Μ’ ένα βιβλίο θα ταξιδέψουμε στο νησί του Ινδικού Ωκεανού, όπως το γνώρισε η βραβευμένη συγγραφέας Έρση Λάγκε. Στο βιβλίο της «Σρι Λάνκα η Κεϋλάνη του Βούδα» (Εκδόσεις «Περίπλους») περιγράφει τη μακρινή χώρα μέσα από δύο ταξίδια, με διαφορά έντεκα χρόνων. Στο πρώτο, η συγγραφέας εκστασιάζεται μπροστά στα προαιώνια μνημεία του Βουδισμού. Στο δεύτερο, η μαγεία χάνεται μια που οι ταραχές έχουν οξυνθεί και ο εμφύλιος πόλεμος άλλαξε το τοπίο. Συμπερασματικά, έρχεται στο νου της η ρήση του Βούδα: «Ποτέ να μην ξανασυναντά κανείς κάτι που βαθιά τον συγκίνησε και το αγάπησε»…
***
Λιθοφόρα γη
«11 Μαρτίου Πέμπτη. Γράφω τις μέρες να μη χαθώ. Αν δεν το κάνω δεν έχω ιδέα τι ημερομηνία έχουμε. Η ώρα έτσι κι αλλιώς πάει τέσσερις ή πέντε ώρες μπροστά.
Τα μαγαζιά ανοίγουν στις εννέα και κλείνουν στις έξι το βράδυ, σε όλη τη Σρι Λάνκα. Τ’ απόγευμα και όλο το βραστό μεσημέρι, ψήνονται και δουλεύουν.
Επτά το πρωί, τύμπανα κι εμβατήρια. Νόμιζα γιορτή. Δεν ήξερα ακόμα για το σχολείο δίπλα. Κουρούνες κρώζουν στην αυγινή θολούρα κι απέναντι προβάλλουν θολά λοφοβούνια στρογγυλά και μαλακά θηλυκά. Αμέ, με τόση βλάστηση και τόση γέννα πετρών, μόνον θηλυκά βουνά θα μπορούσαν να είναι.
Ακούγονται ομιλίες στο πρωινό πράσινο. Για δευτερόλεπτα φάνηκε να περνά γυναίκα από μια τρύπα φυλλώματος. Δεν βλέπω τίποτ’ άλλο, μόνον αυτό το πανέμορφο φυτό που ακουμπά στο ντουβάρι. Έχει ψαλιδωτά – μαλακά και σαν κομμένα φύλλα, όλα από τον ίδιο μίσχο φυτρωμένα. Πίσω του χρυσίζουν τα κόκος. Σ’ άλλη ζωή, λέω, σε τέτοιον τόπο θα μεγάλωσα. Δε γίνεται… Γιατί να μ’ αρέσει τόσο;
Με φωνάζουν από κάτω.
Ήρθαν να πάμε σε εργοστάσιο με δέκα δικές του “μίνες”.
Παίρνει την πέτρα, που λέει ο λόγος, την κυλισμένη απ’ το νερό, ή βαθιά χωμένη στο χώμα, την ταγιάρει, τη δένει και την πουλάει, όχι και πολύ φθηνά βέβαια. Η περιοχή βγάζει ζαφείρια μπλε και κίτρινα. Τα καλύτερα.
Ο ιδιοκτήτης με κάλεσε στα ιδιαίτερά του, αφήνοντας με μία κίνηση μεγιστάνα τους συνοδούς μου έξω.
Καθώς λοιπόν καθίσαμε, παίρνει μία νάιλον σακούλα, κάνει έτσι και σκορπά γεμίζοντας το μισό τραπέζι. Θεέ μου, νόμισα πως βρέθηκα καλοκαίρι στη Ζάκυνθο. Το τραπέζι είχε ξεχειλίσει αχνομπλέ και κίτρινο ζαφείρι. Έβαλα τα χέρια και τ’ ανακάτευα να νιώσω τη λαμπερή – κρύα τους υφή. Τα δάχτυλά μου γέμισαν λάμψη. Ήλιος και θάλασσα καλοκαιριού! Πήρα ένα κίτρινο, ένα μπλε και ένα μπλε-κίτρινο που μέσα στο γαλανό «γυαλί» του, πέταγε αχτίνες χρυσαφιές. Δηλαδή άλλαζε χρώμα. Απίθανο παιχνίδι από σπίθες. (Ακατέργαστα μοιάζουν με βότσαλα).
Τα πιο σκούρα κίτρινα, σχεδόν πορτοκαλιά… ένα που έπιασα…
-No, μου είπε. Αυτό είναι ψημένο στο φούρνο για να σκουρύνει.
Διάλεξα κι ένα πορτοκαλί με κίτρινες λάμψεις. Είναι το πολυσυζητημένο Πατπαράτσα, (εδώ το λένε Πατμαράγια) και τα ζητούν οι Ιάπωνες.
Πιο κάτω μπήκαμε στο μουσείο, (τρία έχει η πόλη), γεμάτο όλων των ειδών τις πέτρες ως τις πιο σπάνιες π.χ. Αλεξανδρίτη. Είδα και την τομή των ορυχείων (τρύπας). Οι στρώσεις είναι τρεις. Πρώτη η γλίνα που πρέπει να βγει βρεγμένη, άμα ξεραθεί πετρώνει. Μετά έρχεται το αμμοχάλικο κι από κάτω χαλίκι και πάλι, ανάκατο με πολύτιμες πέτρες.
Παρέκει, στο μουσείο πάντα, βρήκα το σπάνιο Τααφεΐτη, μία αχνορόζ – μουτζουριά, πανάκριβη, λόγω σπανιότητας, πέτρα. Αγόρασα ένα Ηλιόδωρο πέτρα – αδελφάκι του σμαραγδιού σε κίτρινο -χλομοπράσινο χρώμα. Ο Αλεξανδρίτης (χρυσοβίρυλλος, βγαίνει μόνο στα Ουράλια και δω) γυάλιζε ύπουλα στο φως της μέρας πράσινα. Μόλις τον πήγα στο ηλεκτρικό, έγινε θυμωμένα κόκκινος. Κόβεται σε δύο ίσα μέρη το χρώμα, ανάλογα με το φωτισμό. Σαν ψεύτικη καραμέλα.
«Μίνες» όπως «πηγάδι – ορυχείο».
Γυρίζοντας περάσαμε από «μίνες» που δούλευαν, πετώντας νερό κιτρινοκαφέ – αδιάφανο, σε πίδακες στο πράσινο του δάσους. Ίδιο υγρό φως στον ήλιο. Στην πρώτη βγάζανε με τσουβάλια τη γλινοάμμο ανάκατη με ψιλό πετραδάκι.
Στη δεύτερη «μίνα», δέκα μέτρα πιο κει, πεταγόταν το νερό που έλεγα μέχρι ψηλά. Ήρθε από το πλάι ένας άντρας και κατέβηκε βιαστικά κι επιδέξια. Είχε λέει, μισοχαλάσει η τρόμπα ή ο εξαερισμός, (δεν κατάλαβα) και πήγαινε να το φτιάξει. Όπως έχουν χτίσει τα τετράγωνα πηγάδια με τους πασσάλους, δημιουργείται εκτός από το στήριγμα και είδος σκάλας αραιής απ’ όπου κατεβαίνουν. Είναι που είναι λεπτοί κι ευκίνητοι από φύση, κάνουνε και γυμναστική, δέντρα πάνω, δέντρα κάτω σαν τις μαϊμούδες…
Μέσα στο πηγάδι, μου εξηγούν, συνεχίζουνε οι στοές οριζόντια και βγαίνουν στο πλαϊνό ή είναι τυφλές. Δεν έχει αέρα ν’ αναπνεύσεις, η ζέστη τρομερή κι ιδίως η υγρασία που στάζει συνέχεια (95%). Αν δε δουλέψουν για λίγο οι τρόμπες, γεμίζει το πηγάδι. Το είδα σε κείνο το κατάπρωτο, το εγκαταλειμμένο, το γεμάτο νερό.
Απόγευμα πια κάθομαι στην είσοδο του ξενοδοχείου και με ζαλίζουν τα πουλιά. Μα να μη σταματάνε. Αέρας δεν υπάρχει ούτε για να στεγνώσει τον ιδρώτα πάνω μου. Τα δέντρα κρέμονται. Δεξιά ένα με τσαλαπατημένα φύλλα, και πιο κει τ’ άλλο της γλάστρας μου, τρία μέτρα ψηλό εδώ, τα φύλλα σαν παλάμες γίγα. Ο μικρός φοίνικας με τον κατακόκκινο κορμό κουνιέται κάτω από ‘να ουρανό μ’ ελαφρότατα αέρινα σύννεφα.
Επιτέλους είδα την κουρούνα, τη μία δηλαδή. Η πόρνη έχει είδος φωλιάς στο κλαδί, πηδολογάει ολόγυρα στις βεντάλιες, σα στο σπίτι της και σκούζει. Στο σούρουπο ψιθυρίζονται αστραπές πετραδιών. Πετράδια υποπτεύομαι παντού, μπουκέτο αειθαλές, θεϊκές δημιουργίες που περιέχουν σταγόνες απ’ την αιώνια ειρήνη Του, όπως ηρεμούν και λάμπουν επί δικαίων και αδίκων, όπως ηρεμούν σπιθίζοντας μεγαλειότητα. Έρχεται ο ξενοδόχος. Το δέντρο με τα άτσαλα φύλλα, λέει, το κόβουν σε κάποια μασχάλη. Εκείνο θυμώνει βγάζει τεφρό υγρό που το πίνουνε σαν κρασί. «Κιτούλ» ονομάζεται.
-Τη νύχτα, συνεχίζει, έρχονται μικρά άσπρα πουλιά και κάθονται στα καλώδια του ηλεκτρικού ίσως για να ξεκουραστούν. Χιλιάδες μικρά άσπρα πουλιά. Το πρωί σηκώνονται όλα μαζί. Τρεις μήνες τα βλέπεις κάθε βράδυ. Μετά χάνονται. Πάνε πίσω στους τόπους τους.
Λέγοντας αυτά μαλάκωσε η φωνή του.
-Τα παρατηρώ, έλεγε. Είναι τόσο μικρά και τόσο όμορφα τα άσπρα – μικρά – πουλιά στα σύρματα…
Νύχτα, τοπική ώρα ένδεκα, δηλαδή επτά δική μας. Κοιμήθηκα δύο ώρες βαθιά και τώρα τριγυρίζω. Έκλεισα το παράθυρο για το κουνούπι. Ακόμα δεν ήξερα ότι τα καφασωτά κάτω απ’ το ταβάνι κι από τις δύο μεριές του δωματίου είναι ανοιχτά από κατασκευής. Ο ανεμιστήρας ανακατεύει τη σούπα του δωματίου. Έξω βλέπω φώτα μέσα απ’ τη μαύρη βλάστηση. Αραιά φώτα σ’ ένα τόσο δα κομμάτι δρόμου απ’ όπου και πέρασε αυτοκίνητο. Ησυχία. Δεν ακούγεται φωνή. Μυστήριο λουφάζει ανάμεσα στα παράξενα σχήματα των δέντρων. Στα πέρα βουνά θα υπάρχουν θηρία, κόμπρες και η μαύρη μάμπα. Το τσίμπημά της σημαίνει θάνατο δευτερολέπτων. Σε θάβουν τότε στην πολύτιμη-λιθοφόρα γη.
*
Απέναντι θα έχει μαγαζί, ίσως κι ανθρώπους. Παραφυλάγω μήπως περάσει αμάξι. Περνά κι αγάλλομαι. Αμάν και δεν το ‘ξερα ότι τα τροχοφόρα θα μ’ ενθουσίαζαν τόσο. Στην Αθήνα τα μισώ».
*
Το παραπάνω κείμενο είναι από την εφημερίδα «Ριζοσπάστης». Στήλη: Τα καθημερινά της Κυριακής. 1 Ιουνίου 2008. Επιμέλεια: Ελένη Αργυρίου
***
Σρι Λάνκα. Φονική τρομοκρατική επίθεση την Κυριακή του Πάσχα των Καθολικών
Την Μεγάλη Τετάρτη 24 Απριλίου 2019 η αστυνομία της χώρας ανακοίνωσε οτι στους 359 νεκρούς αυξήθηκε ο απολογισμός των βομβιστικών επιθέσεων σε εκκλησίες και πολυτελή ξενοδοχεία στη Σρι Λάνκα το πρωί της Κυριακής του Πάσχα των Καθολικών 21 Απριλίου 2019.
Την ευθύνη για τις επιθέσεις ανέλαβε στις 23 Απρικλίου η τζιχαντιστική οργάνωση Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ), αν και οι αρχές επιρρίπτουν την ευθύνη σε μια ντόπια ισλαμιστική οργάνωση.
Στο μεταξύ τη Δευτέρα 22 Απριλίου οι Αρχές της Σρι Λάνκα ομολόγησαν ότι γνώριζαν δύο εβδομάδες πριν για τις επιθέσεις…
«Δεκατέσσερις ημέρες πριν να συμβούν αυτά τα περιστατικά, είχαμε ενημερωθεί γι’ αυτά» δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Ραζίθα Σεναράτνε κατά την διάρκεια συνέντευξης: «Μας είχαν ειδοποιήσει για την προετοιμασία των επιθέσεων από την τοπική ισλαμιστική οργάνωση National Thowheeth Jama’ath (NTJ) και είχαν στη διάθεσή τους σειρά ονομάτων συγκεκριμένων υπόπτων».
Η National Thowheeth Jama’ath είναι μία νέα εξτρεμιστική οργάνωση της Σρι Λάνκα, τα μέλη της οποίας εντάσσονται στο παγκόσμιο τζιχαντιστικό κίνημα. Είναι μία ακραία αντιβουδιστική οργάνωση, που έχει συνδεθεί με τον βανδαλισμό βουδιστικών αγαλμάτων. Τέσσερα μέλη της συνελήφθησαν τον Ιανουάριο.
Η αστυνομία ανακοίνωσε επίσης ότι βρήκε 87 πυροκροτητές στον κύριο σταθμό λεωφορείων της πρωτεύουσας, Κολόμπο, ενώ σημειώθηκε έκρηξη σε φορτηγάκι κοντά σε μια εκκλησία στο Κολόμπο, όπου δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν τη Δευτέρα 22 Απριλίου την ώρα που πυροτεχνουργοί προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν έναν μηχανισμό.
Ο πρόεδρος της Σρι Λάνκα Μαϊθριπάλα Σιρισένα αποφάσισε να ζητήσει ξένη βοήθεια προκειμένου να εντοπιστούν οι διεθνείς διασυνδέσεις των βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας που σημειώθηκαν σε εκκλησίες και πολυτελή και είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 310 ανθρώπων και τον τραυματισμό τουλάχιστον 500 άλλων, ανέφερε το γραφείο του.