Επιμέλεια: Παναγιώτης Μήλας
Τον Απρίλιο του 1960 στο βροχερό Λονδίνο ο Καναδός ποιητής και τραγουδιστής Λέοναρντ Κοέν αναζητά νέες εμπειρίες και διεθνή αναγνώριση.
Η βροχή που δυνάμωσε ξαφνικά τον ανάγκασε να αναζητήσει άμεσα προστασία…
«Είδα την πόρτα της Τράπεζας της Ελλάδας μπροστά μου και μπήκα μέσα. Εκεί είδα τον ταμία αρκετά μαυρισμένο. Τον ρώτησα τι καιρό κάνει στην Ελλάδα και μου απάντησε ότι τώρα είναι άνοιξη και ακολουθεί το καλοκαίρι». Αυτά δήλωνε ο Κοέν το 1991, σε συνέντευξη στο περιοδικό «Les Inrockuptibles».
Δύο ημέρες αργότερα ο τραγουδιστής έφυγε για την Ελλάδα με προορισμό την Ύδρα χωρίς να ξέρει ότι αυτό το μικρό νησί θα άλλαζε τη ζωή του.
Εδώ, σε ένα παντοπωλείο, συνάντησε την πανέμορφη Νορβηγίδα Μάριαν Ίλεν, μια νεαρή καλλονή που όλοι θαύμαζαν για την εξυπνάδα και το χιούμορ της. Μια θεϊκή ύπαρξη, που όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Κοέν, «οι θεοί έφεραν στον δρόμο μου» και με την οποία μοιράστηκε δέκα ολόκληρα χρόνια μουσικής και ποίησης, την πιο ειδυλλιακή περίοδο της ζωής του.
Για τη Μάριαν, τη μούσα του, ο Κοέν έγραψε το τραγούδι «So Long, Marianne».
***
Ο Λέοναρντ Κοέν γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1934, στον Καναδά [Westmount] και πέθανε στις 7 Νοεμβρίου 2016 στο Λος Άντζελες, Καλιφόρνια [ΗΠΑ].
***
Στο παραδοσιακό σπίτι που αγόρασε εκεί, ένα όμορφο οίκημα του 19ου αιώνα, ο Κοέν δεν άλλαξε σχεδόν τίποτα. Αντίθετα, διατήρησε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του σπιτιού, του κήπου, της βεράντας και της διακόσμησης του χώρου. Το κτίσμα αυτό ήταν σε ένα από τα πιο ψηλά σημεία της Χώρας, και από τη βεράντα του, η θέα προς το λιμάνι έκοβε την ανάσα. Εδώ ο Κοέν ανακάλυψε τον ελληνικό τρόπο ζωής. Στην Ύδρα άρχισε να αποκρυσταλλώνει τη σοφία των καλύτερών του ποιημάτων και να γράφει σπουδαία τραγούδια. Εδώ ξαναγεννήθηκε, όπως έλεγαν, όσοι τον ήξεραν.
Την ίδια εποχή άρχισε να …γεννιέται και η χώρα με το πρόγραμμα ηλεκτροδότησης. Τότε στο νησί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Η ζωή όμως κυλούσε χωρίς προβλήματα.
Γυρίζοντας πάλι στο θέμα του σπιτιού να θυμίσω ότι στον τρίτο όροφο έφτιαξε ένα μουσικό δωμάτιο. Από εκεί απολάμβανε τη θέα στο απέραντο γαλάζιο, διάβαζε και έγραφε.
Ώσπου μια μέρα όταν ξύπνησε – κάπου προς το μεσημέρι – και άνοιξε τα παραθυρόφυλλα εκεί στον τρίτο όροφο τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο ηλεκτρισμός είχε έρθει στο νησί και δύο καλώδια ρεύματος περνούσαν μπροστά από το μπαλκόνι του και του έκοβαν τη θέα. Εκεί, σε αυτά τα σύρματα της ΔΕΗ, έρχονταν φτερουγίζοντας όλα τα πουλιά της περιοχής. Εκεί ήρθε φτερουγίζοντας και η έμπνευση στον Λεονάρδο, όπως τον φώναζαν οι Υδραίοι.
Έγραψε λοιπόν ένα από τα τραγούδια που τον έκαναν διάσημο:
Το «Bird on a wire».
***
Like a bird on the wire
Like a drunk in a midnight choir
I have tried in my way to be free
*
Like a worm on a hook
Like a knight from some old-fashioned book
I have saved all my ribbons for thee
If I, if I have been unkind
I hope that you can just let it go by
If I, if I have been untrue
I hope you know it was never to you
*
For like a baby, stillborn
Like a beast with his horn
I have torn everyone who reached out for me
But I swear by this song
And by all that I have done wrong
I will make it all up to thee
*
I saw a beggar leaning on his wooden crutch
He said to me, “you must not ask for so much”
And a pretty woman leaning in her darkened door
She cried to me, “hey, why not ask for more?”
Oh, like a bird on the wire
Like a drunk in a midnight choir
I have tried in my way to be free
*