18.1 C
Athens
Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

Σοφία Βέμπο: Λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα πριν να γνωρίσω εσένα που πρόσμενα καιρό…

«Πόσο λυπάμαι»

1939

Στίχοι: Βασίλης Σπυρόπουλος και Πάνος Παπαδούκας
Μουσική: Κώστας Γιαννίδης
Ερμηνεία: Σοφία Βέμπο

Πολλές αγάπες γνώρισα, αγάπησα και χώρισα
μα όπου κι αν γυρνούσα, εσένα ζητούσα.
Στα όνειρα τα χίλια μου, σε γύρευαν τα χείλια μου
σε γύρευε η ψυχή μου και πόθοι κρυφοί μου.

Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα
πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό,
μα πως φοβάμαι πως ίσως μια μέρα, σε χάσω
γιατί να σε ξεχάσω ποτέ δε θα μπορώ…

Γείρε κοντά μου, αγάπη γλυκιά μου,
θέλω ακόμα ξανά να σου πω…

Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα
πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό,
μα πως φοβάμαι πως ίσως μια μέρα σε χάσω
γιατί να σε ξεχάσω ποτέ δε θα μπορώ…

 

Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης με το όνομα Έφη Μπέμπο.
Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 1914 με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, όπου και επέστρεψε στη Τσαριτσάνη και από εκεί εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βόλο όπου οι γονείς της εργάστηκαν ως καπνεργάτες.
Όπως έχει πει η ίδια:
Όσο μεγάλωνα τόσο γινόταν συνείδηση μέσα μου ο προορισμός της ζωής μου. Και προορισμός μου πίστευα πως ήταν να παντρευτώ και να δημιουργήσω δική μου οικογένεια. Εάν μου έλεγαν τότε ότι το 1947 θα ήμουν ανύπανδρη και θα είχα ως επάγγελμα να λέω τραγούδια στο θέατρο, ομολογώ πως θα θύμωνα πολύ και ίσως έβαζα τα κλάματα. Στο σπίτι μου πίστευαν και με δίδασκαν ότι έπρεπε να γίνω μια καλή νοικοκυρά, μια τρυφερή σύζυγος και μια στοργική μητέρα
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ’ ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της. Οι πρώτοι της μισθοί ήταν 6.000 δρχ. το μήνα για τον πρώτο χρόνο και 10.000 δρχ. για τον δεύτερο. «Οι αριθμοί με ζάλισαν», έχει αναφέρει.

Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα. Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής. Λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της η καταξίωση δεν άργησε να έρθει.
Με την κήρυξη του πολέμου το 1940 ανέλαβε την εμψύχωση των Ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο με πατριωτικά και σατυρικά τραγούδια, ενώ πρωταγωνίστησε σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα.

Όλα αυτά τα χρόνια, η Σοφία Βέμπο διατηρούσε δεσμό με τον συγγραφέα και στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο.

Το καλοκαίρι του ‘40, ο ποιητής και στιχουργός Μίμης Τραϊφόρος μεγαλουργεί, ως κομπέρ στην περίφημη «Όασι» του Ζαππείου, ενώ η Βέμπο γνωρίζει την αποθέωση στο θέατρο. Λέγεται πως εκείνη πήγε να τον δει με την παρέα της, κι εκείνος έκανε κάποιο σχόλιο που την πείραξε. Τον Αύγουστο του ‘40, η Σοφία δηλώνει. «Δεν θέλω να τον συναντήσω ποτέ. Ούτε καλλιτεχνικά ούτε και στη ζωή μου»…
Τελικά λίγο αργότερα, στα παρασκήνια του θέατρου «Μοντιάλ» η Σοφία προσεγγίζει τον Τραϊφόρο και του ζητάει να της γράψει ένα πολεμικό τραγούδι, πάνω στη μουσική της «Ζεχρά».
«Από πότε οι θεές ζητάνε χάρες από τους ανθρώπους»; της απαντά εκείνος.
Για χάρη της, γράφει σε ένα διάλειμμα της παράστασης το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά».
Η Σοφία βρίσκει σκληρό το τέλος που λέει «αν δεν ‘ρθείτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ».
Του ζητά να το αλλάξει κι ο Τραϊφόρος αντικαθιστά τον στίχο με το «με της νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά».
Έτσι γεννήθηκε «η τραγουδίστρια της νίκης» αλλά κι ένας μεγάλος έρωτας.
Το ζευγάρι αρραβωνιάστηκε στην Αίγυπτο το 1942, όπου είχαν διαφύγει στα χρόνια της Κατοχής, για να επιστρέψουν στην Αθήνα μετά την Απελευθέρωση. Το 1946, και ενώ η επιθεώρησή τους «Ελλάδα μου κουράγιο» γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, ο αδελφός της Σοφίας Βέμπο ανακοινώνει ότι η τραγουδίστρια θα πάει στην Αμερική για περιοδεία.

Ο Τραϊφόρος παρ’ όλες τις προσπάθειές του δεν θα καταφέρει να τη μεταπείσει να παραμείνει στην Ελλάδα.
Ταυτόχρονα μάλιστα κυκλοφορούν φήμες ότι εκεί την περιμένει ένας πλούσιος γαμπρός. Όταν, ύστερα από καιρό, ο Τραϊφόρος λαμβάνει ένα μάλλον ψυχρό και αδιάφορο γράμμα από τη Βέμπο, εκείνος, της γράφει τους στίχους του τραγουδιού:
«Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ/ να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι».
Η Βέμπο συγκινήθηκε και επέστρεψε στην αγκαλιά του.

Την περίοδο 1967-1974 συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Τη βραδιά του «Πολυτεχνείου» άνοιξε το σπίτι της κι έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της.

Η γυναίκα σύμβολο, έφυγε τελικά από τη ζωή στις 11 Μαρτίου του 1978.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -