Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Μια παράσταση βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Άντον Τσέχωφ, με τη σύγχρονη ματιά της Λουκίας Ανάγνου η οποία υπογράφει τη διασκευή και τη σκηνοθεσία.
Ο Ιβάν Ντμίτριτς (Νικόλας Μπράβος), ένας μετρημένος μικροαστός, με ετήσια οικογενειακά έξοδα, που δεν ξεπερνούν τα διακόσια ρούβλια, είναι πολύ ευχαριστημένος με τη ζωή του.
Η Μάσιπ Ντμίτριτς (Χρύσα Κολοκούρη), μια εγκρατής μικροαστή που έχει στην κατοχή της ένα μικρό παντοπωλείο, είναι πολύ ευχαριστημένη με τη ζωή της.
Οι δυο τους, από το υστέρημά τους, ανανεώνουν εβδομαδιαία το λαχείο. Η ζωή τους μέσα στο μικρό σπίτι τους έχει αγάπη, παιχνίδι και έρωτα.
Τι θα γινόταν όμως εάν κέρδιζαν το λαχείο; Πώς θα διαμορφώνονταν οι σχέσεις τους.
Η παράσταση με δυνατά σημεία την κίνηση, τον λόγο και την καταπληκτική μουσική (Νίκος Τσόλης – tsolimon) καταλήγει ότι για όλα φταίει το χρήμα και το πόσο οι άνθρωποι γίνονται δούλοι του.
«Ποιος φταίει που υπάρχουν στη γη δυστυχείς;
– Το χρήμα
– Το χρήμα»
Το τραγούδι της παράστασης το λέει καθαρά. «Τρέχει το πλήθος και λες όλοι είναι φρενοβλαβείς, αιτία το χρήμα, το χρήμα…».
«Η πενία χτυπά στο ψαχνό και θέλουν όλους να έχουμε το ίδιο σχήμα…».
Παρουσιάζει το θέμα του χρήματος και της κοινωνικής διαφοράς, με τρόπο σύγχρονο και με κίνηση πολύ προσεγμένη. Στο δωμάτιό τους ο Ιβάν και η Μάσιπ, ο καθένας βλέπει τη δική του τηλεόραση.
Ο Ιβάν βλέπει ντοκιμαντέρ με ζώα και κλαίει. Το ζευγάρι αγαπιέται, αλλά είναι πολύ κουρασμένοι και έχουν κιόλας επιβαρυνθεί ψυχολογικά από την οικονομική δυσκολία και από την αδυναμία τους να αλλάξουν το καθεστώς στο οποίο βρίσκονται.
Κάθε Τρίτη ανανεώνουν ένα λαχείο κρεμώντας από αυτό μια ύστατη ελπίδα να αλλάξει η πορεία τους. Κατά σύμπτωση βλέπουν στην τηλεόραση ότι έχουν κερδίσει και αμέσως αναπτερώνεται το ηθικό τους.
«Μισό εκατομμύριο λες να το κερδίσαμε; Πάμε Μαλαισία!». Το κερδηθέν λαχείο οδηγεί τη Μάσιπ σε λυγμούς. Το βλέμμα της σκοτεινιάζει όταν αρχίζουν να φαίνονται τα πρώτα ίχνη εσωτερικού ανταγωνισμού. Εκείνος στη δουλειά του χαλαρός, αλλά εκείνη με το παντοπωλείο της στη σκληρή βιοπάλη. Το μόνο που σκέφτεται εκείνη είναι να το κλείσει και να απαλλαχθεί από τις έγνοιες και τους ανόητος κουραστικούς πελάτες.
Εκείνος της λέει ότι δεν πρέπει να αφήσουν τις δουλειές τους ακόμα κι αν έχουν κερδίσει το λαχείο. Ξεκινούν να μαλώνουν με οποιαδήποτε αφορμή. Ασυνεννοησία. «Είναι σα να μιλάω σε ρακούν».
Ο παραστασιακός λόγος δεκαπεντασύλλαβος, ιδέα της σκηνοθέτιδας Λουκίας Ανάγνου, πετυχαίνει να αποκτά η παράσταση έναν ρυθμό, ενώ οι ατάκες κάνουν γκελ από τον έναν ηθοποιό στον άλλον, ενώ ηχητικά ο λόγος προσομοιάζει με τη σαιξπηρική ρίμα. Η απειλή του πλούτου, διαταράζει τις σχέσεις τους.
Εκείνος της λέει ότι δεν ξέρει αν φταίει το χρήμα, αλλά τη βλέπει πιο όμορφη τώρα. Εκείνη ονειρεύεται ταξίδια και μεγάλη ζωή. Η ζωή είναι ωραία και κυλά τόσο γρήγορα.
Η παράσταση είναι φρέσκια, νεανική, θίγει το μέγιστο θέμα της φτώχειας και της εξολόθρευσης των νεανικών ονείρων και επιδιώξεων.
Οι ηθοποιοί Νικόλας Μπράβος και Χρύσα Κολοκούρη, τόσο ρεαλιστικοί με εξαιρετική κίνηση που επιμελήθηκε η Γεωργία Σταυρίδου κατορθώνουν να πάρουν μαζί τους τον θεατή, ο οποίος ταυτίζεται και στο τέλος νιώθει κάθαρση όταν τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή.
Ένα ευχάριστο, ενδιαφέρον εγχείρημα από τη Λουκία Ανάγνου, με καλές ερμηνείες.
***
«Το Τυχερό Λαχείο» του Άντον Τσέχοφ από την Λουκία Ανάγνου στο θέατρο «104»