To catisart.gr δημοσιεύει το παραμύθι του Αναστάση Πινακουλάκη για τα Χριστούγεννα της Σάρου, της άσπρης γατούλας που ζέστανε μία ολόκληρη πολυκατοικία.
Σάρου
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, Νοέμβρης ή Δεκέμβρης δεν μπορώ να θυμηθώ, γεννήθηκε η Σάρου. Γεννήθηκε δύσκολα, αλλά πιο δύσκολα πέρασε τις πρώτες της μέρες. Μονάχα να την έβλεπες, θα απορούσες:
«Πόσο σκληροί μπορεί να είναι οι άνθρωποι;».
Ήταν αργά. Ο Μιχάλης γυρνούσε από τη δουλειά του. Σκεφτόταν, πόσο κόσμο εξυπηρετούσε καθημερινά στο κατάστημα παιχνιδιών που εργαζόταν και πόσο μόνος κατέληγε να νιώθει όταν στο άδειο του σπίτι έφτανε. Μιλούσε, μιλούσε ακατάπαυστα για να μην πει το παραμικρό.
Οι φίλοι τον περνούσαν για τρελό που αντί να βγαίνει τη νύχτα στα καφέ και τα μπαρ, προτιμούσε να κάθεται σπίτι. Και σε ποιο σπίτι δηλαδή; Μία τρύπα ήταν, μια φωλιά, που δεν χωρούσε άλλον άνθρωπο πέρα από το Μιχάλη, άντε κι άλλον έναν. Καθόταν αραχτός στον καναπέ του και διάβαζε Λαπαθιώτη ή παραμύθια του Άντερσεν. Κι ας κρύωνε, θέρμανση δεν έβαζε. Του αρκούσαν μια κουβέρτα και μία κούπα ζεστό καφέ.
Αργά ήταν, τη νύχτα που ο Μιχάλης τη Σάρου συνάντησε για πρώτη φορά. Όταν συστηθήκαν δηλαδή, όνομα δεν είχε. Την είδε με τα παραπονιάρικα της μάτια, να του ζητά μία αγκαλιά. Ο Μιχάλης που δεν αγκαλιαζόταν με τους φίλους του ούτε σε ειδική περίσταση, τώρα, τη Σάρου λαχταρούσε στην αγκαλιά του να βάλει.
Δίχως να χάσει λεπτό, την πήρε στην αγκαλιά του και μέσα στο μπουφάν του την έκρυψε. Στο σπίτι του, που ίσα χωρούσε εκείνος, τώρα θα χωρούσαν δυο! Την άφηνε να κοιμάται πλάι του, να φοράει τα ρούχα του, να τρώει από το φαγητό του. Προτού το καταλάβει, ο Μιχάλης είχε βαθιά ερωτευτεί.
Έφευγε για τη δουλειά κι ένιωθε τύψεις, που τη Σάρου του μόνη της άφηνε. Στη δουλειά εξυπηρετούσε βιαστικά τους πελάτες κι ύστερα κοιτούσε το ρολόι του. Μεγάλη που ήταν η μέρα πια. Σχολούσε κι έτρεχε στο σπίτι. Αν είχε κίνηση στο δρόμο, κατέβαινε από το λεωφορείο και πήγαινε με τα πόδια. Γιατί να χάσει χρόνο από τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς;
Με το που έμπαινε στο σπίτι, τραγουδούσε στη Σάρου τραγούδια που άκουγε στο κατάστημα κι ύστερα ρεμπέτικα που θυμόταν από τον μπαμπά του που ζούσε σε άλλη πόλη. Μια νύχτα, πάνω που τραγουδούσε με μπρίο, άκουσε το κουδούνι να χτυπά.
Ήταν η κυρά Φρόσω-η Φροσύνη, η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας. «Κύριε Ευθυμίου, είναι η ιδέα μου ή ακούω νιαουρίσματα στο διαμέρισμά σας;». Ο Μιχάλης φοβήθηκε τότε ν’ απαντήσει, μα η Σάρου που νόμιζε πως η κυρά Φρόσω ήθελε να παίξει μαζί της, άρχισε να νιαουρίζει το όνομά της. Ήξερε από savoirvivre η Σάρου, μα δεν ήξερε πως στην πολυκατοικία είχε βγει νόμος να μη μένουν κατοικίδια. Ανόητοι νόμοι! Η Σάρου δεν ήταν κατοικίδιο, ήταν η αγκαλιά του.
Με άσχημο τρόπο, είπαν όλοι στην πολυκατοικία η Σάρου να φύγει. Αδύνατον! Αν έφευγε η Σάρου, έπρεπε να φύγει κι αυτός. Λυπημένος πήγαινε στη δουλειά του και λυπημένος επέστρεφε.
Στην Αθήνα χιόνισε, και οι άνθρωποι πια δεν είχαν όρεξη να πάνε στα μαγαζιά. Τα παιδιά είχαν όρεξη για χιονοπόλεμο, μα οι γονείς τους δεν τ’ άφηναν. Ο Μιχάλης κοιμόταν όταν ένιωσε μία ζεστή μουσούδα πάνω στη δική του. Άνοιξε τα μάτια του και είδε τη Σάρου να του χαμογελά. Ήταν σα να του ‘πε «μη λυπάσαι Μιχάλη μου, μαζί θα ‘μαστε τα Χριστούγεννα κι ύστερα βλέπουμε».
Φόρεσε το κασκόλ του και έκανε να πάει στη δουλειά, αλλά που! Οι δρόμοι ήταν κλειστοί. Χαμός! Κι όχι μόνο αυτό, αλλά σταμάτησε και η θέρμανση να λειτουργεί. Πήρε ο Μιχάλης τη Σάρου στην αγκαλιά του για να ζεσταθεί κι άρχισε να της τραγουδά.
Προτού ολοκληρώσει όμως το ρεπερτόριο του, άκουσε την πόρτα να χτυπά. Ήταν η κυρά Φρόσω-η Φροσύνη.
«Συγγνώμη, κυρά Φρόσω, θα σταματήσω να τραγουδώ αν σας ενοχλεί και με τη Σάρου μου θα φύγουμε», ψέλλισε ο Μιχάλης.
Η γηραιά διαχειρίστρια δεν απάντησε. Τη Σάρου πήρε στην αγκαλιά της για να ζεσταθεί. Αντί να μιλά, άρχισε να μουγκρίζει από ευχαρίστηση. Μέχρι να μεσημεριάσει, όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας είχαν περάσει από το διαμέρισμα του Μιχάλη. Δεν έλεγαν φυσικά, πως ήθελαν να ζεσταθούν από την αγκαλιά της Σάρου, μα προφάσεις. Τι μελομακάρονα τον κέρασαν! Τι κουραμπιέδες! Τι τσουρέκι γεμιστό με κάστανο.
Μέχρι να λιώσουν τα χιόνια, άλλαξε κι ο νόμος στην πολυκατοικία. Όχι μόνο δεν απαγορευόντουσαν πια τα κατοικίδια, αλλά απαγορευόταν να απαντάς με αγένεια στο νιαούρισμα μίας γάτας, είτε κατοικίδιας, είτε αδέσποτης. Ο Μιχάλης κι η Σάρου έζησαν πια ελεύθεροι και ερωτευμένοι. Κανένας πια στην πολυκατοικία τους δεν ένιωσε ποτέ ξανά μόνος. Αναστάσης Πινακουλάκης
Διαβάζει ο ηθοποιός Σταύρος Τσουμάνης, που θα παίξει στο μονόλογο του Αναστάση Πινακουλάκη «Το αγόρι της οδού Αμερικής», 5-7 Ιανουαρίου 2018.
Το βίντεο γύρισε ο Thanos Spiliopoulos.
Εντάσσεται στο project “Τα παραμύθια της πόλης που τη λένε Αθήνα”, όπου 9 αγαπημένοι ηθοποιοί διαβάζουν παραμύθια του συγγραφέα με θέμα τη ζωή στη σύγχρονη Αθήνα. Ανέβηκαν όλα στο youtube τα Χριστούγεννα του 2017.
- Διαβάστε ακόμα: