Με τον παππού τα λέγανε
στο καλοκαιρινό μπαλκόνι
με ξάγναντο τη θάλασσα,
το Γήπεδο, το Μύλο, το Στρατώνα.
Ποιος ήταν αλήθεια ο παππούς;
Στο μέσα καμαράκι
έκρυβε τ’ όπλο του,
παλιό μεράκι.
Τα πρωινά κατέβαινε στην αγορά
απ’ όπου γυρνούσε κάθιδρος:
καρπούζια φορτωμένος
κι η ζέστα στην ανηφοριά
μαχαίρι της ανάσας.
Οι κότες κούρνιαζαν το μεσημέρι
στα δέντρα της αυλής.
Κι ο έφηβος κοιμότανε βαρύς
με τα παραθυρόφυλλα κλειστά.
Τ’ απόγευμα, κάτω απ’ το μπαλκόνι,
περνούσε ο γιαουρτσής,
τα κεσεδάκια του ακριβοζυγισμένα
στην πλάστιγγα της πλάτης του,
ο μυθικός ιερέας
μες στο σύννεφο του ράσου του.
Μα ποιος ήταν αλήθεια ο παππούς;
Για ποια πράγματα μιλούσαν τότε;
Για τους κομιτατζήδες, του έλεγε,
για τον αντίχριστο τον Τούρκο
και για τον Άγιο Σύλλα, το βουνό,
όπου μια μέρα βρήκε το λαγό
να κοιμάται μες στο λαγούμι
του Αποστόλου Παύλου.
Δεν ήταν ωστόσο θρησκόληπτος ο παππούς.
Και τα γκιργκίρια φεύγοντας
τελείωναν τις φράσεις του
με όσα αποσιωπητικά χωρούσε η νύχτα.
