18.8 C
Athens
Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Σάμιουελ Μπέκετ. Αρνήθηκε τους κλασικούς κανόνες της θεατρικής έκφρασης

***

Ο Σάμιουελ Μπέκετ διαμορφώθηκε ως πνευματική προσωπικότητα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και το 1969 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ανήκει στη γενιά των δραματουργών (Μπέκετ, Ιονέσκο, Ζενέ, Αντάμωφ, Πίντερ, Άλμπυ) που, μακριά ο ένας από τον άλλο, αρνούνται συγχρόνως τους παραδοσιακούς κανόνες που επί αιώνες δέσμευσαν τη θεατρική έκφραση και που με πλήθος κοινών στοιχείων αποκρυσταλλώνουν ένα ολοκαίνουριο είδος σκηνικής γραφής.

Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι το πιο γνωστό του έργο και – κατά πολλούς – το σημαντικότερο θεατρικό έργο του 20ου αιώνα, που γράφτηκε στα 1948-1949, στα ερείπια της καταστροφής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ πρωτοπαίχτηκε το 1953 στην αποφασιστική για τις εξελίξεις της σύγχρονης δραματικής τέχνης δεκαετία του 1960.

Ο Σάμιουελ Μπέκετ (Samuel Barclay Beckett) γεννήθηκε το 1906, στις 13 Απριλίου μια Μεγάλη Παρασκευή, στο Φόξροκ της Ιρλανδίας, στα περίχωρα του Δουβλίνου.

Ο Ιρλανδός συγγραφέας προτίμησε να γράψει τα αριστουργήματά του στα Γαλλικά, σε μια επίκτητη γι’ αυτόν γλώσσα, προκειμένου να απαλλαγεί από οποιοδήποτε ύφος και να διοχετεύσει την ευφυΐα του, όχι σε στολίδια, αλλά σε μια απόλυτη σαφήνεια και οικονομία έκφρασης, ως αποτέλεσμα μιας οδυνηρής πάλης με το ίδιο του το εκφραστικό μέσο.
Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», την «ιλαροτραγωδία» που περιγράφει τη ζωή δύο ημερών δύο ηρώων και στο οποίο το ζήτημα της αβεβαιότητας αποτελεί ουσία, δεν υπάρχουν «κλειδιά» που βοηθούν στην αποκρυπτογράφηση.

Πρόκειται για ένα έργο – ερώτηση, που αναζητά επίμονα απάντηση στα «Ποιος είμαι;» και «Τι σημαίνει όταν εγώ λέω “εγώ”;» και που διαισθητικά παρουσιάζει την αντίληψη του συγγραφέα σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη. Που στερείται πλοκής – ακόμη πιο ολοκληρωτικά απ’ τα υπόλοιπα έργα του «Θεάτρου του Παραλόγου» – και που επιδοκιμάστηκε από κορυφαίους, μα και ανόμοιους, θεατρικούς συγγραφείς της γενιάς του, όπως ο Ζαν Ανούιγ και ο Θόρντον Ουάιλντερ, οι οποίοι αισθάνθηκαν με την εμφάνισή του, πως το πεδίο της θεατρικής γραφής έπαψε να έχει σύνορα.

Η προστάτις της τέχνης και διάσημη συλλέκτρια έργων τέχνης, Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ, είχε πει για τον Μπέκετ πως «είχε διατηρήσει μια τρομερή ανάμνηση της ζωής μέσα στη μήτρα της μητέρας του, απ’ την οποία ποτέ δε λυτρώθηκε». Ο Μπέκετ, που ένιωθε τη ρουτίνα σαν «καρκίνο του χρόνου» και την κοινωνική συναναστροφή ως «σκέτη πλάνη», αποτύπωσε στον «Γκοντό» την τρομακτική σταθερότητα του κόσμου. Όταν ο Alan Schneider, ο πρώτος Αμερικανός σκηνοθέτης του έργου, ρώτησε τον Μπέκετ τι θέλησε να πει με το έργο, έλαβε την απάντηση: «Αν το ήξερα, θα το έλεγα στο έργο». Όταν ο Άγγλος ηθοποιός, που έπαιξε τον Εστραγκόν, Peter Woodthorpe, τον ρώτησε, επίσης, μια μέρα σ’ ένα ταξί, ποιο είναι το θέμα του έργου: «Όλο το θέμα είναι η συμβίωση, Πήτερ· η συμβίωση είναι», απάντησε ο Μπέκετ.

***

Τον Ιανουάριο του 1938 έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Σάμιουελ Μπέκετ καθώς αρνιόταν τις ανήθικες προτάσεις ενός περιβόητου μαστροπού της πόλης. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, γνώρισε την Suzanne Deschevaux – Dumesnil, με την οποία θα διατηρούσε μια μακροχρόνια σχέση που θα κρατούσε σχεδόν 50 χρόνια. Η Σουζάν πέθανε στις 17 Ιουλίου 1989, ενώ ο Μπέκετ πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Έπασχε από εμφύσημα και πιθανότατα από τη νόσο του Πάρκινσον.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -