Η λέξη θέατρο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σήμαινε αρχικά σύνολο θεατών. Μετά πήρε τη σημασία του τόπου όπου γίνεται το θέαμα και της ίδιας της παράστασης.
***
Οι γνώσεις μας για το αρχαίο θέατρο στηρίζονται σε τρεις πηγές:
1. Αρχαιολογικά ευρήματα από ανασκαφές στα αρχαία θέατρα και παραστάσεις από αγγειογραφίες,
2. Μεταγενέστερη παράδοση όπως πραμάτειες για θεάματα θεάτρου και αναφορές ρητόρων και ιστορικών και
3. Σωζόμενα δραματικά κείμενα.
Τα πρώτα ελληνικά θέατρα συνοδεύονται με τη λατρεία του Διονύσου. Ο ανοιχτός κυκλικός χώρος που λατρευόταν ο θεός με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη του διθυράμβου σε δράμα μετασχηματίστηκε βαθμιαία στη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική μορφή του αρχαίου θεάτρου.
Τρία ήταν τα βασικά μέρη του αρχαίου θεάτρου:
· Το κυρίως θέατρον ή κοίλον, το μέρος που προοριζόταν για τους θεατές.
· Η ορχήστρα , ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος όπου vρχείτο, ο χορός.
· Η σκηνή, ο χώρος των υποκριτών.
Το κοίλον: Το κυρίως θέατρο περιλαμβάνει τα εδώλια (καθίσματα) των θεατών τα οποία περιβάλλουν ημικυκλικά την ορχήστρα. Είναι κτισμένα αμφιθεατρικά και ακολουθούν την πλαγιά του λόφου, στον οποίο συνήθως κατασκευαζόταν το θέατρο. Ένα ή δύο διαζώματα (πλατείς οριζόντιοι διάδρομοι) χώριζαν το κοίλον σε δύο ή τρεις ζώνες, για να διευκολύνουν την κυκλοφορία των θεατών. Τις σειρές των εδωλίων διέκοπταν κάθετα προς την ορχήστρα, κλίμακες από τις οποίες οι θεατές ανέβαιναν στις ψηλότερες θέσεις. Τα τμήματα των εδωλίων ανάμεσα στις κλίμακες ονομάζονταν κερκίδες. Η χωρητικότητα των αρχαίων θεάτρων ήταν πολύ μεγάλη. Το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα χωρούσε 17.000 θεατές, της Εφέσου 16.000, της Επιδαύρου 14.000.
Η ορχήστρα: Ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος ανάμεσα στο κοίλο και τη σκηνή αποτελούσε την ορχήστρα. Όπως φαίνεται από τα θέατρα που έχουν διασωθεί, η ορχήστρα βρισκόταν λίγο χαμηλότερα από τη σκηνή. Σε ορισμένα θεατρικά έργα φαίνεται ότι ο χορός αναμειγνυόταν με τους υποκριτές, ιδιαίτερα στις κωμωδίες και το πιθανότερο είναι ότι οι υποκριτές και χορευτές αρχικά κινούνταν στο ίδιο επίπεδο. Αργότερα οι υποκριτές χωρίστηκαν από τον χορό και έπαιζαν σε υπερυψωμένο δάπεδο. Η είσοδος του χορού στην ορχήστρα γινόταν από δύο πλευρικές διόδους, τις παρόδους. Στο κέντρο της ορχήστρας βρισκόταν ο βωμός του Διονύσου, η θυμέλη. Πίσω από την θυμέλη έπαιρναν θέση ο αυλητής και ο υποβολέας.
Η σκηνή: Η σκηνή, το τρίτο αρχιτεκτονικό μέλος του θεάτρου, εκτεινόταν πίσω από την ορχήστρα. Ήταν η σκηνή ένα απλό επίμηκες οικοδόμημα που παρέμεινε ξύλινο μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Προοριζόταν, στην αρχή τουλάχιστον, για να φυλάγουν οι υποκριτές τα σκεύη και τα υλικά τους. Κατά μήκος του τοίχου της σκηνής, προς το μέρος των θεατών, κατασκευάστηκε ένα ξύλινο και αργότερα πέτρινο ή μαρμάρινο υπερυψωμένο δάπεδο, πάνω στο οποίο έπαιζαν οι ηθοποιοί. Ο χώρος αυτός ονομάστηκε λογείο και δεν υπήρχε κατά τους κλασικούς χρόνους.
Ο τοίχος της σκηνής πίσω από το λογείο παρίστανε ό,τι απαιτούσε το διδασκόμενο έργο. Συνήθως απεικόνιζε πρόσοψη ναού ή ανακτόρου με δύο ορόφους. Είχε μία ή τρεις θύρες, από τις οποίες έβγαιναν στην ορχήστρα τα πρόσωπα του δράματος που βρίσκονταν στα ανάκτορα. Τα πρόσωπα που έρχονταν απ’ έξω και όχι από τα ανάκτορα, έμπαιναν από δύο παρόδους.
Στην Αθήνα και στο θέατρο του Διονύσου επικράτησε η εξής συνήθεια: η ερχόμενη από την πόλη ή το λιμάνι έμπαιναν στη σκηνή από τη δεξιά, σε σχέση με το θεατή, πάροδο, ενώ όσοι έφταναν από τους αγρούς από την αριστερή. Η σύμβαση αυτή ίσως συνδέεται με τα τοπογραφικά δεδομένα της Αθήνας.
Γενικά ο χώρος του αρχαίου θεάτρου συνδέεται άμεσα με τη θεατρική πράξη, πράγμα που σημαίνει ότι το δράμα μόνο στο συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό χώρο μπορούσε να λειτουργήσει θεατρικά.
Είναι γνωστό ότι με τον θεατρικό χώρο συνδέεται και η σκηνογραφία, όπως και η χρησιμοποίηση μέσων και μεθόδων που εξασφαλίζουν την επιτυχία της θεατρικής σύμβασης.
***
Η λέξη θέατρο, λοιπόν, προέρχεται από το αρχαίο ρήμα θέωμαι που σημαίνει παρατηρώ. Παρατηρώ και όχι βλέπω. Γιατί παρατηρώ σημαίνει νιώθω, συμπάσχω, καταλαβαίνω αυτό που είναι κρυμμένο στις ψυχές των χαρακτήρων. Γίνομαι ένα και αποκόβομαι για να αποκτήσω δικιά μου άποψη. Στο θέατρο υπάρχουν πολλές οπτικές γωνίες. Δεν υπάρχει σωστό, δεν υπάρχει λάθος.
Το θέατρο είναι ο κλάδος της τέχνης που αναφέρεται στην απόδοση ιστοριών μπροστά σε κοινό, με τη χρήση κυρίως του λόγου, αλλά και της μουσικής και του χορού. Πρόκειται για την παραγωγή ζωντανών απεικονίσεων πραγματικών ή φανταστικών συμβάντων με σκοπό την τέρψη και την επιμόρφωση των θεατών. Το θέατρο μπορεί να έχει διάφορες μορφές, όπως είναι ο μονόλογος, η όπερα, το μπαλέτο, η παντομίμα κ.ά. Δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην Αρχαία Αθήνα, σαν μια εξέλιξη του διθυράμβου. Οι πρώτες μορφές του θεάτρου σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής αρχαιότητας ήταν η τραγωδία, η κωμωδία και το σατυρικό δράμα. Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο πρωταγωνιστούσαν μονάχα άντρες και ακόμη και σε γυναικείους ρόλους ντύνονταν οι ίδιοι γυναίκες. Έπειτα ο χώρος του θεάτρου μέσα από το πέρασμα των χρόνων εξελίχθηκε και τώρα στις σκηνές του θεάτρου πρωταγωνιστούν τόσο γυναίκες όσο και παιδιά.
Το 1962, από το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου, καθιερώθηκε η 27η Μαρτίου ως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου.
Λεξικό
θέατρο το [θéatro] Ο40: 1. δραματική τέχνη που, ακολουθώντας ορισμένες συμβάσεις, αναπαριστάνει μπροστά σε κοινό μια σειρά γεγονότων με τη χρησιμοποίηση ανθρώπων (ηθοποιών) που μιλούν και δρουν: Ρεαλιστικό / νατουραλιστικό ~. Δραματικό / μουσικό / ελαφρό ~. ~ του παραλόγου*. ~ πρόζας. H ακμή του θεάτρου στην αρχαία Ελλάδα. Tο ~ είναι έργο συλλογικό: θεατρικό έργο, σκηνοθεσία, ηθοποιία. Σπουδάζω / κάνω ~. Kοστούμια / σκηνικά θεάτρου. Hθοποιός θεάτρου. H μαγεία του θεάτρου. || ~ σκιών / μαριονετών, για παραστάσεις που δίνονται σε μικρή σκηνή και όπου αντί ηθοποιών χρησιμοποιούνται φιγούρες (καρα γκιόζης) ή κούκλες (μαριονέτες). 2α. παράσταση σε θέατρο, θεατρική παράσταση: Έβγαλες εισιτήρια για το ~; Mυθιστόρημα διασκευασμένο για το ~. Kριτική / κριτικός θεάτρου. Tα θέατρα λειτουργούν τις Kυριακές και αργούν τις Δευτέρες. ΦΡ γίνομαι ~, εκτίθεμαι, γελοιοποιούμαι δημοσίως· ΣYN ΦΡ γίνομαι θέαμα. παίζω ~, προσποιούμαι, υποκρίνομαι. β. λογοτεχνικό είδος, σύνολο κειμένων, έργων, συνήθ. διαλογικής μορφής, που προορίζονται για παράσταση σε θέατρο: Ο Σικελιανός εκτός από ποίηση έγραψε και ~. γ. σύνολο θεατρικών έργων με κοινή καταγωγή, κοινά χαρακτηριστικά: Tο ~ του Aισχύλου / του Mολιέρου / του Mπρεχτ. Iσπανικό / ιαπωνικό ~. 3α. κτίριο, αίθουσα ή κατασκευή που προορίζεται για θεατρικές παραστάσεις: Σάλα / πλατεία / σκηνή / αυλαία / παρασκήνια / καμαρίνια / ταμείο / κυλικείο θεάτρου. Tο σπίτι μου είναι απέναντι από το ~. || Aρχαίο ελληνικό ~, κατασκευή αμφιθεατρικής μορφής: Tο ~ της Επιδαύρου / των Δελφών. Ξύλινο / πέτρινο ~. Προσκήνιο / σκηνή / ορχήστρα / κοίλο θεάτρου. β. θεατρικός οργανισμός, θεατρι κή επιχείρηση: Tο ρεπερτόριο ενός θεάτρου. Ελεύθερο / Kρατικό ~. Εργάζεται ως ηθοποιός / σκηνοθέτης / τεχνικός / ταξιθέτης στο ~. || (ως τίτλος): Εθνικό / Λαϊκό ~. Tο ~ Tέχνης του Kουν. 4. το σύνολο των θεατών που παρακολουθούν μια θεατρική παράσταση: Tο ~ όρθιο χειροκροτούσε τους ηθοποιούς. 5. (μτφ.) ο τόπος στον οποίο συμβαίνει ένα (σημα ντικό) γεγονός: Tο ~ του πολέμου / των πολεμικών επιχειρήσεων. Tα Bαλκάνια υπήρξαν ~ αιματηρών πολεμικών συγκρούσεων. θεατράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 3.
[λόγ. < αρχ. θέατρον]
θεατρολογία η [θeatrolojía] Ο25: επιστήμη που μελετάει το θέατρο: Kαθηγητής Θεατρολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου.
[λόγ. θεατρολόγ(ος) -ία]
θεατρολόγος ο [θeatrolóγos] Ο18 θηλ. θεατρολόγος [θeatrolóγos] Ο35: ειδικός που ασχολείται με το θέατρο.
[λόγ. θέατρ(ον) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
θεατρόφιλος -η -ο [θeatrófilos] Ε5: (για πρόσ.) που αγαπάει το θέατρο και πηγαίνει συχνά σε θεατρικές παραστάσεις: Tο θεατρόφιλο κοινό. || (ως ουσ.) ο θεατρόφιλος: H ματαίωση των παραστάσεων απογοήτευσε τους θεατρόφιλους.
[λόγ. < αγγλ. theatrophil < theatro- < αρχ. θέατρο(ν) + -phil = -φιλος]
- Αρχική φωτογραφία: Θέατρο Διονύσου