Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Βραχνάς, σβραχνάς και βαρυπνάς: νυχτερινός εφιάλτης, αποπνικτική κατάσταση κατά τη διάρκεια του ύπνου που κατά τη λαϊκή παράδοση προκαλείται από δαιμονικό το οποίο κάθεται πάνω στο στήθος του κοιμισμένου.
Στο Σύγχρονο Θέατρο, το θέατρο με την ωραιότερη σκηνή στην Αθήνα, η Ελένη Γκασούκα επέστρεψε και πάλι με το νέο της έργο «Βούβα». Βούβα: βουβαμάρα, σιωπή, το αντίθετο του μιλάω, το αντίδοτο του εκφράζομαι. Η «Βούβα» είναι ένα πολυεπίπεδο σύγχρονο ελληνικό έργο με θέμα την ερωτική συνάντηση ενός άντρα και μιας γυναίκας στην ελληνική επαρχία του παρόντος χρόνου. Οι δύο ήρωες, εκτός από τη μεταξύ τους αναμέτρηση, θα βρεθούν αντιμέτωποι με τους προσωπικούς τους εφιάλτες. Τα προσωπικά όνειρα, οι ελπίδες και οι φιλοδοξίες τους συγκρούονται με τους εφιάλτες που προξενεί, σε συλλογικό επίπεδο, η ζωή μέσα στις σημερινές αλλεπάλληλες κρίσεις, μια πολιτισμική κρίση που προκάλεσε μια ηθική κρίση, που προξένησε μια κοινωνική, που επέφερε μια πολιτική, που γέννησε μια οικονομική, που δημιούργησε μιαν ανθρωπιστική.
Οι εφιάλτες (βραχνάδες, μόρες), οι οποίοι είναι άλλοτε υπαρκτά πρόσωπα από το άμεσο περιβάλλον των δύο ηρώων και άλλοτε αλληγορικές μορφές που αφορούν την αγωνία των σύγχρονων ανθρώπων με τη μορφή των εξαντλητικών οικονομικών απαιτήσεων ή ακόμα και πιέσεων που ασκούν οι προσδοκίες των θεσμών που δοκιμάζονται, θα στήσουν τον χορό και θα αναλάβουν μια σουρεαλιστική αφήγηση.
Τα σύμβολα
Αρχικά η παράσταση σχολιάζει, συμβολοποιώντας τες, τις καθημερινές εμπειρίες με μια ξένοιαστη, ευχάριστη, παιχνιδιάρικη, ονειροπόλα, χιουμοριστική διάθεση. Όσο όμως η δράση προχωρά, η συγγραφέας και σκηνοθέτις εστιάζει στο να σχολιάζει -πάντα συμβολικά- τα βιώματα από τα καταστροφικά αποτελέσματα των κρίσεων επάνω στην κοινωνία και να σατιρίζει και να καταγγέλλει ανελέητα τη νοοτροπία που είναι υπεύθυνη για μια συλλογική συμφορά. Μου έκανε εντύπωση η καυστική ειρωνεία της ελληνικής νοοτροπίας και το ευφυές χιούμορ που φλέρταρε με το «μαύρο».
Το έργο συνδυάζει την ποίηση και το γκροτέσκο, γίνεται διασκεδαστικό και συγκινητικό ταυτόχρονα, ανάλαφρο και σοβαρό, ελληνικό και παγκόσμιο, εκφράζοντας έτσι την αγωνία των ηρώων απέναντι στη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα. Οι ήρωες σε αποσύνθεση, ετερόκλητοι και αντιφατικοί, ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν τον εαυτό τους παίρνοντας λάθος αποφάσεις. Η «Βούβα» είναι ένα παιχνίδι με την αλήθεια.
Η Ελένη Γκασούκα δεν προτείνει λύσεις γιατί φυσικά ο καλλιτέχνης δεν προτείνει μέσα από τα έργα του. Δείχνει να θεωρεί όμως πως πρέπει να αντιληφθούμε, συνειδητοποιήσουμε και επεξεργαστούμε σε βάθος και με λεπτομέρεια το πρόβλημα και τα αίτιά του, πριν επεξεργαστούμε τη λύση του.
Υπάρχει ένας άτεγκτος ρεαλισμός στη «Βούβα», που συμβολίζει την ίδια την ελληνική περιφέρεια, την περιχαράκωση και την εσωστρέφειά της. Η συγγραφέας κεντάει τη λεπτομέρεια, γράφει μουσική με το διάλογο, ξεδιπλώνει την περιγραφή, διεισδύει στα μύχια των ανθρώπων και συλλαμβάνει τα μυστικά παλέματα της ψυχής τους.
Αλλά και την ψυχολογικὴ αποτύπωση των ηρώων της χειρίζεται δεξιοτεχνικά. Καταπληκτική πλοκή, μαεστρική τεχνική, δουλεμένοι και πειστικοί χαρακτήρες, σαφή και καθαρά και διόλου απλοϊκά μηνύματα και συνειρμοί. Ειδικά η πλοκή και η απόδοση των γεγονότων είναι υποδειγματικά σχεδιασμένες.
Μετά τους «Ήρωες», τη «Φουρκέτα», τη «Φτωχούλα του Θεού» και το «Εγώ η Γωγώ», το τελευταίο έργο της Γκασούκα είναι το πιο ώριμο και αποτελεί μια αριστουργηματική ανατομία του εφιάλτη, αποκαλύπτοντας τον τρόπο με τον οποίο εγκαθίσταται στις ανθρώπινες συνειδήσεις ο ολοκληρωτισμός, απειλώντας με πλήρη αφανισμό τόσο την ψυχή όσο και το σώμα.
Η ιστορία αφορά τον κύριο Θωμά και μια επαρχιώτισσα υπάλληλο των ΕΛΤΑ, τη Φωτούλα. Τους υποδύονται ο Νίκος Αρβανίτης και η Νάντια Κοντογεώργη. Οι δυο τους αλληλογραφούν. Μέχρι που αποφασίζουν να συναντηθούν. Ο Θωμάς επισκέπτεται τη Φωτούλα στο χωριό της. Ο καθένας έχει τις δικές του μυστικές βλέψεις. Θα συναντηθούν ποτέ τα «θέλω» τους; Η αλλαγή όμως σε έναν άνθρωπο δεν επέρχεται ποτέ καταναγκαστικά.
Το παρελθόν
Εν τω μεταξύ εκκρεμότητες του παρελθόντος και φαντάσματα της ζωής τους υπεισέρχονται στη σχέση που μόλις προσπαθεί να ανατείλει. Η Μαρία Αντουλινάκη υποδύεται τη μάνα της Φωτεινής. Αποτελεί μία χαρακτηριστική περίπτωση Ελληνίδας μάνας που καταδυναστεύει το σπλάχνο της. Σπαγκοραμμένη, εμμονική, συμφεροντολόγα, γεμάτη προκαταλήψεις. Ο Κρις Ραντάνοφ υποδύεται τον Γιώργο, έναν παντρεμένο φορτηγατζή που διατηρεί εξωσυζυγική σχέση με τη Φωτούλα, χωρίς να εγκαταλείπει όμως και την οικογένειά του και βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την άτυχη κοπέλα. Ο Κωνσταντίνος Καϊκής ερμηνεύει το βαφτιστήρι και συνεταίρο του Θωμά, που έρχεται να του υπενθυμίσει με τον πιο κυνικό τρόπο και βασανιστικό τρόπο τις οικονομικές του υποχρεώσεις. Η Αναστασία Μανιάτη υποδύεται την αδελφή της μάνας, τη Βγενούλα και ο Γιώργος Κωτσίνης, αφενός τον παραδοσιακό οργανοπαίχτη – κλαριντζή και αφετέρου τον ξάδελφο της μάνας. Επίσης η Καίτη Ιωαννίδου ενσαρκώνει την κόρη του Θωμά που τον παρακαλεί να γυρίσει σπίτι. Ένας άλλος εφιάλτης που συμπληρώνει αυτή την πινακοθήκη χαρακτήρων είναι και ο Σεβάχ (Χρήστος Γεωργαλής), ο Σύρος πρόσφυγας που αναγκάζεται να ταξιδεύει ασταμάτητα από την Ελλάδα στην Τουρκία και τούμπαλιν σε ένα αέναο ταξίδι ανθρώπινης αδυναμίας και οδύνης. Ένα χνούδι στο παιχνίδι των ισχυρών του κόσμου.
Στη σκηνή που η Φωτούλα κάνει την αναπαράσταση της σεξουαλικής πράξης με τη μητέρα της, αντιλαμβανόμαστε πως η κοπέλα είχε υπάρξει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα της, αλλά σιωπούσε. Η συγγραφέας μάς υπενθυμίζει πως καθοριστικός παράγοντας σε μια κοινωνία είναι τα θύματα να σπάσουν τη σιωπή τους και να μιλήσουν για την παιδική σεξουαλική κακοποίηση. Ακόμη και ενήλικες κουβαλούν μαζί τους το έγκλημα αυτό για πολλά χρόνια με καταστροφικές συνέπειες για τους ίδιους. Ο φόβος, η ντροπή, ο χειρισμός και ο έλεγχος του περιβάλλοντος βουβαίνει τα θύματα. Πολλοί δεν αποκαλύπτουν την κακοποίηση για δεκαετίες ολόκληρες μέχρι που ο ενήλικος εαυτός τους δεν μπορεί πια να τη διαχειριστεί.
Η «βούβα» είναι μια λογοκρισία, μια βία, μια εντολή απαγόρευσης της έκφρασης που μπορούν να σου δώσουν οι άλλοι αλλά το χειρότερο είναι όταν εσύ τη δώσεις στον εαυτό σου, καταπιέζοντας τα συναισθήματά σου και αγνοώντας όλα όσα σου είχαν συμβεί…
Ψυχογράφημα
Η παράσταση είναι ένα σκληρό ψυχογράφημα δοσμένο με φοβερή μαεστρία, κωμικά ευρήματα και εξαιρετική τέχνη. Ο καλύτερος συνδυασμός γέλιου και προβληματισμού στην απόλυτη ισορροπία. Συνυπάρχουν ο μαγικός ρεαλισμός, ο υπερρεαλισμός, το παράλογο. Το μυστηριώδες και το τρομώδες χιούμορ. Η δράση ορθώνει ως πρόπλασμα τον ψυχικό χώρο του ανθρώπου με τη συνενοχή της φαντασίας και αίτημα την αλληλεγγύη.
Απροσδόκητο έργο, ίσως επειδή η Ελένη Γκασούκα και οι συντελεστές του δεν φοβήθηκαν την τόλμη τους. Σε τούτο πιθανόν να τους ενθάρρυνε και ο Ηράκλειτος: «Όποιος δεν προσδοκά το απροσδόκητο δεν θα το ανακαλύψει, θα παραμένει ανεξερεύνητο και απλησίαστο».
Ένα έργο φροϋδικής υφής, καθώς ο Φρόιντ αντιμετώπιζε τους εφιάλτες ως ένα παράθυρο για το ασυνείδητο και ήταν γοητευμένος από την ερμηνεία τους. Ο ίδιος πίστευε ότι όλα τα όνειρα έχουν πληροφορίες από τις υποσυνείδητες επιθυμίες και φόβους. Αποτελούν κατάδυση στον ψυχικό βυθό, ο οποίος συχνά είναι επίφοβος, επικίνδυνος, ανεξερεύνητος και ύπουλος.
Μήπως τελικά η Φωτούλα κατέχει μια αλήθεια που μόνον οι αλλοπαρμένοι, οι ανικανοποίητοι, οι βασανισμένοι και οι αθώοι γνωρίζουν;
Οι συντελεστές
Η Νάντια Κοντογεώργη είναι εκπληκτική σε ένα ρόλο μεγάλων εναλλαγών και απαιτήσεων. Τέλεια και απολαυστική, πειστική κι ευαίσθητη, γλυκιά και λιτά δραματική, πολυτάλαντη και πολυσύνθετη, με την ερμηνεία της κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού και κερδίζει επάξια τη συμπάθεια και την αγάπη του.
Όταν οι χαρακτήρες μετά την παράσταση εξακολουθούν να στριφογυρίζουν μπρος στα μάτια του θεατή, σημαίνει πως έχουν πετύχει το σκοπό τους. Ο Νίκος Αρβανίτης (Θωμάς) χρησιμοποιεί τη θηριώδη τεχνική του, οδηγώντας τη σε βάθος για να περιγράψει το βασικό ήρωα, ένα πρόσωπο τραγικών προδιαγραφών. Ένας ηθοποιός που γνωρίζει πολύ καλά το θέατρο, γνωρίζει τη σκηνική οικονομία, γνωρίζει πώς να οικοδομήσει λόγο και κίνηση. Ανθρώπινες καταστάσεις, βαθιά ψυχολογημένες, μεταφέρονται άρτια ερμηνευμένες στη σκηνή. Κάτι που αναμφισβήτητα έχει εγγραφεί στο ενεργητικό του και από άλλες ερμηνείες του, διότι πολύ συχνά τον θαυμάζουμε. Στιβαρός και άψογος πάντα.
Έξοχη και η κατάθεση της Μαρίας Αντουλινάκη. Υποδύθηκε τη μητέρα με αξιοθαύμαστο τρόπο και την προσάρμοσε με επιτυχία στα εκφραστικά της μέσα. Μια σπουδαία παρουσία στο θέατρό μας.
Σωστός ο Κωνσταντίνος Καϊκής, που απέδωσε ανάγλυφα το ρόλο του συνεταίρου. Μετρημένος, πειστικός, αδρός, έκτακτος. Από τους πιο υποσχόμενους ηθοποιούς της γενιάς του.
Με άνεση κινήθηκε στο ρόλο του γεροδεμένου φορτηγατζή εραστή ο Κρις Ραντάνοφ, που βρίσκεται σε πορεία σταθερά ανοδική. Με υποκριτική ωριμότητα, χιούμορ, συγκίνηση και δύναμη.
Ο Χρήστος Γεωργαλής ως Σεβάχ, ραφινάτος, καλοζυγισμένος σε όλες του τις αντιδράσεις.
Η Καίτη Ιωαννίδου ενσάρκωσε εκφραστικά και με νεανικό ήθος την κόρη του Θωμά.
Η Αναστασία Μανιάτη, αν και τη γνωρίζουμε ως μουσικό και βοηθό σκηνοθέτη, μας επιφύλασσε μια ευχάριστη έκπληξη στην παράσταση. Πρωτοεμφανιζόμενη ως ηθοποιός στην ουσία, ήταν αληθοφανής και ανέδειξε με ζωντάνια τη γραφικότητα, την περιέργεια και τη μεταφυσικότητα της μορφής της Βγενούλας.
Αξιόπιστος ως ηθοποιός και ως μουσικός (κλαρίνο) ο Γιώργος Κωτσίνης, αξιοποίησε με ένθερμο τρόπο την παρουσία του επί σκηνής.
Φαίνεται ότι όλοι οι συντελεστές έχουν δουλέψει πολύ για την παράσταση που σίγουρα θα ξεχωρίσει στη θεατρική σεζόν 2017-2018.
Το πλούσιο σε ευρήματα σκηνικό και τα χαρακτηριστικά κοστούμια του Κωνσταντίνου Ζαμάνη μας χάρισαν την ευχαρίστηση του θεάματος αλλά και τη βαθιά συγκίνηση και μας μετέφεραν απευθείας στο περιβάλλον του χωριού και σε μια καταβύθιση στην αισθητική του. Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα έδωσαν μια όμορφη αυθεντικότητα στην παράσταση.
Στο κατάλληλο κλίμα συνέβαλε τα μέγιστα και η ενδιαφέρουσα επιμέλεια κίνησης του Φώτη Νικολάου. Βοηθός σκηνοθέτη η ηθοποιός Αγνή Χιώτη, που με την εμπειρία και την οργανωτικότητά της υπήρξε ο άγρυπνος φρουρός της παράστασης. Ελπίζουμε σύντομα να τη δούμε και στη σκηνή. Εύστοχη και στο πνεύμα της παράστασης η μουσική επιμέλεια του Πάνου Σουρούνη.
Η Ελένη Γκασούκα, μια καλλιτέχνις έμπειρη και σκεπτόμενη, με ανεπτυγμένο θεατρικό κριτήριο, μας παρέδωσε ένα έργο με καημό, δάκρυ και χλεύη, που μας άγγιξε την ψυχή. Γιατί η ψυχή συγγενεύει με το άπειρον και γιατί, όπως ο Ηράκλειτος μας λέει πάλι: «Ψυχή ίσον υλικά συμβαίνοντα εν εξελίξει». Ο λόγος της αβίαστος, αληθινός, καθημερινός, γεμάτος ποίηση όμως και δραματικότητα. Ένα από τα έργα αυτά που η μεγάλη τους αλήθεια δεν αποδεικνύεται, μόνον δείχνεται.
«Βούβα»
Κείμενο-σκηνοθεσία: Ελένη Γκασούκα
Σκηνικά-κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Σχεδιασμός φωτισμού: Μελίνα Μάσχα
Κίνηση: Φώτης Νικολάου
Βοηθός σκηνοθέτη: Αγνή Χιώτη
Μουσική επιμέλεια: Πάνος Σουρούνης
Φωτογραφίες-video: Παναγιώτης Λάμπης – Φώτης Πλέγας
Παραγωγή: People Entertainment Group A.E
Παίζουν:
Νάντια Κοντογεώργη, Νίκος Αρβανίτης, Μαρία Αντουλινάκη, Κωνσταντίνος Καϊκής, Κρις Ραντάνοφ, Χρήστος Γεωργαλής, Καίτη Ιωαννίδου, Αναστασία Μανιάτη
Στο κλαρίνο ο Γιώργος Κωτσίνης.
Παραστάσεις
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στις 9.15 μ.μ.
Aπό τη Δευτέρα 23 Οκτωβρίου έως και την Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017
Τιμές εισιτηρίων
Κανονικό 16 ευρώ
Μειωμένο 12 ευρώ
***
Πώληση εισιτηρίων από το viva.gr
***
Σύγχρονο Θέατρο
Ευμολπιδών 45, Κεραμεικός
Τηλέφωνο: 210-34.64.380
Στάση μετρό: Κεραμεικός
Η Μόρα και ο μύθος της
Σύμφωνα με τις παραδόσεις των περισσοτέρων περιοχών της Ελλάδας, η Μόρα είναι πνεύμα που επισκέπτεται τους ανθρώπους που κοιμούνται και παραλύει το σώμα τους. Αυτή την κατάσταση το άτομο τη βιώνει σε πλήρη συνείδηση, αφού είναι ξύπνιο, νιώθει τρομερό πόνο στο στήθος, δεν μπορεί να κουνήσει κανένα μέλος του σώματός του αλλά ούτε και να φωνάξει.
Η λέξη Μόρα είναι σλαβική και σημαίνει ερωμένη. Πολλοί πιστεύουν ότι η καταγωγή της είναι ελληνική και προέρχεται από τη «Μορμώ», το θηλυκό μυθολογικό τέρας με το οποίο φόβιζαν τα παιδιά οι αρχαίοι. Ούτως ή άλλως η Μόρα είναι ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους μύθους του οποίου η ιστορία χάνεται στο βάθος των αιώνων. Παρ’ όλα αυτά αρκετοί είναι εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν πως η Μόρα δεν είναι μύθος παρά μια ζωντανή πραγματικότητα…
Οι εμφανίσεις της Μόρας συνέβαιναν από την αρχαιότητα και συνεχίζουν ακόμη και στις μέρες μας. Χιλιάδες άτομα σε όλη την Ελλάδα επιβεβαιώνουν πως δέχτηκαν την επίσκεψη αυτού του κακού πνεύματος και έγιναν για λίγο αιχμάλωτοι της παρουσίας του.
Η Μόρα είναι ένα ανεξάρτητο πνεύμα. Σύμφωνα με τις περιγραφές, είναι μία γυναίκα μαυροφορεμένη, η οποία εμφανίζεται στον ύπνο κάποιου συνήθως όταν κοιμάται ανάσκελα, του κρατάει τα χέρια και προσπαθεί να του πάρει την ανάσα.
Για την ακρίβεια, δεν μπορείς να κουνήσεις ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι και ο πόνος στο στήθος σου όπου κάθεται, σου κόβει την ανάσα σε σημείο που αισθάνεσαι ότι αργοπεθαίνεις… και όντως αργοπεθαίνεις, εκτός αν τη νικήσεις. Αν τη γλιτώσεις, για τις επόμενες περίπου 3 μέρες εξακολουθείς να αισθάνεσαι έναν αρκετά ενοχλητικό οξύ πόνο στο στήθος και δεν μπορείς να πάρεις βαθιά ανάσα. Από τις περιγραφές ανθρώπων που έχουν σπάσει τα πλευρά τους, μάλλον προκύπτει πως το συναίσθημα είναι παρόμοιο.
Η Μόρα εμφανίζεται με πολλές μορφές. Η πιο συνηθισμένη είναι αυτή της άσχημης γριάς, αλλά αρκετοί είναι αυτοί που την έχουν δει σαν όμορφη κοπέλα ή ακόμα και με τη μορφή φωτεινής σφαίρας ή μικροσκοπικού νάνου κ.α.
Η Μόρα φοράει ένα μαύρο σκουφάκι. Ο μύθος λέει πως όποιος καταφέρει να της το πάρει θα έχει τρεις ευχές (κάτι παρόμοιο με τον μύθο των Νεράιδων), στην περίπτωση που η Μόρα καταφέρει να του το ξαναπάρει πίσω τότε αυτός πεθαίνει. Από όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα μόνον ένας είχε καταφέρει να της πάρει το σκουφάκι, η ευχή του ήταν, η Μόρα να γίνει πραγματική γυναίκα. Έτσι κι έγινε, αυτός παντρεύτηκε αυτή τη γυναίκα και έκανε παιδιά μαζί της. Φρόντισε να κρύψει το σκουφάκι κάπου πολύ καλά. Ώσπου μια μέρα η Μόρα ξαναβρίσκει το σκουφάκι της και εξαφανίζεται πάλι…