Από τους σπουδαίους προγόνους μας κληρονομήσαμε δύο ένδοξους βράχους:
Την Ακρόπολη και τον Καιάδα. Και σταθήκαμε ανάξιοι όχι μόνον στο ύψος του πρώτου, αλλά και στο βάθος του δεύτερου. (Αλέκος Σακελλάριος)
«Ο Σακελλάριος είναι ο εξυπνότερος Έλληνας» είχε πει κάποτε ο Φρέντυ Γερμανός. Σε ένα σημείωμά του για τον σπουδαίο αυτόν άνθρωπο, είχε πει ο ίδιος: «Διαισθάνομαι ότι πίσω από το βολικό εύσημο κρύβεται μια δόση υποβάθμισης. Ο Αλέκος εκτός από έξυπνος είναι και ένας ευαίσθητος άνθρωπος.
Τα διηγήματά του είναι ένα πρώτο δείγμα. Μπορείτε να φανταστείτε τον Σακελλάριο να δακρύζει; Ίσως και να κλαίει; Αν διαβάσετε τα πεζά του, θα μπορέσετε.
Θυμάμαι ένα χρονογράφημά του. Το είχε γράψει για την γυναίκα του Γιώργου Τζαβέλλα (σ.σ. του μυθικού Έλληνα σκηνοθέτη σπουδαίων ταινιών της δεκαετίας του 50’), που αν δεν κάνω λάθος είχε πεθάνει παραμονές Χριστουγέννων.
Ήταν ένα μικρό αριστούργημα. Δεν είχε τίποτα το μελό (οι μάστορες της σάτιρας ξέρουν να περνούν από ένα αδιόρατο φίλτρο τη συγκίνησή τους – ένα φίλτρο που λείπει συχνά από την άλλη όχθη), αλλά είχε μια δύναμη που σε άρπαζε από τον λαιμό.
Σίγουρα ο Αλέκος είχε δακρύσει γράφοντάς το. Δεν τον ρώτησα ποτέ – αυτά τα πράγματα απλά δεν τα ρωτάς, τα νιώθεις».
Και συνέχισε ο Φρέντυ Γερμανός: «Για μένα το πρόβλημα του Αλέκου ήταν βασικά ένα: Είχε πολλά ταλέντα, που στριμώχνονταν συνέχεια μέσα του, προσπαθώντας να πάρει κάποιο από όλα σειρά.
Έγραφε κωμωδίες, αλλά αν τον κλείδωνε κάποιος για μερικές ώρες ή για μερικούς μήνες σε ένα γραφείο – όπως έκανε ο Βλάσης Γαβριηλίδης στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη – θα μπορούσε να μπει άνετα στο μαγικό αυλάκι της πεζογραφίας, οδοιπορώντας κάπου ανάμεσα στον Μαρκ Τουαίν και στον Τσέχοφ.
Σκηνοθετούσε ταινίες του Φίνου και την ίδια ώρα έγραφε μερικά από τα πιο ρομαντικά τραγούδια του ελληνικού πενταγράμμου»
Στο ίδιο αυτό σημείωμά του, ο Φρέντυ Γερμανός είχε πει ότι ο Σακελλάριος μοιάζει με την Αμερική. «Πρώτα ανακαλύφθηκε από τους Ινδιάνους και μετά από τους Ευρωπαίους».
Και εξηγούσε το γιατί: «Στην περίπτωση του Αλέκου, οι Ινδιάνοι ήταν το πλατύ και μεγάλο κοινό, που τον έκανε πολύ γρήγορα, με το αλάθητο ένστικτό του, εθνικό συγγραφέα της ελληνικής κωμωδίας: “Ποιος το έγραψε; Ο Σακελλάριος. Εντάξει, πάμε”.
Ήταν μια φράση που την άκουγες πολύ συχνά τη δεκαετία του 50’ και τη δεκαετία του 60’. Και οι Ευρωπαίοι; Οι Ευρωπαίοι ήταν η βλοσυρή μας διανόηση, που δεν ήθελε να ανακαλύψει τον Σακελλάριο.
Δεν της άρεσε που έβγαζε γέλιο – δεν του συγχωρούσε αυτόν τον ευθύβολο τρόπο, με τον οποίο επικοινωνούσε με το κοινό του.
Ως γνωστόν, για μια μερίδα ψυχασθενών διανοουμένων μας, η επικοινωνία είναι ποινικό αδίκημα.
Θα χρειαζόταν να περάσουν κάμποσα χρόνια, θα έπρεπε να διαβούμε το κατώφλι της δεκαετίας του 1970, αλλά και της δεκαετίας του 1980 για να παραδεχτούν τον Σακελλάριο ακόμα και οι αρνητές του».
