Του Παναγιώτη Μήλα
«Αυτή την εποχή θυμάμαι έντονα τότε που βγαίναμε στα σκαλιά της πολυκατοικίας όλα τα κορίτσια και παίζαμε κούκλες. Απορούσα για το πού είναι τα άλλα παιδιά της δικής μας πολυκατοικίας και τι κάνουν κλεισμένα στα σπίτια τους. Ακόμη και τότε που μέναμε μέσα οι γονείς μου, μού διάβαζαν πολύ και πάντα κάναμε όλοι μαζί κάτι δημιουργικό, ακόμα και τα παιχνίδια μας είχαν να κάνουν με κατασκευές».
***
Αυτά έλεγε η σκηνοθέτις και ηθοποιός Αγγελική Καρυστινού πριν από ενάμιση χρόνο, τον Σεπτέμβριο του 2018, σε συνέντευξή της στο Catisart.
Μια απάντηση που ταιριάζει ακόμη και σήμερα, τον Απρίλιο του 2020, την εποχή του εγκλεισμού μας λόγω πανδημίας και κορονοϊού.
Μια απάντηση σχεδόν προφητική, μια απάντηση όμως που δείχνει πως η Αγγελική «εξ απαλών ονύχων» είχε την επιθυμία και την έμπνευση μέσα και τη δημιουργικότητα να ξεπερνά κάθε δύσκολη κατάσταση.
Αυτό κάνει και τώρα που το περιβάλλον είναι ασφυκτικό και έχει εξελιχθεί σε προβληματικό ειδικά στον χώρο του πολιτισμού.
***
Συζήτησα με την Αγγελική Καρυστινού με αφορμή το «lockdown» επειδή ήθελα πολύ να μάθω τις απόψεις της για όσα τυχαίνουν και συμβαίνουν… Θέλω ακόμη να ακούσω τις προτάσεις αλλά και τους προβληματισμούς της οι οποίοι οπωσδήποτε θα δώσουν την ευκαιρία για εποικοδομητικές συζητήσεις μεταξύ των άμεσα εμπλεκομένων και ενδιαφερομένων για το μέλλον του πολιτισμού στη χώρα μας…
***
-Ένας καλλιτέχνης του θεάτρου, που εξ ορισμού ανήκει στο τώρα, πώς μπορεί να υπάρξει σε μια επείγουσα κατάσταση, όπως η καραντίνα και η πανδημία;
*Δυστυχώς οι παραστατικές τέχνες αυτή τη στιγμή δεν μπορούν να υπάρξουν, καθώς εμπεριέχουν τη συνάθροιση, και όσον αφορά στη θέαση και όσον αφορά στην προετοιμασία τους. Αυτή την περίοδο ζηλεύω πολύ τους μουσικούς και τους ζωγράφους, που μπορούν μόνοι στο σπίτι τους να παίξουν, ή να συνθέσουν.
Το μεγάλο όμως θέμα είναι το μετά, γιατί κάποια στιγμή η καραντίνα θα λήξει και τότε θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε από τη μία τη φοβία του κοινού, που λογικά θα έχει ενδοιασμούς και μάλλον δύσκολα θα προσέλθει σε μια παράσταση, και από την άλλη το τι θα κάνουν και πώς θα επιβιώσουν όλοι οι άνθρωποι που εργάζονται στον χώρο του πολιτισμού.
Νομίζω ότι το θέατρο θα αλλάξει, γιατί η τέχνη πάντα μεταβάλλεται από την περιρρέουσα κατάσταση και τις κοινωνικές συνθήκες, αλλά αυτή η διαδικασία θα πάρει πολλά χρόνια, δεν θα γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Το μεταβατικό διάστημα που καλούμαστε εμείς να ζήσουμε είναι αβέβαιο. Έχω την αίσθηση ότι οι νεότερες γενιές θα προσαρμοστούν ευκολότερα. Αυτή την περίοδο κάνουμε διαδικτυακά μαθήματα με τους μαθητές μας στη Σχολή, πράγμα πρωτόγνωρο για όλους, αλλά βλέπω πως τα παιδιά έχουν την ευελιξία να ανταποκριθούν γρήγορα σε αυτό τον νέο τρόπο, που κανείς μας δεν γνωρίζει.
– Πώς δημιουργούμε νέες φόρμες στην τέχνη στον καιρό του κορονοϊού;
*Δεν ξέρω. Νομίζω ότι οι προσπάθειες που γίνονται αυτή τη στιγμή με διαδικτυακές πρόβες κτλ. είναι λίγο βιαστικές. Δηλαδή δεν μπορούμε μια νέα πραγματικότητα να την αντιμετωπίσουμε με τους όρους που ίσχυαν σε μια άλλη κατάσταση. Χρειάζεται πρακτικά μια νέα φόρμα, πράγμα που απαιτεί χρόνο για να βρεθεί. Επίσης δεν έχουμε τα μέσα στα σπίτια μας – τουλάχιστον οι περισσότεροι – για να πειραματιστούμε. Συν ότι ένα θέατρο που μοιάζει με ερασιτεχνικό live σινεμά θεωρώ πως δεν είναι ενδιαφέρον, και έχει μια ένδεια – και δεν μιλάω για το επίπεδο παραγωγής, αλλά για την έλλειψη επαφής- που προσωπικά με καταθλίβει.
Για μένα πάντως αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι το πώς οι άνθρωποι κινούνται στον δρόμο αυτή την περίοδο. Θα μου άρεσε να δούμε επί σκηνής, μια ποιητική διάσταση αυτού που ονομάζουμε social distancing. Πώς μπορούμε να ανταλλάξουμε ένα φιλί χωρίς να αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, πώς μπορούμε να σωματοποιήσουμε μια πράξη βίας χωρίς να ακουμπήσουμε κανέναν; Κι αυτό όμως απαιτεί συνάθροιση, οπότε δεν είναι εφικτό να το δοκιμάσουμε αυτή τη στιγμή. Βάζω ασκήσεις στα παιδιά να σκεφτούν πάνω σε αυτή τη λογική, και πάντα καταλήγουμε στο «θα δούμε πώς θα είναι όλα αυτά όταν ξαναβρεθούμε».
-Η αγωνία για την υγεία μπορεί να φρενάρει την έμπνευση και τη δημιουργία;
*Ναι, η αρρώστια ποτέ δεν ήταν πηγή έμπνευσης για κανέναν. Όλο αυτό τον καιρό μιλάω με συναδέλφους και όλοι σχεδόν καταλήγουμε στο ότι δεν μπορούμε να συγκεντρωθούμε ούτε καν να διαβάσουμε ένα βιβλίο. Θα πρέπει να περάσει χρόνος να επουλωθεί το τραύμα και να φύγει ο φόβος, για να μπορέσουμε να διαχειριστούμε τα όσα ζήσαμε δημιουργικά.
-Αγγελική, σε ευχαριστώ για όσα μου είπες. Πιστεύω ότι τα ερωτήματα που βάζεις ανοίγουν ένα δρόμο για μια εποικοδομητική ανταλλαγή απόψεων και για την απαραίτητη – και πιστεύω άμεση – ανταπόκριση και λύση κάθε προβλήματος από τους αρμοδίους.
*Κι εγώ ευχαριστώ. Μάλιστα επειδή ξέρω ότι «κάθε εποχή έχει τις δικές της Ιφιγένειες», παράλληλα πιστεύω ότι ακόμα η δική μου γενιά έχει τον χρόνο μπροστά της κάτι να κάνει, έστω και μικρό, κάτι που θα φέρει τουλάχιστον μια πιο μεγάλη αλλαγή στο μέλλον».
***
Η Αγγελική Καρυστινού σπούδασε στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης – Κάρολος Κουν. Εργάζεται ως ηθοποιός στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στη σκηνοθεσία στην East15 – University of Essex, όπου έλαβε διάκριση, και παρακολούθησε το εκπαιδευτικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα του GITIS στη Μόσχα. Οι σκηνοθετικές της δουλειές περιλαμβάνουν τα έργα: «Η πτωτική άνοδος του Αρτούρο Ούι» του Μ. Μπρεχτ στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, «Το γαϊτανάκι» του Α. Σνίτσλερ στο Βeton 7, «Κυρία Λώρα» της Μ. Καραπάνου στο Κτήριο elculture, «A Chandelier in my Kitchenette» του Ken McLoone, στο Φεστιβάλ Brighton Fringel, «No dogs in this fight», performance βασισμένη στα Ημερολόγια του Νιζίνσκι στο The Garage της Αγγλίας και πρόσφατα το έργο «Παζολίνι». Έχει διδάξει το μάθημα της υποκριτικής και του αυτοσχεδιασμού στην Ανώτερη Δραματική Σχολή Πράξη Επτά, στην Ανώτερη Δραματική Σχολή Πέτρας και στο Θέατρο των Αλλαγών. Παράλληλα διδάσκει θεατρική αγωγή στο Αρσάκειο Τοσίτσειο, αλλά και σε ομάδες ενηλίκων. Έχει συγγράψει κείμενα για το θέατρο, αλλά κι ένα παιδικό βιβλίο, «Το μεγάλο ταξίδι της Μαριάνθης», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
***
Οι φωτογραφίες της εποχής του εγκλεισμού, ανήκουν στην Αγγελική Καρυστινού.