12.8 C
Athens
Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

«Τρεις Αδελφές», δικαίωση με όραμα τη Μόσχα η παράσταση του Δημήτρη Μυλωνά

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

Ένα έργο που αποπνέει νεανική φρεσκάδα, ένα έργο που σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες σφύζουν από ζωή. Ελπίζουν, ονειρεύονται, προσδοκούν. Ένα έργο που περικλείει την κωμωδία της ζωής είναι οι «Τρεις Αδελφές» του Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ. Νέοι άνθρωποι συναντιούνται, επικοινωνούν, σφίγγουν τα χέρια, αγαπιούνται, αγκαλιάζονται με ορμή και τους χωρίζει η ζωή ή ο θάνατος.
Ένας χρόνος έχει περάσει από το θάνατο του πατέρα-στρατηγού Πραζόροφ και η απουσία του απελευθερώνει για την οικογένεια και τους οικείους της ανείπωτες επιθυμίες, έρωτες και πάθη. Ένα ηφαίστειο που χρόνια κοχλάζει, τώρα εκρήγνυται. Όσα η παρουσία του εκλιπόντος εξουσιαστικού πατέρα απέτρεπε, πλέον βρίσκουν χώρο να ξεχυθούν ελεύθερα. Οι ήρωες διεκδικούν ψυχή τε και σώματι την ευτυχία τους. Άλλοτε τα καταφέρνουν κι άλλοτε όχι, ενώ αυτή τους η προσπάθεια οδηγεί σε μία σκηνική παρτιτούρα με «νότες» τη σιωπή και την έξαρση, την προσδοκία και τη ματαίωση, το κωμικό και το τραγικό. Βγαίνει στην επιφάνεια ένας πίνακας ζωής που έχει επιθυμίες και δικαιώματα, ξυπνά, στενάζει, αποζητά. Άνθρωποι ζωντανοί που αναπνέουν και αναζητούν το χάδι, την επαφή, τη λύτρωση.
Παρακολούθησα τις «Τρεις Αδελφές», ένα από τα ωριμότερα και αντιπροσωπευτικότερα έργα του Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά, από την Εταιρεία Θεάτρου Εν Δράσει, στο ανανεωμένο Θέατρο Τempus Verum Εν Αθήναις. Υπενθυμίζω ότι η Εταιρεία Θεάτρου Εν Δράσει είχε παρουσιάσει πριν από σχεδόν ενάμισι χρόνο την επιτυχημένη παράσταση «Τσέχωφ», στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Επρόκειτο για μία δουλειά που είχε αφετηρία την αγάπη και την αστείρευτη έμπνευση που προσφέρει ο Τσέχωφ. Τότε, με άξονα τον έρωτα, ανέτρεξαν σε διηγήματα, νουβέλες, θεατρικά έργα αλλά και στην προσωπική αλληλογραφία του συγγραφέα για να συνθέσουν ένα «δικό» τους κείμενο με το οποίο πειραματίστηκαν σκηνικά.
Ο σκηνοθέτης, συνεχίζοντας τη μελέτη του μεγάλου συγγραφέα, μέσα από τη θεατρική του ματιά στις «Τρεις Αδελφές» επέλεξε να εστιάσει στον πατέρα των τριών αδελφών. Έναν πατέρα αυταρχικό και πανταχού παρόντα. Μια κατάσταση που δικαιώνει απόλυτα το υπαρξιακό αδιέξοδο των ηρωίδων, τον πόθο τους για ζωή και ταυτόχρονα την τραγική γελοιότητα που ενυπάρχει σε κάποια από τα πρόσωπα που τις περιστοιχίζουν, στην προσπάθειά τους να ζήσουν και να υπάρξουν μέσα από αυτές. Ο Δημήτρης Μυλωνάς έστησε την παράσταση σε μια ελεύθερη σκηνή μπροστά στις προσωπογραφίες του πατέρα, όριο ανάμεσα σ’ έναν κόσμο που καταρρέει και σ’ έναν άλλο που έρχεται να σαρώσει ορμητικά ό, τι έχει απομείνει.

Θάνατος και γενέθλια

Η σκηνοθετική ανάγνωση επικεντρώνεται από την αρχή στις τρεις κεντρικές ηρωίδες και τον αδελφό τους, Αντρέι. Ο θεατής γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι έχουν μεγαλώσει σε ένα πειθαρχημένο και ασφυκτικό πλαίσιο που υπάκουε στις επιταγές του πατέρα. Συνταγματάρχης ο ίδιος, αντιμετώπιζε τα παιδιά του με την αυστηρότητα του στρατού επιβλέποντας κάθε τους κίνηση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όσο κι αν ο κόσμος πλάι τους προοδεύει με ταχείς ρυθμούς, η οικογένεια βρίσκεται σε πλήρη έλεγχο και σχεδόν έγκλειστη σε μία μικρή περιφερειακή πόλη. Ο πατέρας όμως μοιραία πεθαίνει, και ακριβώς ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, σε μια ημερομηνία που συμπτωματικά συμπίπτει με τα γενέθλια της μικρότερης εκ των τριών αδελφών Ιρίνα, αρχίζει το έργο. Διόλου τυχαία η συγκεκριμένη επιλογή του Τσέχωφ, και για τον σκηνοθέτη αποτελεί το ορόσημο της σκηνικής του προσέγγισης. Ο θάνατος του πατέρα διαρρηγνύει την πρότερη τάξη πραγμάτων, ο κόσμος αναποδογυρίζει και ανοίγει διάπλατα η στρόφιγγα που μέχρι τότε κρατούσε σφραγισμένες λαχτάρες, πόθους και πάθη. Τα πρόσωπα του έργου έρχονται για πρώτη ίσως φορά σε επαφή με την αλήθεια τους και συνειδητοποιούν πως για πολύ καιρό ζούσαν σε μια θερμοκοιτίδα, σε ένα περιβάλλον που τώρα πια συγκρούεται με την πραγματικότητα. Απότομη προσγείωση που κάθε ήρωας προσπαθεί να τη διαχειριστεί με διαφορετικές για τη ζωή του συνέπειες. Ο Τσέχωφ εύστοχα και μεγαλοφυώς, από την πρώτη κιόλας ατάκα που ακούγεται, σηματοδοτεί το έργο με αυτό το διπλό γεγονός, τα γενέθλια και το θάνατο. Ο αυταρχικός πατέρας είναι πια απών, συμβάν που δεν χαρακτηρίζεται μόνο από θλίψη, είναι συνάμα και μια γιορτή. Ανεξάρτητα και ελεύθερα από την πατρική βούληση, τα πρόσωπα του έργου μπορούν πλέον να ακολουθήσουν τις δικές τους επιλογές και να διεκδικήσουν την ευτυχία τους.

 

Από το 1900

Οι «Τρεις Αδελφές» (Три сeстры), τετράπρακτο θεατρικό, έγιναν εκατό χρονών το 2000 και συγκαταλέγονται ανάμεσα στα αριστουργήματα της παγκόσμιας θεατρικής φιλολογίας. Κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα, από τη στιγμή που ανεξαρτητοποιείται και αποσπάται από το δημιουργό και το άμεσο περιβάλλον του, αρχίζει να λειτουργεί αυτόνομα, εκπέμποντας μεγάλη ή μικρή ακτινοβολία – ανάλογα με την αξία του. Οι χαρακτηρισμοί (δράμα, κωμωδία, κωμειδύλλιο), οι αγωνίες, οι μικρότητες, τα παρασκήνια υποχωρούν σιγά σιγά κι εξαφανίζονται, αφήνοντάς το να ταξιδεύει στο χρόνο συγκινώντας, αναστατώνοντας ή και εξοργίζοντας εκατομμύρια ανθρώπων.
Ο Τσέχωφ, παρότι έγραψε λιγοστά θεατρικά έργα, επηρέασε όσο λίγοι τη νεότερη δραματουργία. Και ιδιαίτερα με την τετραλογία των πολύπρακτων δραμάτων που έγραψε στα τελευταία χρόνια της ζωής του: Το Γλάρο (1895), το Θείο Βάνια (1897), τις Τρεις αδελφές (1901) και το Βυσσινόκηπο (1904). Το θέατρο του Τσέχωφ ονομάστηκε θέατρο φανταστικού ρεαλισμού, θέατρο ψυχολογικών λεπτομερειών και αναδιάπλασης της πραγματικότητας. Καμιά τεχνική του παραδοσιακού θεάτρου δεν μπορεί να αποδώσει τις λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις των χαρακτήρων του τσεχωφικού θεάτρου.
Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στο «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας από τον Κονσταντίν Στανισλάφσκι στις 31 Ιανουαρίου του 1901.
Στην Ελλάδα πρωτοπαρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 1932, με τρεις κορυφαίες ερμηνεύτριες στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, την Κυβέλη, την Αλίκη και τη Μιράντα.
Ανήκει σε εκείνα τα έργα που είναι κατάλληλα να μιλήσουν ακριβώς για την εποχή μας, αφού αντικατοπτρίζει το αδιέξοδο της κοινωνίας αυτή την εποχή στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι αναζητούν την ταυτότητά τους, συνεχώς μιλούν για το παρελθόν και το μέλλον, αλλά όχι για το σήμερα, περιμένουν και είναι σε αδράνεια. Μια αδράνεια που ίσως μόνο η τέχνη του Τσέχωφ μπόρεσε να περιγράψει πόσο πλούσια σε εσωτερική διεργασία και γοητεία, με το νόημα κρυμμένο ανάμεσα στη δράση, στις παύσεις.

Τα πρόσωπα του έργου

* Η νεότερη της οικογένειας Πραζόροφ, η Ιρίνα, αναζητά την αγάπη. Δύο άνδρες είναι βαθιά ερωτευμένοι μαζί της, αλλά εκείνη ονειρεύεται διαρκώς τη Μόσχα. Τη μεγάλη πολιτεία που θα της δώσει την επίτευξη των στόχων της και τη χαρά της ζωής. Εκεί πιστεύει πως θα βρει και το μεγάλο έρωτα.
* Η μεσαία αδελφή αυτής της οικογένειας, η Μάσα, είναι μια ήσυχη γυναίκα που μέσα της φλέγεται. Είναι παντρεμένη με έναν άνδρα που δεν αγαπά. Έξυπνη, καλλιεργημένη και βαθιά πικραμένη. Όταν ερωτεύεται, αντιλαμβάνεται τι είναι η πραγματική αγάπη αλλά αναπόφευκτα παραμένει με το σύζυγό της.
* Η Όλγα, η μεγαλύτερη αδελφή, είναι προστατευτική, συγκαταβατική, ευγενής. Εργάζεται στο σχολείο και το τέλος του έργου τη βρίσκει να ακολουθεί αυτό που προσπαθούσε να αποφύγει. Να γίνει διευθύντρια του σχολείου.
* Ο Πραζόροφ Αντρέι Σεργκέβιτς είναι ο αδελφός της οικογένειας, προόριζε τον εαυτό του να γίνει καθηγητής πανεπιστημίου στη Μόσχα. Κατέληξε ένα απλό μέλος του επαρχιακού συμβουλίου. Παντρεύτηκε μιαν ελαφρόμυαλη μικροαστή και πλέον βαλτώνει και ξεπέφτει βαθμιαία σε μια ανούσια και χωρίς εξάρσεις ζωή. Η γυναίκα του τον απατά απροκάλυπτα κι αυτός το γνωρίζει. Ωστόσο εξακολουθεί να τον χειραγωγεί. Εθίζεται στα τυχερά παιχνίδια και προς μεγάλη του ντροπή υποθηκεύει το οικογενειακό σπίτι χωρίς την άδεια των αδελφών του.
* Η Νατάσα – Νατάλια Ιβάνοβνα αρχικά φαίνεται ότι δεν είναι σε θέση να ενταχθεί στην οικογένεια. Ωστόσο, η ίδια αντιστρέφει με αγανακτισμένη δύναμη αυτή την προοπτική και παντρεύεται τον Αντρέι. Αναιδής, απαιτητική, ενοχλητική, εγωίστρια και εμπαθής. Διατηρεί εξωσυζυγική σχέση με τον επικεφαλής του Περιφερειακού Συμβουλίου, Προτοπόποφ.
* Ο ευγενής υπολοχαγός Τούζεμπαχ Νικολάι Λβόβιτς (Βαρόνος) ενσωματώνει πολλά αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά. Είναι ζεστός, πιστός και ειλικρινής. Επιθυμεί να παντρευτεί την Ιρίνα και παραιτείται από το στρατό για να εργαστεί. Δεν είναι στρατιώτης, είναι ένας αγνός και ρομαντικός εραστής αλλά θα υπερασπιστεί την τιμή του, όταν απαιτείται.
* Ο Κουλίγκιν Φιόντορ Ίλιτς, καθηγητής στο τοπικό γυμνάσιο, είναι μαλθακός, αγαθός και καλόκαρδος. Παντρεμένος με τη Μάσα, επαινεί την ακεραιότητά της σε όλη την παράσταση. Με μυαλό περιορισμένο και φτωχό, δεν κατορθώνει να πετύχει κάποια ψυχική επαφή με τη γυναίκα του, τη γεμάτη ανησυχίες και μυστικές απαντοχές. Δεν είναι απόλυτα σίγουρος για τη σχέση της με τον Βερσίνιν, ανακουφίζεται όμως όταν οι στρατιώτες εγκαταλείπουν οριστικά την πόλη.
* Ο Αλέξανδρος Ιγκνατίεβιτς Βερσίνιν, αντισυνταγματάρχης, διοικητής Πυροβολαρχίας, γνώριζε τις αδελφές από τη Μόσχα. Με βάση αυτόν τον σύνδεσμο και την αμοιβαία αγάπη τους για πνευματικές αναζητήσεις, ο ίδιος και η Μάσα αναπτύσσουν μια τρυφερή σχέση. Ευαίσθητος και ευγενικός, στοχαστικός και οραματιστής όπως οι Ρώσοι του παλιού καιρού. Με δύσκολη προσωπική ζωή, σύζυγος μιας γυναίκας μισότρελης και πατέρας δύο παιδιών. Έχει την τάση να φιλοσοφεί.
* Ο Τσεμπουτίκιν Ιβάν Ρομάνιτς, ο στρατιωτικός γιατρός του έργου, είναι από μόνος του μια αποτυχία. Αλκοολικός, δεν ξέρει ή τουλάχιστον δεν θυμάται, πώς να θεραπεύσει έναν ασθενή. Παλιός οικογενειακός φίλος, κρατά το κλειδί για πολλές ιστορίες από το παρελθόν. Συναισθηματικός, εξιδανικεύει την Ιρίνα και πιθανόν ήταν ερωτευμένος κάποτε με τη μητέρα των κοριτσιών η οποία έχει από καιρό πεθάνει.
* Ο Σολιόνιν Βασίλη Βασίλιεβιτς, λοχαγός του επιτελείου, ενσαρκώνει πολλά κακά και σαδιστικές ιδιότητες. Ζηλιάρης και ακοινώνητος. Κάνει τους γύρω του να νιώθουν άβολα.
* Η Ανφίσα είναι η παραμάνα των αδερφών Πραζόροφ, 80 ετών. Έχει εργαστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα στο σπίτι και, ως εκ τούτου, διατηρεί μια μοναδική σχέση με την οικογένεια. Η Νατάσα θέλει να την ξεφορτωθεί, αλλά η Όλγα προσπαθεί να την προστατεύσει.
* Ο Φεραπόντ είναι ο ηλικιωμένος κλητήρας του επαρχιακού συμβουλίου. Συνεχώς κυνηγά τον Αντρέι για να υπογράψει σημαντικά έγγραφα. Η παρουσία του εκθέτει τη φύση των άλλων χαρακτήρων.
* Τη σύνθεση συμπληρώνουν ακόμη δύο ανθυπολοχαγοί, ο Φεντότικ Αλεξέι Πέτροβιτς και ο Ρόντε Βλαντιμίρ Κάρλοβιτς. Ο πρώτος αφελώς ερωτευμένος με την Ιρίνα. Φίλοι μεταξύ τους και ευπρόσδεκτοι στο σπίτι των κοριτσιών.

 

Η υπόθεση

Η Όλγα, 28 χρονών, η Μάσα, 23, και η Ιρίνα, 20, διαμένουν μαζί με τον αδερφό τους Αντρέι, σε μια επαρχιακή πόλη (η οποία δεν κατονομάζεται) που τις έριξε η μοίρα – αφού η οικογένεια ακολούθησε τον στρατιωτικό πατέρα τους στη μετάθεσή του εκεί. Μετά το θάνατο του πατέρα η οικογένεια επιθυμεί και σκέφτεται να εγκαταλείψει την πόλη για να επιστρέψει στη γενέθλια πόλη τους, τη Μόσχα, από την οποία διατηρούν πολλές ωραίες αναμνήσεις. Η ζωή τους στην επαρχιακή πόλη δεν τους αρέσει, αφού δεν υπάρχει κοσμική και πνευματική κίνηση, δεν υπάρχουν διασκεδάσεις ούτε ενδιαφέροντα. Συμβιβάζονται με το να δέχονται αξιωματικούς της φρουράς σπίτι τους και λαχταρούν την επιστροφή στον παλιό τρόπο ζωής τους. Όταν στην πόλη καταφτάνει ο αντισυνταγματάρχης Βερσίνιν, η Μάσα (ήδη παντρεμένη με τον καθηγητή του Γυμνασίου Κουλίγκιν Φιόντορ Ίλιτς) θα αφεθεί -περισσότερο για να γλιτώσει από την ανία της ζωής και την ψυχρή σχέση που έχει με τον άντρα της- σε έναν πλατωνικό έρωτα μαζί του. Από τη μεριά της και η Ιρίνα θα παρασυρθεί από τα αισθήματα του ερωτευμένου υπολοχαγού Τούζεμπαχ Νικολάι προς το πρόσωπό της, για να γλυκάνει λίγο τη μονότονη ζωή της, περιμένοντας πότε θα φύγουν για τη Μόσχα. Η Όλγα, που εργάζεται ως καθηγήτρια στο Γυμνάσιο της πόλης, είναι πιο συγκρατημένη, δεν παρασύρεται από την ψευδαίσθηση του έρωτα, αλλά και αυτή θεωρεί ότι η ευτυχία την περιμένει στη Μόσχα. Ο αδερφός τους, ο Αντρέι Πραζόροφ, ονειρεύεται και αυτός τη Μόσχα, και μια θέση στο πανεπιστήμιό της, ώστε να συνεχίσει τη σταδιοδρομία του σε ένα πνευματικό περιβάλλον. Παντρεύεται όμως τον έρωτά του, τη νεαρή Νατάσα Ιβάνοβνα και κάνουν και ένα παιδί, αλλά ούτε αυτός ο γάμος είναι ευτυχισμένος. Η Νατάσα αποδεικνύεται μια επιπόλαιη και επιφανειακή γυναίκα, που δεν μπορεί να καλύψει τις βαθύτερες συναισθηματικές ανάγκες του Πραζόροφ. Και έτσι περνάει ο καιρός, περνάει και φύγει η ζωή τους.
Στο φινάλε, ο Βερσίνιν θα φύγει από την πόλη σε μια νέα μετάθεσή του, ο Τούζεμπαχ θα σκοτωθεί σε μονομαχία από τον ερωτικό αντίζηλό του για την καρδιά της Ιρίνας, λοχαγό Σαλιόνιν, και οι τρεις αδελφές θα παραμείνουν εκεί που βρίσκονται, ανίκανες να κάνουν το βήμα που τόσο επιθυμούν.

Ψυχική φθορά

Η αθεράπευτη λαχτάρα της φυγής, η επαρχιακή πλήξη, η ανία, η θλίψη, το λεπτό χιούμορ, ο ψυχολογικός ρεαλισμός, οι τσεχωφικές σιωπές, η βουβή αγωνία διαπερνούν σαν υγρός ψίθυρος την παράσταση. Ο μικρόκοσμος της νωθρής ζωής μιας μικρής απόμακρης πόλης, αποκεντρωμένης και εγκαταλελειμμένης από το κράτος, καθώς και οι ολέθριες συνέπειες των καταθλιπτικών συνθηκών στις ψυχές των ανθρώπων είναι τα θέματα που θίγει ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας. Όλα τα πρόσωπα του έργου οδεύουν αναπόφευκτα προς την ψυχική φθορά. Η κλειστή και αδιέξοδη μονοτονία του επαρχιωτισμού και οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες δεν αφήνουν περιθώρια για άλματα και αλλαγές. Όλοι πνίγονται από έλλειψη σκοπού, αναζητούν ένα νόημα, γραπώνονται από τυχαίες λύσεις, απογοητεύονται, παραιτούνται και ανέχονται μελαγχολικά μια ζωή σχηματική, ανάξια για τη νοημοσύνη, την καλλιέργεια και την ευαισθησία τους. Η Μόσχα, τόπος γέννησης των τριών αδελφών, είναι η πατρίδα, όπου ονειρεύονται να ξαναγυρίσουν και συμβολίζει την απόδραση και τη σωτηρία, που οι αναμνήσεις έχουν εξιδανικεύσει. Το όραμα της μακρινής και απροσπέλαστης Μόσχας συνοψίζει όλο το νόημα του έργου. Οι ήρωες λαχταρούν την επιστροφή στην πατρίδα τους, τη Μόσχα και υπόσχονται να αλλάξουν προς το καλύτερο, ενώ η φαντασίωση είναι η μόνη πραγματικότητα που βιώνουν, αφού όλα τα όνειρα αναβάλλονται για να εκπληρωθούν με την επιστροφή τους.
Στις «Τρεις Αδελφές» περιέχονται όλα τα στοιχεία της ασύγκριτης τεχνικής του Τσέχωφ. Θέματα καθημερινά και τετριμμένα, σε συνδυασμό με μια πλοκή απλή, αλλά φορτωμένη από όνειρα, νοσταλγία, ελπίδα, ενθουσιασμό, διάψευση, κωμικότητα, μελαγχολία και στοχασμό. Η δραματική πύκνωση δεν σχηματίζεται από δράση, αλλά από σκέψεις που κρύβονται πίσω από λόγια, οδυνηρές σιωπές και ειρωνικούς υπαινιγμούς. Όλα αυτά τα στοιχεία φορτίζουν την ατμόσφαιρα και προβάλλουν ανάγλυφα την ιδιότυπη ποιητικότητα του Τσέχωφ.
Ματαιωμένες ελπίδες και ψευδαίσθηση της ευτυχίας. Μιας ευτυχίας που βρίσκεται πάντα αλλού, σε άλλο τόπο, ενώ οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τη ματαίωση και την αποτυχία φτιάχνοντας φαντασιώσεις για μελλοντική ευτυχία, χρησιμοποιώντας τον κυνισμό για να λένε ότι «όλα είναι καλά». Η απόδραση από την αχλή των ψευδαισθήσεων προς το σκληρό φως της αλήθειας δεν έρχεται ποτέ και οι ήρωες αρκούνται σε μια ζωή ρουτίνας στερημένη από ποίηση και ιδέες.
Αυτό που σε κάθε εποχή συγκινεί στον σπουδαίο αυτόν συγγραφέα είναι ότι διατηρεί μια εκπληκτική ισορροπία ανάμεσα στην επιστημονική μέθοδο με την οποία χτίζει τους ρόλους και τις ιστορίες του. Η τεχνική του, συνυφασμένη και δανεισμένη ασφαλώς από την ιατρική του ιδιότητα, βασίζεται στη βαθιά αγάπη και κατανόηση που δείχνει προς τον άνθρωπο. Δεν κρίνει, δεν κατακρίνει, δεν σηκώνει το δάχτυλο, δεν ασκεί διδακτισμό, δεν νουθετεί. Στέκεται απλώς δίπλα και κοντά στους ήρωές του. Τοποθετώντας με στοργική κατανόηση ένα κάτοπτρο απέναντι στις αδυναμίες τους, το οποίο εν τέλει αντανακλά και τις δικές μας αδυναμίες και ανασφάλειες.

 

Η παράσταση

Η οικειότητα που δημιούργησε στην παράσταση ο Δημήτρης Μυλωνάς μας έκανε να αισθανόμαστε πολύ κοντά στους ανθρώπους που βρίσκονταν επί σκηνής. Δεν εννοώ τους ηθοποιούς αλλά τους χαρακτήρες. Οι στιγμές μας φαίνονταν να επεκτείνονται στις ζωές τους. Η σκηνική δράση ήταν διαμορφωμένη σαν ένας ανεμοστρόβιλος ρευστών ρευμάτων που μας άγγιξαν την καρδιά.
Όλη αυτή η μετριότητα, η καθημερινότητα, η πίκρα αποδόθηκε με τρόπο που έκανε αίσθηση στον θεατή. Άνθρωποι με σάρκα και νεύρα και αισθήματα υποφέρουν απλώς γιατί ζουν και το τραγικό της ύπαρξης εντοπίζεται στο υπέδαφος, όχι στην επιφάνεια.
Καθισμένη στην πρώτη σειρά, αριστερά από την καλαίσθητη σκηνή, είχα την αίσθηση πως ένα τρυφερό χέρι ανασήκωσε μια αθέατη αυλαία και μας φανέρωσε ένα απροσδόκητα αποκαλυπτικό σύμπαν. Συνοπτικά και διακριτικά. Απαλά, καλοσυνάτα, μυστικά και φευγαλέα. Τόσο αδυσώπητα φευγαλέα όσο και η πικρή μας πραγματικότητα.

Οι συντελεστές

Η μετουσίωση του ηθοποιού στον τσεχωφικό χαρακτήρα χρειάζεται πολλή άσκηση, αυτοσυγκέντρωση, διαίσθηση και φαντασία, που μαζί με τη γνώση οδηγούν σε μια πλήρη συναισθηματική και οργανική ταύτιση. Θαυμάσιες οι ερμηνείες των ηθοποιών. Καμιά παραφωνία. Σύνολο αξιοθαύμαστο για το οποίο θα πρέπει να καυχιέται ο σκηνοθέτης.
Οι ηθοποιοί που υποδύθηκαν τις «τρεις αδελφές» ήταν υποδειγματικές. Διαφορετικές μεταξύ τους αλλά μοναδικές και οι τρεις στη δυνατή λεπτότητα, στο σφοδρό πάθος και στον παλμό.
Ρομαντική και ποιητική η Ιρίνα της Ελεάνας Στραβοδήμου. Αντιφατική και επαναστατημένη, αθώα και συγκινητική. Γεμάτη δροσιά, ανυπομονησία, τρυφερότητα, νεανικό θάρρος και απέραντο ζήλο.
Ονειροπόλα αλλά και γεμάτη ζωτικότητα η γοητευτική Μάσα της Μαρούσκας Παναγιωτοπούλου. Αυθεντικά θερμή αλλά και θηλυκά νωχελική. Μοναχική, υποβλητική, μοιραία και παθιασμένη. Παρά την εγκαρτέρησή της, ξεσπά βίαια σαν λέαινα τη στιγμή του αποχωρισμού με τον αγαπημένο της. Μια σκηνή εξαιρετικά εντυπωσιακή που μαζί με τον Χρήστο Πλαΐνη την απέδωσαν με άφθαστη συγκίνηση και δύναμη.
Η Βιβή Πέτση έπλασε πολύ όμορφα μια Όλγα καρτερική και αξιοπρεπή, υπεύθυνη, μητρική, ζεστή και μελαγχολική, στέρεη και ορθολογιστική.
Μια πρόκληση για τον Ευθύμη Μπαλαγιάννη ο Κουλίγκιν. Ο μόνος αμέριμνος χαρακτήρας που ζει ανέμελα τη βαρετή και φτηνή ζωή του ασυνείδητα. Ωστόσο ο ηθοποιός αφήνει εύγλωττα να φανεί και η άλλη του πλευρά, αυτή του αθεράπευτα ερωτευμένου συζύγου.
Πολύ καλός και ο ταλαντούχος Κωνσταντίνος Δημητρακάκης, έδωσε βαθιά χάραξη στο ρόλο του ευγενή, ερωτευμένου, αγνού και φιλότιμου Τούζεμπαχ.
Ο Σπύρος Κυριαζόπουλος δημιούργησε έναν υπέροχο Σολιόνιν. Ο ήρωας αυτός δεν είναι απλώς ένας μοχθηρός αντίζηλος αλλά ένα δραματικό πρόσωπο που η απογοήτευση και η τραυματισμένη του αθωότητα τον στρέφουν στο κακό.
Η Νατάσα Ζαγκλή στο ρόλο της επιθετικής, σκληρής, εκχυδαϊσμένης Νατάσας πρόσφερε στο κοινό μια αδρή και ωμά ρεαλιστική ερμηνεία.
Ο Γιώργος Χουλιάρας υποδύθηκε με βιτριολικό χιούμορ και σαρκασμό τον κατά βάθος ανεκτικό και μεγαλόψυχο γιατρό Τσεμπουτίκιν, έναν από τους ρόλους που σφραγίζουν τα μεγάλα έργα του Τσέχωφ.
Ρεαλισμό, φυσικότητα και κατακτημένη πειστικότητα διακρίναμε στον Πάρι Θωμόπουλο, που επωμίστηκε το ρόλο του αυτοκαταστροφικού Αντρέι.
Ωραία εμφάνιση με σκηνικό στίγμα και μέτρο από τον Χρήστο Πλαΐνη / Βερσίνιν.
Τη διανομή συμπλήρωσαν δύο νέες και ταλαντούχες παρουσίες, η Εύα Γαλογαύρου και η Νατάσα Σαραντοπούλου που εξέφρασαν έντεχνα και ανάπλασαν εκφραστικά την Ανφίσα και τον Φεντότικ η πρώτη – τον Ροντέ και Φεραπόντ η δεύτερη.
Τα κοστούμια και τα σκηνικά της Δήμητρας Λιάκουρα ακολούθησαν με πρωτότυπη λειτουργικότητα τη σκηνοθετική ματιά.
Η μετάφραση των Αλέξανδρου Ίσαρη και Γιώργου Δεπάστα, γλαφυρή και θεατρική, μετέδωσε το πνεύμα του Τσέχωφ.
Με ωραίες και ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις οι φωτισμοί της Άννας Σμπώκου.
Ο σκηνοθέτης από άποψη απέφυγε τις γραφικές φιγούρες της τσαρικής εποχής, δουλεύοντας με άλλη αντίληψη τους ρόλους της παραμάνας και του γέροντα κλητήρα. Ακόμη με έξυπνα ευρήματα απογύμνωσε το έργο από καθετί ξεπερασμένο, δίνοντας έμφαση κυρίως στα πρόσωπα και στον εσωτερικό τους κόσμο.

Παράσταση ανθρωπιάς

Η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο όμορφο πέτρινο θέατρο του Κεραμεικού, το Τempus Verum Εν Αθήναις, ανάβλυζε το γέλιο και το δάκρυ, την απλότητα και την καλαισθησία, τη φθορά και την ελπίδα. Διαδοχικά ή και συγχρόνως. Δεν είχε στόμφο ούτε έδειξε σκηνοθετική και ερμηνευτική προπέτεια. Απόθεσε επί σκηνής μύθους και σύμβολα, στοιχεία κεφάτου παιχνιδιού που αποφορτίζει, ευχάριστης καλλιτεχνικής αλήθειας και τρυφερού σεβασμού. Άγγιξε μέσα μας ανυποψίαστες χορδές και μας οδήγησε κατευθείαν στις πύλες μιας ανεκτικότερης και βαθύτερης ανθρωπιάς. Ένα υπόγειο κύμα, ζέον και παλλόμενο, διαποτίζει ολόκληρη την παράσταση. Μέσα από τη σύγχρονη αντίληψή της για τη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες δικαιώνεται ο μεγάλος Τσέχωφ.

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης και Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς
Σκηνικά-κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Φωτισμοί: Άννα Σμπώκου
Μουσική: Παύλος Κατσιβέλης
Επιμέλεια κίνησης: Νατάσα Σαραντοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Αμαλία Αντώνη
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά):
Εύα Γαλογαύρου – Ανφίσα, Φεντότικ
Κωνσταντίνος Δημητρακάκης – Τούζενμπαχ
Νατάσα Ζαγκλή – Νατάσα
Πάρις Θωμόπουλος – Αντρέι
Σπύρος Κυριαζόπουλος – Σολιόνιν
Ευθύμης Μπαλαγιάννης – Κουλίγκιν
Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου – Μάσα
Βιβή Πέτση – Όλγα
Χρήστος Πλαΐνης – Βερσίνιν
Νατάσα Σαραντοπούλου – Ροντέ, Φεραπόντ
Ελεάνα Στραβοδήμου – Ιρίνα

 

Πληροφορίες

«Τρεις αδελφές»
του Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ
Θέατρο Τempus Verum Εν Αθήναις
Iάκχου 19, Γκάζι
Τηλ.: 210. 3425170

* Ο Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ γεννήθηκε το 1860 στο Ταγκανρόκ της Αζοφικής. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Ήταν αναγκασμένος να δουλεύει στο μαγαζί του πατέρα του, παράλληλα με το σχολείο. Παρόλα τα οικονομικά προβλήματα κατάφερε να σπουδάσει Ιατρική στη Μόσχα. Ένα χρόνο πριν πάρει το πτυχίο του εκδίδει και το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Παραμύθια της Μελπομένης.
Έως τότε, δημοσίευε κείμενα του σε περιοδικά και εφημερίδες της Μόσχας και της Πετρούπολης. Βέβαια, κατά τη διάρκεια της συγγραφικής του σταδιοδρομίας συνεργαζόταν αρκετά συχνά με λογοτεχνικά περιοδικά. Ο Τσέχωφ στη ζωή του είχε δύο αγάπες. Όπως έλεγε κι ο ίδιος, την «ερωμένη» του (λογοτεχνία) και τη «νόμιμη γυναίκα» του (Ιατρική).
Ασχολήθηκε και με τα δύο με εξαιρετική επιτυχία, με αληθινή αγάπη και υπευθυνότητα. Ως γιατρός βοηθούσε τους ανήμπορους, νοιαζόταν πραγματικά γιά εκείνους που υπέφεραν και έκανε ό, τι μπορούσε για να τους γιατρέψει. Βαθιά ανθρωπιστής και παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε (είχε προσβληθεί από φυματίωση), δεν δίστασε να ταξιδέψει έως τη Σιβηρία για να παρακολουθήσει τις συνθήκες επιβίωσης των φυλακισμένων στο νησί Σαχαλίνη.
Σταθερός στις αξίες και τα «πιστεύω» του πολεμούσε κάθε μορφής αδικία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η παραίτησή του από μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την ακύρωση της εκλογής του φίλου του Γκόργκι από τον τσάρο Νικόλαο Β΄. Στη λογοτεχνία, άρχισε να ξεχωρίζει όταν δημοσίευσε σε λογοτεχνικό περιοδικό το έργο του “Θάλαμος 6”, που συγκλόνισε το αναγνωστικό κοινό. Το 1898 ανέβηκε από το Θέατρο Τέχνης το έργο του “Ο Γλάρος”, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία και προσφέροντας την αναγνώριση στο συγγραφέα. Το Θέατρο Τέχνης υπήρξε σταθμός στην καριέρα του Τσέχωφ. Μετά την παράσταση του “Γλάρου” ανεβαίνει “Ο θείος Βάνιας”, ενώ το 1901 παίζονται “Οι Τρεις Αδερφές” και τρία χρόνια αργότερα “Ο Βυσσινόκηπος”. Όλα γνωρίζουν τον θρίαμβο. Πέρα, όμως από τα θεατρικά ο Τσέχωφ έγραψε και διηγήματα.
Μερικά από τα γνωστά έργα του είναι: Στο σούρουπο (Βραβείο Πούσκιν), Η στέπα, Η κυρία με το σκυλάκι, Στο φαράγγι, Ο επίσκοπος, Η αρραβωνιαστικά κ.α. Τα έργα του Τσέχωφ έχουν ιδιαίτερα αγαπηθεί και στη χώρα μας. Πολλές φορές έχουν μεταφραστεί και διασκευαστεί για την ελληνική σκηνή και μεγάλοι Έλληνες ηθοποιοί τα έχουν ερμηνεύσει μοναδικά.
Ο Άντον Τσέχωφ πέθανε το 1953 σε ηλικία μόλις 44 ετών.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -