του Κρέοντα αλλάζει. Δεν μπορεί οι θεοί να νοιάζονται για τον νεκρό. Κάποιος μέσα στην πόλη παράκουσε την εντολή του. Υπάρχουν άνθρωποι μέσα στην πόλη απρόθυμοι να υπακούσουν στις αποφάσεις του, αυτό προϋποθέτει θράσος.
Να μη διαλέγει κάποιος το καλό για την πατρίδα του; Να παρακούει την κρατική εντολή; Τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να έχει σχέση με το σπίτι του, με την πόλη του.
Ο ψυχισμός του Κρέοντα χτίζεται επί σκηνής. Μόνος του οδηγείται στην ύβρη για να φτάσει στην κατακρήμνισή του. Υπέροχος ο Γιώργος Γάλλος, στις μεταστροφές του.
Ο Χορός συμπάσχει. Ο Φύλακας φέρνει τη μαυροφορεμένη Αντιγόνη και την παραδίδει στον Κρέοντα. Διηγείται ότι το ξημέρωμα «την είδαν να κλαίει σαν το πουλί, που βλέπει τη φωλιά χωρίς τα πουλάκια του».
Η Αντιγόνη (Κόρα Καρβούνη) σηκώνει με παρρησία το ανάστημά της και ομολογεί την πράξη της, είναι περήφανη και δεν αρνιέται, είναι μαχήτρια.
Η στάση των σωμάτων τους απέναντι στην ορχήστρα που περιστρέφεται, μαζί και αυτοί, είναι σα να μονομαχούν και να αντιτίθεται ο νόμος του κράτους στον αρχαίο, θεϊκό νόμο του σεβασμού και της ταφής των νεκρών.
Η Αντιγόνη με την ανυπέρβλητη ερμηνεία της Κόρας Καρβούνη κραυγάζει: «Δεν φαντάστηκα ότι ένας θνητός θα ξεπέρναγε τους ασάλευτους νόμους των θεών».
Με το να επωμίζεται η Αντιγόνη την αναπόφευκτη ενοχή της πράξης, αντιτάσσοντας το θηλυκό – οντολογικό στο αρσενικό – πολιτικό στέκεται ψηλότερα από τον Οιδίποδα: το δικό της «έγκλημα» είναι πλήρως συνειδητό.
Τα γρανάζια της ζωής…
Όταν ο Κρέων τη ρωτά γιατί κανένας άλλος δεν αντέδρασε παρά μόνο εκείνη, η Αντιγόνη του λέει ότι όλοι θα αντιδρούσαν, αλλά δεν το κάνουν γιατί τον φοβούνται.
Η περιστρεφόμενη Ορχήστρα, τα γρανάζια της ζωής, διαρκώς σε κίνηση.
Η Αντιγόνη δηλώνει ότι γεννήθηκε για να αγαπά, για να ενωθεί με την αγάπη και όχι με το μίσος.
Ο Κρέων αποφασίζει να την τιμωρήσει σε θάνατο, κλείνοντάς την σε σπήλαιο, χωρίς τροφή και νερό.
Μέσα από τον Χορό προκύπτει ο Αίμων (Δημήτρης Καπουράνης), τον οποίο αρχικά ο Κρέων αγκαλιάζει και του λέει, πόσο τον ντροπιάζει ο πατέρας του.
Ο φωτισμός της Ελευθερίας Ντεκώ κάνει τις σκιές του Χορού αλλά και των πρωταγωνιστών να προβάλλουν μεγάλες πάνω στα δέντρα.
Τρυφερή η σκηνή πατέρα και γιού. Ο Αίμων προσπαθεί να τον συνετίσει προβάλλοντας τη χρυσή τομή. Καμιά φορά αυτό που φαίνεται για καλό δεν είναι γιατί ο θεός σέρνει το νου στο σκοτάδι της πλάνης. Ο Κρέων είναι ανυποχώρητος, αμετακίνητος, αδιαπραγμάτευτος. «Θα μου πει η πόλη τι θα κάνω»;
Παραγνωρίζει την προειδοποίηση του Αίμονα, την επισήμανση του Χορού «ότι δεν σέβεται και ποδοπατά το αξιακό σύστημα των θεών» και κυρίως περιφρονεί τον τυφλό Τειρεσία (Φιλαρέτη Κομνηνού), που υποβασταζόμενος, με παραστατικό τρόπο, πολύ εκφραστικό και επιθετικό τον προειδοποιεί για όλα τα κακά που θα ακολουθήσουν αν δεν αλλάξει η απόφασή του για την Αντιγόνη και τον Πολυνείκη.
Η παρουσία του Τειρεσία στην τραγωδία ενισχύει τη σημασία της φρόνησης και την καταστροφικότητα της αλαζονείας. Το λέει ξεκάθαρα ότι ο σωστός ηγέτης πρέπει να σκέφτεται σωστά και ο Κρέων δεν το κάνει, σκέφτεται εν θερμώ, παρορμητικά, εκδικητικά, καλύπτοντας τη μεγάλη ανασφάλειά του για την εξουσία, που κατέχει την οποία όμως επιβάλει με κάθε τρόπο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Δύο απουσίες
Οι χαρακτήρες της Ισμήνης και της Ευριδίκης έχουν παρακαμφθεί στην παράσταση και αντιμετωπίζονται δραματουργικά από όλη την ομάδα, τον δυναμικό αυτό Χορό απ’ όπου προκύπτουν όλοι οι ρόλοι πλην του μάντη Τειρεσία και του Κρέοντα, που έρχεται απ’ έξω.
Όλο το κείμενο έχει αναλυθεί με εικαστικό τρόπο επί σκηνής. Ο λόγος του Σοφοκλή είναι απόλυτα κατανοητός και οι χαρακτήρες έχουν αναλυθεί.
Η κίνηση του Χορού (Γιώργος Ζιάκας, Δημήτρης Καπουράνης, Μάριος Κρητικόπουλος, Ιωάννης Μπάστας, Βασίλης Μπούτσικος, Γιώργης Παρταλίδης, Θανάσης Ραφτόπουλος, Γκαλ Ρομπίσα, Γιάννης Τσουμαράκης, Στρατής Χατζησταματίου) εξαιρετικά δύσκολη και απόλυτα συγχρονισμένη και πετυχημένη.
Ο Αίμων και η Αντιγόνη μετά την απόφασή τους να περάσουν σε άλλη διάσταση ανεβαίνουν προς το κοίλον του θεάτρου και φωτίζονται παίρνοντας μια μεταφυσική διάσταση.
Μια παράσταση, διδασκαλία κειμένου, πάνω στην κατανοητή μετάφραση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου.
Μια τομή στη σκηνοθετική θεώρηση της τραγωδίας από τον Ούλριχ Ράσε, που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη, ούτε να θεωρηθεί τρομερά αναλυτική και κουραστική.
Πρόκειται για μια πραγματική διδασκαλία.
***
Η «Αντιγόνη» από τον Ούλριχ Ράσε με την Κόρα Καρβούνη στην Επίδαυρο σε παγκόσμια πρεμιέρα