17.8 C
Athens
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Τάκης Σπυριδάκης: “Αξίζει να βρείτε έναν τρόπο να στείψετε τη ζωή και να την πάτε παρακάτω…”

Του Παναγιώτη Μήλα

«Γνωριστήκαμε» στις σκοτεινές αίθουσες με τις μεγάλες οθόνες και τα μεγάλα όνειρα. «Ζήσαμε» μαζί του μοναδικές, ανεπανάληπτες στιγμές. Η ανεξαρτησία του ήταν και είναι σήμα κατατεθέν και για τη γενιά του αλλά και για τις γενιές που ακολούθησαν. Το να διεκδικήσω μια συνέντευξη μαζί του δεν ήταν κάτι δύσκολο. Το δύσκολο όμως ήταν η συνομιλία μαζί του την ημέρα που συναντηθήκαμε. Αναζητήσαμε ένα σχετικά ήσυχο χώρο στο κέντρο της Αθήνας για να συζητήσουμε. Όμως που να βρεις ησυχία αφού τον γνώριζαν και οι πέτρες… Δεν υπήρξε άτομο που να μην τον σταματήσει και να μην του μιλήσει. Μέχρι και selfi του ζητούσαν να βγάλει κάποιες νεαρές φοιτήτριες μόλις τον εντόπισαν. Με το αφοπλιστικό του χαμόγελο δεν έλεγε ποτέ όχι. Έδειχνε εύκολος, όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν. Δεν θα μπορούσε να είναι αφού η πορεία του, η προσωπική και η επαγγελματική, δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Και μόνο για τον λόγο αυτό άξιζε η συζήτηση μαζί του γιατί η εμπειρία του είναι πολύτιμος οδηγός όχι μόνο για τους νέους αλλά και για τους μεγαλύτερους. Όταν σου μιλάει δεν έχει δασκαλίστική διάθεση, όμως κάθε του λέξη και κάθε του φράση είναι απόσταγμα γνώσης και σκληρής δουλειάς γι’ αυτό είναι και σοφή σε πολλαπλά επίπεδα. Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Τάκης Σπυριδάκης, απέναντί μου. Αυτή τη φορά όχι στη σκοτεινή αίθουσα αλλά στο φως της ημέρας. Ήρεμος στις απόψεις, άγριος στις κρίσεις του και πιο άγριος στις επικρίσεις του. Οπωσδήποτε όμως χρήσιμος…
Με αφετηρία τον σπουδαίο “Άγριο Σπόρο” του Γιάννη Τσίρου, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη, παράσταση του θεάτρου “Επί Κολωνώ”, στην οποία φέτος πρωταγωνιστεί, κι αφού καταφέραμε να «κρυφτούμε» μέρα – μεσημέρι από το «αγριεμένο» πλήθος, ξεκινήσαμε τη συνέντευξη με ερωτήσεις που είχαν ως βάση τους τίτλους ταινιών στις οποίες είχε συμμετοχή.

Διαβάστε τη συνέντευξη.

«Πρωινή Περίπολος». Δυο λόγια για την καταγωγή σας και τα παιδικά σας χρόνια.

* Γεννήθηκα στην Αίγινα. Εκεί πήγα στο δημοτικό σχολείο και στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Μετά έφυγα. Η Αίγινα ήταν ένας χώρος, που την εποχή εκείνη –όπως και σήμερα- ένας νέος άνθρωπος δεν είχε πολλά πράγματα να κάνει. Είχα συλλάβει τον εαυτό μου να κάνει βόλτες στην παραλία «αγκαλιά με το τίποτα». Ευτυχώς υπήρχε μια διέξοδος, η γιαγιά μου, που είχε στον Πειραιά κάποιο σπίτι να μείνουμε. Έτσι έφυγα.

Οπότε βρεθήκατε στο “Μεγάλο Λιμάνι”.

* Εκεί άρχισα να σκέφτομαι τι θα κάνω όταν μεγαλώσω, έκανα τα πρώτα μου όνειρα. Στον Πειραιά πέρασα τα καλύτερά μου χρόνια παρακολουθώντας μαθήματα στο Νυχτερινό Γυμνάσιο. Αποφάσισα κάποια στιγμή, μιας και από πολύ μικρή ηλικία αγαπούσα το σινεμά, ότι αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να είναι τόσο άσχημος, κάτι ωραίο θα υπάρχει. Και έψαξα να ασχοληθώ με αυτό το «ωραίο», αλλά χωρίς να ξέρω τι.

Τι ανακαλύψατε με την αναζήτησή σας;

* Ασχολήθηκα στην αρχή με τη μουσική αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι δεν είχα πολύ μεγάλο ταλέντο. Ούτε καν ταλέντο. Ωστόσο οδηγήθηκα σε άλλες σκέψεις. Μια από αυτές ήταν η σκηνοθεσία στον κινηματογράφο. Δοκίμασα να δω πώς γίνεται αυτό στην πράξη αλλά δεν έμεινα ευχαριστημένος ούτε από τον εαυτό μου, ούτε από τις σχολές που υπήρχαν. Προσπάθησα λοιπόν να πάω στην Αγγλία αλλά δεν τα κατάφερα κυρίως για οικονομικούς λόγους. Γύρισα πίσω και τότε αποφάσισα να πάω σε μια δραματική σχολή. Όχι όμως με σκοπό να γίνω ηθοποιός, αλλά με σκοπό να μάθω εγώ τα πράγματα ώστε να μπορέσω να σκηνοθετήσω με ένα δικό μου τρόπο.

Από την οικογένεια είχατε συμπαράσταση;

* Ήτανε μια κανονική οικογένεια που όμως δεν καταλάβαινε τι ακριβώς ήθελα να κάνω. Αυτό όμως μου έκανε καλό με την έννοια ότι δεν με εμπόδισαν σε τίποτα.

Ασφαλώς αυτό ήταν σημαντικό.

* Ναι, ήταν πάρα πολύ σημαντικό αφού έκανα ό, τι ήθελα. Με άφησαν εντελώς ελεύθερο χωρίς όμως να αδιαφορούν για την πορεία μου. Το σημαντικότερο όμως ήταν πως από την αρχή μου είπαν ότι δεν θα μπορούσαν να με βοηθήσουν σ’ αυτά που ήθελα να κάνω. Άρχισα λοιπόν να δουλεύω από πάρα πολύ νωρίς. Αυτό βέβαια είχε τα θετικά του, είχε και τα αρνητικά του γιατί στην εφηβεία τα πράγματα είναι πολύ ρηξικέλευθα. Εκεί υπάρχουν και ακραίες συμπεριφορές και εκρήξεις. Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύτηκα.

Ποια ήταν τα πρώτα σας βήματα;

* Ξεκίνησα από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Στη συνέχεια στη Σχολή Βεάκη και πέρασα ένα «φεγγάρι» από τον Κάρολο Κουν. Όμως δεν κατέληγα κάπου. Γύρισα όμως πάλι στο Εθνικό και εκεί, από μια φωτογραφία, με βρήκε ο σκηνοθέτης Νίκος Νικολαΐδης. Κάναμε τότε (1983) τη «Γλυκιά Συμμορία». Έτσι δεν τέλειωσα τη Σχολή του Εθνικού επειδή τότε απαγορευόταν να παίζεις πριν πάρει το πτυχίο. Ήμουνα στο 3ο έτος και μου επέτρεψαν να δώσω μόνο κάτι μονολόγους. Την ίδια εποχή επέτρεπαν σε άλλα παιδιά να παίζουν. Αυτό το θεωρούσα άδικο και γι’ αυτό δεν πήγα να δώσω για να πάρω το πτυχίο. Τελικά αυτό δεν μου δημιούργησε κανένα πρόβλημα.

Είχατε κάποια συνέχεια με τον Νικολαΐδη;

* Κάναμε και την «Πρωινή περίπολο». Είναι η δεύτερη ταινία μου με τον Νικολαΐδη. Μαζί του, εκτός από τις δουλειές, μας έδεσε μια πολύ σοβαρή φιλία και μια καλλιτεχνική αλληλοεκτίμηση. Πριν τον γνωρίσω από κοντά υπήρχε ο σεβασμός για το έργο του, όμως με τη συνεργασία η φιλία μας έγινε πιο δυνατή.

Τι θα είχατε να πείτε σε εκείνους που δεν έχουν δει αυτή την ταινία;

* Η “Περίπολος” είναι μια παράξενη ταινία. Πολύ προχωρημένη ως προς το θέμα της, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα εκείνης της εποχής. Εσχατολογική ταινία, καταστροφής· παράλληλα όμως και τρυφερή. Επικέντρωνε στον ανθρώπινο πόνο και στη μοναξιά του μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, το οποίο το ζούμε τώρα πιο έντονα. Θα έλεγα ότι ήταν και μελλοντολογική ως προς αυτή την κατάθεση. Η συνεργασία με τον Νικολαΐδη και στις δύο περιπτώσεις ήταν εξαιρετική. Το ίδιο και με την Μισέλ Βάλεϋ. Ασφαλώς δεν θα ξεχάσω τον μεγάλο καλλιτέχνη, τον Ντίνο Κατσουρίδη, στη φωτογραφία, που είχε κάνει εξαιρετικά πράγματα. Πρέπει εδώ να τονίσω ότι στον κινηματογράφο έχουμε εξαιρετικά μεγάλους διευθυντές φωτογραφίας. Θα μπορούσαν να σταθούνε σε οποιοδήποτε επίπεδο. Ένας απ’ αυτούς – πρωτοπόρος – ήταν κι ο Ντίνος Κατσουρίδης.

Μπορείτε να μας πείτε κάποιο περιστατικό από αυτή την ταινία;

* Ήταν μια πολύ δύσκολη σκηνή, στο φινάλε, μέσα σε κάτι λίμνες. Μόλις τέλειωσε – σύμφωνα με τις προσωπικές μου μονομανίες και εμμονές – μάζευα τα πράγματά μου, τον αναπτήρα μου, το τσαντάκι μου, τα γυαλιά μου. Ήμουν πολύ λυπημένος γιατί όταν τελειώνει μια ταινία είναι πολύ δύσκολο να βρεις τον τρόπο να πεις αντίο. Εγώ τουλάχιστον δυσκολεύομαι. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο Κατσουρίδης για να με ευχαριστήσει για τη συνεργασία. Αυτός ο μεγάλος ήρθε σε μένα τον μικρό. Αυτό με γαλήνεψε. Βρήκα τον εαυτό μου και του είπα: «Αν ήμουνα καλός, αυτό οφείλεται στο ότι συνεργάστηκα με τους καλύτερους στο χώρο του κινηματογράφου. Δεν με ενδιαφέρει αν κάνω κι άλλη ταινία. Αυτή και μόνο μου αρκεί. Τώρα πια νιώθω πλήρης».

Ας κάνουμε άλλο ένα φλας μπακ σε ανθρώπους που σας συμπαραστάθηκαν στις επιλογές σας.

* Μπήκα στο Ωδείο χωρίς να ξέρω τι θέλω σε ηλικία 14 χρονών. Μια καθηγήτρια με ρώτησε: «Τι θέλετε κύριε εδώ;». Εγώ που δεν ήξερα, της είπα αυτό που ήρθε πιο εύκολα στο μυαλό μου: «Θέλω να μάθω πιάνο, κυρία». Βέβαια εμένα δεν με ενδιέφερε πόσο καλός θα ήμουνα στο να μαθαίνω πιάνο αφού μάλιστα δεν είχα και πιάνο στο σπίτι. Όμως νοιαζόμουνα για την ατμόσφαιρα και τη γοητεία του χώρου. Ήταν μια άλλη εικόνα. Μιλάμε για έναν Πειραιά της Τρούμπας. Ήταν πολύ «παιδαγωγικό» να περνάς από τους δρόμους του λιμανιού για να φτάσεις στο Ωδείο και στην αίθουσα με το πιάνο. Εκείνη η δασκάλα του πιάνου με έκανε να χαίρομαι την αίσθηση της αναχώρησης που σου δίνει το λιμάνι, αν και τελικά στο ίδιο μέρος μένεις. Της χρωστάω το ότι έβαζε νότες στη διάθεση για ταξίδι που είχα από τότε. Πάντα θα τη θυμάμαι.

Θυμάστε κάποιον άλλον δάσκαλό σας;

* Πηγαίνοντας στο νυχτερινό γυμνάσιο, αντιλήφθηκε η φιλόλογος μου – που δυστυχώς δεν την έχω δει από τότε – ότι έχω μια ιδιαίτερη κλίση στη μουσική. Το όνομά της είναι Παρασκευή Ξιπτερά. Ήταν πολύ αυστηρή ενώ παράλληλα με συμπαθούσε πολύ και ενδιαφερόταν για τα προβλήματά μου. Κάποια στιγμή ήρθα στο «αμήν», και ενώ ήθελα να συνεχίσω το Ωδείο, δεν είχα χρήματα για να το πληρώσω. Κατάλαβα τότε ότι κάποιος πήγαινε και πλήρωνε το Ωδείο για μένα αλλά δεν ήξερα ποιος ήταν. Ένιωθα πολύ άβολα και γι’ αυτό παρακάλεσα τους υπεύθυνους του Ωδείου να μου πουν τι γίνεται. Το ποσό ήταν σεβαστό και εγώ που έκανα διάφορες δουλειές για να τα βγάλω πέρα, δυσκολευόμουνα πολύ. Τι να πληρώσεις; Το ενοίκιο; Το ωδείο; Τα άλλα τρέχοντα έξοδα; Τελικά μου είπαν: «Έρχεται μια κυρία από το διπλανό κτήριο». Το διπλανό κτήριο δεν ήταν άλλο από το νυχτερινό γυμνάσιο. Η κυρία Ξιπτερά όμως, αν και νεοδιορισμένη, αν και με μικρό παιδί, εν τούτοις από τον ισχνό μισθό της πλήρωνε και τα δίδακτρά μου στο Ωδείο. Όταν τη ρώτησα μου το αρνήθηκε λέγοντας: «Όχι. Δεν κάνω εγώ κάτι τέτοιο». Εκτός όμως από αυτό και οι συζητήσεις μαζί της, εκεί στα 14 μου χρόνια, άνοιξαν δρόμους σε μένα. Δρόμους σκέψης. Η κυρία Ξιπτερά είναι απ’ τους ανθρώπους που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.

Αργότερα στη Δραματική Σχολή;

* Εκεί στο Εθνικό Θέατρο είχα τη χαρά να συναντηθώ με κάποιους ανθρώπους που δεν θα τους ξεχάσω. Ο πιο σημαντικός ήταν ο Γιάννης Λιγνάδης. Με τον οποίο είχα μια ιδιαίτερη σχέση ως μαθητής με δάσκαλο. Ο Λιγνάδης έπαιξε έναν ρόλο πάνω στο θέμα της δικής μου παιδείας και στο θεωρητικό και στο πρακτικό μέρος. Με συμπαθούσε πολύ επειδή γνώριζε ότι λόγω ανάγκης εργαζόμουν κατά τη διάρκεια των σπουδών μου. Μια φορά του είπα πως «παράτησα τις οικοδομές επειδή είναι κουραστικές και το ’ριξα στα ποτά και στα ξενύχτια. Έγινα μπάρμαν, είμαι καλός στη δουλειά μου, βγάζω περισσότερα χρήματα αλλά πάντα τη νύχτα». Τότε η νύχτα ήταν και λίγο ακραία. Όλη η Ελλάδα ήταν κάθε μέρα έξω, δεν ήταν μόνο το Σαββατόβραδο όπως σήμερα. Ο Λιγνάδης λοιπόν σε όποιο μπαρ πήγαινα και δούλευα, ερχότανε με την παρέα του. Παρότι δεν έπινε, ζητούσε ένα νερό περιέ ή κάτι παρόμοιο, ένα κρασί για τη γυναίκα του, άφηνε ένα 5χίλιαρο και έφευγε. Τι να πω: Ήταν απίστευτο αυτό το πράγμα. Δεν μπορώ να ξεχάσω όσα μου πρόσφερε. Μοιάζουν – και μπορεί να είναι – μελό ή γραφικά αλλά εμένα μου συνέβησαν, οπότε, ας είναι και μελό, ας είναι και γραφικά. Τα έζησα από ανθρώπους που με αγάπησαν και τους αγάπησα και γι’ αυτό το αναφέρω.

 

 

«Προστάτης Οικογένειας». Πείτε μας δυο λόγια για τη δική σας οικογένεια, τη σημερινή.

* Καταρχάς είμαι ένας άνθρωπος, που στο χώρο το δικό μας, απ’ ό, τι η εμπειρία σας θα λέει, δεν είμαι μονομανής. Τελειώνοντας λοιπόν τη δραματική σχολή είπα ότι αν έχω να αποδείξω κάτι, ας το κάνω με τη δουλειά μου και όχι με τη συμπεριφορά μου. Ερωτεύτηκα τότε και μάλλον με ερωτεύτηκε κι εκείνη για να περάσουμε 19-20 χρόνια μαζί. Μάλλον, κάτι όμορφο θα συνέβη, δεν μπορεί να έγινε τίποτα στην τύχη. Αυτά τα χρόνια μας χάρισαν δύο υπέροχα παιδιά. Τις δύο κόρες που έχω. Η μία σπουδάζει στην Αρχιτεκτονική, στα Χανιά και η άλλη στα 17 της σχεδιάζει το επόμενο βήμα. Το ταξίδι αυτό κράτησε αυτά τα χρόνια και ασφαλώς είναι απ’ τις καλύτερες στιγμές στη ζωή μου. Όμως δεν είμαι από εκείνους που λένε ότι αν ξαναγύριζα πίσω τον χρόνο, θα τα έκανα όλα ακριβώς ίδια. Όχι. Θα τα έκανα όλα αλλιώς, δεν είμαι βλάκας. Αλλά αυτό, δεν θα το άλλαζα. Το ότι έχω δύο υπέροχα παιδιά και μια ωραία γυναίκα με την οποία έζησα αυτό το ταξίδι, αυτό σίγουρα δεν θα το άλλαζα.

Τα παιδιά μένουν με τη μητέρα τους τώρα;

* Αυτό το αφήσαμε «ανοιχτό». Επειδή κάθε χωρισμός είναι μια πίεση, φροντίσαμε όσο μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε στα παιδιά μας την επιλογή να μένουν με όποιον θέλουν. Τα παιδιά μού είπανε να μην πάω πολύ μακριά, για να μπορούν να έρχονται χωρίς συγκοινωνία. Το σεβάστηκα, και έμεινα κοντά. Αποτέλεσμα, το «έμπα-έβγα» στα δυο σπίτια ήταν και είναι ελεύθερο και ανάλογα με τις διαθέσεις τους. Δηλαδή ήταν και με τη μαμά τους. Επειδή κάνουμε και μια δουλεία που ή θα δουλεύουμε πολύ ή θα καθόμαστε πολύ (κάτι σαν τους ναυτικούς δηλαδή), τα παιδιά δεν ένιωσαν ποτέ την απουσία του ενός ή του άλλου γονιού αφού τα σπίτια ήταν σχετικά κοντά. Δεν γίναμε δηλαδή, αποφύγαμε να γίνουμε «μπαμπάς και μαμά του Σαββατοκύριακου». Αυτό το «δίπορτο» λειτούργησε θετικά στα παιδιά. Με την απόφασή μας αυτή κοιτάξαμε να απαλύνουμε κάθε τι το αρνητικό.

«Γλυκιά Συμμορία». Θα ήθελα, με αφορμή αυτό τον τίτλο, να μας πείτε κάτι ιδιαίτερο για ανθρώπους που ήταν περισσότερο δεμένοι μαζί σας.

* Την εποχή εκείνη, που ήταν περισσότερο ανθρώπινη και περισσότερο φιλική, δεν είχαν «ανοίξει» τόσο πολύ τα πράγματα. Ο Πειραιάς ήτανε μια μικρή πόλη και γινόντουσαν πράγματα. Είχαμε φιλίες μέσα από το νυχτερινό γυμνάσιο. Είχαμε πολιτική σκέψη που τελικά εκφράστηκε πρακτικά με έντονο τρόπο. Δημιουργήσαμε μια κινηματογραφική λέσχη στον Πειραιά, τότε που δεν υπήρχαν λέσχες. Προσπαθούσαμε συνεχώς να είμαστε ενεργοί πολίτες με κοινές δράσεις. Αυτό μας έδεσε για τη συνέχεια της ζωής μας. Μάλιστα είχαμε εκδώσει και μια εφημερίδα για να διαδίδουμε τις απόψεις μας. Ήταν μια ταπεινή έκδοση, μη φανταστείτε τίποτα ουάου, ήταν όμως μια πολιτική πράξη. Μια πράξη που μέτραγε στις παρέες μας. Στις παρέες που φτιάχναμε στα μπιλιαρδάδικα. Παίζαμε τα μπιλιάρδα μας, κάναμε τις αλητείες μας, είχαμε όμως και τις απόψεις μας. Υπήρχε μια παρέα 5-6 ατόμων που άνοιγε κι έκλεινε. Μια παρέα που δημιουργούσε και αυτή η δημιουργία ήταν ο ισχυρός συνδετικός κρίκος. Φυσικά δεν έλειπαν και οι μπουρδελότσαρκες κι όλες οι παράπλευρες δραστηριότητες. Πάντα τρέχαμε και από δω και από κει.

Ήταν πολύ λογικό για την ηλικία σας.

* Είμαστε όλοι παιδιά που πηγαίναμε στο νυχτερινό. Δεν πηγαίναμε τυχαία εκεί. Κάποιο ζήτημα υπήρχε. Όλα είχαν τα προβλήματά τους και αυτό, πιθανόν, να μας έδενε ακόμα περισσότερο. Δεν είχαμε παιδιά που προέρχονταν από ευκατάστατες οικογένειες. Είχαμε μόνο παιδιά από ευκατάστατες ψυχικά οικογένειες. Στον τομέα αυτό ήμασταν πλούσιοι.

Ο πλούτος αυτός φάνηκε στη συνέχεια…

* Κυρίως επειδή μέσα από την τέχνη δέθηκε η παρέα μας. Ένας από εμάς έβγαζε εισιτήρια για το θέατρο και μας άνοιγε δρόμους, ένας άλλος έγινε καλός μουσικός και γαλήνευε την ψυχή μας. Ζούσαμε όμορφες καταστάσεις και πάντα ψάχναμε προς αυτές τις κατευθύνσεις και όλοι ασχολήθηκαν με παρεμφερή πράγματα. Μετά χαθήκαμε, όπως συνήθως συμβαίνει και τώρα είμαι και σε μια ηλικία, που ανοίγεις τον κατάλογο και όλο και κάποιος λείπει.

Επομένως γύρω από αυτή την παρέα του νυχτερινού γυμνασίου «χτίστηκαν» ζωές.

* Ναι, ναι, ναι. Αυτό το πράγμα όμως, αυτή η ατμόσφαιρα, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην πρώτη μου ταινία, τη «Γλυκιά Συμμορία», κι αυτό το κατάλαβα όταν συναντήθηκα με τον Νικολαΐδη. Όπου, με κοίταξε, είπαμε δέκα κουβέντες γύρω απ’ την τζαζ, γιατί λατρεύω την τζαζ -και όχι τη ροκ όπως με έχουν κατατάξει- λάτρευε κι αυτός την τζαζ. Κάναμε λοιπόν μια κουβέντα αόριστη. Και μετά μου λέει: «Πάρε αυτό το σενάριο και θέλω να παίξεις αυτό το ρόλο. Κάνω μια ταινία και θέλω κάποιους αυθεντικούς ανθρώπους».
Δηλαδή, φαίνεται ότι, πέρα απ’ το πρόσωπο κι αυτό πού κουβάλαγα, είχα επιπλέον και την αύρα ενός παιδιού το οποίο δεν ήταν πολύ mainstream. Αυτό του άρεσε του Νικολαΐδη για την ταινία με εξαίρεση το ότι δεν ήμουν παραβατικός. Το συνδέσανε όμως αν και δεν θα με χάλαγε καθόλου εάν τα πίστευα. Δεν θα με χάλαγε να δηλώσω αντιεξουσιαστής, αλλά δεν το πιστεύω.

Πάντοτε γίνεται αυτό στο σινεμά;

* Σχεδόν πάντα με λέγανε «ροκά». Το «πήγαινα» το ροκ, μου άρεσε, το χόρεψα, βρήκα γκόμενες ροκούδες, όμως εγώ στην πραγματικότητα ήμουν με την τζαζ. Δηλαδή, είχα μια ευκαιρία, να πηγαίνει το μυαλό μου παντού, αλλά τελικά να καταλήγει εκεί που αγαπούσα.

Τώρα που μιλάμε ποιο κομμάτι τζαζ θα θέλατε να ακούσετες;

* Το «You And The Night And The Music» του Chet Baker. Είναι πολύ ωραίο κομμάτι.

Ας το ακούσουμε λοιπόν…

(ΕΔΩ)

…πηγαίνοντας παράλληλα στη «Λούφα και Παραλλαγή». Ήθελα να σας ρωτήσω αν αυτή η «συνταγή» έχει ισχύ και σήμερα.

* Δυστυχώς, είναι η νοοτροπία που κυριάρχησε τα τελευταία 40 χρόνια και αυτό πληρώνουμε σήμερα. Θεωρώ πως είμαστε ένας λαός ο οποίος δίνει εύκολα απαντήσεις για τα πάντα, αλλά δεν κάνει καμία ερώτηση. Δεν τα πάει καλά με τις ερωτήσεις. Επομένως, μέσα σε αυτή τη σχέση μεταξύ πολίτη και πολιτικού, μέσα από αυτή την τερατογένεση ήρθε η κατάσταση που βιώνουμε. Ο λαός δεν κάνει ερωτήσεις. Δεν θέλει να έχει ευθύνη. Δεν ψάχνεται να μάθει για το πώς φτάσαμε ως εδώ. Ασφαλώς κάθε άνθρωπος θέλει να μη ζει με έναν τσιμεντόλιθο και έναν τσίγκο. Θέλει και κάτι άλλο, θέλει και το εξοχικό του, θέλει και το δεύτερο ή το τρίτο αυτοκίνητο. Δεν μιλάω όμως για αυτό. Μιλάω, για μια νοοτροπία σε μια κοινωνία η οποία δεν διέπεται από κανόνες. Δεν έχει κανόνες.

Ούτε κανόνες, ούτε συνέπεια, ούτε συνέχεια.

* Ήρθε ένας φίλος παιδικός, συμμαθητής από το νυχτερινό γυμνάσιο, με κοφτερό μυαλό. Ευτύχησε και είχε επαγγελματική επιτυχία στον Καναδά. Όταν γύρισε εδώ μας έκανε μαγκιές. Τον ρώτησα λοιπόν πόσες φορές άλλαξε το φορολογικό σύστημα στον Καναδά από τότε που πήγε εκεί στα 20 χρόνια του μέχρι και σήμερα στα 57 του. Μου απάντησε λοιπόν πως είναι το ίδιο σύστημα όλα αυτά τα χρόνια, ενώ εδώ κάθε κυβέρνηση που έρχεται φτιάχνει το δικό της… Φυσικά εγώ δεν μοιράζω ευθύνες. Πρωτίστως ευθύνονται οι πολιτικοί, όμως και οι πολίτες έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης. Δεν είναι δυνατόν 7.000 τυφλοί να έχουν δίπλωμα οδήγησης και να οδηγούν. Τώρα σοβαρολογούμε; Δεν μπορώ να ξεχάσω τον πατέρα μου ο οποίος πέθανε πολύ νωρίς. Πάντα μου έλεγε: «Κοίταξε αγόρι μου, εγώ δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να κάνεις στη ζωή σου. Εγώ είμαι οικοδόμος και είμαι από τους καλύτερους. Έτσι και συ φρόντισε να μη γίνεις της κατσίκας ο κώλος». Το έλεγε αυτό επειδή η κατσίκα τα βγάζει όλα ολοστρόγγυλα και δεν διαφέρει το ένα από το άλλο. Και συνέχιζε: «Να πας λίγο παραπέρα. Να ψαχτείς και να βρεις το δρόμο σου. Να ξεχωρίζεις». Αυτή ήταν μια σωστή κουβέντα ενός αγράμματου ανθρώπου που έζησε ακολουθώντας αυτή τη γραμμή. Έζησε σύμφωνα με αυτό. Με χόρτα; Με χόρτα. Με βολβούς; Με βολβούς. Ενώ εδώ πέρα ξαφνικά το πράμα τούμπαρε. Έλεγα σ’ έναν φίλο μου αρχιτέκτονα τις προάλλες: «Τα 4 αυτοκίνητα, τι τα ήθελες;». Δεν έχει και αυτός προσωπική ευθύνη; Ένα παιδί 19 χρονών γιατί να θέλει αυτοκίνητο 2.500 κυβικών; Ο πατέρας του εκτός από το παιδί μεγαλώνει και τον αυριανό τσόγλανο χωρίς να το παίρνει χαμπάρι. Αυτό είναι το θέμα.

Πιστεύω πως τα περισσότερα προβλήματα προέρχονται από την έλλειψη παιδείας.

* Το έζησα αυτό με αφορμή τις κόρες μου. Ήμουν πάντα δίπλα τους και γνωρίζω τι γίνεται. Είναι παιδιά που παρακολουθούν ένα σχολείο «κολοβό» και μεταφέρουν μηχανικά τις απόψεις των γονιών τους, που είναι κι αυτές περιορισμένες. Αν και αριστερός ήμουνα απ’ τους πρώτους που είχαν αντιδράσει τότε με την κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών. Θεωρούσα ότι θα φτάσουμε σε μια γενιά που θα συνεννοείται με δυο λέξεις και η τρίτη θα τους μπερδεύει. Τελικά η υπόθεση «λούφα και παραλλαγή» δεν αντέχεται άλλο. Πρέπει να τελειώνει. Δυστυχώς όμως βλέπω να μην τελειώνει. Πρέπει αυτή η νέα γενιά να το πάρει πάνω της το μέλλον και να το πάει κάπου αλλού. Πώς; Πού; Δεν ξέρω. Είναι θολά τα πράγματα.

Σίγουρα όλα οφείλονται στην εκπαίδευση που, όπως είπατε, είναι «κολοβή».

* Είναι ο βασικός πυλώνας ενός έθνους. Δεν λέω ότι κάποιοι άνθρωποι δεν μοχθούν. Αλλά κάποιοι άλλοι είναι ανεπαρκείς. Η κόρη μου πήγαινε σε ένα σχολείο στη Νέα Σμύρνη που είχε χαρακτηριστεί ως ένα από τα καλύτερα γυμνάσια. Έφυγε με σύνταξη ο γυμνασιάρχης και το σχολείο μετατράπηκε σε ένα απ’ τα χειρότερα. Από την άλλη πλευρά πιστεύω ότι κάποιοι στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία μόνο για το «θεαθήναι». Αρνήθηκα να στείλω τα παιδιά μου σε ιδιωτικό σχολείο επειδή το σχολείο αυτό το θεωρώ «ενυδρείο». Τις γνώσεις που πρέπει να αποκτήσουν τα παιδιά, για να αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο την κοινωνία, δύσκολα ή εύκολα, θα τις αποκτήσουν. Τη ζωή όμως πού θα τη μάθουν; Σε αυτά τα «ενυδρεία» που δεν εμπεριέχουν ζωή; Με αυτή τη λογική λοιπόν ήθελα τα παιδιά μου να δημιουργήσουν τη δική τους προσωπικότητα. Και όσο το δυνατόν να μη χρειάζονται τη μάνα τους και τον πατέρα τους για να τους λύσουν τα προβλήματα που θα τους παρουσιαστούν. Το καταφέραμε αυτό; Μάλλον ναι με τη μεγάλη κάτω στα Χανιά, που είναι μόνη της τώρα δυο χρόνια και τα καταφέρνει αρκετά καλά.

Η μικρή τι τάξη πάει;

* Η μικρή πάει πρώτη Λυκείου και σκέφτεται κάτι γύρω από φιλολογία, νομική αλλά και δραματική σχολή.

Ασφαλώς είναι δύσκολη επιλογή.

* Συμφωνώ, όμως εγώ δεν επιτρέπω, ούτε αποτρέπω. Της λέω μόνο ότι πρέπει να στηρίζεται και με τα δυο πόδια και όχι μόνο με το θέατρο.

«Αυτή η Νύχτα Μένει». Ήθελα να σας ρωτήσω εάν κάποια στιγμή είπατε ότι αυτή η νύχτα μένει και αύριο τραβάω άλλο δρόμο.

* Το είπα πάρα πολλές φορές. Και ειδικά με τη δουλειά που διάλεξα να κάνω. Την οποία τη διάλεξα εγώ, δεν μου την επέβαλλε κανένας και για αυτό είμαστε και ευτυχείς, ας πούμε, έστω και στις ατυχείς στιγμές της. Είναι μια δουλειά που όλοι σε αποτρέπουν να την κάνεις, και συ την κάνεις.
«Αυτή η νύχτα μένει». Η ταινία αυτή με βοήθησε να καταλάβω ότι αυτός ο χώρος εδώ πέρα, ο κινηματογραφικός, αλλά και ο καλλιτεχνικός, εκφράζει κατ’ απόλυτο τρόπο μια ολόκληρη κοινωνία, με τη νοοτροπία της. Εδώ πέρα είμαστε ένας χώρος στον οποίο μπορούν να συμβούν σπουδαία πράγματα, γιατί υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι σ’ όλους τούς τομείς.
Δεν το κατορθώνουμε αυτό, γιατί δεν είμαστε μητρόπολη, είμαστε επαρχία. Είμαστε επαρχία στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Επαρχία του κινηματογράφου. Μια μικρή χώρα. Αποτέλεσμα; Τρωγόμαστε μέχρις εκεί που δεν παίρνει και χάνεται έτσι πολύ μεγάλη ενέργεια και δημιουργικότητα. Θυμίζω ότι εγώ δεν θέλω να αποδείξω τίποτα με τη συμπεριφορά μου, θέλω να το κάνω μόνο με τη δουλειά μου. Βέβαια οι δουλειές δεν γινόντουσαν έτσι όπως θα ’πρεπε. Και δεν λέω ότι δεν έκανα και κάποιες δουλειές για να βγάλω χρήματα. Αλλά πιστεύω ότι ήταν ελάχιστες και οπωσδήποτε όχι της ντροπής. Τον καιρό που μεσουρανούσαν οι βιντεοκασέτες, δεν τις άγγιξα. Έτσι κάποια στιγμή είπα: «Δεν πάνε στο διάολο όλα; Έχω ένα σαράβαλο σπιτάκι στην Αίγινα. Θα το φτιάξω, θα αλλάξω δουλειά και θα πάω εκεί». Το ψυχικό κόστος ήταν πάρα πολύ μεγάλο. Αλλά είναι το σαράκι που με κράτησε στον χώρο. Εδώ μπορώ να προσθέσω, ότι ενώ μου δόθηκε μια ευκαιρία στα 25-26 να φύγω για έξω, δεν πήγα. Θα μπορούσα να πλένω πιάτα ακόμα αφού δεν ήταν βέβαιο ότι θα έκανα κάτι. Αλλά υπήρχαν αρκετά καλά δεδομένα. Όμως δεν το τόλμησα. Ήμουνα ήδη, από την παιδική ηλικία, πολύ κουρασμένος απ’ το περιβάλλον στο οποίο ξεκίνησα. Αλλά και να το έκανα, δεν σημαίνει ότι θα υπήρχε κάποιο αποτέλεσμα. Δεν είναι λίγες οι φορές από τότε που μελαγχολώ επειδή δεν τόλμησα. Γιατί, σας είπα, εδώ πέρα είναι επαρχία και μας τρώει ο δικός μας μικρόκοσμος.

«Το Μαύρο γάλα». Ήθελα να σας ρωτήσω, αν κάνατε λανθασμένες επιλογές στη σκακιέρα της ζωής.

* Και πολλές μάλιστα. Και σε προσωπικό επίπεδο. Αλλά και στη δουλειά μου. Πολλές φορές σε μια δουλειά μπορεί να έχουμε την πρόθεση ότι πάμε για το καλύτερο, και να μη μας βγει. Αλλά σε μερικές περιπτώσεις το βλέπεις απ’ την αρχή, ότι δεν θα πάει και πολύ το πράγμα. Δεν θα βγει αυτό που θα ‘θελες.
Και στη ζωή έχω κάνει λάθος επιλογές. Έχω πάρει λάθος αποφάσεις. Εκείνο που δεν έχω κάνει, πιστεύω, είναι ότι αυτές οι λάθος αποφάσεις, να έκαναν κακό και σε κάποιον άλλον. Δηλαδή ήταν λάθος αποφάσεις που αφορούσαν μόνο τον εαυτό μου. Δεν ήθελα να ξεφτιλίζομαι για 5 ευρώ. Δεν ήθελα να παίξω σε τρεις μάπες κι ας είχα δύο παιδιά. Εκεί, δυσκολεύτηκα πολύ. Αλλά δεν μπορούσα, δεν μου ‘βγαινε. Πέταγα σενάρια απ’ το πλοίο που πήγαινα στην Αίγινα. Αυτό ήταν μια λάθος απόφαση, γιατί έφερε μεγάλες δυσκολίες στην προσωπική ζωή. Προσπάθησα όμως να το ελαχιστοποιήσω όσο μπορούσα. Οπότε, στην προκειμένη περίπτωση, ναι, έκανα λάθη. Αλλά πώς προχωράει η ζωή αν δεν έχεις κάνει και λάθη. Όμως αυτόν τον διαχωρισμό καλού και κακού, σωστού και λάθος εγώ δεν το αποδέχτηκα ποτέ. Ο άνθρωπος είναι και αυτό, και εκείνο.

Γιατί κι από τα δύο μαθαίνει.

* Και χωρίς το ένα δεν υπάρχει το άλλο. Ανάλογα λοιπόν με την παιδεία του, ανάλογα με την καλλιέργειά του, ανάλογα με την ψυχοσύνθεσή του, θα εκφραστεί ως προς την τάδε κατεύθυνση ή ως προς την άλλη. Αλλά αυτό το «καλό και κακό» δεν το πίστεψα ποτέ.

«Κανείς δεν χάνει σε όλα», λέει μια ταινία του Νικολαΐδη. Εσείς τι λέτε; Είστε μαχητής; Τα παρατάτε εύκολα; Ή φτάνετε μέχρι τα άκρα για να πετύχετε;

* Όχι δεν τα παρατάω, αλλά δεν θα φτάσω και στα άκρα για να πετύχω το στόχο μου. Φυσικά δεν κάνω καμία έκπτωση αλλά δεν κάνω και τον ήρωα αφού έτσι έμαθα να ζω. Αν τα χέρια μου δεν κουνιόντουσαν, δεν θα γινόταν τίποτα. Επομένως, δεν τα παρατάω εύκολα. Όχι. Θα το εξαντλήσω το θέμα μέχρι κει που παίρνει.

Τα παιδιά σας ακολουθούν αυτή τη συνταγή;

* Η κάθε μία με τον τρόπο της έχει πάρει κάτι από τον «τσαμπουκά» μου. Είπα και στις δύο, ότι σ’ αυτόν τον κόσμο έχουμε έρθει για να τον ζήσουμε, για να τον χαρούμε. Είδα πολλά φιλαράκια στους δρόμους να αφήνουν πολύ γρήγορα τη ζωή τους. Σ’ αυτό τον κόσμο έχουμε έρθει για να στείψουμε τη ζωή και όχι για να σερνόμαστε. Αυτό λοιπόν τους είπα: «Αυτά είναι τα καλύτερά σας χρόνια, βρείτε έναν τρόπο να στείψετε τη ζωή και να την πάτε παρακάτω».

Πάμε κι εμείς παρακάτω. Στα «Φτηνά Τσιγάρα». Αντιμετωπίσατε προβλήματα που να σας αναγκάσουν να πάρετε φτηνά τσιγάρα;

* Έχω αντιμετωπίσει πάρα πολλές φορές στη ζωή μου δυσκολίες. Τότε όχι μόνο τσιγάρα δεν υπήρχαν αλλά ούτε και… σάλιο. Με γύριζαν ανάποδα και έπεφταν μόνο τα κλειδιά. Ευτυχώς, δεν άφηνα τις καταστάσεις να με πάρουν από κάτω. Έβρισκα κάτι για να τουμπάρω το θέμα. Μπορεί να μην ήταν η δουλειά μας, μπορεί να ήταν κάτι άλλο, δεν έχει σημασία. Κάποιες δουλειές «δεν κάτσανε», με δύο παιδιά λοιπόν τι έπρεπε να κάνω; Δεν θα πήγαινα να δουλέψω αλλού; Δεν πήγα στα δάνεια. Με διάφορες πίκρες, με διάφορα προβλήματα, κάναμε πάντα κάτι για να μη μας πάρει η «μπάλα».

«Σειρήνες στο Αιγαίο». Συναντήσατε «σειρήνες» στη ζωή σας; Σας πήρε η μπάλα;

* Δεν μπορώ να κρύψω ότι πάντα το γυναικείο φύλο ήταν για μένα μια γοητευτική ιστορία. Συνάντησα κι εγώ κάποιες «σειρήνες» αλλά δεν με παρέσυραν. Όπως δεν με παρέσυραν και οι επαγγελματικές σειρήνες. Ούτε οι βιντεοταινίες ούτε και αργότερα οι προτάσεις από το «Δελφινάριο». Το ότι εγώ δεν ξέρω κινέζικα, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν γραφεί αριστουργήματα στην κινέζικη γλώσσα, αλλά δεν θέλω να μάθω κινέζικα. Λοιπόν, για μένα ήταν «κινέζικα» όλα αυτά. Και είχαν και πάρα πολλά χρήματα. Αλλά σε καμία δουλειά – θέλω να με πιστέψετε – σε οποιαδήποτε συναλλαγή, απ’ την πρώτη κουβέντα, δεν ήταν τα χρήματα. Δηλαδή έβλεπα αν θα μπορούσα να είμαι κάτι. Δεν ήταν αυτοσκοπός μου τα χρήματα, παρότι μου έλειπαν. Γι’ αυτό κι εγώ πάντα παρακολουθώ όλες τις μορφές της τέχνης και όλους τους νέους ανθρώπους, όχι μόνο στις κεντρικές λεωφόρους, αλλά και στα σοκάκια, και στους παράδρομους, και στα υπόγεια. Μπορεί να μην είναι όλα καλά αλλά έχουν μια αλήθεια μερικά πράγματα.

«Τα 4 μαύρα κοστούμια», τώρα. Εσείς φορέσατε μαύρο κοστούμι για τη βράβευση στο «Βέρα Κρουζ» και στον «Κήπο του Θεού». Τι ρόλο έπαιξαν αυτά τα βραβεία για σας;

* Ήταν κάτι πολύ σημαντικό για μένα επειδή αποφάσισα να κάνω την αρχική μου σκέψη, δηλαδή τη σκηνοθεσία, και τελικά επιβραβεύτηκα. Μόλις ένιωσα λοιπόν έτοιμος, προχώρησα, έγραψα το σενάριο και σκηνοθέτησα τη «Βέρα Κρουζ», μια μικρή μήκους ταινία. Η έκπληξη ήταν μεγάλη επειδή πήρε πάρα πολλά βραβεία, και στη Δράμα και στο εξωτερικό, όπου κι αν παίχτηκε. Αλλού σημαντικότερα, αλλού λιγότερο σημαντικά. Αυτό μου έδωσε μεγάλη δύναμη για να πάω παρακάτω. Αμέσως μετά, έγραψα το σενάριο και σκηνοθέτησα την ταινία «Κήπος του Θεού». Μια παράξενη ταινία για τα δεδομένα μιας κατάστασης εδώ πέρα. Ερμηνεύτηκε λάθος ως μια ταινία που παίζει ένα παιχνίδι εξουσίας – αντιεξουσιαστών. Όχι: Η ταινία δεν παίζει σ’ αυτό το επίπεδο με τίποτα. Όχι γιατί με ενοχλεί απ’ ό, τι είπα και πριν, αλλά γιατί δεν παίζει. Άλλη είναι η ταινία, άλλο είναι το θέμα της. Το θέμα της είναι ο ανθρώπινος πόνος, η ανθρώπινη ύπαρξη, σε ακραίες συνθήκες. Αυτό είναι. Και πώς λειτουργεί ο άνθρωπος σε κάποιους χώρους. Όπως, και μια πέτρα να ρίξεις, η υφή της θα αλλάξει. Ο άνθρωπος αντιστέκεται. Δηλαδή, τι τους συνδέει αυτούς τους ανθρώπους και τι τους αποσυνδέει.
«Ο Κήπος τού Θεού» έχει ήρωες που στόχο έχουν να επιλέξουν τον τόπο θανάτου τους εκεί που δεν μπορούν να ζήσουν ούτε οι κατσαρίδες. Ο «Κήπος» ήταν προφητικός προς αυτό στο τι κάνει ένας άνθρωπος όταν δεν μπορεί να επιβιώσει. Αυτό είναι ένα ερώτημα. Κι όταν ο ίδιος δεν είναι υπεύθυνος αλλά κάποιοι άλλοι που του δημιούργησαν αυτές τις συνθήκες. Μάλιστα, εδώ έχουμε και την αφόρητη υποκρισία – είναι αυτό που λέω εγώ, όχι γιατί το λένε διάφορα πολιτικά κόμματα – ότι αυτή την Ευρώπη, δεν τη γουστάρω. Αυτή την Ευρώπη που έχει απεμπολήσει και τον διαφωτισμό και το ανθρώπινο πρόσωπο. Έχοντας όλες τις ακραίες φωνές, αυτή τη στιγμή, που διοικούν φτάσαμε σε ένα σημείο, έπειτα από έναν ολόκληρο κύκλο, να βλέπουμε κεκαλυμμένο φασισμό να κυβερνά χώρες. Αυτή λοιπόν την Ευρώπη δεν τη θέλω. Αυτή την Ευρώπη που ξεσκεπάστηκε από την υπόθεση των προσφύγων δεν την ανέχομαι. Και στο κάτω κάτω της γραφής, άμα ο Γερμανός με την κάλτσα ως το γόνατο και το πέδιλο, θέλει σ’ όλη του τη ζωή να κάνει 10 μέρες διακοπές και να δουλεύει μέχρι τα 75 του, ας το κάνει. Εγώ όμως δεν θέλω να το κάνω. Εκείνος ας δουλεύει μέχρι τα 75 του, τι με νοιάζει εμένα; Αφού είναι Γερμανός, ας κάνει το κράτος τους όπως θέλει να το κάνει. Όλος ο κόσμος πρέπει να ζήσει με αυτή τη νοοτροπία; Δεν νομίζω…

Προσπαθούν να επιβληθούν με κάθε τρόπο και με ακραίες μορφές.

* Έτσι ακριβώς. Αυτό μου έλεγε και μια φίλη που μένει στην Πορτογαλία. Μου είπε: «Τι σας λένε; Τι παραμύθια σας λένε; Ότι εμείς βγήκαμε από την κρίση επειδή τα δεχτήκαμε όλα; Ο μισθός όμως έγινε 299 ευρώ. Σύστημα υγείας δεν υπάρχει. Σύνταξη παίρνεις στα 70. Δηλαδή, πώς βγήκαμε;». Τι σημαίνει βγήκαμε; Σημαίνει ότι πληρώσαμε αυτά που πληρώσαμε και αυτά περίσσεψαν. Δηλαδή στην πράξη, για τον άνθρωπο, τι σημαίνει βγαίνω από μια κρίση; Αφού η κρίση στην κοινωνία παραμένει. Άρα λοιπόν έχουν δημιουργηθεί τεχνικές καταστάσεις για να επιβάλλουν σκληρές και απάνθρωπες πολιτικές. Αυτό είναι το θέμα.

Και πέρα απ’ το πόσο λαμόγια είμαστε εμείς, πόσο λαμόγια είναι οι άλλοι και πόσα λαμόγια υπάρχουν στις χώρες τους; Και εν πάση περιπτώσει όλοι κλέφτες ήταν; Ας υποθέσουμε ότι εμείς είμαστε κλέφτες. Όλοι οι άλλοι στις άλλες χώρες κλέφτες ήταν;
Ασφαλώς όμως ένα μεγάλο πρόβλημα είναι και η άγνοια των εκάστοτε που μας κυβερνούν. Συζητούσα με κάποιους που θα είναι, μάλλον, παραγωγοί στην επόμενη ταινία μου και μου έλεγαν: «Δεν είναι θέμα να διαφωνείς με μια κυβέρνηση ή να μη διαφωνείς. Το θέμα είναι ότι οι αρμόδιοι δεν ξέρουν το αντικείμενο». Γι’ αυτό και εγώ έλεγα ότι το να συναντήσεις έναν μαλάκα, εντάξει, είναι σχεδόν αναμενόμενο… Αλλά έναν μαλάκα με άποψη είναι το χειρότερο που μπορεί να σου τύχει.

Και αυτή την άποψη δεν μπορείς να του την ανατρέψεις κιόλας…

* Με τίποτα δεν μπορείς να την αλλάξεις επειδή όλοι κυκλοφορούν με παρωπίδες. Ανεξάρτητα από χρώμα. Υπάρχουν αυτή τη στιγμή κάτι φιλαράκια, που γίνανε βουλευτές και θα ήθελα από αυτούς να δω κάποια άλλα πράγματα. Λοιπόν, τι χρειάζεσαι, ρε μάγκα, τέσσερις συμβούλους; Τέσσερις συμβούλους σού δικαιολογεί. Τι τους χρειάζεσαι; Γιατί δεν μειώνετε λίγο τα εξοδάκια σας; Δεν λέω θα κερδίσει το κράτος κάποιο τεράστιο ποσό, αλλά κάντε το για συμβολικούς λόγους, για να πείσετε και έναν άλλο άνθρωπο όταν του παίρνετε αυτά που του παίρνετε. Δεν το κάνουν όμως. Ούτε για το θεαθήναι κι έτσι διαγράφουν τα όνειρα όλων και κυρίως των νέων.

Αλήθεια, κάνατε όνειρα που δεν έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα;

* Ναι, βέβαια. Πάρα πολλά, τα περισσότερα ως τώρα δεν πραγματοποιήθηκαν. Όπως η τελευταία μου ταινία το «I haven’ t dream» που έμεινε στο συρτάρι. Αλλά κι αυτό, αφού δεν έγινε, δεν πειράζει. Πάμε παρακάτω, σε κάτι που μπορεί να γίνει ας πούμε. Μπορεί να μην είναι το όνειρό μας ακριβώς, αλλά εντάξει. Από την άλλη όμως εγώ πίστευα ότι απ’ την στιγμή που σκέφτηκα κάτι τελικά θα το ξεκινήσω και θα το ολοκληρώσω. Κάπως έτσι έγινε πριν αρχίσει «Ο κήπος του Θεού». Τότε όλοι εναντιώθηκαν. Οι πάντες. Όμως τελικά προχώρησα και νίκησα. Μάλιστα σε τρεις περιπτώσεις τουλάχιστον που το πήγα «μέχρι αίματος» που λένε, έγινε η δουλειά.
Το θέμα είναι να βρεις κάτι, να πειστείς για την αξία του, να το αγαπήσεις πάρα πολύ, και να είσαι έτοιμος μέχρι και να πεθάνεις γι’ αυτό. Από τη στιγμή λοιπόν που το έχω κάνει έτσι, τελικά βγήκε ό, τι σκέφτηκα. Υπάρχουν όμως και κάποια πράγματα που είναι και ανεξάρτητα της θελήσεώς μου. Μπορεί εγώ να τα ονειρεύομαι αλλά εκείνα να μη με ονειρεύονται. Δεν το βάζω κάτω. Πάω γι’ άλλα. Καταλάβατε;

Κατάλαβα και γι αυτό πάω τώρα στην τελευταία ερώτηση: «Άγριος Σπόρος». Τι καρπό μπορεί να δώσει σήμερα, ένας άγριος σπόρος;

* Όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα εμπεριέχονται σ’ αυτόν τον άγριο σπόρο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ο ήρωας που παίζω εκεί, είναι πραγματικά ένας ήρωας γέννημα – θρέμμα αυτής της εποχής και αυτής της κοινωνίας. Ο Σταύρος που υποδύομαι είναι ένας άνθρωπος που δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος να έχει κάποια καλή γνώμη γι’ αυτόν. Και κάθε σχέση οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου με τον Σταύρο, είναι μια συντριβή για τον άλλον. Είναι ακριβώς, ως ήρωας, αυτά που περιγράφαμε πριν και που μας συνέβησαν όλα αυτά τα χρόνια. Γι’ αυτό και θεώρησα πολύ δυνατό και επίκαιρο το έργο του Γιάννη του Τσίρου. Και αυτός είναι και ο λόγος που συμμετέχω. Άλλος ένας λόγος είναι και το «Επί Κολωνώ» που είναι ένα θέατρο το οποίο έχει κάνει πολύ καλές δουλειές και που μέσα σε αυτό το χώρο λίγα πράγματα δίνονται με μια διαφορετική σκέψη και μια διαφορετική λογική. Γι’ αυτό και συνεργάστηκα αν και δεν ανήκω σε κάποια ομάδα ή κάτι τέτοιο. Όμως το θέατρο “Επί Κολωνώ”, η κυρία Ελένη Σκότη και το έργο με κέρδισαν.

Αλήθεια, πως είναι η συνεργασία δύο σκηνοθετών;

* Κοιτάξτε να δείτε, εγώ έχω το ευτύχημα όταν με φωνάζουν για ηθοποιό να πηγαίνω μόνο για αυτό. Όλα τα άλλα τα ξεχνάω, δεν με ενδιαφέρουν. Δηλαδή στον κινηματογράφο δεν με ενδιαφέρει πού είναι η κάμερα, τι θα κάνεις, πώς θα το γυρίσεις, δεν με νοιάζει καθόλου. Με φώναξες για ηθοποιό. Γι’ αυτό και εγώ σε δικές μου ταινίες δεν παίζω. Δηλαδή προτιμώ να παίζω μόνο σε ταινίες άλλων. Γιατί το θεωρώ και λίγο ξιππασιά. Δηλαδή ένα είδος one man sow ας πούμε, όπου δεν με ενδιαφέρει. Μπορεί να μη γίνεται και γι’ αυτούς τους λόγους, αλλά εμένα δεν με νοιάζει. Με την έννοια ότι άλλα ζητάω ως σκηνοθέτης, και άλλα προσφέρω ως ηθοποιός. Επομένως, όταν συμμετέχω κάπου σαν ηθοποιός, συμμετέχω μόνο σαν ηθοποιός.
Μια φορά, Χριστό με είχε κάνει ένας σκηνοθέτης κάποια στιγμή που δυσκολεύτηκε. «Εσύ ρε Τάκη ποια γνώμη έχεις; Τι λες;». Δεν περίμενα ούτε λεπτό. Σηκώθηκα και έφυγα. Πήγα για καφέ… Γιατί, πραγματικά, στην Ελλάδα έχουμε μπλέξει τα πράγματα και όταν δηλώνεις κάποιες ιδιότητες, νομίζεις ότι τα κάνεις όλα. Όχι! Κάνω τώρα αυτό το πράγμα και μόνο αυτό. Όποτε θα κάνω το άλλο, θα κάνω το άλλο. Όλα είναι τόσο διαχωρισμένα μέσα μου επομένως, εδώ με την κυρία Σκότη συνεργαστήκαμε, πιστεύω σε υψηλά επίπεδα και βγήκε ένα δυνατό αποτέλεσμα. Εκείνη ως σκηνοθέτις κι εγώ ως ηθοποιός.

Πριν κλείσουμε θέλω να μας πείτε τη γνώμη σας για τα κατοικίδια.

* Δεν έχω κατοικίδιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν τα αγαπάω. Παρότι είμαι εκνευρισμένος στην περιοχή της Νέας Σμύρνης που ζω. Είμαι εκνευρισμένος απ’ τους ανθρώπους που νομίζουν ότι τα αγαπάνε. Οι περισσότεροι τα παίρνουνε για να χαρούνε λίγο τα παιδιά τους και μετά τα παρατάνε στο δρόμο. Ή όταν τα έχουν δεν τα περιποιούνται, δεν τα φροντίζουν. Επειδή λοιπόν έχω δυο παιδιά – και έχοντας ένα ζώο – είναι σαν να έχω ένα τρίτο, δεν ήθελα ένα τρίτο. Βέβαια μπορώ να πω μια γοητευτική εμπειρία μου με σκύλο. Και αν είχα ζωάκι θα είχα σκύλο. Εξαιρετική σχέση είχε ο πατέρας μου με ένα σκύλο, τον οποίο τον έλεγε «Κυριάκο». Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι την ημέρα που πέθανε ο πατέρας μου, πέθανε κι ο σκύλος του. Και εκεί αντιλήφθηκα ότι ένα τέτοιο δέσιμο δεν θα μπορούσα να το αντέξω. Ο σκύλος είναι ένα ζώο που δένεται πάρα πολύ με τον άνθρωπο. Επειδή λοιπόν εγώ είμαι με τον εαυτό μου απείθαρχος όταν άλλα σκέφτομαι το πρωί, άλλα σκέφτομαι το μεσημέρι και άλλα το βράδυ, δεν θα μπορούσα να κρατήσω ένα σκυλάκι. Όταν ξαφνικά «βουτάω» το καράβι και τρέχω στην Αίγινα, δεν μπορώ να αφήσω τον σκύλο κάπου. Δηλαδή ή έχεις την ευθύνη για ένα ζώο ή όχι. Αλλιώς γίνεσαι ένας φιλόζωος της πλάκας. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να αναλάβω τη φροντίδα ενός ζώου παρότι το σπίτι το επέτρεπε. Όταν μου λέγανε οι κόρες μου κάτι τέτοιο, τους έλεγα: «Όχι, γιατί θα το πάρετε εσείς και θα τον τραβάω εγώ για όλα όσα χρειάζεται». Αυτός είναι ο λόγος που δεν πήρα. Τώρα όμως που μεγάλωσα κι έχω μείνει εντελώς μόνος μου (και μ’ αρέσει πολύ που είμαι μόνος), καμιά φορά το σκέφτομαι, στην Αίγινα, εκεί που πάω. Αλλά, πάλι, άμα θέλω να φύγω, πού να τον αφήσω; Καλύτερα μόνος λοιπόν…

Εδώ τελικά τελειώσαμε και σας ευχαριστώ πολύ.

* Εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ και ελπίζω να βγάλατε άκρη με όσα είπα αν και είναι λίγο άναρχα…

* Η φωτογράφιση έγινε στο Pasaji του City Link, στην οδό Βουκουρεστίου. Οι φωτογραφίες ανήκουν στο catisart.gr

Πληροφορίες για την παράσταση «Άγριος σπόρος»

Η νέα επιλογή της Ομάδας Νάμα για τη φετινή σεζόν είναι το σύγχρονο ελληνικό έργο «Άγριος Σπόρος» του Γιάννη Τσίρου, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη στην Κεντρική Σκηνή του Επί Κολωνώ.
Κοινωνικό δράμα με πικρό χιούμορ στο παρακμιακό πλαίσιο ενός ελληνικού επαρχιακού τοπίου. Ένα τοπίο όπου η ανυπακοή σε διατάξεις και νόμους αποτελεί καθημερινή άσκηση επιβίωσης, όπου οι τυχόν κατηγορούμενοι δεν κατανοούν ποτέ με ακρίβεια τους λόγους για τους οποίους κατηγορούνται και όπου οι προκαταλήψεις, όπως όλων μας άλλωστε, μετατρέπουν μισές αλήθειες σε ακράδαντα κατηγορητήρια.

Λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου

Με την αυτοσχέδια καντίνα που έστησε ο Σταύρος σε μια απόμερη παραλία προσπαθεί να φέρνει βόλτα τα χρέη που τον έχουν ζώσει πουλώντας σουβλάκια τα καλοκαίρια στους λιγοστούς τουρίστες. Όμως η μυστηριώδης εξαφάνιση ενός νεαρού Γερμανού θα φέρει φέτος τα πάνω κάτω. Οι σε βάρος του υποψίες απ’ τους Γερμανούς που κατέφθασαν στην περιοχή διχάζουν στην αρχή το χωριό, αλλά όλοι σιγά σιγά θα θυμηθούν ότι η καντίνα είναι αυθαίρετη, το φυσικό τοπίο παραβιάζεται, η γεννήτρια δημιουργεί ηχορύπανση, το χοιροστάσι του, που βρωμάει, δεν έχει και άδεια και… πάει λέγοντας. Άσε που αυτός είναι κι ο σφάχτης της περιοχής. Όταν βέβαια οι υποψίες – που με τα συμφραζόμενα και τις προκαταλήψεις έγιναν βεβαιότητες – θα μείνουν μετέωρες, επειδή οι έρευνες θα στραφούν αλλού, τίποτα πλέον δεν θα είναι όπως πριν. Η άμμος της παραλίας θα γίνει κινούμενη κι οι αταλάντευτες πεποιθήσεις, όπως και του Σταύρου, θα υποστούν ρωγμή. Οι ρίζες όμως του κάθε Σταύρου είναι πάντα γερά γαντζωμένες μες το άγριο τοπίο.

ΑΓΡΙΟΣ ΣΠΟΡΟΣ – ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ

Συντελεστές

Παραγωγή: Ομάδα Νάμα
Κείμενο: Γιάννης Τσίρος
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Σκηνικά, Κοστούμια, Διεύθυνση Παραγωγής: Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτογραφίες: Δημήτρης Στουπάκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Περίκλεια Χονδροπούλου
Διανομή
Σταύρος: Τάκης Σπυριδάκης
Χαρούλα: Ντάνη Γιαννακοπούλου
Αστυνομικός: Ηλίας Βαλάσης

Πληροφορίες

Παραστάσεις: Έως 19 Ιανουαρίου 2016
Ημέρες και Ώρες Παραστάσεων: Σάββατο στις 6 μ.μ.
Κυριακή στις 9:30 μ.μ.
Δευτέρα και Τρίτη στις 9 μ.μ.
Τιμές εισιτηρίων: Κανονικό: 16 ευρώ.
Φοιτητικό και Ανέργων κάθε Δευτέρα/Τρίτη: 10 ευρώ
Φοιτητικό και ανέργων κάθε Κυριακή: 12 ευρώ.
Διάρκεια: 100′
Χώρος: Κεντρική Σκηνή
Θέατρο Επί Κολωνώ
Διεύθυνση: Ναυπλίου 12 και Λένορμαν 94
Περιοχή: Κολωνός, κοντά στο μετρό Μεταξουργείο.
Τηλέφωνο: 210-51.38.067

Ένα σύντομο βιογραφικό του Τάκη Σπυριδάκη

Γεννήθηκε στην Αίγινα στις 4 Φεβρουαρίου του 1958. Είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Έχει συμμετάσχει σε 13 ταινίες, ενώ το σκηνοθετικό του ντεμπούτο πραγματοποίησε το 1994 με την ταινία «Ο Κήπος του Θεού», της οποίας έγραψε και το σενάριο. Η ταινία τιμήθηκε με 7 κρατικά βραβεία ποιότητας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη ερμηνεύοντας έναν από τους πρωταγωνιστές της ταινίας «Γλυκιά Συμμορία», σε σκηνοθεσία του Νίκου Νικολαΐδη (1983). Για την ερμηνεία του εκείνη απέσπασε το ειδικό βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τον ίδιο χρόνο. Αξιοσημείωτη ήταν και η δεύτερη συμμετοχή του, στη «Λούφα και Παραλλαγή» του Νίκου Περάκη (1984). Ακολούθησαν η «Πρωινή Περίπολος» (Νίκος Νικολαΐδης, 1986), «Προστάτης Οικογένειας» (Νίκος Περάκης, 1997), «Αυτή η Νύχτα Μένει» (Νίκος Παναγιωτόπουλος, 1999), «Μαύρο Γάλα» (Νίκος Τριανταφυλλίδης, 1999), «Κανείς δεν χάνει σε Όλα» (Διονύσης Γρηγοράτος, 2000), «Φτηνά Τσιγάρα» (Ρένος Χαραλαμπίδης, 2000), «Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου» (Νίκος Παναγιωτόπουλος, 2002), «Λούφα και παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο» (Νίκος Περάκης, 2005), «Ισοβίτες» (Θόδωρος Μαραγκός, 2008) και «4 Μαύρα Κοστούμια» (Ρένος Χαραλαμπίδης, 2009). Το 1989 ο Σπυριδάκης έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία μικρού μήκους «Βέρα Κρουζ», που απέσπασε το 1ο βραβείο καλύτερης ταινίας στο αντίστοιχο Φεστιβάλ, τιμήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και βραβεύτηκε από το Εθνικό Κέντρο Ταινιών της Γαλλίας, το 1990.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -