Πάνω: Η Σοφία Πελοποννησίου – Βασιλάκου στο σπίτι της.
Του Παναγιώτη Μήλα
[email protected]
Είναι μεγάλη τύχη να συναντάς ένα νέο άνθρωπο γεμάτο πάθος, γεμάτο φαντασία και γεμάτο όνειρα. Έναν άνθρωπο που έμαθε από τα μικράτα του να αντιμετωπίζει τις φουρτούνες της ζωής πάντα νικηφόρα. Ακόμη και όταν τα κύματα των προβλημάτων ήταν πανύψηλα, κατάφερνε με ένα μαγικό τρόπο να τα τιθασεύει. Το γονίδιο βοήθησε ώστε να έχει πάντα τον τελευταίο λόγο και πάντα ο λόγος αυτός να εμπεριέχει την τελική επιτυχία. Η Σοφία Πελοποννησίου – Βασιλάκου έχει τον τρόπο να βρίσκει τις λύσεις. Δεν λυγίζει αλλά και δεν αφήνει τους άλλους να καταλάβουν ποιες μάχες δίνει κάθε φορά. Διαθέτει ένα πλατύ χαμόγελο για να κρύβει το δρόμο που ακολουθεί. Με αυτό το χαμόγελο με οδήγησε σε ένα φωτεινό μονοπάτι. Μαζί κάναμε το ταξίδι του αστεριού στο χρόνο και στον πολιτισμό.
Μαζί βρεθήκαμε νοερά στην Κίμωλο και στο Λονδίνο. Στην Καλαμάτα και στο Αμβούργο. Στο Τροκαντερό και στο Παρίσι. Στο Φάληρο και στη Θεσσαλονίκη. Αλλά και στη Βαρειά της Μυτιλήνης. Μαζί βρεθήκαμε στη Λεωφόρο Αμαλίας, απέναντι από τον Εθνικό Κήπο. Εκεί συζητήσαμε μέσα σε ένα ιστορικό διαμέρισμα. Μιλήσαμε για τα πρόσωπα που γνώρισε, για τα πρόσωπα που αγάπησε και για εκείνα που αγαπά…
Διαβάστε τη συνέντευξη.
Παναγιώτης Μήλας: Λέω να ξεκινήσουμε κάνοντας “Το ταξίδι του αστεριού…”
Σοφία Πελοποννησίου – Βασιλάκου: Πού το βρήκατε αυτό; Είναι το παιδικό βιβλίο που έγραψα και είχα τη χαρά να το εικονογραφήσει ο Γιώργος Μαγγλίνης.
– Θέλετε λοιπόν να αρχίσουμε αυτό το ταξίδι του αστεριού με κάποιους σημαντικούς σταθμούς της ζωής σας; Μπορούμε να κάνουμε την αρχή από την Κίμωλο;
* Βεβαίως.
– Από την Κίμωλο λοιπόν που είναι η αφετηρία της οικογένειας. Τα παιδικά σας χρόνια. Μνήμες, γεύσεις, αρώματα…
* Η Κίμωλος για μένα είναι βασικά δύο πράγματα είναι τα παιδικά χρόνια του πατέρα μου, γιατί εκεί γεννήθηκε και εκεί έζησε τα χρόνια της κατοχής και αυτά που μου έχει διηγηθεί με έχουν συγκλονίσει. Για παράδειγμα ενώ ήταν ένα παιδί που ήταν πάντα πρώτος μαθητής, επειδή ήταν ορφανός, γιατί είχε σκοτωθεί ο πατέρας του στον πόλεμο, κάποιοι συγχωριανοί του φέρονταν πολύ άσχημα, και όλες αυτές οι ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσα ήταν πράγματα που επηρέασαν πάρα πολύ τον τρόπο σκέψης μου. Όμως είναι και για μένα όλα τα καλοκαίρια της ζωής μου. Τα καλοκαίρια που δεν πήγα στο νησί είναι μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Κατά κάποιο τρόπο είναι οι ρίζες μου. Μπορεί να μη γεννήθηκα εκεί, να μην πήγα εκεί σχολείο, αλλά είναι ο τόπος που, ενώ έχω αλλάξει πάρα πολλούς τόπους στη ζωή μου, είναι ο τόπος που επανέρχομαι κάθε φορά και παίρνω δυνάμεις.
– Εσείς πού γεννηθήκατε;
* Γεννήθηκα στην Αθήνα, μεγάλωσα όμως στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στην Καλαμάτα, αλλάζοντας διάφορα σχολεία. Βρέθηκα ακόμη και στη Γερμανία, στο Αμβούργο. Αργότερα έζησα για μία πενταετία στην Αγγλία, στο Λονδίνο. Επέστρεψα πίσω το 2005 όπου άρχισα να ασχολούμαι με το πώς θα μπορέσει να γίνει το Ίδρυμα Κατακουζηνού και να λειτουργήσει με το σωστό τρόπο.
Η γνωριμία με τη Λητώ Κατακουζηνού
– Νωρίτερα όμως είχατε συνεργασία με τη Λητώ Κατακουζηνού…
* Γνώρισα τη Λητώ το 1989, όταν διάβασα το βιβλίο που είχε γράψει για τον σύζυγό της.
– Αυτό με το όνομα του συζύγου της;
* Ναι! “Άγγελος Κατακουζηνός, ο Βαλής μου”. Ήμουν πρωτοετής φοιτήτρια τότε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Της έστειλα ένα γράμμα. Το γράμμα αυτό ήταν η αρχή της γνωριμίας μας. Πρόσφατα έπεσε και πάλι στα χέρια μου αυτό το γράμμα. Συγκινήθηκα πάρα πολύ. Η ιστορία αυτού του ανθρώπου λίγο μου θύμιζε την ιστορία του δικού μου πατέρα η οποία έπαιζε και παίζει, όπως σας είπα, ένα πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Βεβαίως ο Κατακουζηνός ήταν μια άλλη περίπτωση, αλλά υπήρχε αυτό το συναίσθημα για εμένα. Έβλεπα και στους δύο αυτούς ανθρώπους την παθογένεια της Ελλάδας από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τώρα. Άνθρωποι που αξίζουν να διώκονται με κάθε δυνατό τρόπο. Το έζησα αυτό με έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν μύθος και η ζωή του και όλα αυτά που προσπάθησε να κάνει φάνταζαν στα μάτια μου απίστευτα και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί διώχθηκε τόσο πολύ, ενώ ήταν ένας άνθρωπος που ανήκε κατά κάποιο τρόπο «στο σύστημα». Δηλαδή δεν ήταν ένας outsider που ήρθε από το πουθενά και πήγε να ανατρέψει τα πράγματα.
– Ήταν στο σύστημα αλλά κυρίως… απέναντι στο σύστημα.
* Αυτό λοιπόν με το γράμμα δεν το είχα ξανακάνει. Ούτε είχα στείλει ποτέ, αλλά ούτε το ξανάκανα μετά. Στη Λητώ όμως ήθελα να γράψω. Κι όχι μόνο εγώ, έγραψε η μισή Αθήνα και από το εξωτερικό και από άλλα μέρη της Ελλάδας… Της έστειλα την επιστολή αυτή και λίγες μέρες μετά μου ήρθε ένα τηλεγράφημα στο οποίο μου έλεγε: «Η γραφή σας με συγκίνησε βαθιά. Επιθυμώ να συναντηθούμε».
– Ήταν 86 ετών τότε;
* Τουλάχιστον, 85…
– Και ήδη είχε πεθάνει ο Βαλής από το 1982, δηλαδή επτά χρόνια νωρίτερα.
* Με δισταγμό της τηλεφώνησα και ενώ περίμενα να ακούσω μια ηλικιωμένη γυναίκα συντετριμμένη, άκουσα μια φωνή, πολύ παθιασμένη, πολύ φρέσκια…
* Ήταν για μένα πραγματικά ένα ταξίδι στο χρόνο, ήταν μια ανάσα ανάμεσα στη Φιλοσοφική Σχολή. Ανάμεσα στο τσιμεντένιο κτήριο πάνω στα Ιλίσια και σε μια Αθήνα, εκεί στο τέλος της δεκαετίας του ’80, που πραγματικά δεν την έβρισκα καθόλου γοητευτική. Η Λητώ όμως ήταν για μένα ένας άλλος κόσμος, ήταν ένα καταφύγιο. Έμπαινες μέσα σ’ αυτό το σπίτι, το οποίο πραγματικά ήταν ταλαιπωρημένο. Έπεφταν οι σοβάδες και υπήρχε μια κατάσταση που ήταν σαν να βλέπεις μια πολύ ωραία γυναίκα που μαραζώνει σε ένα παλάτι που καταστρεφόταν. Και όμως, η γυναίκα αυτή είχε φοβερή γοητεία. Καταφέραμε λοιπόν τότε, με τη βοήθειά της, να φτιάξουμε σιγά σιγά έναν Όμιλο. Έγινα πρόεδρος αυτού του Ομίλου. Κάναμε διάφορες εκδηλώσεις που είχαμε την τύχη να τις παρακολουθήσουν ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας και ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος. Επίσης φοβερός ο Νίκος Αθανασιάδης που είχε γράψει το “Σταύρωση χωρίς Ανάσταση”. Εκείνη την εποχή παιζόταν μάλιστα αυτό το έργο στον ΑΝΤ1, ήταν η αρχή της ιδιωτικής τηλεόρασης…
– Ο Τάσος Αθανασιάδης;
* Όχι ο Τάσος. Όλοι τον μπερδεύουν με τον Τάσο. Υπήρχε και ο Νίκος Αθανασιάδης ο όποιος ήταν ένας εκπληκτικός άνθρωπος. Θυμάμαι μου είχε πει κάποτε πως η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωή του ήταν όταν γνώρισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο κι όταν γνώρισε τη γυναίκα του. Αυτές ήταν οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής του. Ένας απίστευτος άνθρωπος. Το μυθιστόρημα “Σταύρωση χωρίς ανάσταση” είναι ένα αριστούργημα. Είναι κρίμα που το έχουμε ξεχάσει.
Από τη Λητώ γνώρισα επίσης τον Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα, ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικής ευφυΐας και σεμνότητας άνθρωπος. Όλοι νομίζουν ότι ο Γκίκας ήταν πολύ ελιτιστής. Κατά βάθος ήταν ένας άνθρωπος πολύ ευαίσθητος, πολύ τρυφερός. Σκληρός με τον εαυτό του αλλά γενναιόδωρος με τους άλλους, και με πολύ χιούμορ. Γνωρίζοντας αυτό τον άνθρωπο άλλαξε ο τρόπος σκέψης μου όχι μόνο σε θέματα τέχνης αλλά και σε φιλοσοφία ζωής. Προφανώς είχε παρόμοια φιλοσοφία και ο Κατακουζηνός. Γιατί συχνά μίλαγα με τον Γκίκα και τον ρώταγα για τον Κατακουζηνό. Παρόλο που ήταν διαφορετικοί σε κάποια πράγματα, και το λέει νομίζω κάπου και η Λητώ, είχαν το ίδιο ύφος.
«Ρώσικο τσάι με την Άννα Σικελιανού»
* Από εκείνη την περίοδο θυμάμαι επίσης τη γνωριμία μου με την Άννα Σικελιανού. Είχα την τύχη να τη βλέπω για πάρα πολλά χρόνια και μετά που έφυγε η Λητώ μιας και η Άννα έζησε αρκετά χρόνια. Άλλη απίστευτη γυναίκα, εντελώς διαφορετική από τη Λητώ. Μια γυναίκα που μέσα σε ένα τόσο μικρό σπιτάκι μπορούσε να σου χαρίσει τον ουρανό με τα άστρα. Με καλούσε για τσάι με τις φίλες της. “Ρώσικο τσάι” έλεγε και είχε φτιάξει χίλια δυο με τα χέρια της. Καταλαβαίνετε τώρα πως για έναν άνθρωπο είκοσι με είκοσι πέντε χρονών, όλο αυτό το πράγμα, όλες αυτές οι ιστορίες ήταν κάτι μαγικό. Γι’ αυτό και θέλησα τόσο πολύ να κρατήσω αυτό το σπίτι και αυτή την ατμόσφαιρα, φυσικά με τη βοήθεια των υπολοίπων του διοικητικού συμβουλίου. Αλλά εγώ είχα αυτό το πάθος αν θέλετε, να μοιραστώ δηλαδή με τους άλλους αυτή τη μαγεία που είχα εισπράξει και που ήταν ένα αντίβαρο στην πραγματικότητα. Καμιά φορά όταν διαβάζω που λέει ο Κατακουζηνός για τον Θεόφιλο ότι «όλοι οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από ένα παραμύθι κι ο Θεόφιλος έφτιαξε ένα παραμύθι για να μπορέσει να αντέξει την πραγματικότητα» κι όλα αυτά σκέφτομαι ότι κι εμένα το δικό μου παραμύθι ήταν οι Κατακουζηνοί.
Γιατί η πραγματικότητα υπάρχει, και υπήρχε και τότε και το 1990 και το 2000… Άσχετα αν ήταν πασπαλισμένη με ζάχαρη, κανένας μας δεν είχε την αίσθηση ότι ζούσε σε έναν κόσμο στον όποίο ήταν όλα δίκαια.
– Πριν φτάσουμε εκεί, στην Οικία Κατακουζηνού, ας συνεχίσουμε την περιήγηση ανά την Ελλάδα.
* Στο Δημοτικό άλλαξα αρκετά σχολεία και μου έχουν μείνει τα χρόνια στην Καλαμάτα κυρίως που είχα την τύχη να μένω στο λιμεναρχείο της Καλαμάτας. Ένα καταπληκτικό κτίριο με έναν υπέροχο κήπο. Τότε ήταν πραγματικά από τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου. Έχω μάλιστα μια επιθυμία: Πρέπει κάποτε να ξαναφτιαχτεί αυτός ο κήπος του Λιμεναρχείου, γιατί πήγα πριν από μερικά χρόνια και έπαθα σοκ από την εγκατάλειψη. Ήταν για μένα από τα ωραιότερα μέρη του κόσμου αυτός ο κήπος.
– Στον παραλιακό δρόμο της Καλαμάτας είναι το Λιμεναρχείο;
* Ναι. Στην παραλία κάτω είναι και αυτό το σπίτι που μέναμε. Θυμάμαι όταν έφυγα από εκεί τόσο πολύ στενoχωρήθηκα που είχα πάει και φιλούσα τους τοίχους του σε κάθε δωμάτιο. Το θυμάμαι αυτό. Ήμουν τότε B’ – Γ’ Δημοτικού. Στη συνέχεια έρχομαι για αρκετά χρόνια στον Πειραιά και τελειώνω το σχολείο, τη Jeanne D’ Arc.
Τις καλόγριες που λέμε;
* Ναι, τις καλόγριες. Δεν ήταν ίσως το καλύτερο σχολείο που θα μπορούσα να έχω τελειώσει για ένα χαρακτήρα σαν το δικό μου αλλά απέκτησα καλές φίλες. Ήμουν στο δεκαπενταμελές συμβούλιο και κάναμε ό, τι μπορούσαμε.
– Το δεκαπενταμελές βέβαια δεν είναι και κάτι “καλό” για το βιογραφικό σας…
* Τότε ήταν μόλις είχε ξεκινήσει αυτό το σύστημα. Εγώ μπήκα στο δεκαπενταμελές στην Α’ Λυκείου και μάλιστα ήμουν το δεκατοπέμπτο μέλος… Τότε δεν είχαμε πολιτικά και τέτοια θέματα. Ο στόχος μας ήταν να μπορούμε να κάνουμε περισσότερο αθλητισμό, να μπορούμε να ανεβάσουμε θεατρικά έργα. Καταφέραμε τότε να οργανώσουμε μια γιορτή για το Πολυτεχνείο.
«Πάλης ξεκίνημα» με κόκκινα γαρίφαλα…
* Είχαμε τη φαεινή ιδέα, όταν ανοίγει η αυλαία να είναι η σκηνή γεμάτη γαρίφαλα και να βγαίνουμε εμείς, όλη η τάξη, τραγουδώντας το “Πάλης ξεκίνημα”. Είχαμε μοιράσει και τους στίχους όλων των τραγουδιών σε όλους τους συμμαθητές μας. Τραγουδάγαμε όλοι μαζί. Καταλαβαίνετε ότι αυτό δεν ήταν ακριβώς το αναμενόμενο από τη διοίκηση της Σχολής. Έτσι όλα τελείωσαν με κάτι ψιλο-αποβολές, οι οποίες τελικά έμειναν μόνο στα λόγια. Απλώς γίναμε λίγο «μαύρα» ή μάλλον «κόκκινα» πρόβατα, επειδή υπήρχε και ένα επαναστατικό στοιχείο σε αυτή τη γιορτή. Μετά τα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν ήταν ένας συνδυασμός ανάμεσα σ’ αυτά που αγαπούσα και σ’ αυτά που έπρεπε να κάνω για να ζήσω. Δηλαδή έπρεπε να πάω στο πανεπιστήμιο ή μετά να αρχίσω να δουλεύω στην Τράπεζα, και ταυτόχρονα ήμουν στο Παιδικό Μουσείο και μάθαινα να κάνω εκπαιδευτικά προγράμματα.
– Στην οδό Κυδαθηναίων, στην Πλάκα;
* Ναι, εκεί. Στην Κυδαθηναίων με τη φοβερή δασκάλα καθηγήτρια τη Σοφία Ρωκ-Μελά. Εδώ πρέπει να πω ότι αυτή η γυναίκα πραγματικά άλλαξε για εμένα τον τρόπο που έβλεπαν τα παιδιά τα μουσεία. Θεωρώ ότι είναι μια πολύ μεγάλη μορφή, της χρωστάω πάρα πολλά. Δηλαδή το πρωί ήμουν στην Τράπεζα και το απόγευμα ήμουν στα μουσεία και έκανα εκπαιδευτικά προγράμματα ή μάθαινα πώς να τα κάνω. Αυτή έφερε την τεχνογνωσία από την Αμερική και ήταν ιδρύτρια του Ελληνικού Παιδικού Μουσείου στην Πλάκα. Τώρα ξέρω ότι ασχολείται με ένα μουσείο στο Λαύριο. Μεγάλη μορφή για εμένα, πολύ μεγάλη μορφή στο χώρο των μουσείων.
Μουσειολογική εκπαίδευση
* Εκτός από την κυρία Μελά χρωστάω πάρα πολλά σε σχέση με τη μουσειολογική μου εκπαίδευση και σε έναν άνθρωπο τον οποίο πάλι γνώρισα εκείνα τα χρόνια, χάρη στην Άννα τη Σικελιανού. Από τότε έχω κρατήσει μία σχέση μαζί του αν και δεν τον βλέπω πολύ συχνά όπως τότε, που ερχόταν τα απογεύματα και μιλάγαμε. Κρατήθηκε μία πραγματική επαφή με τον Άγγελο Δεληβοριά, τον οποίο τον θαυμάζω, τον εκτιμώ απεριόριστα και πιστεύω ότι είναι επίσης ένας άνθρωπος που έχει κάνει θαύματα. Για μένα η «Κριεζώτου», δεν με νοιάζει πώς θα ακουστεί, αλλά είναι το ωραιότερο μουσείο που έχω πάει ποτέ στη ζωή μου. Το σπίτι του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα. Είναι ασύλληπτο! Και μόνο αυτό να είχε κάνει, που έχει κάνει κι όλα τα υπόλοιπα, για εμένα είναι η δικαίωση της Ελλάδας αυτό το μουσείο. Θα έπρεπε δηλαδή κάθε μέρα να είμαστε εκεί πέρα, να πηγαίνουμε να βλέπουμε ένα έκθεμα, να παίρνουμε κουράγιο, να θυμόμαστε από ποιους προερχόμαστε και να συνεχίζουμε τη δουλειά μας…
– Αυτά που λέτε βέβαια είναι πολύ… γραφικά.
* Το ίδιο λέω κι εγώ. Αλλά αυτά πιστεύω τι να σας πω, δεν μπορώ να σας πω άλλα από αυτό που πιστεύω.
– Κι εγώ το ίδιο και ντρέπομαι που δεν έχω πάει σε αυτό το μουσείο.
* Κάποια στιγμή κάθισα κι έφτιαξα κι έναν οδηγό, τον οποίο η κυρία Αϊβαλιώτου τον ανήρτησε στο www.catisart.gr. Στον οδηγό αυτό γράφω τι μπορεί να δει κανείς σε κάθε αίθουσα. Αυτοί οι δύο άνθρωποι λοιπόν ήταν έτσι πολύ μεγάλα πρότυπα για εμένα.
– Λειτούργησαν ως δάσκαλοι στην πορεία σας…
* Η Σοφία Μελά ως δάσκαλος και ο Άγγελος Δεληβοριάς έχουν αυτό το ίδιο πάθος. Με αυτό τράβαγαν μπροστά και με έκαναν κι εμένα να πιστέψω ότι αν ήθελα κι εγώ πάρα πολύ να κάνω αυτό το έρμο το μουσείο θα μπορούσα να τα καταφέρω. Είχαν αυτό το πάθος κι αυτό το όνειρο και μια συνέπεια στην πορεία. Όσα έκαναν οι δύο αυτοί με ενέπνευσαν και μου έδωσαν τη δύναμη να συνεχίσω.
– Άλλοι που λειτούργησαν ως δάσκαλοι στο ξεκίνημα ή στην πορεία σας;
* Για μένα, σημαντικό ρόλο έπαιζε πάντα ο πατέρας μου. Με διαμόρφωσε πάρα πολύ. Σίγουρα ήταν η Κατακουζηνού, η Σικελιανού, ο Γκίκας, ο Δεληβοριάς, η Ρωκ-Μελά. Νομίζω ότι κάπου εκεί τελειώνουμε…
– Λίγο πιο πίσω; Στις αρχές;
* Από τα παιδικά μου ήταν ο παππούς βέβαια. Κι αυτός ήταν μια μορφή…
– Ο παππούς από τη μητέρα;
* Από τη μητέρα, γιατί από τον πατέρα είχε σκοτωθεί στον πόλεμο. Ο πάππους ήταν αυτό που φαντάζεται κανείς για παππού. Ήταν ένας πολύ ήσυχος, γλυκός άνθρωπος, ο οποίος μου έκανε όλα τα χατίρια βέβαια. Να πω πως στην Κίμωλο τον παππού τον λέμε… πάππου.
Ο “Γιάννης” που αγάπησα…
* Ο πάππους μου ήταν αυτός που μου χάρισε και την πρώτη γάτα και τη μοναδική που αγάπησα τόσο πολύ γι’ αυτό και της έδωσα τιμητικά το όνομά του (“Γιάννης”) και όταν χάθηκε δεν μπόρεσα ποτέ να δεθώ με άλλη! Ο πάππους μου με τον οποίο πέρασα το χρόνο που έλειψαν οι γονείς μου στο εξωτερικό για ένα μεταπτυχιακό του πατέρα μου, με στήριξε πολύ και η σχέση μαζί του υπήρξε καθοριστική. Έπειτα από αυτό το άλμα, νομίζω ότι το επόμενο πολύ σημαντικό πρόσωπο στη ζωή μου ήταν ο σύζυγός μου Δημήτρης και τώρα βέβαια και η κόρη μου, κι εκείνη τώρα με καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό!
– Πώς τη λένε;
* Είναι η Έμμα – Ελένη.
Το διπλό τρομοκρατικό χτύπημα
– Συνεχίζοντας το ταξίδι μας θα ήθελα να κάνουμε και ένα μικρό θαλασσινό περίπατο. Εδώ κοντά. Στο Σαρωνικό, στο Τροκαντερό, στο Νέο Φάληρο.
* Στη θάλασσα, λοιπόν. Μου θυμίζετε περιοχές που είχαν πρωταγωνιστή και τον πατέρα μου. Ήταν Δευτέρα 11 Ιουλίου 1988. Τότε έγινε το πρώτο διπλό τρομοκρατικό χτύπημα. Στο Τροκαντερό και στον Σαρωνικό με το περίφημο κρουαζιερόπλοιο “City of Poros”. Ο πατέρας μου ήταν Κεντρικός Λιμενάρχης Πειραιά. Τότε πραγματικά κινδύνεψε τη ζωή του με αυτή τη φοβερή ενέργεια.
– Θυμάμαι πως έγινε πρώτα η έκρηξη βόμβας σε αυτοκίνητο στο Τροκαντερό γύρω στις 3 το μεσημέρι και το απόγευμα γύρω στις 7 η επίθεση μέσα στο κρουαζιερόπλοιο. Ο απολογισμός ήταν 13 νεκροί, εκ των οποίων οι τέσσερις ήταν επιβάτες του αυτοκινήτου και οι εννέα του κρουαζιερόπλοιου, όπου υπήρχαν επίσης 60 τραυματίες από το διαρκές πυρ και τις αλλεπάλληλες εκρήξεις…
* Ο πατέρας μου εκτός από την επιχείρηση διάσωσης των τραυματιών και των πανικόβλητων αλλοδαπών επιβατών και του πληρώματος διενήργησε μια άψογη και αποκαλυπτική προανάκριση. Τιμήθηκε με ευαρέσκεια από τον τότε υπουργό Ναυτιλίας Ευάγγελο Γιαννόπουλο.
Η διάσωση των μαθητών
* Τρεις μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1988 -δεν είχε γίνει ακόμη αρχηγός εκείνη την εποχή, ήταν λιμενάρχης Πειραιά. Τότε ένα ιταλικό φορτηγό πλοίο, το «Αντιντζέ», πήγε και εμβόλισε το ελληνικό «Γιούπιτερ» που μόλις είχε ξεκινήσει για μια κρουαζιέρα με 412 παιδάκια από την Αγγλία, 60 δασκάλους και 106 μέλη του πληρώματος. Θυμάμαι ότι ήταν η εποχή που ο πρωθυπουργός της χώρας, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ήταν στο νοσοκομείο για εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Ήταν Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 1988. Είχε πέσει ο ήλιος 6:30 – 7:00 το απόγευμα όταν έγινε η σύγκρουση λίγο έξω από τον Πειραιά. Ο πατέρας μου ήταν στο γραφείο του. Το πλοίο βυθίστηκε σε είκοσι πέντε λεπτά για να καταλάβετε τα χρονικά περιθώρια που είχε. Μέσα σε αυτό το 25λεπτο. Δηλαδή πότε πρόλαβε; Έφυγε από το γραφείο του, μπήκε σε μια βάρκα, τότε δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, με τον ασύρματο δεν ξέρω τι έκανε, πώς κατάφερε και τα σώσανε όλα εκτός από ένα, το οποίο το καημένο πρέπει να ήταν μέσα σε ένα ασανσέρ. Επίσης χάθηκε κι ένας δάσκαλος, ενώ ένας διασώστης έπαθε έμφραγμα και άλλος ένας τραυματίστηκε θανάσιμα από πτώση την ώρα της επιχείρησης. Ο μπαμπάς είχε κάνει το εξής, είχε εκπαιδεύσει τους ψαράδες και τους ανθρώπους του λιμανιού σε υποθετικά σενάρια, ούτως ώστε σε περίπτωση που συμβεί κάτι να μπορέσει να τους πει θα εφαρμόσουμε το σχέδιο τάδε και να ξέρουν τι θα κάνουν. Το ίδιο συμβαίνει και με μας τους Έλληνες. Αν δεν έχουμε οδηγίες, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Λοιπόν καταφέρανε σε 25 λεπτά να σώσουν 411 παιδάκια 9-11 ετών, 59 δασκάλους και 104 μέλη του πληρώματος. Το διανοείστε; Η διάσωση των 574 ναυαγών θεωρήθηκε ως η επιτυχέστερη επιχείρηση διάσωσης στα παγκόσμια ναυτικά χρονικά. Αυτό δεν έχει ξαναγίνει και δεν ξανάγινε δυστυχώς ποτέ. Οι αγγλικές εφημερίδες βγήκαν την επόμενη μέρα χαρακτηρίζοντας ήρωες τους Έλληνες που πήραν μέρος σε αυτή την επιχείρηση. Η Βασίλισσα της Αγγλίας έστειλε πολεμικό πλοίο στην Ελλάδα. Σε τελετή έδωσαν τίτλο στον πατέρα μου και τον έκαναν Member of the British Empire.
– Στην Ελλάδα τι έγινε τότε;
* Εδώ, παραλίγο να… αποστρατευτεί. Βεβαίως ύστερα από μερικά χρόνια υπήρξε δικαίωση. Έγινε αρχηγός του Λιμενικού και συνέχισε να δίνει πολλές παρόμοιες μάχες. Όταν όμως είδε ότι κάποιες δεν μπορούσε να τις κερδίσει, αποφάσισε να παραιτηθεί. Ήταν ο μόνος από τους αρχηγούς που παραιτήθηκε.
– Τον γνώρισα μέσα από τη δουλειά μου στη «Ναυτεμπορική». Ήταν ένας άνθρωπος που οποιαδήποτε ώρα της ημέρας τον αναζητούσαμε, σήκωνε το τηλέφωνο. Στους συναδέλφους που κάλυπταν το ναυτιλιακό ρεπορτάζ ήταν κυρίως τότε –αλλά και τώρα– σύμβουλος και βοηθός.
* Πάντα σε ετοιμότητα. Γιατί αγαπά τη δουλειά του και την ξέρει. Ο μπαμπάς μου είναι πραγματική μορφή σε όλα του. Και μου το μετέδωσε αυτό ότι πρέπει να αγαπάς αυτό που κάνεις και να αγωνίζεσαι με κάθε τρόπο και να είσαι εντάξει. Έχει αυτό το ήθος, το οποίο δεν έχει σημασία σε ποια τάξη είσαι, τι δουλειά κάνεις. Αυτό, ή το έχεις ή δεν το έχεις. Κι είναι κάτι που μου αρέσει πολύ στους ανθρώπους. Γι’ αυτό ελπίζω και προσπαθώ να το έχω. Είναι από τα πράγματα που θέλω να έχω.
– Μπορεί εσείς κατά βάθος να λέτε ότι έχετε αυτή την τρέλα του εθελοντισμού και της προσφοράς, αλλά τελικά δεν είναι κάτι αποκλειστικά δικό σας αυτό…
* Μάλλον το γονίδιο είναι… Πρέπει να πέρασε από εκεί…
– Το γονίδιο!
* Ναι, το γονίδιο είναι. Η αλήθεια είναι ότι έχω έναν μπαμπά που πάντοτε έσωζε ανθρώπους. Όσο τον θυμάμαι έσωζε ανθρώπους. Δεν ήταν ποτέ στις γιορτές ή τις Κυριακές, γιατί για έναν περίεργο λόγο όλα τα ατυχήματα γίνονταν στις γιορτές και στις διακοπές και τα Σαββατοκύριακα. Βεβαίως είναι ένας άνθρωπος που, όπως και σήμερα έτσι και τότε, ήταν στο γραφείο του από το πρωί μέχρι το βράδυ. Δεν είχε ωράριο. Θυμάμαι από τις πρώτες εικόνες που έχω στη Θεσσαλονίκη, που ήμουν τότε Α΄ Δημοτικού, που είχε κάνει μια ολόκληρη επιχείρηση για να σώσει κάτι ψαράδες, σε ένα καραβάκι και είχε κοντέψει να πνιγεί…
– Αυτό έγινε το 1974.
Η μονομαχία με τον καρχαρία
* Ναι, είχε κάνει διάφορα. Μετά τον θυμάμαι στην Καλαμάτα, αυτό ήταν το πιο αστείο, που προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να πιάσει έναν καρχαρία που εμφανίστηκε μια μέρα και κατατρόμαξε όλους τους λουόμενους.
– Με το πέρα δώθε, ξεχάσαμε ένα άλλο σημαντικό πρόσωπο. Το σύζυγό σας.
* Ο Δημήτρης είναι ένας άρχοντας και πραγματικά είναι ένας άνθρωπος έτσι όπως ακριβώς ονειρευόμουν στη ζωή μου.
– Είστε τυχερή, λοιπόν, που έχετε γνωρίσει άρχοντες…
* Ναι, είμαι τυχερή, αν και καμιά φορά, με τα διάφορα καθημερινά προβλήματα που έχει κανείς, όπως λέει κι ο Δημήτρης, χάνουμε τη γενική εικόνα. Βέβαια παραδέχομαι ότι ήμουν και είμαι τυχερή με τους ανθρώπους της ζωής μου.
– Ας γυρίσουμε τώρα στη Λεωφόρο Αμαλίας, απέναντι από τον Εθνικό Κήπο, να πούμε δύο λόγια γι’ αυτό το έργο…
* Ναι, αυτό το μυθικό λοιπόν σπίτι το οποίο φιλοξένησε ό, τι μπορεί να φανταστεί κανείς όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από το εξωτερικό. Η Οικία Κατακουζηνού. Το σπίτι το οποίο φιλοξένησε τον Άρθουρ Μίλερ, τον Ευγένιο Ιονέσκο, τον Ουίλιαμ Φώκνερ. Παλαιότερα, στο προηγούμενο σπίτι των Κατακουζηνών, είχε περάσει ο νομπελίστας Αλμπέρ Καμύ. Όλοι αυτοί οι απίστευτοι άνθρωποι που διαμόρφωσαν έτσι τα πολιτιστικά πράγματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Όταν το γνώρισα εγώ αυτό το φοβερό σπίτι ήταν, όπως σας είπα, σε μία κατάσταση αποσύνθεσης. Άρχισε λοιπόν η προσπάθεια για τη διάσωσή του.
– Είναι διώροφο;
* Όχι είναι δύο διαμερίσματα ενωμένα. Στο δεύτερο ήταν το γραφείο του Άγγελου Κατακουζηνού. Η προσπάθειά μας λοιπόν ήταν να μπορέσει αυτό το σπίτι να λειτουργήσει και για τη μνήμη αυτού του ανθρώπου να γίνει ένας ζωντανός χώρος. Να μην είναι ένα είδος μνημόσυνου. Δεν γίνεται να κρατάς πλέον ένα μουσείο μόνο ως μνήμη, κατά την ταπεινή μου γνώμη και σύμφωνα με αυτά που με δίδαξαν στην Αγγλία τουλάχιστον. Οπότε η προσπάθεια ήταν από την πρώτη στιγμή να είμαστε ανοιχτοί, να συνεργαστούμε με άλλους, να προβάλλουμε νέες δουλειές ανθρώπων που να μην είναι κι ιδιαίτερα γνωστοί, να τους δώσουμε μία ευκαιρία.
Ευκαιρία για μια δεύτερη ζωή
* Εμείς θα δώσουμε μια ευκαιρία σ’ αυτούς κι εκείνοι να δώσουν και εκείνοι μια ευκαιρία στο σπίτι για μια δεύτερη ζωή. Πραγματικά ενώ στην αρχή ήταν όλοι πολύ διστακτικοί σ’ αυτό, όταν ανοίξαμε το 2008 δεν δεχόταν κανένας Έλληνας καλλιτέχνης να έρθει και να βάλει τη δουλειά του σε γαλάζιους τοίχους και δίπλα στο έργο του Γκίκα και του Θεόφιλου. Ευτυχώς δέχτηκε ένας Άγγλος, o Richard Cartwright, ο οποίος ήρθε «σύσσωμος» με την γκαλερί του, για παγκόσμιο preview. Θυμάμαι πως όταν μπήκε μέσα είπα: Ώχ! τώρα θα διαμαρτυρηθεί επειδή είχαμε ένα έργο του στο ένα δωμάτιο, ένα δεύτερο σ’ ένα άλλο και δίπλα βεβαίως τα δικά μας. Ήρθε, έβγαλε το καπέλο του κι άρχισε να χαιρετάει έναν έναν τους ζωγράφους με μεγαλύτερη υπόκλιση στον Chagall και στον Γκίκα! Έπειτα από αυτό βέβαια θέλανε σχεδόν όλοι οι Έλληνες να εκθέσουν στο Ίδρυμα. Πέτυχε αυτό, δηλαδή να γίνονται κάποιες εκθέσεις που είναι σαν κυνήγι θησαυρού, οι καλλιτέχνες πλέον δεν φοβούνται να βάλουν τη δουλειά τους δίπλα σε ένα σημαντικό Έλληνα ζωγράφο. Και καλά κάνουν και δεν φοβούνται γιατί έχω παρατηρήσει ότι τα έργα που είναι πραγματικά αυθεντικά και τα έχουν κάνει με την ψυχή τους, μια χαρά στέκονται δίπλα στον Γκίκα και στον Chagall, δίπλα στον Τσαρούχη και δίπλα στον Βασιλείου. Ασφαλώς και δίπλα στον Πικάσο. Και ειλικρινά αυτό είναι κάτι που μου αρέσει πάρα πολύ. Όπως μ’ αρέσει πάρα πολύ που κάναμε μία θεατρική παράσταση, τον “Μεσοπόλεμο”, κάναμε μία όπερα δωματίου με νέα παιδιά, τους “Fables” και πήγε καταπληκτικά, κάναμε μουσικές βραδιές με τον Τσαμπρόπουλο να παίζει τα νυχτερινά του Σοπέν στη νύχτα των μουσείων. Κάναμε βραδιές άρπας με τη Μαρία Τυράσκη που είναι πολυτάλαντη κοπέλα, έχουμε κάνει παραμύθια με τη Σάσα Βούλγαρη. Επίσης κάναμε μια βραδιά για τον Καβάφη, μια πολύ ιδιαίτερη εκδήλωση με τον Ανδριόπουλο και την Ιουλίτα Ηλιοπούλου, η οποία πραγματικά είναι απίστευτη. Δεν τη γνώριζα και εντυπωσιάστηκα τρομερά. Βεβαίως υπάρχει μια αυστηρή επιλογή για κάθε εκδήλωση. Διαλέγουμε θέματα και ανθρώπους που είναι οι καλύτεροι στον τομέα τους και με τη δουλειά τους αναδεικνύουν και το σπίτι.
Ο κόσμος μας ακολούθησε
* Ασφαλώς το πιο συγκινητικό είναι η ανταπόκριση του κόσμου. Ο κόσμος πλέον έχει εκπαιδευτεί, έχει μάθει τι να περιμένει και το αναζητάει. Και εμείς επενδύσαμε σε αυτό από την πρώτη στιγμή. Θέλαμε το σπίτι να είναι πολύ φιλικό στον επισκέπτη, κι επειδή γίνονται όλα εθελοντικά οι ώρες που λειτουργούμε είναι λίγο περίεργες. Όμως ο κόσμος μας ακολούθησε. Δηλαδή εμείς συνήθως όταν έχουμε μία έκθεση οι ώρες είναι από τις 4 έως τις 7. Τα Σαββατοκύριακα οι ώρες είναι από τη 1 το μεσημέρι μέχρι τις 4 το απόγευμα. Μια χαρά έρχεται ο κόσμος. Όταν στέλνουμε e-mail στους φίλους της Οικίας και τους ανακοινώνουμε κάτι, πάρα πολύ άνθρωποι απαντούν άμεσα. Δηλαδή υπάρχει μία ζεστή, φιλική και προσωπική σχέση μεταξύ μας. Είναι έτσι ακριβώς όπως το είχα ονειρευτεί. Σε μεγάλο βαθμό το καταφέραμε. Αυτό που δεν έχουμε καταφέρει ακόμα είναι να βγάλουμε κάποια χρήματα ώστε να μπορέσουμε να το κρατήσουμε ανοικτό. Αλλά μπορεί και να το πετύχουμε κάποια στιγμή. Γιατί δυστυχώς με όλα αυτά τα ωραία πράγματα κι όταν τα κάνεις μάλιστα με δωρεάν είσοδο τα περισσότερα, δεν είναι εύκολο να επιβιώσεις. Σε αυτό το σημείο να πω ότι κερδίσαμε με τα σπαθί μας δύο επιχορηγήσεις για δύο εκθέσεις με το πρόγραμμα που είχε κάνει ο υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος. Στην πύλη πολιτιστικών φορέων, μέσω Internet, με απόλυτη διαύγεια. Έγινε επιλογή 20 φορέων από τους 600. Kατόπιν άλλαξε ο υπουργός και ενώ είχαν ανακοινωθεί τα αποτελέσματα, δεν υπήρξε καμία συνέχεια.
– Η χορηγία δεν δόθηκε τελικά;
* Όχι! Την κερδίσαμε τη χορηγία, μας βγήκε η ψυχή γιατί αυτό είχε φοβερή διαδικασία, όπως καταλαβαίνετε. Δεν ήταν και κανένα τρομερό ποσό, ήταν 12.000 χιλιάδες ευρώ για δύο χρόνια. Ήταν πολύ σημαντικό για μας αλλά κυρίως ήταν μια ηθική δικαίωση. Ακόμα βέβαια δεν έχουμε μάθει τι θα γίνει. Από τότε έχουν περάσει δύο χρόνια. Αυτό είναι που σε απογοητεύει λίγο σ’ αυτή τη χώρα.
– “Ο Βαλής μου”;
* “Ο Βαλής μου”, ναι. Κάθε φορά προσθέτουμε και νέο υλικό που βρίσκουμε. Τώρα ετοιμάζουμε μια συνεργασία με τις εκδόσεις “Πατάκη” σε σχέση με μία συζήτηση που είχε γίνει με τον Αλμπέρ Καμύ το 1956 για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πολύς κόσμος δεν ξέρει ότι ο Καμύ είχε έρθει τότε στην Ελλάδα εξαιτίας του Κατακουζηνού. Και δεν θα έβγαινε ποτέ να μιλήσει σε τόσο κόσμο εάν ο Κατακουζηνός δεν ήταν αυτός που ήταν και δεν τον πίεζε να το κάνει. Αυτή λοιπόν, η συζήτηση, με όλα όσα προηγήθηκαν και όσα έγιναν μετά, γράμματα που του στείλανε διάφοροι κ.τλ. θα γίνει, αν είμαστε καλά, μια νέα έκδοση. Όμως εμένα αυτό που μου δίνει πολύ κουράγιο, είναι ότι οι επισκέπτες μας και οι άνθρωποι που μας παρακολουθούν, έχουν κι αυτοί αγαπήσει αυτή την ιστορία και πιστεύω ότι η Οικία των Κατακουζηνών έφερε στην Ελλάδα αυτό που λένε οι Άγγλοι House Museum. Τελικά, ενώ όλοι πιστεύανε μέχρι το 2008 ότι τα σπίτια – μουσεία δεν ενδιαφέρανε το κοινό στην Ελλάδα και υπήρχε μια απαξίωση για όλα αυτά, πιστεύω ότι αυτό το αλλάξαμε. Δηλαδή με πολλή χαρά διάβασα ότι θα γίνει το σπίτι του Ελύτη στην Πλάκα, κι ας μην είναι αυτό που έμενε, θα γίνει όμως με τα πράγματά του κι όλα. Θα ήθελα πάρα πολύ να δω κάποια στιγμή το Τατόι να φτιάχνεται όπως είναι. Όχι να πάμε να του αλλάξουμε χαρακτήρα.
– Αυτό έπρεπε να είναι ένας τεράστιος κουμπαράς χρόνια τώρα…
* Θα ήθελα πάρα πολύ να ξαναφτιάξουν τη βίλα Ιόλα, που την έχω επισκεφτεί και ρημάζει η καρδιά μου.
– Αυτή πρέπει να είναι διαλυμένη.
* Είναι διαλυμένη, αλλά παραμένει το καταπληκτικό κέλυφός της, το οποίο είναι όλο από μάρμαρο Πεντέλης.
– Eίναι απείραχτο;
* Ναι είναι απείραχτο, στην Αγία Παρασκευή. Δηλαδή πραγματικά μπορεί να είναι μέσα γυμνό, αλλά παραμένει το κτήριο. Είναι δυνατόν να έχεις έναν Ιόλα ο οποίος άλλαξε την ιστορία της μοντέρνας τέχνης και να μην αξιοποιείς αυτό το πράγμα; Είναι δυνατόν; Δεν μπορώ να το πιστέψω.
– Δηλαδή μόνο με έργα των καλλιτεχνών που ανέδειξε, θα μπορούσε να λειτουργήσει το μουσείο.
* Θα ήταν ένα προσκύνημα. Ίσως όμως κάποια στιγμή κάτι να γίνει. Βέβαια θέλω να έχω ελπίδες και για το Τατόι και για άλλα πράγματα που σιγά σιγά τα συνειδητοποιούμε. Γιατί αυτό που έγινε στο Ίδρυμα Κατακουζηνού ήταν ένα πείραμα που απέδειξε ότι ο κόσμος μπορεί να αγαπήσει και τέτοιους χώρους.
– Εν τω μεταξύ σκέπτεστε να ανεβάσετε κάποιο νέα θεατρικό έργο στην Οικία; Ίσως το «Φωτεινό μονοπάτι»;
Το «Φωτεινό μονοπάτι» με την Αλέκα Κατσέλη
* Το «Φωτεινό μονοπάτι» είναι ένα θεατρικό που θα θέλαμε πάρα πολύ να ξανανέβει. Μάλιστα πρόσφατα βρήκα και ένα εισιτήριο από την πρώτη παράσταση. Είχε παιχτεί στο θέατρο «Ντορέ». Είναι ένα δύσκολο έργο, μιας και θέλει 30 ηθοποιούς και δεν είναι τόσο εύκολο να το παίξουμε εμείς.
– Νόμιζα ότι είναι μονόλογος.
* Όχι, ήταν με τριάντα άτομα. Πρωταγωνίστρια η Αλέκα Κατσέλη. Υπάρχουν και φωτογραφίες από την παράσταση και τα σχέδια με τα σκηνικά του Σπύρου Βασιλείου. Αυτό που ανεβάσαμε το 2013 είναι το «Συντροφιά με τον Αλμπέρ Καμύ» συμμετέχοντας στον εορτασμό για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Καμύ. Πρόκειται για ένα βιβλίο που είχε γράψει η Λητώ Κατακουζηνού. Παράλληλα με την παράσταση πραγματοποιήθηκε και μία συζήτηση για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού, γιατί αυτό είναι ένα ερώτημα πιο σύγχρονο από ποτέ. Συμμετείχαν ο συγγραφέας Θοδωρής Καλλιφατίδης και ο δημοσιογράφος Νίκος Βατόπουλος.
– Στη μνήμη του Κατακουζηνού;
* Πράγματι. Η εκδήλωση αυτή έγινε στη μνήμη του Άγγελου Κατακουζηνού που είχε οργανώσει παρόμοια συζήτηση στις 28 Απριλίου του 1955, με προσκεκλημένο τον Αλμπερ Καμύ. Στη συζήτηση συμμετείχαν τότε: Ο νομικός, φιλόσοφος και πολιτικός Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο παιδαγωγός, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος του 20ου αιώνα Ευάγγελος Παπανούτσος, ο καθηγητής της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Φαίδων Βεγλερής, ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς και ο ζωγράφος Νικόλαος Χατζηκυριάκος – Γκίκας υπό τον συντονισμό του Άγγελου Κατακουζηνού. Αυτή η συζήτηση καταγράφηκε από το μαγνητόφωνο του ποιητή, πεζογράφου, φωτογράφου και ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκου, μεταφράστηκε δε και κυκλοφόρησε σε βιβλίο.
– Ας συνεχίσουμε τώρα το ταξίδι μας προς τη Μυτιλήνη.
* Ασφαλώς. Εδώ που έχουμε την ιστορία με το μεγάλο λαϊκό μας ζωγράφο, τον Θεόφιλο. Λοιπόν με τον Θεόφιλο είναι ένας μεγάλος καημός διότι ο Κατακουζηνός, όπως αποδεικνύεται από το αρχειακό υλικό, ασχολήθηκε για πάνω από σαράντα χρόνια με το ζωγράφο. Τον Θεόφιλο τον ανακάλυψε ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος. Είχε τραβήξει μια φωτογραφία ενός έργου που είχε δει στο Πήλιο. Τη φωτογραφία την τοποθέτησε στο ατελιέ του στο Παρίσι. Εκεί την είδε ο Κατακουζηνός μια μέρα που είχε πάει στο ατελιέ με τον Μυτιληνιό τεχνοκριτικό Στρατή Ελευθεριάδη, τον πολύ γνωστό μας Teriade. Ο Κατακουζηνός άρχισε τις προσπάθειες να τον πείσει για να ασχοληθεί και με τον Θεόφιλο. Όμως ο Τεριάντ σε εκείνη τη φάση είχε να ασχοληθεί με τον Picasso. Τελικά συμφώνησαν να πάνε στη Λέσβο. Εκεί συνάντησαν τον Θεόφιλο και συνεργάστηκαν μαζί του. Του έδωσαν ένα σπίτι, μπογιές που ήθελε κι όλα τα απαραίτητα για τη ζωγραφική του. Έτσι απλά μαζεύτηκαν περίπου εκατόν πενήντα έργα του Θεόφιλου τα οποία ο Τεριάντ τα παρέδωσε στον Κατακουζηνό. Ο Κατακουζηνός επί δεκαπέντε χρόνια τα είχε στο σπίτι του. Έχω τα γράμματά του από τα οποία φαίνεται η απεγνωσμένη προσπάθειά του να οργανώσει μια έκθεση έτσι ώστε να γνωρίσει το ευρύ κοινό το ζωγράφο.
Μίση και πάθη για τον Θεόφιλο
* Αυτό που σήμερα λέμε Θεόφιλος και το περνάμε έτσι πολύ εύκολα, τότε είχε δημιουργήσει μίση και πάθη. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι γινόταν τότε μ’ αυτή την ιστορία. Την πρώτη φορά που προσπάθησε να κάνει έκθεση ο Κατακουζηνός ήταν το 1936. Αλλά ήρθε η δικτατορία του Μεταξά και δεν ήταν η καλύτερη εποχή για εκθέσεις. Μετά προσπαθεί πάλι. Έρχεται όμως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τελικά το 1946 αποφασίζει να κάνει την έκθεση στο σπίτι του. Από τις αντιδράσεις του κόσμου η έκθεση κατέβηκε σε δεκαπέντε μέρες. Οι δεξιές εφημερίδες λέγανε: «Αίσχος! Τι δουλειά έχει ένας κομμουνιστής ζωγράφος στο σαλόνι ενός αυτοκράτορα». Οι δε αριστερές απαντούσαν: «Ντροπή! Το παιδί του λαού στο σαλόνι του Κατακουζηνού”. Όμως ο Κατακουζηνός δεν το έβαλε κάτω. Πείθει τον Ρεξ Ουόρνερ, ο οποίος ήταν τότε στο Βρετανικό Συμβούλιο, να κάνει την έκθεση. Εκεί, λοιπόν, στο Βρετανικό Συμβούλιο, έγινε η πρώτη επίσημη πλέον παρουσίαση του Θεόφιλου. Ταυτόχρονα με όλα αυτά προσπαθεί να κάνει όλους τους ανθρώπους της περίφημης αυτής γενιάς να ασχοληθούν με τον Θεόφιλο. Ζητά από τον Σεφέρη, από τον Ελύτη, από τον Τσαρούχη να ενώσουν τις δυνάμεις τους με κοινό στόχο να προβάλουν τον Θεόφιλο. Έτσι κι έγινε…
– Να θυμίσουμε τι ήταν ο Ουόρνερ;
* Βεβαίως. Να θυμίσω εδώ ότι ο Ρεξ Ουόρνερ ήταν μια προσωπικότητα της εποχής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σεφέρης του είχε αφιερώσει κι ένα ολόκληρο βιβλίο του. Ο Ουόρνερ υπήρξε ο δεύτερος σύζυγος της Barbara Rothschild, ενώ ο Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας ήταν ο τρίτος της…
– Ας επανέλθουμε σε αυτό που είπατε προηγουμένως, για τον κοινό στόχο.
* Αυτό ήταν από τα μεγάλα πλεονεκτήματα του Κατακουζηνού. Ήταν ενωτικός. Και τότε μπορεί να υπήρχαν τσακωμοί και φασαρίες μεταξύ αυτών των ανθρώπων. Όμως αυτός θέτοντας κοινούς στόχους τους συνέδεε και τους ένωνε. Ήξερε να τους κουλαντρίζει. Πολύ σημαντικό αυτό το πράγμα.
– Πράγματι. Πολύ σημαντικό…
* Τους βάζει όλους να ασχοληθούν με το Θεόφιλο. Ταυτόχρονα προσπαθεί να βρει λύση με το μουσείο. Πείθει τον Τεριάντ να αγοράσει ένα κτήμα, το οποίο αργότερα γίνεται το μουσείο. Αυτός είναι όμως που ψάχνει να βρει τα απαραίτητα χρήματα. Τελικά έρχεται η στιγμή για τα εγκαίνια. Όμως ο Τεριάντ κάνει πίσω. Δεν έρχεται στην Ελλάδα και αναθέτει τα πάντα στον Κατακουζηνό. Το τι πέρασε αυτός ο χριστιανός για να γίνουν αυτά τα εγκαίνια δεν λέγεται… Μιλάμε για το 1965. Μιλάμε για πολιτικές καταστάσεις απίστευτες. Περιγράφει σε ένα γράμμα του για τις μεγάλες επεισοδιακές και αιματηρές διαδηλώσεις στην Αθήνα. Αποφασίζει τότε να μην καλέσει κανέναν από τον πολιτικό κόσμο και να καλέσει μόνο πρέσβεις. Όλοι ανταποκρίνονται στο κάλεσμά του. Φέρνει τη γαλλική τηλεόραση, την κυπριακή τηλεόραση.
Μοναδικές εικόνες από τα εγκαίνια
* Από αυτά τα κανάλια έχουμε το φοβερό βιντεάκι των εγκαινίων. Όμως, ενώ είναι αυτός που τα έχει κάνει όλα, βγαίνει συνεχώς και μιλάει για τον Τεριάντ. Αυτός ήταν ο χαρακτήρας του Κατακουζηνού. Γιατί σου λέει: «Εντάξει, εγώ είμαι γιατρός, μπορεί εγώ να έχω το πάθος αλλά ο ειδικός είναι ο Τεριάντ». Καταφέρνει λοιπόν, όπως είδατε, το μουσείο του Θεόφιλου από το 1965 και μετά να βγάζει προς τα έξω μια άλλη Ελλάδα, την Ελλάδα της δημιουργίας. Ένας δημοσιογράφος από τη Μυτιλήνη μου έλεγε πως τα εγκαίνια του Μουσείου Θεόφιλου ήταν ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα που έγιναν ποτέ στο νησί. Πραγματικά κατεβαίνουν κάτω οι πάντες. Κατεβαίνει ο Ηλίας Βενέζης, κατεβαίνει ο Γιώργος Σεφέρης, κατεβαίνει ο Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας. Δίνουν πολλοί το “παρών”. Μάλιστα στο βιβλίο που έχουμε στην Οικία Κατακουζηνού έχει στην πρώτη σελίδα τις υπογραφές αυτών των ανθρώπων. Γίνονται τρανά εγκαίνια και καταλήγουν σε ένα τρομερό γλέντι όπου όλο το νησί χορεύει, με τις μουσικές του, τους μεζέδες του, το ούζο του και τα σημαιάκια του… Επιτέλους ο Θεόφιλος αποκαθίσταται στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων. Ο Κατακουζηνός βέβαια συνέχισε τις προσπάθειες για τον Θεόφιλο. Όταν ήταν πρόεδρος στην Ελληνοαμερικανική Ένωση κάνει έκθεση με πίνακες του ζωγράφου, όπου κι εκεί ξεσηκώνονται διάφοροι και του σούρουν τα εξ αμάξης. Μέχρι που φθάνει στο σημείο μια εφημερίδα να τον κατηγορεί πως δεν εκθέτει αληθινούς πίνακες αλλά πλαστούς. Πραγματικά ο Θεόφιλος έχει προκαλέσει, σε όλη τη χρονική περίοδο που τον έχουμε μάθει, πολλά μίση και πάθη. Το πιο συγκινητικό, νομίζω, από όλα αυτά, συνέβη στα δικά μου χρόνια. Κάποια στιγμή, το Μουσείο Μπενάκη κάνει μια έκθεση για τον Θεόφιλο με τη συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας την οποία την έχει αγοράσει ο τότε ιδιοκτήτης της, καθηγητής Στρατής Ανδρεάδης. Σίγουρα ο Κατακουζηνός τον έχει πείσει κατά κάποιο τρόπο, γιατί τότε έπρεπε να αγοραστούν κάποια έργα ώστε να μαζευτούν και χρήματα να γίνει το μουσείο. Αυτή τη συλλογή η Εμπορική αποφασίζει να την παρουσιάσει.
Η έκπληξη μέσα στην αποθήκη
* Την προπαραμονή των εγκαινίων εγώ μπαίνω σε μία αποθήκη για να πιάσω ένα κουτί ώστε να τακτοποιήσω σιγά σιγά το αρχειακό υλικό. Από μια δική μου κίνηση, μου πέφτει στο κεφάλι μία φωτογραφία. Βλέπω ότι απεικονίζει ένα άγαλμα που έχουμε στην Οικία Κατακουζηνού. Εμείς πάντα νομίζαμε στο Ίδρυμα ότι είναι ο ήρωας του ’21 Μακρυγιάννης. Γυρίζω τη φωτογραφία και βλέπω στο πίσω μέρος της να αναγράφει: «Μάσκα Θεόφιλου – Τόμπρος». Έβαλα τις φωνές και λέω: «Έχουμε τον Θεόφιλο» και μου απαντούν: “Ναι Σοφία, τον έχετε τον Θεόφιλο…”. Τους απαντώ: “Όχι παιδιά, έχουμε τον ίδιο τον Θεόφιλο. Αυτοπροσώπως”. Τότε με περνάνε για τρελή σχεδόν. Όμως εγώ συνεχίζω: “Έχουμε την προτομή του”. Τηλεφωνούμε αμέσως στον Άγγελο Δεληβοριά και του λέμε: «Σας παρακαλούμε να μας βοηθήσετε ώστε ο ίδιος ο Θεόφιλος να υποδέχεται τους καλεσμένους του». Έτσι με έναν πολύ επεισοδιακό τρόπο, παίρνουμε την προτομή και στα εγκαίνια και σε όλη τη διάρκεια της έκθεσης ήταν στην είσοδο της οδού Κουμπάρη ο ίδιος ο Θεόφιλος. Αυτή είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται και πάλι το όνομα του Κατακουζηνού στην υπόθεση του Θεόφιλου. Για μένα όλο αυτό ήταν πραγματικά μια μεγάλη δικαίωση που και πάλι τη χρωστάω στον κύριο Δεληβοριά.
– Εδώ να θυμίσω ότι ο Μιχάλης Τόμπρος που έφτιαξε το εκμαγείο του Θεόφιλου, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες γλύπτες. Δεν το ήξερα αυτό για τον Θεόφιλο και την προτομή του. Πράγματι εντυπωσιακό!
– Κι εγώ τυχερός για τη συζήτηση που κάναμε. Το υλικό αυτής της συνάντησης είναι πολύ πλούσιο και θα γίνει ακόμη πιο πολύτιμο αν μου πείτε και για το ρόλο της μητέρας σας, γιατί κι εκείνη πρέπει να έχει βάλει το δαχτυλάκι της.
* Πάντα σε κάθε οικογένεια όλοι βάζουν το δαχτυλάκι τους, απλώς κάποιοι είναι οι πρωταγωνιστές και κάποιοι είναι σε δεύτερη μοίρα αλλά είναι οι στυλοβάτες…
– Ποιο είναι το ακριβότερο δώρο της μητέρας σας;
* Όταν ήμουν παιδί είχα την τύχη να είμαι με τη μητέρα μου στο σπίτι και να περνάω μαζί της τρεις μήνες το καλοκαίρι στην Κίμωλο. Αυτό είναι το πιο ακριβό δώρο που μου έχει χαρίσει. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό, το να έχω περάσει τουλάχιστον είκοσι ξέγνοιαστα καλοκαίρια. Αυτό είναι αλήθεια! Δυστυχώς εγώ δεν μπορώ να προσφέρω το ίδιο στην κόρη μου αυτή τη στιγμή.
– Προσφέρατε όμως σε μένα και στους αναγνώστες του www.catisart.gr μια μοναδική εμπειρία. Και για όσα μας είπατε για τους Κατακουζηνούς, αλλά και για όσα μας διηγηθήκατε για τον πατέρα σας. Όλα αυτά ήταν πολύ χρήσιμα. Σας ευχαριστούμε θερμά.
* Κι εγώ σας ευχαριστώ για τη συνομιλία που είχαμε.