31.4 C
Athens
Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Το λυτρωτικό “μουρμουρητό” της Volksbühne

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

“Murmel Murmel Murmel Murmel Murmel Murmel Murmel Murmel Murmel Murmel”.
Μουρμουρητό: η χαμηλόφωνη και όχι απόλυτα κατανοητή ομιλία, άλλοι παρόμοιοι ήχοι και επιφωνήματα.
Μια ξεκαρδιστική παράσταση παρακολουθήσαμε οι θεατρόφιλοι Αθηναίοι στο θέατρο «Ολύμπια», τον Ιούνιο. Επρόκειτο για ένα ψυχεδελικό «ακουστικό» θέαμα με τον τίτλο «Murmel», που μας έφερε η Volksbühne από το Βερολίνο στην Αθήνα, στο πλαίσιο του αφιερώματος που έκανε γι’ αυτήν το Φεστιβάλ Αθηνών.
Έντεκα απίστευτοι ηθοποιοί και ένας υπερ-επινοητικός μουσικός μουρμουρίζουν, ψιθυρίζουν, τραγουδούν ή κραυγάζουν επί 80 λεπτά μία και μόνο λέξη: «murmel» («μουρμουρητό»).
Το ευφάνταστο σχέδιο κυοφορείτο πολύ καιρό στο μυαλό του Γερμανού σκηνοθέτη Herbert Fritsch (Χέρμπερτ Φριτς) μέχρι να πάρει ζωή. Πρόκειται για τη νουβέλα του Ελβετού συγγραφέα Dieter Roth (Ντίτερ Ροτ, Dieter Rot και Diter Rot ) «Μουρμουρητό», που κυκλοφόρησε το 1974 με αυτοέκδοση. Στις 178 σελίδες του βιβλίου, ενός λεπτού τόμου σχήματος octavo, επαναλαμβάνεται μία μόνο λέξη: «Murmel». Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Ροτ έδωσε την άδεια στον Φριτς να διασκευάσει το έργο του για το θέατρο. Το 2012 ο Φριτς εκπλήρωσε την υπόσχεσή του για πρώτη φορά.

Από τους σημαντικότερους ηθοποιούς που συνδέθηκε με τη Φόλκσμπύνε, τα τελευταία χρόνια ο Herbert Fritsch έχει καθιερωθεί ως σκηνοθέτης με τις βραβευμένες μαύρες κωμωδίες του. Στη διασκεδαστική, θεοπάλαβη παράστασή του, οι ηθοποιοί μουρμουρίζουν αδιαλείπτως τη μοναδική λέξη του βιβλίου και μεταμορφώνουν το κείμενο σε μια υπνωτιστική, λυτρωτική, ψυχεδελική και ανατρεπτική εμπειρία που δικαιώνει τον εκλιπόντα πλέον Ροτ, πληθωρικό, πειραματικό καλλιτέχνη του οποίου το έργο διακρίνεται για τη δεξιοτεχνία, την άγρια ενέργεια και τη σκοτεινή του αίσθηση.
Μουρμουρμουρμουρμουρμουρμουρ
μουρμουρμουρμουρμουρμουρμουρ
μουρμουρμουρμουρμουρμουρμουρ
μουρμουρμουρμουρμουρμουρμουρ
μουρμουρμουρμουρμουρμουρμουρ
μουρμουρμουρμουρμουρμουρμουρ
μουρμουρμουρ…

Το έργο θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ένας σύγχρονος σχολιασμός πάνω στο σαιξπηρικό «words, words, words» από τον υπαρξιακώς πάσχοντα αλλά πάντα κλασικό «πρίγκιπα της ματαίωσης», Άμλετ.
(Πολώνιος: …Τί διαβάζεις Κύριε μου;
Άμλετ: Λέξεις. Λέξεις. Λέξεις).

«Δεν υπάρχει επανάληψη παρά μόνο επιμονή», υποστήριζε η Γερτρούδη Στάιν, μία από τις πένες που ανανέωσαν τη λογοτεχνία, ανατρέποντας τις παραδεδομένες νόρμες της γραμμικής αφήγησης.
«Επανάληψις, μήτηρ πάσης μαθήσεως», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες.

Η μία και μόνη λέξη του κειμένου -μολονότι επαναλαμβάνεται- παίζεται κάθε φορά διαφορετικά, με το βλέμμα, την κίνηση, την έκφραση, το χαμόγελο, τη φαντασία και την επιθυμία για το νέο και το αντισυμβατικό …
Η λέξη μπορεί να λειτουργήσει και ως σημείο, δηλαδή ως συμφωνημένο υπονοούμενο του οποίου η επίκληση ανακαλεί ένα πολύ ευρύτερο και ευρέως αναγνωρίσιμο σημαντικό πεδίο, ακόμα κι όταν το νόημά της έχει από κοινού καθομολογηθεί.
Προκαλεί καταστάσεις, αλλαγές, συμβάσεις, γεγονότα. Εν τω μεταξύ διατηρεί και, σε στιγμές μεστές εντάσεων και αισθημάτων, πολλαπλασιάζει το νοηματικό της δυναμικό.

Ο εικαστικός Dieter Roth (21 Απριλίου 1930 – 5 Ιουνίου 1998) ήταν ένας από τους πιο ευέλικτους και πιο ανήσυχους καλλιτέχνες της μεταπολεμικής περιόδου. Εκτός από τα εικαστικά έργα που δημιούργησε, έγραψε επίσης και μια συγκεκριμένη ποίηση. Τα έργα ξεχώρισαν με όλους τους τρόπους. Για παράδειγμα, έφτιαξε κάποτε ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα με μια έντονη μπλε θάλασσα και έναν ήλιο από μια στρογγυλή φέτα σαλάμι που βυθιζόταν μέσα σε αυτήν. Σε γκαλερί του Λος Άντζελες εξέθεσε μια σειρά από 37 βαλίτσες ακουμπισμένες στο πάτωμα και γεμισμένες με τυρί, κάτω από εικόνες με τυρί στον τοίχο. Χρησιμοποίησε επίσης μοτοσικλέτες, καφέ ζάχαρη, μπανάνες, παζλ και μπαχαρικά.

Η παράσταση που παρακολουθήσαμε ήταν μια παράσταση ψαγμένη και ευρηματική, παράσταση μίας μόνο λέξης αλλά με πλούσια δομή, διεισδυτικότητα και ρυθμό. Επί σκηνής θαυμάσαμε έντεκα ηθοποιούς και ένα μουσικό που τα είπαν όλα.
Κύριοι ντυμένοι στο σοβαρό γκρίζο κοστούμι τους παίζουν με τα νεύρα τους, υστερικές κυρίες με λαμπερά φορέματα τρέχουν πίσω από το φως του προβολέα και πέφτουν στο «λάκκο» ή στον ηφαιστειακό κρατήρα της ορχήστρας.

Ένα τρελό ταξίδι, κάπου ανάμεσα σε παραίσθηση, κωμωδία και όνειρο με μια ακρίβεια ελβετικού ρολογιού.
Αυτή η ευχάριστη βραδιά της εντυπωσιακά ριζοσπαστικής και ανελέητα γοητευτικής παράστασης «Murmel» ήταν επίσης κι ένα σεμινάριο στην ιστορία της τέχνης. Με τους πανέξυπνους και παμπόνηρους αυτούς, πολυτάλαντους και τολμηρούς καλλιτέχνες (Florian Anderer, Matthias Buss, Werner Eng, Ingo Günther, Jonas Hien, Simon Jensen, Wolfram Koch, Annika Meier, Anne Ratte-Polle, Bastian Reiber, Stefan Staudinger, Axel Wandtke), που σάρκαζαν, σατίριζαν και αυτοσαρκάζονταν μπλέκοντας την όπερα με το μπαλέτο, τα ακροβατικά με το μπουφόνικο θέατρο, τον Τσάρλι Τσάπλιν με τον Marcel Marceau, τον Μπένι Χιλ με τον Ταραντίνο, το θέατρο του παραλόγου με την καλή επιθεώρηση. Όλα αυτά με διάθεση πειραματισμού και ακραιφνώς μινιμαλιστική χροιά αλλά και με τη ρηξικέλευθη συμμετοχή του απίθανου μουσικού και συνθέτη Ingo Günther να παίζει ταυτόχρονα επί μιάμιση ώρα με το πληκτρολόγιο του υπολογιστή και τα ντραμς.
Παιχνιδιάρικο εναλλακτικό θέαμα με αιχμηρούς διασκεδαστές, λαμπρή ζωντανή μουσική, χρώματα που εναλλάσσονταν στο σκηνικό (σκηνικά του σκηνοθέτη Herbert Fritsch), εκπληκτικά κοστούμια του ’60 (Victoria Behr), απαράμιλλη συμπύκνωση χρόνου, ευφυείς γρήγορες εναλλαγές φωτισμών (Torsten König) και αφαιρετικό πέρασμα από τη μία σκηνή στην άλλη.
Απλώς, κατά τη γνώμη μου, το δεύτερο μέρος χρειαζόταν λίγες -ελάχιστες- περικοπές για να κρατά αμείωτο το κέφι και το ενδιαφέρον του θεατή.
Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το «Murmel» ένα σατιρικό σχόλιο για τη σημερινή υστερική, αγχωτική, υπερβολική και υπερβολικά τούρμπο κοινωνία μας ή απλώς να θυμόμαστε γλυκά την απολαυστική χορογραφημένη παραφροσύνη του.
Το καλό χιούμορ αποτελεί ένα θαύμα για το θέατρο. Ανανεώνει το κουράγιο του θεατή, φωτίζει το μυαλό, κάνει την καρδιά να σκιρτά ευτυχισμένη.

Ο Herbert Fritsch πρωτοανέβασε το έργο στη Volksbühne (“People’s Theatre”), στο Βερολίνο. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 28 Μαρτίου 2012. Από τότε η παράσταση έχει κάνει μια μεγάλη περιοδεία σε πολλές χώρες και συνεχίζει. Οπότε όσοι ταξιδεύετε μπορεί να είστε τυχεροί και να την πετύχετε κάκου στον κόσμο.

  • Μία από τις ηθοποιούς είχε ένα ατύχημα στην παράσταση. Οι θεατές δεν το αντιληφθήκαμε, διαπιστώσαμε όμως την απουσία της και αναρωτηθήκαμε. Με το πέρας της παράστασης, ένα ασθενοφόρο βρισκόταν στην είσοδο του θεάτρου. Ύστερα από λίγο είδαμε να τη μεταφέρουν με αναπηρικό αμαξίδιο και κολάρο στο λαιμό. Ευχόμαστε να είχε μια γρήγορη και καλή ανάρρωση, ώστε να θυμάται το ελληνικό κοινό με θετικά συναισθήματα!
  • Σκηνοθεσία – Σκηνικά: Herbert Fritsch • Παίζουν: Florian Anderer, Matthias Buss, Werner Eng, Ingo Günther, Jonas Hien, Simon Jensen, Wolfram Koch, Annika Meier, Anne Ratte-Polle, Bastian Reiber, Stefan Staudinger, Axel Wandtke • Κοστούμια: Victoria Behr • Μουσική: Ingo Günther • Φωτισμοί: Torsten König • Δραματουργία: Sabrina Zwach

Θέατρο Ολύμπια
23-24 Ιουνίου 2017

Το βερολινέζικο θέατρο

Η Volksbühne (Θέατρο του Λαού) έχει καθορίσει το καλλιτεχνικό προφίλ του Βερολίνου, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο θεσμό.

To διάσημο βερολινέζικο θέατρο ήρθε στο Φεστιβάλ Αθηνών φέρνοντας τρεις μεγάλες θεατρικές παραγωγές και, μαζί, όλα όσα χρειάζονται για να ζήσει κανείς μια πλήρη «φολκσμπυνική» εμπειρία: ταινίες, εγκαταστάσεις, γερμανική μπίρα, συζητήσεις, πάρτι, συναυλίες, περφόρμανς.

Ο μύθος του

Ο μύθος έχει ως εξής: Το 1992 η πολιτική ηγεσία του Βερολίνου ανέθεσε στον αβανγκάρντ, αλλά ήδη καταξιωμένο σκηνοθέτη Φρανκ Κάστορφ την καλλιτεχνική διεύθυνση της Φόλκσμπύνε, με τον όρο να την κάνει διάσημη μέσα στα επόμενα δύο χρόνια – αλλιώς, το θέατρο θα έκλεινε. Ο Κάστορφ πέτυχε, θα λέγαμε, τον στόχο του˙ για την ακρίβεια, η Φόλκσμπύνε είναι σήμερα ένα από τα πιο σημαντικά και αναγνωρισμένα θέατρα στον κόσμο. Την επαύριο της γερμανικής επανένωσης, εδραιώθηκε ως ένας ξεχωριστός βερολινέζικος θεσμός, με επιρροή στον θεατρικό κόσμο της χώρας, αλλά και διεθνώς. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η έκφραση «κάν’ το όπως η Φόλκσμπύνε» ήταν διαδεδομένη στους κύκλους των ανερχόμενων Γερμανών σκηνοθετών, ενώ, όταν σήμερα το ελληνικό κοινό χαρακτηρίζει μια παράσταση «γερμανικού ύφους», συνήθως αναφέρεται σε στοιχεία που έχουν ταυτιστεί μαζί της. Όλα αυτά τα χρόνια, βετεράνοι αλλά και νέοι σκηνοθέτες δημιούργησαν παραστάσεις-ορόσημα για το διεθνές κοινό, που ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο. Εκτός από τον Κάστορφ, σκηνοθέτες όπως ο Christoph Marthaler (Κριστόφ Μαρτάλερ), ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Ρενέ Πόλλες και ο κινηματογραφιστής Christoph Schlingensief (Κριστόφ Σλίνγκενζιφ) βρήκαν φιλόξενη στέγη στη Φόλκσμπύνε και διαμόρφωσαν τη σκηνοθετική ματιά τους μέσα από τη συνεχή και πολυετή δουλειά τους στο βερολινέζικο θέατρο. Παράλληλα, ταλαντούχοι ηθοποιοί όπως οι Kathrin Angerer, Martin Wuttke και Χέρμπερτ Φριτς αποτέλεσαν μια ακόμα ισχυρή κινητήρια δύναμη, καθώς παρά την ιδιαιτερότητα του καθενός και τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός δυναμικού και αναρχικού τρόπου παιξίματος που αποτελεί διακριτικό χαρακτηριστικό της Φόκλσμπύνε. Οι ηθοποιοί αυτοί, που παραμένουν σταθεροί συνεργάτες του θεάτρου, συμμετείχαν και στις παραγωγές που παρουσιάστηκαν στην Αθήνα.

 

Νέα οπτική

Η Φόλκσμπύνε δεν εισήγαγε απλώς πρωτοποριακές ερμηνευτικές τεχνικές και δραματουργικές προσεγγίσεις, αλλά διεύρυνε και την αντίληψή μας ως προς το τι συνιστά μια θεατρική παραγωγή, πέρα από τα περιορισμένα όρια ενός «καθαρού» θεάτρου. Προώθησε μια νέα οπτική για το τι θα μπορούσε να σημαίνει ένα θέατρο ως θεσμός μέσα στην πόλη. Εικαστικοί καλλιτέχνες και κινηματογραφιστές όπως ο Κριστόφ Σλίνγκενζιφ και ο Ragnar Kjartansson (Ράγκνα Κιάρτανσον) απέκτησαν πρόσβαση στη θεατρική σκηνή. Οι αίθουσές της έχουν κατά καιρούς μεταμορφωθεί ριζικά για να φιλοξενήσουν μοναδικές περφόρμανς από διαφορετικά καλλιτεχνικά πεδία. Από τη δεκαετία του 1990 άρχισε η διοργάνωση συζητήσεων με επιστήμονες και καλλιτέχνες, κάτι που έχει ενταχθεί στα προγράμματα και άλλων θεσμών. Για αρκετά χρόνια, το θέατρο περιόδευε σε διαφορετικές γειτονιές του Βερολίνου με τα βαγόνια του Rollende Road Show. Ακόμα και σήμερα προτείνονται παραγωγές που αιφνιδιάζουν, ενταγμένες σε κατηγορίες με τίτλους όπως «άκου», «διάβασε», «μίλα» ή «δες». Στις συναυλίες, τις αναγνώσεις, τις συζητήσεις και τις ταινίες δίνεται αντίστοιχο βάρος με εκείνο των θεατρικών παραγωγών.

Στην Αθήνα

Απόλυτα εναρμονισμένο με το πνεύμα και τη φιλοσοφία της, το πρόγραμμα που παρουσίασε η Φόλκσμπύνε στην Αθήνα δεν περιλάμβανε μόνο παραστάσεις θεάτρου με τη στενή έννοια του όρου. Παράλληλα με τη διασκευή του «Παίκτη» του Ντοστογιέφσκι από τον Φρανκ Κάστορφ και το «Μουρμουρητό» του Χέρμπερτ Φριτς, η ομάδα παρουσίασε την παράσταση «Σ’ αγαπώ, αλλά επέλεξα την αποδραματοποίηση» του Ρενέ Πόλλες στα βαγόνια του Rollende Road Show, που στήθηκαν στο προαύλιο της Πειραιώς 260, όπου φιλοξενήθηκαν επίσης συναυλίες, ταινίες, εγκαταστάσεις, συζητήσεις – τι καλύτερη δικαιολογία για τους Αθηναίους για ξενύχτι με γερμανική μπίρα; Συζητήσεις και DJ sets από τους γνωστούς Βερολινέζους DJ Duo Portobello, επίσης μέλη της Φόλκσμπύνε, συμπλήρωσαν το μουσικό και παραστασιακό πρόγραμμα.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -