Στις 25 Νοεμβρίου 1970, ο παγκοσμίου φήμης συγγραφέας Γιούκο Μισίμα (Yukio Mishima), ετών 45, γνωστός για την εθνικιστική του ιδεολογία, εισέβαλε μέρα μεσημέρι στις 12:30 με τέσσερις συντρόφους του στο αρχηγείο του Υπουργείου Στρατιωτικών της Ιαπωνίας, στο κέντρο του Τόκιο. Οπλισμένοι με τα γιαπωνέζικα σπαθιά Katana, αιχμαλώτισαν τον Στρατηγό Mashita και τον ανάγκασαν με το σπαθί στον λαιμό του, να διατάξει άμεσο προσκλητήριο. Εκεί ο Μισίμα απηύθυνε έκκληση στους 2.000 συγκεντρωμένους στρατιώτες να ξαναγυρίσουν στα ιδανικά των προγόνων τους. “Ο φιλειρηνισμός είναι απειλή για το έθνος μας”, βροντοφώναξε ο Μισίμα αλλά αντιμετώπισε το γιουχάισμα των συγκεντρωμένων στρατιωτικών. Λίγο αργότερα, αυτοκτόνησε στο ιαπωνικό γενικό επιτελείο αυτοάμυνας με τη μέθοδο του Σεπούκου. Χαρακίρι, ή Σεπούκου, ονομάζεται ο ιαπωνικός τελετουργικός τρόπος αυτοκτονίας ο οποίος καθιερώθηκε από τους Σαμουράι ως μοναδική επιτρεπτή διέξοδο σε περίπτωση ήττας ή ατίμωσής τους. Κατά το τελετουργικό αυτό ο προς αυτοκτονία στρέφεται προς τον Ήλιο και γονατίζοντας σύρει το εγχειρίδιό του, το οποίο και στη συνέχεια καρφώνει στην κοιλιακή του χώρα. Ο αυτόχειρας Σαμουράι αποκεφαλίζεται από ένα φιλικό πολεμιστή.
Ο Γιούκο Μισίμα [三島由紀夫, Yukio Mishima] το πραγματικό του όνομα ήταν Κιμιτάκε Χιραόκα [平岡 公威 Hiraoka Kimitake], Ιάπωνας εθνικιστής συγγραφέας, τρεις φορές υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, ηθοποιός, αθλητής και στρατιωτικός, γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1925 σε προάστιο του Τόκιο και αυτοκτόνησε στις 25 Νοεμβρίου 1970, στο Ιαπωνικό Γενικό Επιτελείο, ύστερα από απόπειρα πραξικοπήματος.
Το 1958 παντρεύτηκε με τη Γιόκο Σουγκιγιάμα, κόρη του διάσημου παραδοσιακού ζωγράφου Nei Sugiyama, με την οποία υπέγραψαν προγαμιαία συμφωνία ότι η άμεση προτεραιότητα στη ζωή του θα είναι το γράψιμο και ότι εκείνη θα σέβεται τον προσωπικό του χώρο και χρόνο. Από το γάμο τους γεννήθηκαν δύο παιδιά, η Noriko Tomita, που γεννήθηκε το 1959 και ο Iichiro Hiraoka.
Καταγόταν από εύπορη αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν κυβερνητικός αξιωματούχος ενώ η μητέρα του προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια, που υπηρετούσε επί αιώνες τη δεύτερη μεγαλύτερη φατρία σαμουράι Μαέντα της Ιαπωνίας. Ήταν ο πρωτότοκος από τα τρία παιδιά της οικογένειας κι έζησε τα παιδικά του χρόνια με τη γιαγιά του Natsuko ή Natsu Nagai η οποία ήταν απόγονος μεγάλου φεουδάρχη, καθώς τον πήρε από τους γονείς του όταν ακόμα ήταν βρέφος και τον μεγάλωσε με αυστηρή πειθαρχία και απομόνωση μέχρι τα 12 του χρόνια. Ο Μισίμα ξεκίνησε να γράφει τις πρώτες του ιστορίες και παράλληλα να διαβάζει και να εμπνέεται από μεγάλους Ιάπωνες αλλά και δυτικούς συγγραφείς όπως ο Όσκαρ Ουάιλντ. Τα πρώτα του διηγήματα δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά λογοτεχνίας όσο ήταν ακόμα μαθητής, όπως στο σχολικό περιοδικό «Hojinkai Zassi» και τότε άρχισε να διακρίνεται για τις λογοτεχνικές του ικανότητες, ενώ το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1944 σε ελάχιστα αντίτυπα λόγω της ελλείψεως χαρτιού εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Κλήθηκε να υπηρετήσει τον Αυτοκρατορικό Ιαπωνικό Στρατό στη διάρκεια του πολέμου αλλά από μια λανθασμένη διάγνωση του γιατρού, που διέγνωσε φυματίωση, κρίθηκε ακατάλληλος για στράτευση. Σπούδασε στο πρότυπο Σχολείο Peer και στη συνέχεια Νομικά στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο απ’ όπου αποφοίτησε το 1947 και ανέλαβε διευθυντική θέση στο Υπουργείο Οικονομικών. Ο πατέρας του τού είχε απαγορεύσει να γράφει, όμως εκείνος συνέχισε κρυφά με την προτροπή της μητέρας του έως ότου παραιτήθηκε από το κυβερνητικό αξίωμα και αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Το 1952 επισκέφθηκε την Ελλάδα και πρόσθεσε στοιχεία της ελληνικής μυθολογίας στο έργο του «Ο ήχος των κυμάτων». Από το 1955 ξεκίνησε να γυμνάζεται συστηματικά, έγινε υπέρμαχος της εκγύμνασης του σώματος και της ισορροπίας σώματος-πνεύματος ενώ εξασκήθηκε στην παραδοσιακή ιαπωνική πολεμική τέχνη «Κέντο» που σημαίνει «Ο δρόμος του σπαθιού». Το 1960 ξεκίνησε την καριέρα του στην ηθοποιία και τη σκηνοθεσία ενώ παράλληλα άρχισε να ποζάρει σαν φωτομοντέλο, ενώ τον ίδιο χρόνο συμμετείχε στο αντιαμερικανικό κίνημα που συντάραξε την Ιαπωνία και γνωρίστηκε με τον Τένεσι Ουίλιαμς και τον Ζαν Κοκτό. Το 1967 υπέγραψε διαμαρτυρία κατά της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο Τσε Τουνγκ. ΄
Οι ιδέες του
Αν και ζούσε ιδιωτική ζωή δυτικού τύπου, είχε εκπαιδευτεί με ζήλο στις αρχαίες ιαπωνικές τέχνες του καράτε και της ξιφομαχίας. Το 1967 κατατάχθηκε στις Ιαπωνικές Δυνάμεις Αυτοάμυνας κι ένα χρόνο αργότερα ίδρυσε τους «Τατενοκάι», το «Σύνδεσμο της Ασπίδας», [«Τάτε νο Κάι»] που απαρτιζόταν από εθνικιστές νέους τους οποίους εκπαίδευε για να γίνουν οι σύγχρονοι σαμουράι που θα αναβιώσουν το ένδοξο παρελθόν της Ιαπωνίας. Στόχος του οποίου ήταν η διάσωση του ιαπωνικού φιλοπόλεμου πνεύματος και η παροχή βοήθειας στις τακτικές ένοπλες δυνάμεις της Ιαπωνίας σε περίπτωση αριστερής εξέγερσης ή κομμουνιστικής επιθέσεως. Ο ίδιος είχε πει για τους «Τατενοκάι» ότι είναι ο μικρότερος στρατός σε αριθμό ανδρών αλλά με το υψηλότερο φρόνημα. Ο Μισίμα υπερασπιζόταν το πιο ακραίο, σκληρό και αυστηρό από τα τρία μπουσίντο κι είχε πει: «…Η ασχολία των σαμουράι ήταν ο θάνατος. Ασχέτως τού πόσο ειρηνική ήταν η εποχή, ο θάνατος ήταν το υπέρτατο κίνητρό τους, κι αν έστω και μια στιγμή έδειχναν φόβο και δισταγμό μπροστά του, εκείνη ακριβώς τη στιγμή έπαυαν να είναι σαμουράι…». O Μισίμα 4 ώρες πριν το κεφάλι του πέσει μπροστά στα πόδια του έκπληκτου στρατηγού Mashita, είχε παραδώσει στον εκδότη του χειρόγραφο 3.000 σελίδων, με το τελευταίο και τελειότερο έργο του «The sea of Fertility» [«Η θάλασσα της γονιμότητας»]. Ήταν υποψήφιος τρεις φορές για το βραβείο Νόμπελ, μια από αυτές το 1963 όταν το βραβείο απονεμήθηκε στον Γιώργο Σεφέρη, το οποίο έχασε, προφανώς λόγω των εθνικιστικών του απόψεων.
Το τέλος του
Στις 25 Νοεμβρίου 1970, λίγο πριν από το μεσημέρι, μαζί με τέσσερις συντρόφους του μέλη του «Συνδέσμου της Ασπίδας», εισέβαλε στο αρχηγείο του Υπουργείου Στρατιωτικών της Ιαπωνίας, στη στρατιωτική βάση Ichigaya, όπου από το 1966 γυμνάζονταν ύστερα από ειδική άδεια τα μέλη του στρατού του. Κατέλαβε το διοικητήριο των Ιαπωνικών Δυνάμεων Αυτοάμυνας και οπλισμένοι με τα γιαπωνέζικα σπαθιά Katana, ο ίδιος και οι σύντροφοί του αιχμαλώτισαν τον Στρατηγό Κανετόσι Μασίτα και τον ανάγκασαν να διατάξει άμεσο προσκλητήριο. Οι πέντε μεγαλύτεροι τηλεοπτικοί σταθμοί του Τόκιο, διέκοψαν ξαφνικά το πρόγραμμά τους, για απευθείας μετάδοση. Αφού συγκεντρώθηκαν οι στρατιώτες, ο Μισίμα εκφώνησε δεκάλεπτη ομιλία από ένα μπαλκόνι και απηύθυνε έκκληση στους 2.000 συγκεντρωμένους στρατιώτες, τους οποίους παρότρυνε να καταργήσουν το ιαπωνικό Σύνταγμα και να ξαναγυρίσουν στα ιδανικά των προγόνων τους, φωνάζοντας «Ο φιλειρηνισμός είναι απειλή για το έθνος μας», όμως αντιμετώπισε την αντίδραση των συγκεντρωμένων στρατιωτικών. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Βλέπουμε την Ιαπωνία να γλεντοκοπά βυθισμένη σε ευμάρεια και να κολυμπάει στο χρήμα και στην πνευματική της κενότητα. Είναι δυνατόν να δίνεις αξία στη ζωή, μέσα σε μια πλάση που το πνεύμα έχει πεθάνει; Ζήτω ο αυτοκράτορας! Νομίζω ότι ούτε καν με προσέχουν…».
Ο Μισίμα αυτοκτόνησε λίγο αργότερα στο Ιαπωνικό Γενικό Επιτελείο με τη μέθοδο του Σεπούκου, αφού βύθισε βαθιά στη μια πλευρά του τη λάμα του «ταντό», το κοντό σπαθί, την τράβηξε με δύναμη προς την άλλη, ανοίγοντας την κοιλιά του, ενώ ο στρατιώτης Μασακάτσου Μορίτα,, που στεκόταν όρθιος πίσω του δεν κατάφερε να εκπληρώσει την αποστολή του και να του κόψει το κεφάλι, σύμφωνα με το τυπικό της ιεροτελεστίας του Σεπούκου. Ο Μορίτα έδωσε το σπαθί του σε τρίτο σύντροφο, τον Χιρογιάσου Κόγκα, ο οποίος αποκεφάλισε τον ετοιμοθάνατο Μισίμα και λίγα λεπτά αργότερα, έδωσε το τελειωτικό χτύπημα και στον Μορίτα, που αυτοκτόνησε με τον ίδιο τρόπο. Ο Μισίμα πριν να εγκαταλείψει το γραφείο του, την ημέρα του θανάτου του, άφησε πάνω στο τραπέζι, ένα κομμάτι χαρτί, όπου έγραψε: «..Η ανθρώπινη ζωή είναι σύντομη, αλλά θα ήθελα να ζήσω παντοτινά…». Λίγες ημέρες πριν από την αυτοκτονία του, που προετοίμαζε μεθοδικά, είχε πει στη μητέρα του ότι ποτέ στη ζωή του δεν είχε κάνει αυτό που ήθελε, γι’ αυτό και όταν της ανήγγειλαν το θάνατό του, τα μόνα λόγια που είπε εκείνη ήταν: «..Επιτέλους, έκανε στη ζωή του αυτό που ήθελε…».
Εργογραφία
Υπήρξε άριστος ξιφομάχος, αθλητής αλλά και διευθυντής συμφωνικής ορχήστρας κι είχε πραγματοποιήσει επτά φορές το γύρο του κόσμου. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους λογοτέχνες κι ένας από τους κορυφαίους Ιάπωνες συγγραφείς στου 20ου αιώνα. Άρχισε να γράφει σε ηλικία δώδεκα ετών και το πρώτο του έργο, το «Ηanazakari no Μori» [«Ολάνθιστο δάσος»],
στο οποίο εκφράζει την πίστη του, ότι οι πρόγονοί του ζουν μέσα του, δημοσιεύτηκε το 1941 σε συνέχειες στο περιοδικό «Βungei Βunka», την επιμέλεια του οποίου είχε ο δάσκαλος του Σομίζου.
Έγραψε δεκάδες δοκίμια, νουβέλες, θεατρικά έργα και σκηνοθέτησε κινηματογραφικές ταινίες, ενώ το σύνολο του συγγραφικού του έργου αποτελείται από 34 νουβέλες, 25 βιβλία με μικρές ιστορίες, 35 δοκίμια, 50 θεατρικά έργα, ένα λιμπρέτο, δηλαδή έργο για όπερα, καθώς και μία ταινία. Στο έργο του εκφράζεται η σύγκρουση της τάσεως ανάμεσα στη δυτικοποίηση της χώρας του και στις παραδοσιακές ιαπωνικές αξίες. Με το πρώτο του μυθιστόρημα το 1949, εισήγαγε το θέμα της ομοφυλοφιλίας, ενώ στα μετέπειτα έργα του είναι φανερή η εμμονή του σε θέματα όπως η αιματοχυσία, ο θάνατος και η αυτοκτονία, με ήρωες που έχουν αρκετές ομοιότητες με τους αντιήρωες της δυτικής λογοτεχνίας. Προτάθηκε τρεις φορές για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Έγραψε μεταξύ άλλων τα έργα:
«Οι εξομολογήσεις μιας μάσκας», το 1949,
«Ο ήχος των κυμάτων», το 1954,
«Ο ναός του χρυσού περιπτέρου», το 1956,
«Ο ναυτικός που αρνήθηκε τη θάλασσα», το 1963,
«Ήλιος και ατσάλι», το 1963,
«Ο τρόπος του Σαμουράι», το 1967,
«Ο φίλος μου ο Χίτλερ», το 1968,
«Η θάλασσα της γονιμότητας», το 1965-70, τετραλογία.
Το 1966 σκηνοθέτησε για τον κινηματογράφο με τον τίτλο «Γιουκόκου», το διήγημά του «Πατριωτισμός».
Το 1965 σκηνοθέτησε την ταινία «Τελετουργία του έρωτα και του θανάτου».
Έγραψε επίσης και θεατρικά έργα, ανάμεσα στα οποία το «Μαντάμ ντε Σαντ και Πέντε σύγχρονα θεατρικά έργα», το 1956.
Η μικρού μήκους ταινία του “Yukoku”, είναι η μόνη ταινία που σκηνοθέτησε και έχει ως θέμα την αυτοκτονία ενός αξιωματικού και της γυναίκας του μπροστά σε ένα τρομερό ηθικό δίλημμα, γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί και ως μία πρόβα της πραγματικής αυτοκτονίας του.
Η ζωή και ο θάνατος του Μισίμα αποτελούν παράδειγμα σπάνιας συνέπειας στις ιδέες και αρχές, αλλά και ήθους. Η απήχηση που μπορούσε να έχει, ακόμη και μετά θάνατον, οδήγησε τους ιδεολογικούς και πολιτικούς εχθρούς του σε επίμονες προσπάθειες να τον συκοφαντήσουν ή να τον διακωμωδήσουν. Το να ζει και να πεθαίνει κάποιος, σύμφωνα με τις αρχές και την παράδοση της δικής του, ιδιαίτερης φυλής, δεν ταιριάζει στην αμερικανική «κουλτούρα της επιμειξίας και του πολυπολιτισμού». Παρόλο τον άτιμο και ανήθικο πόλεμο προς έναν νεκρό, το ενδιαφέρον για τον Μισίμα αναβιώνει και η ζωή, το έργο και ο θάνατός του προκαλούν τον θαυμασμό.
Ο τελευταίος σαμουράι ανήκει, πλέον, στην ιερή κάστα των Αυτόχειρων, Υπερασπιστών της Παράδοσης, της Αλήθειας και του Πνεύματος.
“Η ολοκλήρωση αυτού του μεγάλου μυθιστορήματος – “Η θάλασσα της γονιμότητας” – με κάνει να αισθάνομαι ότι έφτασε το τέλος του κόσμου…”, έγραψε ο Γιούκο Μισίμα τον Οκτώβριο του 1970. Αποτελούμενη από τέσσερα μέρη, “Η θάλασσα της γονιμότητας” αντιπροσωπεύει την άνθηση της ιδιόμορφης μεγαλοφυΐας του Μισίμα. Το “Ανοιξιάτικο χιόνι” είναι μια ευγενική και συγκινητική ιστορία αγάπης. Στα “Αφηνιασμένα άλογα”, την αιματηρή συνέχειά του, πρωταγωνιστεί ένας ακροδεξιός τρομοκράτης. Στο “Ναό της αυγής”, μια Ταϊλανδή πριγκίπισσα συνδέεται μυστικιστικά με τους ήρωες των προηγούμενων έργων. Ο “Εκπεσών άγγελος” είναι ένα έργο εξίσου συναρπαστικό και ερωτικό με τα προηγούμενα, αλλά διαπνέεται από μια αποχαιρετιστήρια θλίψη.