Ο Αλέκος Σακελλάριος
(Τι είπε περί ελληνικού λαού ο αείμνηστος Αλέκος Σακελλάριος σε μία αλησμόνητη συνέντευξη στον εαυτό του!)
Ας αρχίσουμε, εαυτέ μου, τη συνέντευξή μας.
Αγαπημένο σου χόμπι;
Ν΄ αλλάζω επαγγέλματα.
Πιστεύεις στην ύπαρξη του Θεού;
Μ΄ αυτά που κάνει, όχι!
Αν ο Θεός ήταν Έλληνας, τι θα έκανε;
Θα κατέστρεφε τον κόσμο για να εισπράξει την ασφάλεια.
Ποια είναι τα τρία κακά του Νεοέλληνα;
Είναι τέσσερα, γιατί δεν τα παραδέχεται κιόλας.
Δηλαδή;
Μεσασόλα, αρπακόλα, κοκακόλα!
Ελληνικός λαός;
Είμαστε ένας λαός παράξενος και μαζοχιστής. Προπάντων μαζοχιστής. Πάντα έχουμε ένα εναλλακτικό πρόβλημα για κάθε λύση!
Μίλησέ μου για τη διαφθορά…
Οι Έλληνες χωρίζονται σε αμετανόητους άτιμους και σε μετανιωμένους τίμιους!
Ποια είναι η κληρονομιά των Ελλήνων;
Από τους σπουδαίους προγόνους μας κληρονομήσαμε δύο ένδοξους βράχους:
Την Ακρόπολη και τον Καιάδα. Και σταθήκαμε ανάξιοι όχι μόνον στο ύψος του πρώτου, αλλά και στο βάθος του δεύτερου.
Δηλαδή;
Στην Ευρώπη, αντιστοιχούν τρία δέντρα σε κάθε κάτοικο. Στην Ελλάδα, αντιστοιχούν τρεις εμπρηστές σε κάθε δέντρο.
Αθήνα – νέφος: Ποια η γνώμη σας για το πρόβλημα;
Όταν αποφασίσαμε να εξαργυρώσουμε όλη τη βλακεία μας σε διοξείδιο του θείου, δεν περιμέναμε ότι θα ήταν τόση πολλή. Και ντουμανιάσαμε!
Τι απρόσμενο περιμένεις;
Μια καλύτερη Ελλάδα.
Σε τι απίστευτο πιστεύεις;
Στη Θεία Δίκη.
Σε τι υπερτερεί ο Έλληνας και σε τι ο Ευρωπαίος;
Σε όλα υπερτερεί ο Ευρωπαίος. Γιατί ο πολιτισμός του έχει τις ρίζες του στην Ελλάδα κι ας μην το παραδέχεται. Ενώ ο Έλληνας υστερεί, γιατί ο πολιτισμός του βασίζεται στην Ευρώπη και το καμαρώνει.
Αξιοκρατία;
Αξιοκρατία ονομάζουμε τα προσόντα που απαιτούνται για να υπερπηδήσουμε έναν καλύτερό μας. Aναξιοκρατία λέμε την ατυχία μας να μην γίνουμε κι εμείς κάτι που δεν αξίζουμε, όπως θαυμάσια τα καταφέρνουν τόσοι άλλοι.
Ελπίζεις;
Την ελπίδα τη φτιάχνεις με όση απελπισία σου ‘χει απομείνει.
Το μέλλον της Ελλάδας;
Αν ποτέ πει να ξεβρομίσει αυτός ο τόπος, πολύ φοβάμαι ότι θα μείνει μόνον ο τόπος!
Αρκετά νωρίς άρχισε ν’ ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων και κειμένων για επιθεωρήσεις, ξεκινώντας το 1935 με το λαϊκό μιούζικαλ «Ο Βασιλιάς του Χαλβά», που έγραψε σε συνεργασία με τον Μήτσο Βασιλειάδη σε μουσική του Νίκου Χατζηαποστόλου. Το έργο ανέβασε με μεγάλη επιτυχία ο θίασος του Πέτρου Κυριακού στο θέατρο «Κοτοπούλη». Ακολούθησαν τα έργα «Ταξίδι στ’ Αλγέρι» (σε συνεργασία με τον Μήτσο Βασιλειάδη και τον συνθέτη Xρήστο Χαιρόπουλο), «Οι μποέμ της Αθήνας» και «Το ρόδο του Ισπαχάν (σε συνεργασία με τον Σπύρο Μελά).
Πολυγραφότατος, στο θέατρο έγραψε 185 έργα, πολλά από τα οποία είναι καρποί της ευδόκιμης συνεργασίας του με το Χρήστο Γιαννακόπουλο. Από τις πιο δημοφιλείς υπήρξαν: «Η δεξιά, η αριστερά και ο κυρ-Παντελής», «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης», «Ένας ήρωας με παντόφλες», «Δεσποινίς ετών 39», «Δελησταύρου και Υιός», «Ένα βότσαλο στη λίμνη», «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Ο Ηλίας τού 16ου», «Κάθε πράγμα στον καιρό του», «Αλλοίμονο στους νέους», «Υπάρχει και φιλότιμο», «Μπράβο Κολονέλο», «Φινίτα λα μούζικα», «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο», «Φτερό στον άνεμο, «Χτυποκάρδια στο θρανίο», «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», Μπάμπης και Μπαμπίνο κ.ά.
Αυτοδίδακτος κινηματογραφιστής, το 1947 ξεκίνησε εξίσου λαμπρή καριέρα και στον κινηματογράφο, σκηνοθετώντας ύστερα από παράκληση του Φιλοποίμενα Φίνου την ταινία «Παπούτσι από τον τόπο σου», σε σενάριο δικό του και του Χρήστου Γιαννακόπουλου. Γρήγορα διέπρεψε και στον τομέα του κινηματογράφου, μεταφέροντας αρχικά τα ήδη δοκιμασμένα στη σκηνή θεατρικά του έργα και αργότερα με ταινίες που βασίζονταν σε αυτούσια κινηματογραφικά του σενάρια, που ανέδειξαν πολλούς σημαντικούς ηθοποιούς (Τζένη Καρέζη, Αλίκη Βουγιουκλάκη κ.ά.).
Έγραψε στίχους αμέτρητων τραγουδιών, που είχαν ως αφετηρία τη θεατρική σκηνή, αλλά γρήγορα αποκτούσαν πανελλήνια εμβέλεια («Άστα τα μαλλάκια σου…», «Πάμε σαν άλλοτε», «Πού να’ σαι τώρα», «Το τραμ το τελευταίο», «Ο Τραμπαρίφας» κ.ά.). Περίπου 1.500 τραγούδια φιλοξενούν τους στίχους του, ανάμεσά τους κι αυτά που ξεκινούσαν την πορεία τους από το πανί της μεγάλης οθόνης και συγκεκριμένα από τις ταινίες του («Γαρύφαλλο στ’ αυτί», «Πες μου μία λέξη», «Τράβα μπρος», «Αστο το χεράκι σου», «Νιάου-νιάου βρε γατούλα», «Υπομονή» κ.ά.). Στίχους του μελοποίησαν οι συνθέτες Θεόφραστος Σακελλαρίδης, Νίκος Χατζηαποστόλου, Xρήστος Χαιρόπουλος, Κώστας Γιαννίδης, Μενέλαος Θεοφανίδης, Μιχάλης Σουγιούλ, Γιώργος Μουζάκης, Μίμης Πλέσσας, Γιάννης Σπάρτακος, Μάνος Χατζιδάκις, Σταύρος Ξαρχάκος, Τάκης Μωράκης, Γιώργος Κατσαρός, Γιώργος Χατζηνάσιος κ.ά.
Η πορεία του φυσικά δεν σταμάτησε εδώ. Προσέγγισε το χώρο της τηλεόρασης από το πειραματικό της ακόμη στάδιο και υπήρξε ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης περί των 40 κωμωδιών («Δόκτωρ Τικ», «Μία Αθηναία στην Αθήνα» κ.ά.), ενώ παράλληλα παρουσίαζε τακτικές ψυχαγωγικές εκπομπές («Εγώ κι εγώ», «60 λεπτά χωρίς λεπτά», «Μόνο για σας», «Έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα», «Η παλιά επιθεώρηση» κ.ά.) και έκτακτα πανηγυρικά προγράμματα.
Τιμήθηκε με το «Έπαθλο Ξενόπουλου» για τα θεατρικά του έργα «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (αργότερα ταινία με πρωταγωνιστές τους Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Βύρωνα Πάλλη), «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (αργότερα ταινία με πρωταγωνιστή τον αξεπέραστο Βασίλη Λογοθετίδη και πολλά χρόνια μετά ρημέικ με τίτλο «Ο Σπαγγοραμένος» με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα), ενώ η ταινία του «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» ψηφίστηκε ως η καλύτερη ταινία της πενταετίας 1955-60, κατά τη διάρκεια της Πρώτης Εβδομάδας Ελληνικού Κινηματογράφου στο νεοσύστατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (μαζί με τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη και τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου.
Η αφηγηματική του δεινότητα στην ενθύμηση παλιών και αξέχαστων στιγμών αποτυπώθηκε στις σελίδες του βιβλίου του «Λες κι ήταν χθες» (Εκδόσεις Σμυρνιωτάκη).
Δημιουργικός και δραστήριος, ο Αλέκος Σακελλάριος χρονογραφούσε μέχρι το τέλος της ζωής του, που επισυνέβη στις 28 Αυγούστου 1991.