Του Παναγιώτη Μήλα
Θαρύπου 44, η μονοκατοικία της δεκαετίας του ’50 υπάρχει ακόμη και σήμερα. Όμως με άλλους ενοίκους. Τότε τρέχαμε (δήθεν) για να παίξουμε μπάλα και με τη κρυφή ελπίδα να δούμε τη μελαχρινή, γαλανομάτα – με τις δυο κοτσιδούλες της – την ώρα που θα έβγαινε για να πάει στα “Αγγλικά, της Λύκου”. Περιμέναμε όλοι μήπως και μας μιλήσει. Ήταν το όνειρό μας, που παρέμεινε όμως ανεκπλήρωτο…
Κάθε φορά που περνούσα από εκεί όλα περνούσαν από το μυαλό μου σαν κινηματογραφική ταινία.
Ήταν η συνοικία των ονείρων μας. Τα χρόνια περάσανε και 50 μέτρα πιο κάτω, στη γωνία Θαρύπου και Αντισθένους, στον Νέο Κόσμο, μια αποθήκη του γειτονικού εργοστασίου μπίρας μεταμορφώθηκε σε …εργοστάσιο παραγωγής ονείρων. Γεννήθηκε έτσι ένας νέος πολιτιστικός χώρος. Ένας άνθρωπος με πάθος και έμπνευση τόλμησε και δημιούργησε ένα θέατρο σε μια περιοχή με συνεργεία αυτοκινήτων.
Μόνον κάποιος με όραμα, θα μπορούσε να προχωρήσει σε αυτό το παράτολμο εγχείρημα.
Μόνον κάποιος που γεννάει ιδέες, θα άλλαζε μέσα σε μια νύχτα την εικόνα αυτής της παλιάς γειτονιάς.
Μόνον κάποιος που βλέπει το αύριο, θα είχε το σθένος να κάνει το επόμενο βήμα.
Μόνον ένας ρομαντικός ιδεολόγος μπορούσε να ξαναφέρει το χαμένο άρωμα της δημιουργίας δύο δρόμους δίπλα στο ρημαγμένο και ξεχασμένο εργοστάσιο.
Και πράγματι, εκεί που τα καθημερινά σχέδιά μας είχαν μείνει τότε ανεκπλήρωτα, ήρθε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, έχτισε και έστησε το Θέατρο του Νέου Κόσμου και στέγασε όλα μας τα θέλω, όλα μας τα όνειρα. Μας γνώρισε νέα πρόσωπα. Δημιούργησε νέους ήρωες. Μας διηγήθηκε παλιές και νέες ιστορίες. Μας ταρακούνησε έτσι ακριβώς όπως είχε κάνει παλιότερα ο Κάρολος Κουν.
Για τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο είχα μάθει τα καλύτερα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, από την Αγνή Τ. Μουζενίδη (επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών), όταν συνεργαστήκαμε στην εφημερίδα «Έθνος», παράλληλα τότε και με τη Δηώ Καγγελάρη (θεατρολόγο, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης). Τα περισσότερα η Αγνή μου τα είχε πει ένα καλοκαίρι όταν πίναμε τον καφέ μας μαζί με τη μητέρα της, την κυρία Μόσχα, στο σπίτι τους στο Γιαλάσι της Παλαιάς Επιδαύρου. Μου έλεγε τότε πως αν υπάρχει κάποιος που «ξέρει να κάνει τα όνειρά μας πραγματικότητα» και να «υλοποιεί σε χρόνο μηδέν όλα όσα σχεδιάζει», αυτός είναι ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Τότε δεν τον ήξερα. Συγκράτησα μόνο το ονοματεπώνυμο.
Τον θυμήθηκα το 1997 όταν άνοιξε το Θέατρο του Νέου Κόσμου, ενώ την άνοιξη του 2016 θυμήθηκα και όλα όσα μου είχε πει η Αγνή Μουζενίδου, όταν ο Θεοδωρόπουλος – κυριολεκτικά σε χρόνο μηδέν – έσωσε το περσινό Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου.
Όμως ο έπαινος δεν αξίζει στον Θεοδωρόπουλο μόνον για όσα έκανε το 2016 αλλά για όσα σχεδίασε και υλοποίησε το 2017, που δεν είναι λίγα. Με μια δόση υπερβολής θα έλεγα πως το Φεστιβάλ ξαναγεννήθηκε με την υπογραφή του.
– Είδατε την παράσταση «Κώστας Νούρος», με τον Τσιμάρα Τζανάτο;
* Όχι, δυστυχώς. Που να τα προλάβω όλα! Είμαι με μια μηχανή και τρέχω…
– Χάσατε!
* Άρα ήταν μια καλή επιλογή.
– Που θα έπρεπε με κάθε τρόπο να επαναληφθεί.
* Εδώ θέλει κάποιο πάτημα κουμπιού ή είναι πατημένο ήδη; Γράφει το μαγνητόφωνο;
– Είναι πατημένο και γράφει.
* Ωραία. Και αυτό γράφει;
– Και το δεύτερο μαγνητόφωνο γράφει. (Ωχ! Ξεχάστηκα και η συνέντευξη – μονόλογος έχει ήδη αρχίσει)…
***
Βρισκόμαστε στο νεοκλασικό που στεγάζει τη διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου κοντά στη Μητροπόλεως, στην αρχή της Πλάκας.
Μια ζεστή μέρα, σε ένα δροσερό γραφείο. Απέναντί μου ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ, ο κ. Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Σκοπός μου να τον προκαλέσω να ΣΥΝταξιδέψει μαζί μου για χάρη των αναγνωστών του catisart.gr.
***
ΣΥΝΔΕΩ
* Θέατρο βλέπω από παιδί γιατί ο πατέρας μου είχε μαγαζί στην Ιπποκράτους, δίπλα στο «Ακροπόλ». Έβλεπα επιθεωρήσεις από πολύ μικρός, από τα πέντε μου. Και έβλεπα μέχρι την εφηβεία μου πολλή επιθεώρηση. Με έχει επηρεάσει αυτή η εποχή, γιατί τότε δεν μπορούσα να το καταλάβω). Οπότε το «Συνδέω» το κατάλαβα μεγαλώνοντας, αφού ήμουνα ηθοποιός, από τον τρόπο που παίζανε οι ηθοποιοί. Κάτι που μου είναι χρήσιμο και για τη σκηνοθεσία· ότι ο ηθοποιός παίζει, δηλαδή παίζει ένα ρόλο, δεν είναι ποτέ ο ρόλος, δεν ταυτίζεται. Κι αυτό το έμαθα έτσι από μικρός και το εφαρμόζω κυρίως αυτά τα χρόνια που είμαι σκηνοθέτης.
«Παίζει» ο ηθοποιός, που σημαίνει ότι έχει τη διαύγεια, γιατί όταν εμπλέκεσαι ή νομίζεις ότι εμπλέκεσαι τόσο που είσαι ένα με το ρόλο, δεν έχεις την απόσταση τη μικρή που πρέπει να έχεις, να είναι το ένα πόδι μέσα στο ρόλο και το άλλο πόδι απέξω. Μου ήταν πολύτιμη αυτή η σύνδεση.
ΣΥΝΑΝΤΩ
* Είναι περίεργο, αλλά στην εφηβεία μου που συνέχισα να βλέπω θέατρο, άρχισα βέβαια ταυτόχρονα να συνειδητοποιώ τι μου αρέσει και τι δεν μου αρέσει. Το περίεργο είναι ότι αυτό έγινε μέσω της Αστυνομίας! Ο πατέρας μου (που δεν ζει) ήταν αριστερός. Τα βράδια με δυο-τρεις φίλους του κάθονταν στο μαγαζί και λίγο δούλευε (ήταν αυτό που λέγανε παλιά εμποροράφτης), οπότε την ώρα που έκοβε υφάσματα, του άρεσε να δουλεύει νύχτα, και είχε μια παρέα, μεταξύ αυτών και έναν αστυνομικό. Δεξιός αστυνομικός, φυσικά. Και ήταν τότε αυτός διοικητής στο κέντρο της Αθήνας, στη Λέκκα, που υπήρχε και υπάρχει αστυνομικό τμήμα. Πήγαινα λοιπόν εγώ ο δεκαεξάρης και μου έδινε προσκλήσεις για παραστάσεις σε θέατρα απ’ την Ομόνοια μέχρι το Σύνταγμα. Έξω απ’ αυτόν τον άξονα ήταν πολύ λίγα θέατρα, όπως ο Θανάσης Παπαγεωργίου στου Ζωγράφου με τη «Στοά», ο Γιώργος Μιχαηλίδης με το «Ανοιχτό Θέατρο» στη Νέα Ιωνία και μετά στου Γκύζη. Έτσι μετά την επιθεώρηση, που έβλεπα μέχρι τα δεκάξι μου έντονα, έπειτα έβλεπα τα πάντα, από μπουλβάρ μέχρι Κάρολο Κουν.
Στη διαδρομή αυτή της εφηβείας ξεκαθάρισα, λόγω της συνάντησής μου με τον αστυνόμο που μου έδινε προσκλήσεις, το τι θέατρο μ’ αρέσει τελικά. Και τα δύο θέατρα, που την εποχή της χούντας, ήταν πιο σημαντικά για μένα – ή μάλλον αυτά που μου ταιριάζανε – ήταν το Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν και το Προσκήνιο του Αλέξη Σολωμού.
Μετά μπήκα στη Δραματική Σχολή. Εκεί είχα άλλη μια συνάντηση. Αυτή τη φορά με έναν φωτισμένο δάσκαλο, τον Άγγελο Τερζάκη, ο οποίος πέρα από συγγραφέας, ήταν διευθυντής δραματολογίου και είχε αποφασίσει στο τέλος της καριέρας του, στο Εθνικό Θέατρο – να κάνει το μεράκι του, δηλαδή να διδάξει υποκριτική. Ήτανε ο πιο σημαντικός δάσκαλος που είχα. Ιδιαίτερος ο τρόπος που προσέγγιζε -στα μισά του 20ου αιώνα- τον Τσέχωφ, τον Ίψεν, τον Στρίντμπεργκ. Αλλά και μοναδικός ο τρόπος, που σου έδινε χώρο για να σκεφτείς και να δράσεις πάνω στη σκηνή. Γιατί εκείνη την εποχή σου έδειχναν πώς να παίξεις. Ενώ ο Άγγελος Τερζάκης δεν το έκανε αυτό. Ήταν δίπλα σου. Δεν ήταν από πάνω σου. Αυτές ήταν οι επιρροές μου από τις νεανικές συναντήσεις μου.
ΣΥΝΘΕΤΩ
* Σπούδαζα στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, ταυτόχρονα όμως δεν ένιωθα πως είναι ό, τι καλύτερο. Αλλά και ούτε στις άλλες σχολές το έβλεπα γύρω μου. Είχα πάντα τη στενοχώρια ότι δεν σπούδασα αυτά που έπρεπε να σπουδάσω, γιατί στην Ελλάδα η θεατρική παιδεία ήταν και παραμένει χαμηλά. Μπορεί να υπάρχουν μεμονωμένοι δάσκαλοι, αλλά δεν θα έλεγες ότι αυτή η Σχολή, η τάδε, είναι υψηλού επιπέδου.
Πιο πολύτιμο μού ήτανε το πώς ανασύρω τις εμπειρίες μου, μαζί με την όποια γνώση. Εμπειρίες από πολύ παιδί. Γεννήθηκα δίπλα σ’ ένα γήπεδο. Το γήπεδο του Ηλυσιακού. Και επειδή ακριβώς ήμουνα δίπλα, οι πιο παιδικές μου φωτογραφίες είναι μπροστά στον μαντρότοιχο του γηπέδου αφού τότε έμπαινα κάθε μέρα στο γήπεδο. Από τον συχωρεμένο φύλακα του χώρου, τον Αχιλλέα, είχα το ελευθέρας από παιδί και έτσι μπορούσα να βλέπω όλους τους αγώνες. Αλλά όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν έβλεπα μπάλα. Συνήθως κυκλοφορούσα ανάμεσα στους θεατές, γιατί τότε ήταν όρθιοι σ’ αυτό το γήπεδο, δεν είχε κερκίδες. Ένα «Πι» μάλιστα ήτανε, δεν είχε χώρο για τους θεατές κι απ’ τις τέσσερις πλευρές. Το καλύτερο, που δεν ήταν να παρακολουθώ τον αγώνα και τις φάσεις αλλά, πέντε χρονών παιδί, ή εφτά, ή δέκα χρονών παιδί, ήταν να παρατηρώ τις αντιδράσεις παικτών και θεατών παράλληλα μελετώντας όλα όσα έλεγαν οι μεν και οι δε. Το ίδιο έκανα και στην αυλή μου, στην αυλή του σπιτιού μου. Στον ένα χώρο, στο γήπεδο, παρατηρούσα τους άντρες και στον άλλο, στην αυλή, τις γυναίκες. Οι περίφημες αυλές των θαυμάτων, που δεν ήταν τόσο θαυματουργές. Είχαν και τα καλά τους, είχαν και τα άσχημά τους. Όμως η πατίνα του χρόνου τα παρουσιάζει τώρα όλα ως ιδανικά και όμορφα. Ήτανε ωραίο που μπορούσανε οι άνθρωποι να συναντιούνται είτε στο γήπεδο, είτε στο καφενείο, είτε στην αυλή. Ταυτόχρονα στην αυλή τότε έπεφτε και πάρα πολύ κουτσομπολιό. Το οποίο δεν μου άρεσε. Ήτανε το μόνο που δεν μου άρεσε στα παιδικά μου χρόνια. Γενικά μ’ άρεσε να είμαι ανάμεσα στις γυναίκες τα απογεύματα που πίνανε τον καφέ τους ή στο γήπεδο ανάμεσα στους άντρες που βλέπανε μπάλα. Όμως ούτε η πολλή «αντρίλα» μού άρεσε, αλλά ούτε και η έφεση στο κουτσομπολιό. Αλλά όμως όλο αυτό ήτανε μια μεγάλη εμπειρία και γνώση, που τα ανασύρω όλα αυτά τα πράγματα δουλεύοντας σαν σκηνοθέτης ή σαν ηθοποιός παλιότερα. Ήταν σκηνές και εικόνες που επειδή μιλήσαμε για «σύνθεση» με βοηθούν σήμερα. Τα ανασύρω και με μια μνήμη επιλεκτική που έχω, μου έρχονται μπροστά μου και μου είναι πολύ καλά παραδείγματα. Μπορεί να μιλάς για μια γειτόνισσα σε ένα έργο του Σαίξπηρ ή για την Εκάβη… και πάει λέγοντας. Όλα αυτά που είδα και άκουσα, είναι ο καλύτερος δάσκαλός μου στις δημιουργικές συνθέσεις που κάνω σήμερα σε κάθε τομέα των δραστηριοτήτων μου.
ΣΥΣΤΗΝΟΜΑΙ
* Μέχρι να πιώ ένα ποτήρι νερό συστήνομαι…
-…ακριβώς. Θυμίζω εγώ στους αναγνώστες το βιογραφικό σας:
“Έχοντας καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Τελείωσε τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Εργάστηκε ως ηθοποιός μέχρι το 1992, οπότε στράφηκε κυρίως στη σκηνοθεσία.
Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, το Μέγαρο Μουσικής, με Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα και θιάσους του ελεύθερου θεάτρου σκηνοθετώντας κλασικά και σύγχρονα έργα, μεταξύ άλλων τους «Αχαρνής» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο. Το 2008, σκηνοθέτησε για το Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη.
Στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, που ιδρύθηκε με δική του πρωτοβουλία το 1997 (είχε προηγηθεί η Φιλονικία του Μαριβώ το 1995 στον Τεχνοχώρο υπό σκιάν), σκηνοθέτησε τα έργα «Κοινός Λόγος» της Έλ. Παπαδημητρίου, «Βρομιά» του Ρ. Σνάιντερ, «Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα» του Λόρκα, «Δύο Θεοί» του Λ. Χρηστίδη, «Εδουάρδος Β΄» του Μάρλοου (Ηρώδειο, Ελληνικό Φεστιβάλ 2000), «Παίζοντας με τη φωτιά» του Στρίντμπεργκ, «Τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ, «Τολμηρές πολαρόιντ» του Μ. Ρέιβενχιλ, «Ο γλάρος» του Τσέχωφ, «Ο υπολοχαγός του Ίνισμορ» του Μάρτιν ΜακΝτόνα, «Βόυτσεκ» του Μπύχνερ, «Οι σεξουαλικές νευρώσεις των γονιών μας» του Λ. Μπαίρφους, «Τα κοκκινομπλέ πατίνια» του Στ. Τσιώλη, «Οθέλλος» του Σαίξπηρ (Ηρώδειο, Ελληνικό Φεστιβάλ 2006), «Καθόλου καλά» της Ούρσουλα Ράνι Σάρμα, «Motortown» του Σάιμον Στήβενς, «Εχθροί εξ αίματος» του Αρκά, «Σφαγείο» του Ιλάν Χατσόρ, «Τρωάδες» του Ευριπίδη, «Ορφανά» του Ντέννις Κέλλυ, «Το δάνειο» του Τζόρντι Γκαλθεράν, «Λαμπεντούζα» του Άντερς Λουστγκάρτεν, «Σταματία, το γένος Αργυροπούλου» του Κώστα Σωτηρίου, «Παράσιτα» της Βίβιεν Φράντσμαν και τέλος το έργο «Τέσσερις αχτίδες συν μία ή Το μεγάλο μπλουμ του Μπρίλη» της Ρεγγίνας Καπετανάκη και του Βασίλη Ρίσβα το οποίο με την κινητή μονάδα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου δίνει παραστάσεις για παιδιά που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία.
Έχει διδάξει υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Το 2011 τιμήθηκε με το έπαθλο σκηνοθεσίας «Φώτος Πολίτης» από το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου – Θεατρικό Μουσείο”.
* Μια χαρά. Πήρα ανάσα. Μετά το μικρό διάλειμμα για ένα ποτήρι νερό συνεχίζω με την επόμενη ερώτησή σας και το ρήμα…
ΣΥΝΥΠΟΓΡΑΦΩ
* Να πω εδώ ότι μου αρέσει η σχέση με τους ανθρώπους στο θέατρο, ιδιαίτερα όταν αυτό μπορεί να είναι συλλογικό. Όλα αυτά τα χρόνια που είμαι στο χώρο, μου αρέσει η έννοια της ομάδας, αλλά ξέρω ότι είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο. Βάζουμε εύκολα την ταμπέλα της ομάδας ή το «συνυπογράφω», αλλά είναι ό, τι πιο δύσκολο. Γενικότερα στη ζωή είναι δύσκολο το πώς επικοινωνούμε με τους ανθρώπους. Θέλουμε να επικοινωνούμε ή νομίζουμε ότι επικοινωνούμε, αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο να το πετυχαίνουμε αυτό απόλυτα. Έτσι λοιπόν, αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτης αλλά και πολύ σύντομα, αφού έγινα σκηνοθέτης, προχώρησα άμεσα στην ίδρυση του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Αυτό με ενδιέφερε απ’ τα χρόνια της Σχολής. Είμαστε στον τελευταίο χρόνο της χούντας και ήθελα στη Δραματική Σχολή να ανεβάσουμε όλη η τάξη ως παρέα την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, αλλά σε σύγχρονη -λόγω χούντας- διασκευή. Δεν μας έφτανε του Μπρεχτ που ήταν πάρα πολύ ωραία, θέλαμε να κάνουμε εμείς κάποια καλύτερη. Το εγκαταλείψαμε βέβαια αν και η συλλογική λειτουργία και διαδικασία ήταν κάτι που με συγκινούσε από τότε.
Πράγματα μου αρέσανε στη διαδρομή, πράγματα δεν μου αρέσανε, πράγματα με πονούσανε ή πράγματα με κάνανε χαρούμενο. Και έτσι όταν έφτασε η στιγμή και ένιωσα έτοιμος ήθελα να κάνω προσωπικές δουλειές στην αρχή ως σκηνοθέτης και στη συνέχεια μέσα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Πάντα ήθελα να δουλεύω κάτω από συνθήκες που θα μου αρέσουν. Άρα μέσα σε ένα χώρο με κάποιους ανθρώπους, παρά έξω ως ελεύθερος σκοπευτής.
Πολύ συνειδητά λοιπόν – από τότε μέχρι σήμερα – με ενδιαφέρει να λειτουργούμε όσο μπορούμε πιο συλλογικά μέσα σε ένα καλό κλίμα. Αλλά χωρίς να το βαφτίζω ομάδα. Προτιμώ να κρατάω το ρόλο του σκηνοθέτη ή του «αρχηγού», γιατί έτσι νιώθω ότι δεν θα διαλυθεί αυτή η ομάδα.
ΣΥΝΙΣΤΩ
* Για τους νέους ηθοποιούς ειδικότερα, αλλά και γενικά για τους νέους θα ’λεγα να κάνει ο καθένας αυτό που θέλει. Έτσι κι αλλιώς η ζωή ποτέ δεν ξέρεις πού σε πάει, και οι ανάγκες της ζωής και ο βιοπορισμός. Το πιο σοβαρό όμως οι ανάγκες σου οι εσωτερικές. Να κάνουν λοιπόν αυτό που θέλουν οι άνθρωποι και στην πορεία, μέσα από πόνους και μέσα από δυσκολίες και μέσα από χαρές, ο καθένας βρίσκει το δρόμο του. Άρα δεν έχω να συμβουλεύσω κάτι. Ο καθένας βρίσκει το δρόμο μόνος του. Αυτό είναι το ιδανικό. Το να διαλέγεις αυτό που αγαπάς, όχι αυτό που σου υποδεικνύει ο μπαμπάς, η μαμά ή το περιβάλλον.
ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
* Αυτό το ρήμα με μεταφέρει κυρίως στην ομάδα του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου και έχει σχέση με το σήμερα. Μου δίνει την ευκαιρία να κάνω μια πρώτη εκτίμηση για τις φετινές μας δράσεις μιας και ήτανε η πρώτη επίσημη καθαρή χρονιά μου εδώ. Ναι, είμαι λίγο στο Φεστιβάλ. Είμαι μόνο δεκατέσσερις μήνες και ας μου φαίνονται αιώνες, γιατί έχει πάρα πολλή δουλειά. Δεν με κάνει να βογκάω, απλώς κάποιες στιγμές κουράζομαι. Και κάποιες στιγμές λέω “εγώ τι θέλω εδώ;”. Και μετά σκέφτομαι ότι έχει ενδιαφέρον αυτή η μεγάλη σκηνοθεσία, το πώς συνδέονται τα πράγματα μεταξύ τους, ποιος είναι ο χαρακτήρας του φεστιβάλ, τι καινούργια πράγματα μπορείς να κάνεις.
Ας πούμε το Λύκειο Επιδαύρου που φτιάχνουμε έχει να κάνει μ’ αυτό που σας έλεγα πριν για την έλλειψη παιδείας. Πάντα ξεκινάμε με κάποια σκέψη. Όχι ξαφνικά τώρα, να βρω μια ιδέα να πρωτοτυπήσω, αλλά τι σου βγαίνει φυσιολογικά από μέσα σου πρώτα απ’ τις δικές σου τις ανάγκες, απ’ αυτά που σ’ αρέσανε κι απ’ αυτά που δεν σου αρέσανε. Έτσι δημιουργήθηκε το Λύκειο Επιδαύρου. Και απ’ τις δικές μου τις ελλείψεις της παιδείας.
Από δική μου ανάγκη γίνεται κάτι που μ’ αρέσει πάρα πολύ. Όχι το αποτέλεσμα, η διαδικασία και πώς θα εξελιχθεί.
Το αποτέλεσμα, ευτυχώς, αρέσει απ’ αυτά που έχουν γίνει μέχρι τώρα.
Το «Άνοιγμα στην πόλη». Πάντα μ’ άρεσε ποια είναι η σχέση της τέχνης με την κοινωνία. Πώς είσαι κοντά στην κοινωνία, πώς την αφουγκράζεσαι κάνοντας εσύ έργο, αλλά και πώς εμπλέκεις τον κόσμο. Δεν μου αρκούν τα ωραία τείχη μας, είτε λέγεται Πειραιώς είτε λέγεται Ηρώδειο (να μιλήσω μόνο για την Αθήνα), αλλά πώς ανοίγεσαι στην κοινωνία και πώς εμπλέκεις τον πολίτη.
Το «Άνοιγμα στην πόλη» έχει ένα ακόμα ενδιαφέρον, ότι με τις παραστάσεις ή τις εκδηλώσεις που γίνονται φέτος και που θα βελτιωθούν του χρόνου ερχόμαστε σε επαφή με καλλιτεχνικά εγχειρήματα που προτάσσουν το βίωμα της συμμετοχής, ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των κατοίκων και ενθαρρύνουν την πρόσβαση ευαίσθητων κοινωνικά ομάδων στο καλλιτεχνικό γεγονός. Είμαι απ’ τους πολίτες που αγαπάνε αυτή την πόλη. Είμαι απ’ αυτούς που την αγαπάνε, αλλιώς θα είχα φύγει. Άρα με ενδιαφέρει να την ανακαλύπτω, και να την ανακαλύπτουν και οι άλλοι.
Αφού λοιπόν έχω αυτή τη θέση τη θεσμική, του να φτιάχνω φεστιβάλ, κάνουμε ένα ας το πούμε δεύτερο φεστιβάλ, που λέγεται «Άνοιγμα στην πόλη», έτσι ώστε να ξαναγνωρίσουμε αυτή την πόλη και να την αγαπάμε με τα καλά της και τα άσχημά της.
Πριν από λίγες ημέρες ήμουνα σε μια παράσταση που κάναμε στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο. Ε, είναι γοητευτικό και μαγικό ότι μέσα στο κέντρο της Αθήνας (και κέντρο είναι πια, δεν είναι έξω απ’ την πόλη), βρίσκεσαι σ’ ένα μέρος σαν να είσαι σε ένα βουνό στη Λάρισα, στο Γράμμο ή σε ένα βουνό άλλο, με αγελάδες, με κατσίκες, με πρόβατα… να μυρίζουνε σβουνιά, να μυρίζει χώμα, να μυρίζει το χόρτο που τα ταΐζουνε. Και ανάμεσα σ’ αυτό να ταιριάζει πολύ η ιστορία που κάνανε. Η ιστορία – η Μαρία Σάββα που σκηνοθέτησε το έργο – έχει να κάνει με τα παιδιά του Εμφυλίου, που πήγανε στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Και ταίριαζε τόσο ωραία. Και ταυτόχρονα ανακάλυψα αυτή την πόλη, αυτό το κομμάτι της πόλης, τα φυσικά σκηνικά είναι τα ωραιότερα σκηνικά, γιατί τα εισπράττεις με όλες σου τις αισθήσεις, όχι μόνο με την όραση και την ακοή. Και ο κόσμος το χαίρεται αυτό. Όπως ήταν αυτό που κάναμε στον Εθνικό Κήπο, που το έκανε ο Θοδωρής Γκόνης. Δηλαδή μια θεατρική ξενάγηση της ιστορίας της σύγχρονης στην Ελλάδα, με αφορμή τις προτομές ποιητών ή άλλων που υπάρχουν εκεί.
Ή αυτό που έκανε ο Μανόλης Κορρές, ο σπουδαίος αρχιτέκτονας και αναστηλωτής. Που είχε άπειρο κόσμο να τον ακούσει. Πολύ γοητευτικός άνθρωπος και γνώστης. Μας ξενάγησε στους ιστορικούς λόφους της Αθήνας.
Αλλά και άλλες, όπως ο “Νούρος” στον Πειραιά. Ή η παράσταση στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη στο Πέραμα, που έκανε ο Κωνσταντίνος Μίχος την «Ιφιγένεια», και πώς έμπλεξε και πολίτες, πώς έμπλεξε τη φιλαρμονική. Ξαναθυμήθηκα μνήμες μου παιδικές, γιατί έπαιζα στη φιλαρμονική του Δήμου Ζωγράφου. Αλλά η φιλαρμονική δεν πήγαινε μπροστά, όπως πάει στον Επιτάφιο ή σε μια κηδεία ενός δημόσιου προσώπου, αλλά ακολουθούσε τον κόσμο. Γοητευτικά πράγματα, όμορφα πράγματα
ΣΥΝΕΧΙΖΩ
* Αυτό που κάνουμε φέτος, που πραγματικά αυτό που είπατε. Είναι η πρώτη μου ουσιαστική χρονιά, γιατί αυτό που κάναμε πέρυσι το καλοκαίρι, το οποίο το υπογράφω, δεν λέω ότι ήταν πρόχειρο. Αντιθέτως. Αλλά ο χρόνος ήταν πολύ λίγος. Έπρεπε μέσα σε πέντε εβδομάδες να γίνει. Και -ω του θαύματος!- έγινε. Και είχε μέσα και καλά πράγματα. Και ήτανε ένα σχολείο για το φετινό πρόγραμμα. Και τώρα αυτό είναι ένα σχολείο, μια εμπειρία για την επόμενη χρονιά, αν θα πρέπει πράγματα να αλλάξουν, να μετακινηθούν, να λιγοστέψουν… και πάει λέγοντας.
Και τι απ’ αυτά που κερδίσαμε φέτος μπορούν να εξελιχθούν ή να περιοριστούν ή να κοπούν.
ΣΥΝΥΠΑΡΧΩ
Μπορεί στο Θέατρο του Νέου Κόσμου να έχουμε βασίλισσα Ουρανία αλλά πάρα πολλά χρόνια στη ζωή μου, μέχρι πέρσι, είχαμε στο σπίτι τη Ζουλί. Έζησε μαζί μας 18 χρόνια. Και ο τάφος της είναι στο κτήμα που έχουμε στην Άνδρο, στο σημείο που περνάω από δίπλα είτε πεζός είτε με τ’ αυτοκίνητο, όταν πηγαίνω ή όταν φεύγω, έτσι ώστε κάθε μέρα να την έχω στα πόδια μου, όπως πάντα. Εκεί υπάρχει ο τάφος της με πράγματα ακουμπισμένα, με πράγματα που αγαπάω. Βότσαλα από την παραλία της Άνδρου, κομματάκια κεραμικά ίσως σπαράγματα από αρχαία αγγεία που είναι γεμάτη αυτή η περιοχή. Η παρουσία της Ζουλί είναι χρήσιμη σε μένα. Μαθαίνω όμως έτσι και τα δύο μου εγγόνια να μην την ξεχνάνε. Έτσι τη βλέπουμε και υπάρχει έστω και με αυτό τον τρόπο στη ζωή μας, όχι μόνο με το να λέμε μια καλημέρα ή μια καληνύχτα στη Ζουλί.
– Εδώ τελειώσαμε. Ο μονόλογος με τα 8+1 ρήματα με πρώτο συνθετικό το ΣΥΝ, ολοκληρώθηκε. Σας ευχαριστούμε που μοιραστήκατε τον χρόνο σας με τους επισκέπτες του catisart.gr. Καλή επιτυχία σε όσα σχεδιάζετε, σε όσα κάνετε, σε όσα προσφέρετε.
* Κι εγώ σας ευχαριστώ για το εξομολογητικό διάλειμμα…