17.8 C
Athens
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

“Τα δύο κούτσουρα”. Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ὤ, πόσας ἀναμνήσεις τοῦ παλαιοῦ καιροῦ τρέφει τὸ παμπάλαιον ἐκεῖνο σπιτάκι, σχεδὸν ἰσόγειον μὲ τὰ δύο κελλιά του, ἔνθεν καὶ ἔνθεν, μὲ τὸν διάδρομόν του εἰς τὸ μέσον, τὸν ἔχοντα ὡς δάπεδον τὸ χῶμα τῆς γῆς, μὲ τὸν σκοτεινόν του θάλαμον παραμέσα, τὸν θεμελιωμένον κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπάνω εἰς ριζιμαίους βράχους, καὶ ὑπεράνω τῆς στέγης τοῦ ὁποίου πυργοῦνται τὰ Κοτρώνια, ὁ φαιὸς πετρόλοφος, ὁ ἀνέχων τὴν κορυφὴν ὑψηλά, καὶ ἐπιστεφόμενος ἀπὸ τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγ. Νικολάου, τοῦ ὁποίου ἡ κανδήλα φέγγει ὅλην τὴν νύκτα ὡς παρήγορος πυρσὸς εἰς τοὺς εἰσπλέοντας ναυτικούς· εἰς τὰς ἐσοχὰς δὲ τῶν βράχων φωλεύουσι χίλιαι γλαῦκες καὶ ἄλλα θρηνῳδοῦντα νυκτερινὰ ὄρνεα.

Εἰς τὰ βάθη τοῦ κευθμῶνος ἐκείνου ἐκοπίαζε τὸ πάλαι ὁ μαστρο-Στέργιος ὁ Μπεκιός, πελεκῶν καὶ ροκανίζων τὰ στραβόξυλα*, τὴν καρίναν καὶ τὰ μαδέρια τῶν λέμβων, καὶ μαουνῶν, καὶ ἀκατίων, ὅσα ἐσκάρωνεν εἶτα ἔξω εἰς τὸ ὕπαιθρον, ἔμπροσθεν τῆς μικρᾶς οἰκίας, ἐργαζόμενος ἀνενδότως αὐτὸς καὶ οἱ δύο μεγαλύτεροι υἱοί του, ὁ Ἀλέξης καὶ ὁ Γῶγος.

Ἔμπροσθεν τῆς ἔξω θύρας ἦτο κτισμένη πλατεῖα πεζούλα, καὶ δίπλα εἰς αὐτὴν βράχος βαθύρριζος ἀνήρχετο ἕως τὸ παραθυράκι τῆς οἰκίας, δεξιὰ πρὸς νότον, εἰς τὸ κελλίον τὸ ὁποῖον κατεῖχεν ἡ οἰκογένεια. Ἀριστερά, εἰς τὸ ἄλλο ἀπεριποίητον κελλίον, τὸ ὑγρὸν καὶ σκοτεινόν, καὶ ἐμπετασμένον μὲ ἱστοὺς ἀράχνης, καὶ πεπληθυσμένον ἀπὸ βλατοῦδες*, καὶ σαρανταποδαροῦσες καὶ ἄλλα ζῳύφια, ἐστεγάζετο ἡ γρια-Μπεκιοΐνα, πρῴην καλουμένη Μερκλίνα, ἡ μάννα τοῦ μαστρο-Στέργιου.

Ἡ γραῖα τὸν περισσότερον καιρὸν ἐκάθητο καὶ ἡλιάζετο ἔξω, εἰς τὴν πεζούλαν, πρὸ τῆς θύρας, ὑποκάτω εἰς τὴν μεγάλην μορέαν, ἢ συκαμινιάν, τὴν ἱσταμένην ἀκόμη πρό τινων ἐτῶν ἐπὶ τοῦ κορμοῦ της, καὶ ἥτις κατέπεσε τώρα τελευταῖον ὅπως θὰ ἴδωμεν. Καθημένη ἐκράτει τὴν ράβδον της, θλιβερὰ καὶ μονότονος, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ βογγᾷ καὶ νὰ στενάζῃ. Ὤ, τὸ βογγητόν της ἐκεῖνο! Ὡς φαίνεται, ὁ Θεὸς τὴν εἶχε σπλαγχνισθῆ, καὶ τὸ τελευταῖον ἐκεῖνο ψυχομαχητὸν τὸ ἄφευκτον δι᾽ ὅλους (ὤ! φεῦ!) ἠραιώθη, τρόπον τινά, καὶ διενεμήθη δι᾽ αὐτὴν εἰς διάστημα δέκα χρόνων καὶ πλέον, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος!

Ὤ! τὸ βογγητὸν ἐκεῖνο τῆς γραίας ἤρχιζεν ἢ μᾶλλον ἀνεγεννᾶτο διαρκῶς ἀνὰ πᾶσαν πρωίαν, κ᾽ ἔπαυεν, ἢ μᾶλλον δὲν ἔπαυε, πρὸς ὄρθρον βαθύν! Ἀλλὰ δὲν εἶχε πάντοτε τὴν αὐτὴν ἔντασιν.

