28.9 C
Athens
Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

«Το δαχτυλίδι της μάνας». Μια παράσταση για το μυστικό παιδί, εκείνο που κρύβεται μέσα μας…

Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου

Ορμώμενοι από μια φράση του Σαίξπηρ στον Άμλετ -«Υπάρχουν κι άλλα πράγματα, Οράτιε, στον ουρανό και στη γη που δεν τα ονειρεύτηκε η φιλοσοφία μας»- θέλουμε να πιστέψουμε πως -όντως- υπάρχουν τα φανταστικά όντα. Σ’ αυτό μας προέτρεψαν με τον αθώο αλλά τόσο μαγικό ενθουσιασμό τους οι καλλιτέχνες της ομάδας C. for Circus που μας παρουσίασαν «Το δαχτυλίδι της μάνας» σε σκηνοθεσία Παύλου Παυλίδη, στο Tempus Verum І Εν Αθήναις. Με αφορμή το έργο του Γιάννη Καμπύση για τις τελευταίες στιγμές ενός ποιητή και όχημα τη μουσική, την ποίηση και τη φαντασία, τα μέλη της ομάδας έστησαν μια ολοζώντανη τελετή αποχαιρετισμού, ξαναγράφοντας για χάρη του ποιητή τις τελευταίες του σελίδες και γιορτάζοντας τα 10 χρόνια της κοινής τους πορείας με την πιο αισιόδοξη παράστασή τους μέχρι σήμερα. Να σημειώσουμε ότι οι C. for Circus επέστρεψαν με «Το δαχτυλίδι της μάνας» μετά τις επιτυχημένες παραστάσεις τους τον περασμένο Ιούνιο.

Ξωτικά

Η παράστασή τους πραγματεύεται -μεταξύ άλλων- και τον τεράστιο, ανεξάντλητο και ανεξερεύνητο χώρο των απροσδιόριστων μορφών που έχουν εξάψει τη λαϊκή φαντασία, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μια ολόκληρη φιλολογία γύρω από αυτά. Πολλοί ευαίσθητοι άνθρωποι πιστεύουν πως υπάρχουν πλάσματα που έρχονται σε μας με τη μορφή νεράιδας ή καλικάντζαρου, πλάσματα που έχουν αποκληθεί από τον λαό «ξωτικά». Η εμφάνιση και το όνομα των ξωτικών ποικίλλουν από τόπο σε τόπο, από εποχή σε εποχή και από πολιτισμό σε πολιτισμό. Οι Νύμφες και οι Δρυάδες της αρχαίας Ελλάδας αποτελούν ουσιαστικά τις ίδιες οντότητες. Ο Έντγκαρ Αλαν Πόε (1809-1849), ο συγγραφέας που συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της λογοτεχνίας του φανταστικού, στο ποίημά του «Η χώρα των ξωτικών» έχει γράψει: «Πάνω στ’ άγρια δάση – στο λιμάνι/ Πάνω στα πετούμενα φαντάσματα -/ Πάνω από τα βάρυπνα τα πλάσματα -/ Κι όλα σαβανώνει τα εντελώς/ Μέσα σε λαβύρινθο από φως…».

Στην ελληνική και τη ρωμαϊκή μυθολογία κάθε δάσος, κάθε ποτάμι, κάθε λίμνη, κάθε βουνό, κάθε πηγή και κάθε ηλιόλουστος κάμπος θεωρούνται κατοικία υπερφυσικών πλασμάτων που το καθένα έχει την ξεχωριστή ονομασία του. Στα έπη του Ομήρου συναντάμε συχνά ξωτικά και μαθαίνουμε ότι οι Νύμφες συμμετέχουν στα συμβούλια των θεών στον Όλυμπο. «…κανένας ποταμός δεν έλειψε (μόνον ο Ωκεανός δεν ήρθε), καμιά νεράιδα, απ’ όσες χαίρονται τα δάση τα πανώρια, των ποταμών τα κεφαλόβρυσα και τα χλωρά λιβάδια…».

Δαιμονικές μορφές που αρχικά παρουσιάζονταν ως γυναίκες αιθέριας ομορφιάς, κατέληξαν να αναπαρίστανται ως μικροσκοπικά πτερωτά όντα με μαγικές ικανότητες. Οι μύθοι, οι θρύλοι και οι λαϊκές παραδόσεις της Ελλάδας σφύζουν από υπερφυσικά στοιχεία, μυστηριώδεις μορφές, μαρτυρίες, χάρτες και κώδικες που αποτελούν πολύτιμα εργαλεία για τους επίδοξους εξερευνητές και χαρτογράφους του λεγόμενου «άλλου κόσμου».

Στις προφορικές παραδόσεις όλων των λαών και στα παραμύθια, καθώς και στη λογοτεχνία, τα ξωτικά εκφράζουν την έντονη επιθυμία των θνητών να υπερβούν τα όρια του κόσμου μας και να μεταβούν κάπου αλλού, σε παράλληλα σύμπαντα, εκεί όπου οι άνθρωποι φθάνουν μόνο μέσω των ονείρων και της φαντασίας. Ειδικά τα ψηλά βουνά, εξαιτίας των ανεξερεύνητων κορυφών τους, υπήρξαν πάντα για τους ανθρώπους ένας αινιγματικός και άγνωστος κόσμος, ένας κόσμος γεμάτος τερατώδεις ή χαριτωμένες οντότητες.

 

(Με ένα “κλικ” επάνω σε κάθε φωτογραφία θα τη δείτε σε μεγαλύτερο μέγεθος).

 

 

Ο συγγραφέας

Έντονα αμφιλεγόμενη παρουσία στην εποχή του, ο Γιάννης Καμπύσης, πνεύμα ανήσυχο, πρωτοποριακό, αντισυμβατικό όσο και ακαταστάλακτο, ασχολήθηκε στη σύντομη ζωή του με όλα τα είδη του λόγου. Η συνεχής αναζήτηση της πρωτοτυπίας και του καινούργιου μας συγκινεί σήμερα και μας επιβάλλει να δούμε με μια ματιά χωρίς προκαταλήψεις την περίπτωσή του. Φανατικός λάτρης της βόρειας, ιδίως της γερμανικής, λογοτεχνίας και ουσιαστικά “εισηγητής” της στον τόπο μας, γεμάτος φιλοδοξίες και εικονοκλαστικά όνειρα, διαχέεται ακατάστατα, πυρετικά, αναφομοίωτα στην ποίηση, στο διήγημα, στη μετάφραση, στο δοκίμιο και πάνω απ’ όλα στο θέατρο με την πρόθεση να υπερβεί το στενό πλαίσιο της θεματογραφίας του καιρού του και να συμπορευτεί με τον πιο προχωρημένο ευρωπαϊκό στοχασμό. Το «Δαχτυλίδι της Μάνας» αποτελεί ένα δείγμα των αναζητήσεών του να ξεφύγει από τα συμβατικά όρια της εποχής του.

Η υπόθεση

Το έργο αρχίζει μία παραμονή Χριστουγέννων, κάπου στη Θεσσαλία. Άγριος χειμώνας, νύχτα. Σε ένα πάμφτωχο σπίτι βρίσκεται ο εικοσιπεντάχρονος Γιαννάκης, άρρωστος. Κάθεται κοντά στη φωτιά και κουβεντιάζει με τη μάνα του, τη Ζαχαρούλα. Ο Γιαννάκης νοσταλγεί την πατρίδα τους, κοντά στα ψηλά βουνά, απ’ όπου αναγκάστηκαν να φύγουν, γιατί έγραψε ποιήματα που ενόχλησαν τους Τούρκους και τώρα ζούνε στον κάμπο και μέσα στη μαύρη φτώχεια. Περιμένουν τον μικρότερο αδερφό, τον Σωτηράκη, να φέρει κανένα ξεροκόμματο, παραμονή Χριστουγέννων. Τους επισκέπτεται η Κυριάκενα, συνομήλικη της Ζαχαρούλας, που έχει μια κόρη δεκαεφτά χρονών, την Ερωφίλη, την οποία αγαπάει κρυφά ο Γιαννάκης. Η Ζαχαρούλα κανονίζει με την Κυριάκενα να πουλήσει ένα «αξετίμητο» δαχτυλίδι με διαμαντόπετρες, οικογενειακό κειμήλιο, για να προσφέρει κάτι περισσότερο στο άρρωστο παιδί της. Ο Γιαννάκης όμως λέει ότι θα πεθάνει και εύχεται να γίνει αυτό πάνω στην ποδιά της Ερωφίλης. Η μάνα του τον μαλώνει που έχει χάσει τις ελπίδες του και του λέει ότι αυτός είναι ο «γιος που άρπαξε το μαγνάδι της Νεράηδας και την κέρδισε». Ο Σωτήρης φέρνει τα ελάχιστα αγαθά (ένα κομμάτι ψωμί και λίγες δεκάρες) και η οικογένεια προσπαθεί να γιορτάσει. Ο Γιαννάκης ζητά από τον αδελφό του να τραγουδήσει τα κάλαντα, κι έπειτα ζητά από τη μάνα του να πει ένα παραμύθι. Εκείνη τους λέει την ιστορία του δαχτυλιδιού, που ανήκε στη δική της μάνα. Όταν τη μοίραναν οι Μοίρες της χάρισαν το δαχτυλίδι με τις εφτά διαμαντόπετρες, αλλά η τρίτη Μοίρα είπε: «Μα όποιος τη δόξα του αρνηθεί και πάει ναν το ξεκάμει να ’ρθεί η Νεράιδα του βουνού και πίσω ναν το πάρει!». Μαθαίνουμε πως το δαχτυλίδι έσωσε πολλές φορές την οικογένεια από καταστροφές και δυστυχίες…

Ονειροφαντασία

Και ξαφνικά με έναν ιδιοφυή τρόπο, οι θεατές γινόμαστε μάρτυρες μιας σκηνής όπου ο Γιαννάκης παραδέρνει σε μία ονειροφαντασία με νεράιδες του βουνού και του κάμπου. Τρέχει στα χωράφια και ζητά να βρει τη Νεράιδα του Βουνού. Τη συναντά επιτέλους και την κρατά δική του, παρά τις μεταμορφώσεις της… Της ζητά να τον οδηγήσει στην κορυφή την απάτητη, εκείνη του λέει ότι δεν θα μπορέσει να ατενίσει τον ήλιο, γιατί «εκεί δεν είν’ γραφτό στον άνθρωπο να φτάσει». Αρχίζουν την ανάβαση μέσα στα χιόνια, ο Γιαννάκης προχωρά με μεγάλη δυσκολία, υποφέρει, παγώνει, κλαίει, νιώθει ότι πεθαίνει. Η νεράιδα πάει να του φέρει την Ερωφίλη, απλώνει το μαγνάδι της και χάνεται. Ο Γιαννάκης ξυπνά και βρίσκεται στην ποδιά της Ερωφίλης. Η Ζαχαρούλα προσπαθεί να ζεστάνει και να ζωντανέψει το παγωμένο της παιδί.
Η πραγματικότητα εναλλάσσεται με το όνειρο, η πρόζα με τον έμμετρο λόγο και το έργο βρίθει παραμυθιακών μοτίβων: Μοίρες και Νεράιδες, μαγεμένα αντικείμενα (δαχτυλίδι, μαντίλι, μήλο), αλλά και ήθη, χριστουγεννιάτικα έθιμα, παραδοσιακά κάλαντα, που αντλούν από τη λαϊκή παράδοση. Το υλικό αυτό διασταυρώνεται με τις ιδεαλιστικές, συμβολιστικές επιδράσεις που δέχτηκε ο συγγραφέας, όπως η αναζήτηση της ομορφιάς και της απάτητης κορυφής, η θυσία για την «Ιδέα».

Στη χώρα των διαψευσμένων ελπίδων

Στην παράσταση αφήνουμε το βλέμμα μας, την ακοή μας, τις αισθήσεις μας να περιπλανηθούν. Μέσα σε μία συνθήκη ονείρου, το πραγματικό μεταμορφώνεται, μετακινείται προς το φαντασιακό. Με αδρές πινελιές οι συντελεστές μας μεταφέρουν στη μελαγχολία ενός παρελθόντος που δεν γνωρίσαμε ή ενός μέλλοντος που δεν έχουμε ζήσει ακόμη, μας ταξιδεύουν στη χώρα των διαψευσμένων ελπίδων.
Kάπου, κάποτε, σε μια Ελλάδα. Ενεργοποιώντας με γόνιμη φαντασία τη λαϊκή παράδοση, που τόσο έντονα διατρέχει την ιστορία του Γιάννη Καμπύση, οι C. for Circus φέτος «ενηλικιώθηκαν» με μια ελάχιστα ειπωμένη ιστορία αποχωρισμού.
Η δουλειά τους αυτή, περισσότερο και από τις προηγούμενες, αποπνέει υψηλή αισθητική και κομψότητα. Έχει θαυμαστές ποιότητες και ιδιαίτερη σύνθεση. Εκφράζει την ευαισθησία και την οξυδέρκεια της ομάδας καθώς και την ευελιξία της δημιουργικότητάς τους. Φανερώνει χαρισματικές ιδιοσυγκρασίες και ταλέντα που βαδίζουν προς την ωριμότητα.
Η παράσταση ρέει αρμονικά, αιχμαλωτίζει τον θεατή και προσφέρει απολαυστικές εκπλήξεις. Πρόκειται για μια ζεστή αναπαράσταση της ζωής στην ελληνική επαρχία, η οποία ζωντανεύει με μοντέρνο τρόπο έναν κόσμο που έσβησε, το ελληνικό χωριό του τέλους του 19ου αιώνα, τα απάτητα βουνά, τα πυκνά τους δασοτόπια, τη στερημένη καθημερινότητα του λαού, τα ήθη και τα έθιμά του. Ακόμα, ψυχογραφεί επιτυχημένα τους ήρωες, τους οποίους περιβάλλει με τρυφερή ματιά.
Υπάρχει μια αίσθηση κύμανσης της ψυχής, συχνότητα και τόνος που μοιάζουν να διέφυγαν από το χρόνο και να επιστρέφουν τώρα, στον 21ο αιώνα, για να γίνουν ένα θεατρικό δρώμενο αυθύπαρκτο, με κοφτές αφηγήσεις, με θραύσματα θραυσμάτων. Με αντανακλάσεις, σιωπές κι εκρήξεις, πυκνωμένες μνήμες και αναζητήσεις, που υλοποιούνται πάνω σε λίγα μέτρα σανίδι.

 

Οι συντελεστές

 

Οι Παναγιώτης Γαβρέλας, Χρύσα Κοτταράκου, Αθανασία Κουρκάκη, Ειρήνη Μακρή, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Νατάσα Ρουστάνη, Σπύρος Χατζηαγγελάκης δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και πραγματικά δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια από πάνω τους.

Ο σκηνοθέτης Παύλος Παυλίδης καθοδήγησε με έμπνευση και φαντασία την ταλαντούχα ομάδα. Η δραματουργία (Παύλος Παυλίδης, Αθηνά Σακαλή) είχε συμπύκνωση και ενάργεια. Στα κοστούμια οι Λίνα Σταυροπούλου – Τζίνα Ηλιοπούλου, στους φωτισμούς η Ιωάννα Ζέρβα και στη μουσική διδασκαλία η Βαλέρια Δημητριάδου λειτούργησαν θαυμάσια και πρόσφεραν στο κοινό εντυπωσιακά ακούσματα και πανέμορφες εικόνες.

Όλοι -μα όλοι- οι συντελεστές, μηδενός εξαιρουμένου, λειτούργησαν με κέφι και αγάπη για το έργο τους.

Αυτή η αγάπη αποδεικνύει ότι η τέχνη πάντα βρίσκει τρόπο να προχωρά, με όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια. Η τέχνη έχει δύναμη, καμιά φορά μάλιστα αδυσώπητη δύναμη. Όπως το νερό, όταν θέλει να περάσει, τρυπάει ακόμα και το μέταλλο, και την πέτρα. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν να ζήσουμε και να πράξουμε αν δεν πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν καλύτεροι.

Μια παράδοξη ιστορία, ένα παράξενο παραμύθι, μια μεθυστική παράσταση που θα κρατήσει πολλές νύχτες ξάγρυπνο ένα μυστικό παιδί, εκείνο που κρύβεται μέσα στον καθένα μας…

***

Ταυτότητα παράστασης

Θίασος: C. for Circus
Συγγραφέας: Γιάννης Καμπύσης
Σκηνοθεσία: Παύλος Παυλίδης
Δραματουργία: Παύλος Παυλίδης, Αθηνά Σακαλή
Κατασκευή σκηνικού: Σπύρος Δουκέρης
Κοστούμια: Λίνα Σταυροπούλου, Τζίνα Ηλιοπούλου
Σχεδιασμός φωτισμών: Ιωάννα Ζέρβα
Μουσική διδασκαλία: Βαλέρια Δημητριάδου
Πιάνο, νταούλι, ηλεκτρική κιθάρα, τρομπόνι, μελόντικα: C. for Circus
Βοηθός σκηνοθέτη: Αθηνά Σακαλή
Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης, Νίκος Πανταζάρας
Βίντεο: Μαρία-Ελισάβετ Κοτίνη

*

Παίζουν: Παναγιώτης Γαβρέλας, Χρύσα Κοτταράκου, Αθανασία Κουρκάκη, Ειρήνη Μακρή, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Νατάσα Ρουστάνη, Σπύρος Χατζηαγγελάκης

*

Πληροφορίες

Μέρες και ώρα παραστάσεων: Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00
Τιμές εισιτηρίων: 12 ευρώ, 8 ευρώ μειωμένο
Διάρκεια: 70 λεπτά
Κρατήσεις θέσεων: 210-342.51.70 και στο 6948-29.80.63

***

C. for Circus
URL: http://www.cforcircus.gr
Facebook: cforcircus

Tempus Verum І Εν Αθήναις
Ιάκχου 19, Γκάζι
Τ: 210 3425170, 6948298063
E: [email protected]
F: tempusverum

* Το θέατρο είναι προσβάσιμο σε ΑμεΑ.

Προπώληση: ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΣΑΣ ΕΔΩ ΜΕ ΕΝΑ ΚΛΙΚ

viva.gr, 11876, Seven Spots, Reload Stores, Media Markt, Βιβλιοπωλεία Ευριπίδης,
Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, Αθηνόραμα, Viva Kiosk

Επικοινωνία: Ελεάννα Γεωργίου

***

Γιάννης Καμπύσης, Το δαχτυλίδι της μάνας, τυπογραφείο της «Εστίας» των Κ. Μάισνερ και Ν. Καργαδούρης, Αθήνα 1898.

«Το δαχτυλίδι της μάνας» είναι τίτλος ελληνικής όπερας του Μανώλη Καλομοίρη, η οποία συντέθηκε το 1917 και υπέστη νέα επεξεργασία το 1939.

Ο συνθέτης την ονομάζει «μουσικόδραμα σε τρία μέρη» και είναι εμπνευσμένη από το ομώνυμο δράμα του Γιάννη Καμπύση, το οποίο γράφτηκε το 1898 και, με τη σειρά του, είναι εμπνευσμένο από τη ζωή του Κώστα Κρυστάλλη. Το λιμπρέτο έγραψε ο ποιητής Γιώργος Στεφόπουλος, που υπογράφει ως «Άγνης Ορφικός». Η μουσική του έργου εκδόθηκε το 1937 από τον εκδοτικό οίκο Γαϊτάνου και συνοδεύεται από εισαγωγικό σημείωμα του συνθέτη σχετικά με την ιστορία της δημιουργίας και την υπόθεση του έργου, η οποία παρατίθεται όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην ιταλική, γαλλική και γερμανική γλώσσα.

Από την όπερα αυτή προέρχεται και η ομώνυμη σουίτα του συνθέτη για ορχήστρα, επίσης σε τρία μέρη: Πρελούδιο – Η είσοδος της Κυράς – Ξημέρωμα των Χριστουγέννων.

«Το δαχτυλίδι της μάνας», γραμμένο σε ντοπιολαλιά, έχει χαρακτηριστεί επίσης ως μουσικό δράμα αλλά και ως χριστουγεννιάτικο ονειρόδραμα. Το 1968, το έργο εκφωνήθηκε στο «Θέατρο της Τετάρτης» στην Ε.Ρ.Α. Τον Δεκέμβριο του 2004, το «Το δαχτυλίδι της μάνας» παρουσιάστηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή σε λιμπρέτο Γιώργου Στεφόπουλου (ο οποίος υπέγραφε ως Άγνης Ορφικός) και σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου.

***

Θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, πεζογράφος και κριτικός, ο Γιάννης Καμπύσης γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου του 1872, στην Κορώνη. Γιος του αγιογράφου Αναστάσιου Καμβύση και της Καλλιόπης Τριγγέτα. Ολοκλήρωσε το γυμνάσιο στην Καλαμάτα (1884-8) όπου του δόθηκε η ευκαιρία να λάβει μέρος σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις μέσω του Ιωάννη Χ. Αποστολάκη. Την περίοδο 1888-1894 σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όμως δεν άσκησε τη δικηγορία και το 1896 διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών, από το οποίο παραιτήθηκε δύο χρόνια αργότερα. Από τον Οκτώβριο του 1898 ως τον Ιούλιο του 1899 έζησε στη Γερμανία, όπου παρακολούθησε στενά τα πιο σύγχρονα ρεύματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, τον Νατουραλισμό και τον Συμβολισμό, των οποίων υπήρξε τελικά εκπρόσωπος στην Ελλάδα.

Συνοπτικά η συγγραφική προσφορά του Καμπύση χωρίζεται σε τρία στάδια. Στο πρώτο (1894-1896) ο Καμπύσης κάνει την εμφάνισή του στα γράμματα με την πεζογραφία. Το δεύτερο στάδιο της συγγραφικής του εξέλιξης είναι το θεατρικό και αναπτύσσεται μέσα στην τριετία 1896-1899 και το τρίτο (1898-1900) καλύπτει το ταξίδι του στην Γερμανία, το κριτικό του έργο, τα ονειροδράματα και διάφορες μεταφράσεις. Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα έγινε το 1895, με τη δημοσίευση του διηγήματος «Παουλίνα – Παουλίνα» στην τοπική εφημερίδα Καλαματιανή. Ακολούθησαν (έως και το 1898) διάφορα πεζογραφήματα, άρθρα και μελέτες, καθώς και κοινωνικά και ψυχολογικά δράματα. Το όψιμο έργο του (1899-1901), μετά την παραμονή του στη Γερμανία, περιλαμβάνει τα Γράμματα από τη Γερμανία, μεταφράσεις (μεταξύ άλλων του Nietzsche, Strindberg, Maeterlinck), κριτικές, ονειροδράματα και παραμυθοδράματα. Η κριτική του δραστηριότητα ήταν μεγάλη. Συνεργάστηκε με διάφορα έντυπα της εποχής του όπως είναι η Νέα Εστία, Το Περιοδικόν μας, Η Τέχνη (της οποίας υπήρξε συνιδρυτής με τον Κώστα Χατζόπουλο και τον Ιωάννη Γρυπάρη), Φιλολογική Ηχώ και υπήρξε συνεκδότης με τον Δημήτρη Χατζόπουλο, του περιοδικού Ο Διόνυσος. Υπέγραφε ως Γιάννης και Γιάννης Κ.

Από το 1896 μέχρι το 1898 στράφηκε στο θέατρο, που υπήρξε η μεγάλη αγάπη του. Το έργα του, εμπνευσμένα από την νεοελληνική αστική ζωή και γραμμένα στη «ψυχαρική» γλώσσα, δημιούργησαν αντιδράσεις. Το θεατρικό του έργο δείχνει ισχυρές επιδράσεις του Ibsen, ακόμα περισσότερο όμως του Hauptmann. Οι σχετικοί πειραματισμοί του άρχισαν ήδη από το 1895 με την συγγραφή ενός μονόπρακτου δράματος, Στη γιορτή του, που πρωτοδημοσιεύτηκε από τον Δημήτριο Ταγκόπουλο το 1917. Το 1896 εκδίδει σε έναν τόμο δύο θεατρικά του έργα, Το μυστικό του γάμου και τη Φάρσα της ζωής. Έγραψε επίσης έργα κοινωνικής κριτικής: Μις Άννα Κούξλευ, Οι Κούρδοι, Λεκαπηνοί, τα παραμυθοδράματα Αρήγιαννος, Ανατολή, τα ονειροδράματα Το δαχτυλίδι της μάνας, Στα σύγνεφα. Το μόνο έργο που παρουσιάστηκε την εποχή εκείνη στη σκηνή είναι Οι Κούρδοι το 1903, από τη Νέα Σκηνή του Χρηστομάνου. Με το έργο αυτό ο συγγραφέας για πρώτη φορά βλέπει τη σύγχρονη εγχώρια ζωή, μέσα από τα μάτια των λαϊκών στρωμάτων και όχι των αστών. Το Δαχτυλίδι της μάνας και το μονόπρακτο Ανατολή μελοποιήθηκαν από τον Μ. Καλομοίρη. Το Δαχτυλίδι της Μάνας είναι εμπνευσμένο από τη ζωή και το τραγικό τέλος του σύγχρονού του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη και δείχνει την στροφή που κάνει ο Καμπύσης προς την εθνική λαϊκή παράδοση. Μετέφρασε έργα όπως η Δεσποινίς Τζούλια του Στρίντμπεργκ και ο Κατακτητής του Κνουτ Χάμσουν. Ο Καμπύσης ασπάστηκε την ηθογραφική τάση του Νικόλαου Πολίτη και έτσι από το έργο του δεν έλειψαν οι αναφορές σε θέματα αντλημένα από τη λαϊκή παράδοση, τα οποία εμπλούτισε με στοιχεία κοινωνικής κριτικής.

Τα Άπαντα του Καμπύση εξέδωσε το 1972 ο Γ. Βαλέτας, ενώ βιβλιογραφία του έχει δημοσιεύσει ο Γ. Κατσίμπαλης (1960). Κυκλοφορούν επίσης συγκεντρωτικές εκδόσεις των διηγημάτων του, καθώς και επιμέρους μεταφράσεις τους σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Πέθανε στη Αθήνα από φυματίωση στα είκοσι εννιά του χρόνια.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -