Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Πρόκειται για ένα συνεχές θεατρικό παιχνίδι. Ο τίτλος του έργου «Abusagada» προέκυψε από τους αυτοσχεδιασμούς της ομάδας όσο προετοίμαζαν την παράστασή τους, η οποία είναι διασκευή στο έργο του πολυβραβευμένου Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιού Ισραέλ Χόροβιτς «Γραμμή».
Ψάχνοντας μετά ανακάλυψαν ότι η λέξη, που είχαν επιλέξει σήμαινε «κατάχρηση» σε κάποια γλώσσα στις Φιλιππίνες. Κατάχρηση λοιπόν, μια διάθεση του ανθρώπου από αμνημονεύτων χρόνων.
Πώς θα μπορέσει να πάρει κάτι που δεν του ανήκει, που όμως αν «πλασαριστεί» σωστά θα το κάνει δικό του.
Αυτό εν ολίγοις είναι το έργο και η δυσοίωνη σύγχρονη πραγματικότητα.
Η Γεωργία Κοκκίνου μαζί με τη Μαίρη Καραμπίνα διασκεύασαν το κείμενο και το έφεραν πιο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας λαογραφικές αναφορές, ντοπιολαλιές και επιθεωρησιακά στοιχεία με αναφορές σε γνώριμες καταστάσεις πολιτικές ή μη.
Η ασυνεννοησία, η εμμονή του καθενός με τη δική του αμπουσάγκαντα κατακλύζει τη σκηνή με χρώμα. Κάθε ρόλος έχει το δικό του χρώμα που θυμίζει πίνακες του Καντίνσκι ή ποπ αρτ, που συνδέονται με την καταγγελία του καπιταλισμού και της εγωπάθειας.
Όλοι βλέπουν την ομορφιά της αμπουσάγκαντα και προσπαθούν να διακριθούν σε αυτή. Αυτή τους καθορίζει, την καταπίνουν ή μάλλον τους καταπίνει.
Όλοι παλεύουν για αυτή την ολιγόλεπτη παραμονή στη θέση της πρωτιάς. Μια θέση υπερεκτιμημένη, μια ματαιοδοξία, μια εφήμερη ικανοποίηση – αν κατορθώσουν να «κλέψουν» την προτεραιότητα του άλλου. Και ποιος δεν έχει βρεθεί σε ουρά, σε μια αναμονή για κάποια εξυπηρέτηση, ή πληρωμή, ή για θέση εργασίας.
Και ποιος δεν έχει έρθει αντιμέτωπος με επίδοξους «σφετεριστές» της θέσης του στην ουρά, που παντοιοτρόπως θα επιχειρήσουν να τον παρακάμψουν με σκοπό να προηγηθούν με κάποια πρόφαση, είτε αποσπώντας του την προσοχή, είτε μπαίνοντας «πραξικοπηματικά» μπροστά του, δίχως να θεωρούν καν απαραίτητη μια, έστω και προσχηματική, εξήγηση ή δικαιολογία.
Η παράσταση καυτηριάζει αμείλικτα την πλεονεξία, τον εγωκεντρισμό και τη μωροφιλοδοξία του σύγχρονου καταναλωτή ανθρώπου, του αλλοτριωμένου σε εγκληματικό βαθμό απ’ τον ακραίο, θεοποιημένο υλισμό της εποχής μας.
Πέντε άτομα –τέσσερις άντρες και μια γυναίκα– καταφθάνουν για να σταθούν στη σειρά πίσω από μια γραμμή χαραγμένη στο έδαφος ενός απροσδιόριστου χώρου. Η γραμμή αυτή αποτελεί ένα σύνορο ανάμεσα σε αυτούς και τον κόσμο. Καθένας αντιπροσωπεύεται από ένα χρώμα, το χρώμα της στολής του.
Υπάρχει και μια αφηγήτρια, συντονίστρια η Ελευθερία Μάζαρη, σε ένα ψηλότερο επίπεδο, που τους δίνει οδηγίες, τραγουδά και σχολιάζει, σαρκάζει καλύτερα τα τεκταινόμενα.
Η σοβαρότητα της κατάστασης διασπάται από κωμικά ενίοτε επιθεωρησιακά στοιχεία.
«Σου πάει το μαυράκι γιατί σε βλέπω να το ρίχνεις πάλι στον Μητσοτάκη» θα σχολιάσει η Ελευθερία Μάζαρη.
Όλοι περιμένουν για κάτι που δεν διευκρινίζεται η φύση του, μπεκετικό στοιχείο, που παραπέμπει στο θέατρο παραλόγου. Σημασία έχει το «παιχνίδι» μεταξύ αυτών των ανθρώπων για τη διεκδίκηση της πρωτιάς.
Οι ήρωες είναι γκροτέσκο φυσιογνωμίες, που μέσα από το παράλογο εισάγουν το τραγικό αστείο, αφήνοντας όμως μια πικρή αίσθηση στο στόμα. Εναλλαγή δηλητηριώδους και ξεκαρδιστικού χιούμορ με στόχο τη σκέψη.
Όλοι οι ρόλοι γίνονται πρωταγωνιστικοί εκ περιτροπής. Οι ερμηνείες όλων είναι στέρεες και καλά συντονισμένες. Είναι σαν να παίζουν κάποιοι άνθρωποι σε βιντεοπαιχνίδι διεκδικώντας την πρώτη θέση στη σειρά. Είναι σαν να παίζουν μουσικές καρέκλες.
Σαρκαστικά ακούγεται το τραγούδι «I want to break free». Πώς μπορεί να απελευθερωθεί κάποιος από τον ίδιο του τον εαυτό και τα εμπόδια ή τις αξιώσεις που κάθε φορά αυτός προβάλλει;
Ωραίες, παιγνιώδεις οι ερμηνείες των ηθοποιών. Ο καθένας νομίζει ότι είναι ο καλύτερος.
«Ποτέ δεν βρέθηκε ένας πραγματικός αρχηγός εκτός από εμάς βέβαια. ΠΑΣΟΚ! Ωραία χρόνια!».
Ο ένας κοροϊδεύει τον άλλον, όπως η αλεπού το κοράκι. Ο ένας μετά τον άλλον χάνει τη θέση του στην πρωτιά και αναρωτιέται μαζί του και ο θεατής, «τι είναι αδικία; Αυτό είναι αδικία;» Είναι όλα μέσα στο παιχνίδι. Είναι σαν το παιχνίδι τα μήλα. Πρέπει να «καεί» ο άλλος παίχτης, να βγει από το παιχνίδι, να χάσει την αμπουσάγκαντα του και να επικρατήσει ο ικανότερος.
Ο υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του Ραφαέλο (Ιωάννης Τζιώνας, Κόκκινο) χρησιμοποιεί την πολυλογία για να καταρρίψει και την παραμικρή αντίρρηση, που μπορεί να προβάλουν οι άλλοι.
Ο «περπατημένος» στη ζωή Λεονάρντο (Πολύκαρπος Μόσχος, Λευκό) θεωρεί ότι όλοι είναι πομφόλυγες.
Η Έιπριλ (Γεωργία Κοκκίνου, Πράσινο), με το τραγούδι της, με την ακόρεστη λίμπιντό της, «παρασύρει» έναν προς έναν τους ανταγωνιστές της, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία τους να αντισταθούν σε ένα «πρόθυμο» θηλυκό.
Δεν πτοείται δε από την παρουσία του άβουλου και υποχόνδριου συζύγου της, Μικελάντζελο (Παντελής Αρουσαλίδης, Μπλε), ο οποίος παρακολουθεί σχεδόν απαθής τις επιδόσεις της γυναίκας του, με την ελπίδα να επωφεληθεί από τους δικούς της ελιγμούς και ίσως κατορθώσει να συνευρεθεί και ο ίδιος μαζί της. Η Έιπριλ συνευρίσκεται με όλους «διαστημικά», από απόσταση, όπως στην ταινία Barbarella του Ροζέ Βαντίμ με την Τζέιν Φόντα. Οι εραστές βρίσκονται μέσα σε ένα διαφανές φυλάκιο, σε απόσταση ο ένας από τον άλλο και με έναν ουδέτερο κυματισμό του σώματος τους, καταγγέλλουν την απρόσωπη σεξουαλική και αναπαραγωγική λειτουργία, που εξυπηρετεί τις εκάστοτε ιδιαίτερες συνθήκες. Η Έιπριλ λειτουργεί με την αρχή της κοινοκτημοσύνης, είναι μαρξίστρια.
Όλοι ενεργούν σαν τα ποντίκια στον τροχό. Τρέχουν κυνηγώντας, ούτε και αυτά ξέρουν τι, όμως τρέχουν αδιάλειπτα.
Τέλος ο Ντονατέλλο (Γιώργος Γιέτος, Κίτρινο) από την αρχή σε μια παιδική στάση, ελαφρώς αφελής καταλήγει έρμαιο των απανωτών ανατροπών της κατάστασης, πασχίζοντας με το παιδιάστικο απελπισμένο πείσμα του να ξαναπιάσει την πρώτη θέση που του πήραν. Εξομαλύνει τις εντάσεις από τα άλλα δυο δίπολα Ραφαέλο – Λεονάρντο και Έιπριλ -Μικελάντζελο. Ωστόσο επικρατεί το χάος.
Μετά από πολλές προσπάθειες αναρωτιούνται και οι ίδιοι και «τώρα τι;» Όλοι θέλουν να είναι πρωταθλητές.
Η λευκή ταινία της αρχής, της εκκίνησης είναι και αυτή του τέλους, είναι ο «καταπιόνας» τους.
Η Abusagada (αμπουσάγκαντα) είμαι μια έξυπνη παράσταση γύρω από την ουτοπία της πρωτιάς και των μεγάλων προσδοκιών.
Η κίνηση των ηθοποιών, πολύ δουλεμένη, σωστά συντονισμένη, ωραίες οι φωνές τους και οι εκφράσεις τους, σημαντική και καταλυτική η παρέμβαση του αφηγητή [Ελευθερία Μάζαρη]. Όλοι οι ρόλοι επανέρχονται στο σημείο εκκίνησης, αποδεικνύοντας ότι όλη αυτή η προσπάθεια στην ουσία δεν τους μετακίνησε διόλου.
Ωραία σύλληψη, πολλοί αυτοσχεδιασμοί, κριτικό βλέμμα από τη Γεωργία Κοκκίνου και την Μαίρη Καραμπίνα που υπογράφουν τη σκηνοθεσία.
Απολαυστικές οι ερμηνείες των ταλαντούχων ηθοποιών [Παντελής Αρουσαλίδης, Γιώργος Γιέτος, Γεωργία Κοκκίνου, Ελευθερία Μάζαρη, Πολύκαρπος Μόσχος, Ιωάννης Τζιώνας].
***
«Abusagada». Μια μαύρη κωμωδία, pop αποχρώσεων και ακαθόριστων διαστάσεων