Συνήθως, καθὼς ἐκάθητο ἡ γραῖα νὰ λιάζεται ἐπὶ τῆς πεζούλας, ἢ νὰ σκιάζεται ὑπὸ τὴν μορέαν, κατὰ τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, τὸ βογγητόν της τοῦτο ἐπετείνετο ἅμα ἔβλεπε διαβάτην, ἄνδρα ἢ γυναῖκα, οἰκεῖον ἢ ξένον, ἀπὸ πενῆντα βημάτων, νὰ πλησιάζῃ. Τότε ὁ γογγυσμός της προσελάμβανε σφοδρότητα τριπλασίαν καὶ πυκνότητα. Καὶ ἄν, μετὰ τὸν χαιρετισμόν, ὁ παροδίτης εἶχε περιέργειαν νὰ σταθῇ διὰ νὰ ἐρωτήσῃ τὴν γραῖαν ἢ ὅταν συνηθέστερον αὐτὴ τοῦ ἀπέτεινε τὸν λόγον, κἂν ἦτο γνώριμος κἂν ξένος, τότε ἡ γερόντισσα ἤρχιζε νὰ ἐκτραγῳδῇ τὰ καθ᾽ ἑαυτήν.

― Ξενάκ᾽ εἶσαι, γυιόκα μ᾽; ἠρώτα ἂν ἔβλεπέ τινα νεώτερον, ἔστω κ᾽ ἐντόπιον, τὸν ὁποῖον δυσκόλως ἀνεγνώριζε. Ἄχ! δὲν ξέρεις τί τραβῶ.

― Τί ἔχεις, μαννού(1); ἠρώτα ὁ διαβάτης.

― Τί νά ᾽χω, παιδί μου; Νά, κανεὶς δὲν μοῦ φταίει. Αὐτὸ τὸ κουνέτο*, ἡ νύφη μου…

Συνήθως ἡ Μερκλίνα ἔλεγεν ὅτι ὅλος ὁ κόσμος τῆς πταίει· πρῶτον, ὁ υἱός της, ἡ νύφη της, τ᾽ ἀγγόνια της, εἶτα οἱ ἀνεψιάδες, οἱ γνώριμοι, οἱ γειτόνισσες, κτλ. Ἀλλὰ πάλιν εὕρισκεν ἐλαφρυντικὰς περιστάσεις δι᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους, καὶ μόνον κατὰ τῆς νύμφης της ἐξέφερε τὴν καταδίκην ἀνέκκλητον.

― Κεῖνος ὁ προκομμένος, ὁ γυιός μου… τὰ παιδιά του… δὲν βαστάει ἡ ψυχή μου νὰ τοὺς βλαστημήσω…

Φωτογραφία του Wolfgang Suschitzky, 1941.

Εἶναι ἀληθὲς ὅτι τοὺς ἐβλασφήμει, καὶ συχνὰ μάλιστα, ἀλλὰ τώρα ἐφιλοτιμεῖτο νὰ φανῇ εὐπρόσωπος πρὸς τὸν διαβάτην.

― Κεῖνο τὸ γυφτοκόνισμα, τὸ κουνέτο, τὸ ξόγανο… κεῖνο τὸ ἀνείδεο*, τὸ ξωθικό, παιδάκι μου… τὸν ἔκαμε τὸ γυιό μου μπὲ κὶ ὄ… Ἄκουσ᾽ ἐμένα ποὺ σ᾽ λέω… τὸν ἔκαμε μπὲ κὶ ὄ!

Μὲ τὸ νὰ ἐπαναλέγῃ ἐπιμόνως τοῦτο ἡ γραῖα Μερκλίνα, παρεῖχεν εἰς πολλοὺς τὴν ὑπόνοιαν ὅτι καὶ αὐτὴ πολὺ καλὰ ἐγνώριζε πῶς μερικαὶ γυναῖκες ἤξευραν νὰ κάμνουν τοὺς ἄνδρας των μπὲ κὶ ὄ (δηλ. ἀρνάκια καὶ προβατάκια). Καὶ πάλιν ἀνθρωπινώτεραι ἦσαν, ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν μυθολογουμένην Κίρκην!

Ἐπειδὴ ὅμως τὸ πολυέλεγεν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἡ γερόντισσα, κατήντησε μὲ τὸν καιρὸν ν᾽ ἀλλάξῃ ὁ κόσμος τ᾽ ὄνομα τοῦ υἱοῦ της, καὶ νὰ ὀνομάσῃ ἐκεῖνον «ὁ μαστρο-Μπεκιός», καὶ αὐτὴν ἡ «γρια-Μπεκιοΐνα».

Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι δὲν ἐκαλοπερνοῦσε καὶ τόσον πολὺ ἡ δύστηνος γραῖα, μέσα εἰς ἐκεῖνο τὸ φατνωμένον σπήλαιον, τὸ συχναζόμενον ἀπὸ νυκτερίδας καὶ γεμᾶτον ἀπὸ βλατοῦδες καὶ κανθαρίδας καὶ ἀράχνας. Ἀλλὰ καὶ καλύτερα ἐὰν τυχὸν ἐπερνοῦσε, φρονῶ ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἦτο εὐχαριστημένη. Ἦτον ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μάλιστα ἀπ᾽ ἐκείνας τὰς γυναῖκας, αἱ ὁποῖαι ποτὲ δὲν εὐχαριστοῦνται.

Εἰς τοῦτο τείνει καὶ τοιοῦτο περίπου εἶναι τὸ πρῶτον αἴσθημα, ἡ πρώτη ἔννοια τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον ἔσπειρεν ὁ διάβολος λίαν πρωίμως εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ἰδοὺ διατί ἠρώτα ὁ γεωργὸς ἐκεῖνος τῆς Παραβολῆς: «Κύριε, οὐχὶ καλὸν σπέρμα ἔσπειρας; πόθεν οὖν ἔχει ζιζάνια;»

Διὰ τοὺς ἄνδρας, τοῦτο τὸ αἴσθημα καλεῖται, εἰς τὰς ἡμέρας μας, μὲ ξενικὸν ὄνομα, «μιζέρια»· διὰ τὰς γυναῖκας, καὶ πρῴην καὶ νῦν, προσλαμβάνει τραγικωτέρας διαστάσεις, καὶ ὀνομάζεται «στριγλιά». Ὤ! πόσας τῷ ὄντι εἶδα τοιαύτας γυναῖκας εἰς τὴν ζωήν μου!

Κἄν τε εὐτέλειαν καὶ σκαιότητα, κἄν τε ἀπαισιότητα καὶ ταλαιπωρίαν, ὅπως ἂν τὸ ὀνομάσῃ τις, τὸ αἴσθημα τοῦτο ἐσπάρη εἰς τὰ στέρνα τῆς ἀνθρωπότητος, εὐθὺς μετὰ τὴν πρώτην μερικὴν ἀνασκόπησιν, καὶ τὰς δευτέρας πανσόφους φροντίδας, δι᾽ ὧν ἐτελειοποίησεν ὁ Δημιουργὸς πάντα ὅσα ἐποίησε.

Διότι τὸ πρῶτον, ἐπὶ ἑνὸς ἑκάστου τῶν ἔργων του, ἔρριψεν ἀλάνθαστον τὸ βλέμμα, «καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλόν», εἶτα τελευταῖον, ἐφ᾽ ὅλων ὁμοῦ τῶν ἔργων του· «καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς πάντα ὅσα ἐποίησε, καὶ ἦσαν καλὰ λίαν».

Εὐθὺς τότε ἐξῆλθε θρασὺς ὁ ἐχθρός, κ᾽ ἐτόλμησε νὰ εἴπῃ ὅτι δὲν εἶναι καλά, τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ.

Καὶ δὲν ἀκούομεν ἀκόμη πολλούς, καὶ εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ εἰς τὰ καπηλεῖα, σοβαρευομένους καὶ σπουδάζοντας, ν᾽ ἀποφαίνωνται ὅτι δὲν εἶναι καλὸς ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ, ἢ ὅτι «δὲν τὸν ἐκατάφερε καλὰ» ὁ Δημιουργὸς τὸν κόσμον; Πόθεν ἀντλοῦσι τὰ ἐπιχειρήματα; Ποῦ εὑρίσκουσι τὴν ὕλην διὰ τὸν συλλογισμόν; Ἀπὸ ποίας κρίσεις, ἀπὸ ποίας προτάσεις συνάγουσι τὸ συμπέρασμα; Τί ἄλλο εἶναι ἡ κρίσις εἰμὴ σύγκρισις; Μεταξὺ δύο ἢ πλειοτέρων παραπλησίων ὄντων ἢ πραγμάτων συγκρίνει τις καὶ κρίνει ποῖον διαφέρει. Ἀλλ᾽ ὑπάρχει ἐδῶ ὅρος συγκρίσεως; Εἴδομεν ἤδη ἄλλον κόσμον μὲ τὸν ὁποῖον νὰ συγκρίνωμεν τὸν παρόντα;

Ἀκατάληπτον εἶναι, ἂν ἔκαμεν ὅλως ἀφῃρημένας ἐννοίας ὁ Δημιουργός, ἢ πόθεν αὗται ἐγεννήθησαν. Εἶναι μόνον βέβαιον ὅτι ἔπλασεν ἕνα ὁρατὸν κόσμον, ὅπως θὰ ἔπλασσε, καὶ ἠδύνατο νὰ πλάσῃ καὶ δύναται εἰς τοὺς αἰῶνας νὰ πλάττῃ, πολλοὺς ἄλλους, καὶ ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους. Κ᾽ ἐβεβαίωσεν Αὐτὸς ὅτι τὸ ἔργον του εἶναι ὡραῖον, καὶ πᾶς λογικὸς ἄνθρωπος συνομολογεῖ. «Ἰδοὺ καλὰ λίαν», αὕτη ὑπῆρξεν ἡ πρώτη μετὰ τὴν κοσμογονίαν ἀφῃρημένη ἔννοια, ὅπως καὶ ἡ πρώτη θετικὴ ἰδέα. Ἔπειτα θρασύνεται ὁ παραλογισμὸς καὶ λέγει: «Δὲν εἶναι, ὄχι, καλὸς ὁ κόσμος».

Αὕτη ὑπῆρξεν ἡ δευτέρα ἀφῃρημένη ἔννοια καὶ ἡ πρώτη ἀρνητικὴ ἰδέα, καὶ ἐντεῦθεν ἐγεννήθη ἡ κακία ― ἥτις οὐδὲν ἄλλο εἶναι ἢ ἄνοια, ἂν δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ δηλητήριον τοῦ Ὄφεως· καὶ ἐν κεφαλαίῳ, εἶναι ὁ ἀπηλπισμένος ἀγὼν τοῦ παραλογισμοῦ ὅπως ἀποδείξῃ ὅτι ἔχει δίκαιον, καταβάλλων πᾶσαν προσπάθειαν νὰ κάμῃ τὸν κόσμον νὰ φαίνεται ―καὶ νὰ εἶναι πράγματι ἐν τῇ ἠθικῇ τάξει― τέρας ἀσχημίας!

Παρῆλθον ὅλα, ὅσα ἀνωτέρω ἱστορήσαμεν. Μία τεσσαρακοντὰς ἐτῶν ―ἡ μακρὰ τεσσαρακοστὴ τοῦ βίου― διέρρευσεν ἔκτοτε. Δὲν ὑπάρχει πλέον γραῖα Μερκλίνα, δὲν ὑπάρχει μαστρο-Στέργιος, δὲν ὑπάρχει Ἀλέξης καὶ Γῶγος. Ὅλοι οἱ παλαιοὶ γείτονες ἀπῆλθον, ὅλοι οἱ νέοι ἐγήρασαν. Πολλοὶ ἀγέννητοι ἦλθον εἰς τὸ εἶναι. Μόνον ὑπάρχει ἀκόμη «τὸ Ξωθικό», ἡ νύμφη τῆς ποτὲ γραίας Μπεκιοΐνας, ἔχουσα σήμερον, ἐν ἔτει 189…, ἀκριβῶς τὴν ἡλικίαν τὴν ὁποίαν εἶχε τότε ἡ πενθερά της.

Ὁ μαστρο-Στέργιος ἀπέθανεν, ὡς εὐσεβὴς καὶ εἰρηνικὸς ἄνθρωπος. Οἱ δύο υἱοί του, Ἀλέξης καὶ Γῶγος, ἐπῆγαν κ᾽ οἱ δύο ἀδικοθάνατοι. Ὤ, αἱ κατάραι, αἱ βλασφημίαι τῆς γραίας Μερκλίνας! Ἡ μοναχοκόρη τῆς οἰκογενείας, τὸ Σειραϊνώ, εἶχε νυμφευθῆ εἰς τὰ 186… Ὤ, ὅλη ἡ γειτονιὰ εἶχεν εὐφρανθῆ τότε, εἶχε χορεύσει νύκτας πολλὰς εἰς τὸ ἐπάνω σπίτι, εὑρισκόμενον ὑψηλότερα ἀπὸ τὸν χθαμαλὸν οἰκίσκον, τὸν ὁποῖον τῆς εἶχον δώσει ὡς προῖκα. Τὰ δύο ἀδέλφια της, ὁ Ἀλέξης κι ὁ Γῶγος, φρόνιμοι, οἰκονόμοι, ὅπως τοὺς εἶχε παιδαγωγήσει ἡ μάννα τους, οἵτινες δὲν εἶχον διασκεδάσει ποτὲ εἰς τὴν ζωήν των, «τὸ ἔρριξαν ἔξω» ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ τοῦ γάμου ἐκείνου, κ᾽ ἐχόρευσαν, ἀδεξίως καὶ θορυβωδῶς, καὶ διεσκέδαζον ἐπὶ ἑβδομάδας. ᾘσθάνοντο ὅτι εἶχον ξεφορτωθῆ ἓν βάρος ἀπὸ τὴν ράχιν των, καὶ ὅτι τοῦ λοιποῦ θὰ ἐξήρχοντο κι αὐτοὶ εἰς τὸν κόσμον πρὸς θήραν νύμφης.

Εἷς νεώτερος ἀδελφός, ὁ Βασίλης, εἶχεν ἀποθάνει μικρός. Εἶτα ἐγεννήθη ὁ πρῶτος Σταῦρος, ὅστις ἀπέθανε καὶ αὐτὸς νήπιον. Τελευταῖος ἐγεννήθη ὁ μικρὸς Σταυράκης, ὅστις καὶ μόνος ἐπέζησε.

Ἡ Σειραϊνὼ ὕστερον ἀπὸ ὀλίγα ἔτη ἐχήρευσεν. Ὁ ἀνήρ της, ναυτικός, ἐπνίγη εἰς μακρινὰς θαλάσσας. Μόνην παρηγορίαν τῆς ἄφησε μίαν ἀσθενικὴν ὠχρὰν παιδίσκην. Αὕτη ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν δέκα ἐτῶν, καὶ ἀπέθανε.

Κατόπιν, χήρα καὶ ἠτεκνωμένη ἡ Σειραϊνώ, ἀπεφάσισε νὰ εἰσέλθῃ εἰς δεύτερον γάμον. Παιδίον δὲν ἀπέκτησε, καὶ ὁ σύζυγός της ἀπέθανε μετ᾽ ὀλίγα ἔτη. Ὀλίγῳ ὕστερον, τὸν ἠκολούθησεν εἰς τὸν τάφον καὶ αὐτή.

Ὅταν ἔζη ἀκόμη ὁ μαστρο-Στέργιος, πρὸ τοῦ δευτέρου γάμου τῆς Σειραϊνῶς, τραγικὴ συμφορὰ εἶχεν ἐνσκήψει εἰς τὸν οἶκον. Ἐκ τῶν δύο πρώτων υἱῶν, ὁ νεώτερος, ὁ εὐφυέστερος Γῶγος, ὅστις διέπρεπεν εἰς τὴν τέχνην, καὶ ἂν ἐπέζη θὰ ἐγίνετο πρωτομάστορης, ἀπέθανε μὲ φρικώδη τρόπον.

Ἐναυπηγεῖτο μία γολέτα εἰς τὸν μικρὸν ἀρσανάν, κάτωθεν τοῦ νεκροταφείου, πέραν τῆς δυτικῆς ἐσχατιᾶς τοῦ παραθαλασσίου χωρίου. Ναυπηγοὶ ἄνδρες, ἓξ ἢ ἑπτὰ καὶ ὁ Γῶγος ὄγδοος, εἶχον φορτωθῆ ἕνα βουβό*, τεράστιον ξύλον, διὰ νὰ τὸ μεταφέρουν ἑκατὸν βήματα, ἀπὸ τὴν θῖνα τῆς θαλάσσης, ἕως ὄπισθεν τῆς πρύμνης τοῦ σκαρωμένου σκάφους.

Ὁ Γῶγος ἦτο βαρυήκοος ὀλίγον, ἦτον καὶ ζερβοχέρης. Ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶχον ὑποβάλει τὸν δεξιὸν ὦμον εἰς τὸ βάρος τοῦ ἀγριοξύλου, αὐτός, ἀπὸ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς, εἶχε βάλει τὸν ἀριστερόν. Ὅταν ὁ ὄπισθεν, ὁ τελευταῖος, ἐφώναξεν «ἀλέστα»*, κ᾽ ἔρριψαν μεθ᾽ ὁρμῆς τὸ ξύλον κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, τὸ βουβὸ ἔπεσεν ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ τοῦ νέου καὶ τὸν κατεπλάκωσεν.

Μετὰ μίαν στιγμήν, ἔτρεξαν οἱ ἄνθρωποι ν᾽ ἀποσύρουν τὸ ξύλον. Ἦτον ἀργά. Τὸ βουβὸ εἶχε λυώσει, σχεδὸν εἶχε κόψει πέρα-πέρα τὸν λαιμὸν τοῦ Γώγου.

Καταγγελία ἐδόθη κατὰ τῶν συνναυπηγῶν τοῦ θανόντος, ὅσοι εἶχον λάβει μέρος εἰς τὸ φόρτωμα τοῦ βουβοῦ. Κανεὶς δὲν ἔπταιεν ἐκ προθέσεως, ὅλοι ἐξ ἀπουσίας νοῦ. Ὅλοι ἠθῳώθησαν διὰ βουλεύματος. Ἀλλ᾽ ἡ μήτηρ τοῦ νέου, ἡ Στέργαινα, ἥτις εἶχε διαδεχθῆ τὴν πενθεράν της εἰς τὴν «στριγλιάν», ἐπὶ καιροὺς καὶ χρόνους ἠγωνίζετο νὰ τοὺς «ξεπατώσῃ» δι᾽ ἀρῶν καὶ βλασφημιῶν, τὰς ὁποίας ἡμέραν καὶ νύκτα δὲν ἔπαυε νὰ ἐκτοξεύῃ μὲ πικρίαν καὶ πόνον. Καὶ ἐπὶ τέλους ἐφάνη ὅτι τὸ κατώρθωσε. Διότι παρετηρήθη, ὅτι κανεὶς ἐξ ὅλων δὲν ἐπρόκοψε. Τὸ δὲ σκάφος, ἀφοῦ ἔπλευσε, κακῶς συναπωλέσθη μετὰ τοῦ κυρίου του.

Δευτέρα τραγικὴ συμφορὰ ἐνέσκηψε σχετικῶς μὲ τὸν Ἀλέξην. Οὗτος ἐπέζησεν εἴκοσιν ἔτη. Ἐνυμφεύθη, ἀπέκτησε τέκνα. Μίαν ἑσπέραν ἐπνίγη ἐντὸς τοῦ λιμένος, ἐνῷ ἐπέστρεφεν ἐκ θαλασσίας ἐκδρομῆς μετά τινος συγγενοῦς του Νταντάκη καλουμένου, τὴν ὁποίαν εἶχαν κάμει χάριν ἁλιείας, καὶ πρὸς ἐπίσκεψιν μακρινῶν τινων παραθαλασσίων ἀγρῶν παραδεδομένων εἰς κολλήγας, καλλιεργητὰς ὀψίμων καρπῶν.

Ὁ Ἀλέξης ἤξευρε κολύμβι, ὁ Νταντάκης δὲν ἤξευρε. Οὗτος ἐκόλλησεν εἰς τὴν ἀναποδογυρισμένην καρίναν τῆς βάρκας κ᾽ ἐγλύτωσε. Πλοιάριον διῆλθεν ὀλίγας ὥρας ὕστερον, καὶ τὸν ἐψάρευσεν ἐκεῖθεν. Ὁ Ἀλέξης ἐπέταξε τὰ φορέματά του, ἐνεπιστεύθη εἰς τὸ κῦμα, ἐπέπλευσεν ἐπί τινα ὥραν, ἐπελαγώθη καὶ ἐπνίγη.

Τότε ἡ Στέργαινα ἤρχισε νὰ καταρᾶται καὶ νὰ καταναθεματίζῃ τὸν Νταντάκην, ὅστις, κατ᾽ αὐτήν, εἶχε πνίξει τὸν υἱόν της. Ἀλλ᾽ ὁ ἄνθρωπος ἦτο τόσον ἀνίκανος διὰ νὰ πνίξῃ τινά, ὅσον καὶ διὰ νὰ τὸν σώσῃ. Καὶ ὁ ἴδιος ἠπόρει πῶς εἶχε σωθῆ, καὶ ἦτο δι᾽ αὐτὸν ὡς θαῦμα.

Ἡ δυστυχὴς Στέργαινα ἐγήρασε μὲ πολλὴν πικρίαν. Ἀπὸ χολοσκασμὸν εἰς χολοσκασμὸν (μία ἐκ τῶν λέξεων τῶν ἐξόχως χαρακτηριστικῶν καὶ γυναικείων) κατήντησεν ἡ χολή της, ἀνερχομένη διαρκῶς πρὸς τὸν οὐρανίσκον της, νὰ τῆς φαρμακώσῃ τὸ στόμα καὶ τὴν γλῶσσαν. Δὲν ἤξευρε νὰ καταπίνῃ τὸ πικρὸν τοῦτο ρευστόν, ὡς ἀληθὲς ἰαματικὸν φάρμακον, δι᾽ οὗ ἀποκτᾷ τις τὴν χριστιανικὴν ὑπομονήν, εἶτα δὲ τὴν μακαρίαν πρᾳότητα καὶ γαλήνην.

Ὁ Σταυράκης, ὁ μικρὸς υἱός της, ἐνυμφεύθη χρόνους ὕστερον, μεθ᾽ ὅλα τὰ τραγικὰ συμβάντα. Οὗτος ἐκατοίκει εἰς τὴν προικῴαν οἰκίαν του, ἡ δὲ γραῖα ὁλομόναχη καὶ ἔρημη, ἐσυμμαζεύετο εἰς τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον χθαμαλὸν οἰκίσκον. Δὲν ὑπῆρχον πλέον ἀλογάκια τῆς Παναγιᾶς, οὔτε εἰς τὸ ἓν οὔτε εἰς τὸ ἄλλο κελλίον, ἀλλὰ μόνον βλατοῦδες καὶ σαρανταποδαροῦσες.

Εἶχε κληρονομήσει, ἀπὸ τὴν πενθεράν της, καὶ τὸν ἴσκιον τῆς μορέας καὶ τὸ κάθισμα τῆς πεζούλας. Μόνον τὴν ράβδον της δὲν τῆς εἶχεν ἀφήσει ἡ γραῖα ὡς ἐνθύμιον. Ὅσον διὰ τὸ πολυχρόνιον βογγητόν, εἰς τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀραιωθῆ τὸ λοίσθιον ψυχομάχημά της, τοῦτο διὰ τὴν νύμφην της εἶχε μεταβληθῆ εἰς ἆσθμα.

Ἐκάθητο «χρόνο-χρονικῆς»* ἡ γραῖα Στέργαινα, καὶ ἡμέραν καὶ νύκτα, ἐπὶ τῆς πεζούλας, θλιβερῶς ἀσθμαίνουσα, καὶ εἶχεν ὤχραν εἰς τὴν ὄψιν, κ᾽ ἐφαίνετο πότε σπληνική, καὶ πότε ἰκτερικὴ εἰς τὸν διαβάτην. Ἀλλὰ ταῦτα τὰ δύο παθήματα τὰ ἐπολέμησεν ἡ ἰδία μὲ τὰ «ψευτογιατρικὰ» ποὺ ἤξευρε καὶ μόνον τῆς ἀπέμεινε τὸ ἆσθμα, τὸ χρόνιον ψυχορράγημα. Νεαρὸς διδάκτωρ τῆς ἰατρικῆς, ἅμα τὴν εἶδε, σπεύσας νὰ ἐφαρμόσῃ ἀθρόως καὶ συνοπτικῶς ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν ταλαίπωρον ὅλα ὅσα εἶχε μάθει, δὲν ἐδίστασε νὰ τῆς εἴπῃ χωρὶς νὰ τὴν λυπηθῇ: «Μετὰ τρεῖς μῆνας θ᾽ ἀποθάνῃς». Ἡ γραῖα δὲν ἐψήφισε παντάπασιν οὔτε ἐφάνη νὰ ᾐσθάνθη τὴν ἐλαχίστην συγκίνησιν, ἀπὸ τὴν πρόρρησιν τοῦ νεαροῦ Ἀσκληπιάδου· μόνον ἐπέζησεν ὀκτὼ ἔτη ἔκτοτε, ὡς νὰ ἤθελε νὰ τὸν διαψεύσῃ.

Πολλάκις ἔδιδεν ἀφορμὴν εἰς τοὺς διαβάτας νὰ σταματῶσι, καθὼς ἡ μακαρίτισσα ἡ πενθερά της· τοὺς διηγεῖτο τότε τὰ «πάθια της», τοὺς καημούς, τὰ βάσανά της· συνήθως τὰ εἶχε μὲ τὴν νύμφην της καὶ μὲ τὸν υἱόν της· πικροὶ στεναγμοί, ἀραί, βλασφημίαι δὲν ἔλειπον ἀπὸ τὸ στόμα της.

―Ἄχ! σὰν τὴν ἐπῆρε, ποὺ νὰ παρθῇ!… καὶ τί λιμπίστηκε;… μιὰν ἀστάνευτη*, μιὰν ἀναφάνταλη*, μιὰν ἀπασσάλωτη*!… καὶ συλλογίστηκε ποιὰ ἐκοιλοπονοῦσε, ποιὰ τὸν ἐβύζαινε, ποιὰ τὸν ἀνάθρεψε;… Δὲν ἅπλωσε, πλιό, τὸ ξερό της, ποὺ νὰ τὴν ξαπλώσουνε, νὰ θυμηθῇ τὴν πεθερά της ἕνα τι. Δὲ μὄστειλε τοσοδά, παιδάκι μ᾽ (ἔκαμνε σημεῖον μὲ τὸν ὄνυχα τοῦ ἀντίχειρος ἐπὶ τῆς ἄκρας σχεδὸν τοῦ λιχανοῦ δακτύλου). Μιὰ φαγού, πλιό, παιδάκι μ᾽, μιὰ κακογούλω*, μιὰ ἀναχόρταγη!…

― Καὶ ὁ γυιός σου; ἠρώτα ὁ διαβάτης, θέλων νὰ δείξῃ τὸ ἐνδιαφέρον του, καὶ ἅμα ἐλπίζων νὰ τὴν εὕρῃ μαλακωτέραν ὡς πρὸς τὸ ἴδιον τέκνον της.

Τότε ἐκείνη ἤρχιζε ν᾽ ἀπαντᾷ διὰ διστίχων. Πρέπει νὰ ἐγνώριζε τοιαῦτα ὡς χίλια ἀπὸ στήθους, καὶ ὅσα περιέχει, καὶ ὅσα δὲν περιέχει ἡ δημοτικὴ ἀνθολογία.

Τί κάθεσαι μαυρόημερο, ὅλο καὶ μοναχό σου;
γιατί δὲν ἀγαπᾷς καὶ σύ, νὰ ἰδῇς τὸ ριζικό σου;

Τοῦτο ἔλεγε διὰ τὴν ἰδίαν ἐρήμωσιν καὶ μοναξίαν της. Εἶτα ἐπέφερεν ἄλλα, ἐννοοῦσα ἐν μέρει τὸν υἱόν της, καὶ πρὸ πάντων τὴν νύμφην της.

Τὸ κρῖμά μου νὰ σοῦ γενῇ λιθάρι νὰ σκοντάψῃς,
τότες νὰ θυμηθῇς κ᾽ ἐμὲ νὰ βαριαναστενάξῃς.

Καὶ πάλιν:

Τὸ κρῖμά μου νὰ τυλιχθῇ σὰν φίδι στὸ λαιμό της,

νὰ τὸ πιστέψ᾽ ἡ ἄπιστη, πὼς ἔφτασ᾽ ὁ καημός της.

Καὶ τέλος βαρυγνωμοῦσα καὶ κατὰ τρίτων ἀδιαφόρων, τοὺς ὁποίους ἐφαντάζετο ὡς ἐχθρούς, καὶ κατὰ τοῦ κόσμου ἐν γένει, κατηρᾶτο λέγουσα:

Ἀναστενάζω καὶ πετᾷ αἷμ᾽ ἀπὸ τὴν καρδιά μου,
φίδια νὰ φᾶν τὸ στόμα τους, πὄχουν μὲ τ᾽ ὄνομά μου.

Συνήθως δὲν κατηρᾶτο τὸν υἱόν της, μόνον τὸν ἐκακολόγει, ἔρριπτε δὲ ὅλα τ᾽ ἄδικα εἰς τὴν νύμφην της. Αὕτη ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἐξ ἐπιλοχείου πυρετοῦ, ἡ δὲ γραῖα ἐπέζη ἀκόμη. Ἐκάθητο διαρκῶς ὑπὸ τὴν γηραιὰν μορέαν, καὶ ποτὲ δὲν ἔπαυε νὰ παραπονῆται καὶ νὰ στενάζῃ.

Τέλος ἓν δειλινόν, τὸ παμπάλαιον δένδρον, πρὸ πολλοῦ σεσηπὸς καὶ μὲ μεγάλην κουφάλαν εἰς τὸν λαιμόν, κατόπιν πολλῶν καὶ σφοδρῶν ἀνέμων, οἵτινες εἶχον φυσήσει κατὰ τὰς προλαβούσας νύκτας, κατέπεσε μετὰ φοβεροῦ τριγμοῦ καὶ κρότου. Πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε διέλθει ὑπὸ τὴν σκιάν του νεαρὰ γυνή, κρατοῦσα εἰς τοὺς βραχίονας ἐντὸς ἀγγείων δύο ζυμωμένους ἄρτους, τοὺς ὁποίους μετέφερεν εἰς τὸν γειτονικὸν φοῦρνον.

Εἶχε σταθῆ πρὸς τὸ ὕψωμα, εἰς τὴν ρίζαν τῆς μορέας, καὶ εἶχε κύψει διὰ νὰ διορθώσῃ καὶ κρατήσῃ καλύτερον τὰ δύο ψωμία. Μόλις αὕτη ἀνεσηκώθη, ἐπροχώρησε τρία βήματα καὶ τὸ δένδρον κατέπεσεν. Ἐὰν ἠργοπόρει ἓν δευτερόλεπτον ἀκόμη, ὁ εἷς τῶν κλώνων, πελώριος, θὰ ἔπιπτεν ἐπάνω της καὶ θὰ τὴν κατασυνέτριβεν.

Ἡ γυνὴ στραφεῖσα κατετρόμαξε, καὶ παρ᾽ ὀλίγον τὸ φορτίον τῆς ἔπιπτεν ἀπὸ τὰς χεῖρας, εἶτα ἀνέτεινε τὰ ὄμματα πρὸς δοξολογίαν εἰς τὸν οὐρανόν. Ἀκολούθως διηγήθη τὸ ὄνειρον τὸ ὁποῖον εἶχεν ἰδεῖ τὴν νύκτα ἐκείνην: τῆς ἐφάνη ὅτι ἄγνωστος ἐχθρός, μαῦρος Σκυλάραπας τὴν ἐκυνήγει μὲ γυμνὸν ξίφος· αὐτὴ δὲ τρέχουσα περίτρομος, ἔξω πνοῆς, μόλις ἐσώθη εὑροῦσα παρ᾽ ἐλπίδα μίαν θύραν ἀνοικτήν, ἥτις καὶ ἐκλείσθη αὐτόματος μετὰ κρότου ὄπισθέν της…

Ἡ γραῖα Στέργαινα συνέβη νὰ πέσῃ κλινήρης, κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν καιρόν, καὶ δὲν ἐξήρχετο τὴν ἡμέραν ἀπὸ τὴν φωλεάν της. Αὕτη εἶχε καλέσει μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἕνα ἱερέα, ὄχι κανένα ἐκ τῶν δύο γειτόνων καὶ γνωστῶν της ἐφημερίων, ἀλλ᾽ ἕνα ἀπὸ ἄλλην ἐνορίαν, καὶ τοῦ ἔδωκε τὸ σαρανταλείτουργόν της προκαταβολικῶς (ἐπειδὴ ἦτο γνωστὸν ὅτι πάντοτε εἶχε κομπόδεμα), λέγουσα ὅτι δὲν εἶχε πλέον κανένα ν᾽ ἀφήσῃ ὄπισθέν της, ὅστις νὰ τῆς κάμῃ τὰ κόλλυβα καὶ τὰ ψυχικά* της.

Ἐπὶ πολλὰς νύκτας ὕστερον, οἱ γείτονες ἔβλεπον, ἔμπροσθεν τοῦ παλαιοῦ θλιβεροῦ οἰκίσκου ἐπὶ τῆς πεζούλας ἢ πλησίον αὐτῆς, πότε εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης, πότε εἰς τὴν ἀστροφεγγιάν, δύο μαῦρα κούτσουρα νὰ ἵστανται, ἢ μᾶλλον νὰ κεῖνται ἀκίνητα πλησίον ἀλλήλων.

Ἦσαν ταῦτα τὸ κολοβωμένον σαπρὸν στέλεχος τῆς γηραιᾶς μορέας, καὶ τὸ κατηρειπωμένον σκέλεθρον τῆς γραίας Στέργαινας.

Τὸ ἀνθρώπινον κούτσουρον ἀπῆλθεν τώρα πρὸ ὀλίγων χρόνων, καὶ δὲν φαίνεται πλέον· τὸ δένδρινον εἶν᾽ ἐκεῖ ἀκόμη…

(1904)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 623-631
ΤΑ ΔΥΟ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑ

Σημείωση 1: Μαννού και Μαννιά = μεγάλη μάννα, Grand mère, μάμμη· σημαίνει ό, τι το κυρούλα, βαβά, νόννα, νενέ, γιαγιά κτλ. (Σημείωση του Παπαδιαμάντη)

***

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου του 1851 και πέθανε στη Σκιάθο την 3η Ιανουαρίου 1911.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -