Γράφει η Ειρήνη Αϊβαλιώτου
Το Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών (Royal Museums of Fine Arts) του Βελγίου, στις Βρυξέλλες, αφιερώνει μια εξαιρετική έκθεση στον Salvador Dalí και τον René Magritte. Για πρώτη φορά στην Ιστορία, τονίζεται η σύνδεση και οι επιρροές ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες προσωπικότητες του σουρεαλιστικού κινήματος.
Σε μια επίσκεψή μας στις Βρυξέλλες, παρά το φορτωμένο πρόγραμμά μας και την ξενάγηση στο Ευρωκοινοβούλιο, βρήκαμε χρόνο να απολαύσουμε την εξαιρετική αυτή κοινή έκθεση των δύο κολοσσών του υπερρεαλισμού, του εκκεντρικού Νταλί και του αινιγματικού Μαγκρίτ.
Έως τις 9 Φεβρουαρίου 2020 οι φιλότεχνοι που θα βρεθούν στις Βρυξέλλες θα έχουν την ευτυχία να επισκεφτούν την έκθεση, που αποκαλύπτει τους προσωπικούς, φιλοσοφικούς και αισθητικούς δεσμούς μεταξύ των δύο καλλιτεχνών μέσα από πίνακες, γλυπτά, φωτογραφίες, σχέδια, ταινίες και αρχειακά αντικείμενα. Στόχος να διερευνηθεί και να επισημανθεί η σχέση μεταξύ των δύο σουρεαλιστών και η επιρροή που άσκησαν ο ένας στον άλλο.
Η καλλιτεχνική «συνάντηση» που πραγματοποιείται στο Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών του Βελγίου (Musées royaux des Beaux-Arts de Belgique) είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα. Η έκθεση, με τίτλο «Dali & Magritte: Deux icônes du surréalisme en dialogue» (Δύο σύμβολα του σουρεαλισμού σε διάλογο), διοργανώθηκε με την ευκαιρία του εορτασμού των 10 χρόνων από την ίδρυση του Μουσείου Μαγκρίτ στις Βρυξέλλες, και αναδεικνύει τους προσωπικούς, φιλοσοφικούς και αισθητικούς δεσμούς που συνδέουν τους δύο καλλιτέχνες μέσα από τα περίπου 100 ζωγραφικά έργα, γλυπτά, φωτογραφίες, φιλμ και αρχειακό υλικό.
Ο σουρεαλισμός
Ο όρος σουρεαλισμός χρησιμοποιήθηκε από το 1917 και ύστερα από τους Andre Breton, Paul Eluard και πολλούς αρθρογράφους της εφημερίδας “Literature” που είχε έδρα το Παρίσι. Tο καλλιτεχνικό κίνημα που επίσημα ονομάστηκε σουρεαλισμός, εμφανίστηκε στο Παρίσι μετά το 1922, όπου μετά τη διάσπαση του κινήματος του ντανταϊσμού, καλλιτέχνες ακολούθησαν τον Andre Breton στους νέους πειραματισμούς που εξερευνούσε και οδήγησαν στην καθιέρωση του νέου κινήματος. Εκείνη την περίοδο ο Breton έγινε ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Literature και συγκέντρωσε γύρω του αρθρογράφους, συγγραφείς και καλλιτέχνες που βρίσκονταν κοντά στις δικές του απόψεις.
Η φαντασία, η τρέλα, το ασυνείδητο και η παντοδυναμία του ονειρικού στοιχείου είναι η βάση της σουρεαλιστικής οπτικής. Ένα από τα βασικά στοιχεία που προκύπτει από το μανιφέστο είναι η αντίθεση στον χριστιανισμό και τον καρτεσιανισμό, που, σύμφωνα με τη σουρεαλιστική θεωρία, παραλύουν όλη τη Δυτική σκέψη.
«Το καλοκαίρι του σουρεαλισμού»
Οι δύο μεγάλοι ζωγράφοι του σουρεαλισμού, πριν ακόμη γίνουν μύθοι, συναντήθηκαν στο Παρίσι. Ήταν άνοιξη του 1929. Ο καθένας είχε ήδη διαγράψει τη δική του πορεία στην τέχνη, και διαμορφώσει την καλλιτεχνική φυσιογνωμία του. Στον περίγυρό τους βρίσκονταν τα μεγαλύτερα ονόματα της καλλιτεχνικής αβάν γκαρντ της εποχής. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ο Μαγκρίτ έφτασε στο Καδακές, για να μείνει στο σπίτι του Νταλί έπειτα από πρόσκληση του τελευταίου. Εκείνο το καλοκαίρι θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε «το καλοκαίρι του σουρεαλισμού».
Από το σπίτι του Ισπανού ζωγράφου πέρασαν ακόμη ο Πολ Ελυάρ, ο Χουάν Μιρό, ο Λουίς Μπουνιουέλ. Εκτός από τα βιογραφικά ανέκδοτα –ήταν τότε που η Γκαλά εγκατέλειψε τον Ελυάρ για χάρη του Νταλί– εκείνο το καλοκαίρι υπήρξε καθοριστικό για όλους.
Οι δύο δημιουργοί, με τόσο διαφορετικό έργο και ιδιοσυγκρασία –ο ένας Καταλανός, ο άλλος Βέλγος– έζησαν μία περίοδο εκλεκτικής συγγένειας, που είναι φανερή στη δουλειά τους. Οι κοινές τους αναφορές και οι αλληλεπιδράσεις προσδιορίζουν ουσιαστικά τον ρόλο που έπαιξε ο σουρεαλισμός στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Τελικώς υπερίσχυσαν οι διαφορές τους και οι δρόμοι τους χώρισαν, αλλά η έκθεση αποδεικνύει ότι, εν τω μεταξύ, κατάφεραν να επηρεάσουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο.
Αυτή η διαυγής και ζωντανή έκθεση τεκμηριώνει εικονογραφικά τις ποικίλες φάσεις της πλούσιας σουρεαλιστικής τέχνης.
«O σουρεαλισμός είναι καταστροφικός. Καταστρέφει όμως μόνο ότι θεωρεί ό,τι εμποδίζει την όρασή μας». Ο Νταλί ως ο εικαστικός της μεγέθυνσης, της εξτραβαγκάτζα, του σουρεαλισμού που απελευθερώνει, συναντά τον Ρενέ Μαγκρίτ που αποδομεί για να νοηματοδοτήσει μέσα από τη νέα-καθαρή φόρμα του λέγοντας «οτιδήποτε βλέπουμε κρύβει κάτι από πίσω. Πάντα θέλουμε να δούμε αυτό που κρύβεται πίσω από το ορατό».
Οι κόσμοι αυτών των δύο εμβληματικών δημιουργών που καθόρισαν τη σύγχρονη τέχνη συναντιούνται στην έκθεση, η οποία πραγματοποιείται από τις 10 Νοεμβρίου 2019 στο Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών των Βρυξελλών.
Το σουρεαλιστικό κίνημα αναδύθηκε μέσα από τη βαθιά απελπισία που προκάλεσε η τραγωδία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το αίσθημα κατάρρευσης όλων των αξιών του σύγχρονου πολιτισμού.
Με βάση κυρίως το Παρίσι του Μεσοπολέμου και υπό την αιγίδα του Αντρέ Μπρετόν, οι σουρεαλιστές ανέπτυξαν μια προσέγγιση στην τέχνη επηρεασμένη από την ψυχαναλυτική σκέψη για τα όνειρα, τη φαντασία και το ασυνείδητο, η οποία πήρε μορφή μεταξύ των ετών 1919-1924 και εξαπλώθηκε σε όλον τον κόσμο.
Το 1929 είναι για το Σαλβαντόρ Νταλί μια ξεχωριστή χρονιά. Είχε ολοκληρώσει τη δεύτερη επίσκεψή του στο Παρίσι όπου με τη μεσολάβηση του Χουάν Μιρό είχε γνωρίζει κάποιους από τους κορυφαίους διανοούμενος και καλλιτέχνες της εποχής. Τους προσκαλεί στο Καδακές και πολλοί ανταποκρίνονται με πρώτους τον Πωλ Ελυάρ και τον Ρενέ Μαγκρίτ, που είχαν εντυπωσιαστεί από τη δουλειά του Καταλανού καλλιτέχνη.
Στη συντροφιά προστίθενται αργότερα ο Χουάν Μιρό, ο Λουίς Μπουνιουέλ και ο Καμίλ Γκομάν, σουρεαλιστής συγγραφέας που τη χρονιά εκείνη άνοιξε γκαλερί στο Παρίσι όπου παρουσίασε δημιουργίες των Νταλί και Μαγκρίτ. Αυτή η ιδιοφυής παρέα είχε κάνει σκοπό της να ανατρέψει την πραγματικότητα και να αμφισβητήσει κάθε βεβαιότητα για το τι είναι τέχνη, αλλά και ζωή.
Ο Μαγκρίτ και ο Ελυάρ συνοδεύονταν από τις συζύγους τους και εκεί στο Καδακές γεννήθηκε το μεγάλο ειδύλλιο μεταξύ του Νταλί και της Έλενας Ντμιτρίβνα Ντιακόνοβα, που αργότερα έγινε γνωστή ως Γκαλά, συντρόφου του Ελυάρ. Ο Ελυάρ, ο Μιρό και βέβαια ο Μαγκρίτ ήταν αυτοί που μύησαν το Νταλί στο σουρεαλισμό.
Γι’ αυτό και το 1929 στο Καδακές έμεινε στην Ιστορία ως ένα καλοκαίρι καθοριστικό για την τέχνη.
Ο Νταλί και ο Μαγκρίτ έχουν ως στόχο να αμφισβητήσουν την πραγματικότητα, να αμφισβητήσουν το βλέμμα μας και να κλονίσουν τις βεβαιότητές μας. Οι δύο καλλιτέχνες, ο Καταλανός Σαλβαντόρ Νταλί και ο Βέλγος Ρενέ Μαγκρίτ, δείχνουν μια συναρπαστική συνύπαρξη παρά τη διαφορετική προσωπικότητα και το φιλοσόφημα της τελικής δημιουργίας. Αν και ακολούθησαν διαφορετικές διαδρομές που οδήγησαν σε φανερές αποκλίσεις ήταν μοναδική η σχέση τους. Είναι το πάθος που συμπαρασύρει.
- Η έκθεση διοργανώνεται από το RMFAB σε συνεργασία με το Μουσείο Dalí (Αγία Πετρούπολη, Φλόριντα), το Ίδρυμα Gala-Salvador Dali και το Ίδρυμα Magritte. Περισσότερα από 40 διεθνή μουσεία και ιδιωτικές συλλογές έχουν δανείσει τα αριστουργήματά τους για αυτή τη μοναδική έκθεση, η οποία συνδέεται με τις εορταστικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται για τα δέκα χρόνια από την ίδρυση του μουσείου Magritte. Επιμελητής της έκθεση είναι ο Michel Draguet, Γενικός Διευθυντής του RMFAB.
***
Ο Ρενέ Μαγκρίτ (René François Ghislain Magritte, 21 Νοεμβρίου 1898 – 15 Αυγούστου 1967) ήταν Βέλγος σουρεαλιστής καλλιτέχνης με επιρροές από το καλλιτεχνικό κίνημα του ντανταϊσμού.
Ο Μαγκρίτ γεννήθηκε στην πόλη Λεσίν και ήταν γιος εύπορου βιοτέχνη. Καθοριστικό ρόλο στην πορεία του έπαιξαν η τέχνη του Τζόρτζιο ντε Κίρικο αλλά και τραυματικά παιδικά του βιώματα (το 1912, όταν ήταν 14 ετών, η μητέρα του αυτοκτόνησε στον ποταμό Σαμπρ).
Σπουδές
Σπούδασε για δύο χρόνια στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών, από το 1916 έως το 1918. Εκεί γνωρίστηκε με τη Ζορζέτ Μπερζέ με την οποία παντρεύτηκε το 1922.
Ο Μαγκρίτ δούλεψε σε εργοστάσιο που κατασκεύαζε ταπετσαρίες, και σχεδίαζε αφίσες και διαφημίσεις μέχρι το 1926. Τότε υπέγραψε συμβόλαιο με την Galerie la Centaure των Βρυξελλών, γεγονός που του επέτρεψε να ασχολείται συνέχεια με τη ζωγραφική.
Οι πρώτες δημιουργίες
Το 1926, ο Μαγκρίτ ζωγράφισε τον πρώτο του σουρεαλιστικό πίνακα, Le jockey perdu, και έκανε την πρώτη του έκθεση στις Βρυξέλλες το 1927. Οι κριτικοί τού επιτέθηκαν μαζικά. Απογοητευμένος με την αποτυχία, μετακόμισε στο Παρίσι, όπου έγινε φίλος με τον Αντρέ Μπρετόν και έγινε μέλος της ομάδας των σουρεαλιστών.
Όταν η Galerie la Centaure έκλεισε και τα εισοδήματα από το συμβόλαιο σταμάτησαν, ο Μαγκρίτ επέστρεψε στις Βρυξέλλες και εργάστηκε στη διαφήμιση. Κατόπιν, έφτιαξε με τον αδελφό του ένα πρακτορείο με το οποίο έβγαζαν τα προς το ζην.
Την εποχή της γερμανικής κατοχής του Βελγίου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρέμεινε στις Βρυξέλλες, χάνοντας την επαφή με τον Μπρετόν. Εκείνη την εποχή αποκήρυξε τη βία και την απαισιοδοξία των προηγουμένων έργων του, αν και αργότερα επέστρεψε στα ίδια θέματα.
Η τεχνοτροπία του
Ο Ρενέ Μαγκρίτ ήταν ένας αριστοτεχνικός ζωγράφος και υπήρξε μία από τις πιο ιδιότυπες και χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες του ευρωπαϊκού σουρεαλισμού. Πρώην σχεδιαστής αφισών και διαφημίσεων, δημιούργησε πολύ εντυπωσιακά έργα, τοποθετώντας συχνά οικεία αντικείμενα σε ασυνήθιστα περιβάλλοντα.
Πίστευε απόλυτα ότι το “μη πραγματικό είναι το κέλυφος του πραγματικού” και πάνω σε αυτή την πεποίθηση ύφανε τη ζωή και την τέχνη του. Αναζητούσε πάντα το παράξενο και το ασύνηθες, συνδυάζοντας απίθανα μεταξύ τους πράγματα τα οποία απέδιδε με ρεαλιστικό τρόπο. Έτσι στα έργα του μπορεί κανείς να δει ένα κλουβί και μέσα ένα αβγό ή ένα ποτήρι νερό πάνω σε μία ομπρέλα. Στους πίνακές του επιδίωκε να αποκαλύψει τις πολλαπλές όψεις της πραγματικότητας δημιουργώντας εξωπραγματική ατμόσφαιρα με τη χρήση ονειρικών και υπερλογικών στοιχείων.
Στα έργα του συχνά παραθέτει συνηθισμένα αντικείμενα, ή κάποιο ασυνήθιστο πλαίσιο, δίνοντας νέες ερμηνείες σε γνωστά αντικείμενα. Η χρήση αντικειμένων διαφορετικά απ’ ό,τι φαίνονται, είναι χαρακτηριστική στο έργο του Η προδοσία των εικόνων (La trahison des images), όπου μία πίπα καπνιστή παρουσιάζεται σαν μοντέλο για διαφήμιση μαγαζιού εμπορίας καπνού. Κάτω από την πίπα ο Μαγκρίτ έγραψε τη φράση «Αυτό δεν είναι μία πίπα» («Ceci n’est pas une pipe»), που μοιάζει με οξύμωρο, αλλά σημαίνει πως η ζωγραφιά δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Στο βιβλίο του Αυτό δεν είναι μία πίπα, ο Γάλλος κριτικός Μισέλ Φουκώ αναλύει τη ζωγραφική του πίνακα του Μαγκρίτ και αυτό το παράδοξο.
Η τέχνη του Μαγκρίτ δείχνει ένα πιο αντιπροσωπευτικό ύφος του σουρεαλισμού σε σύγκριση με το «αυτόματο» ύφος που συναντάται σε έργα καλλιτεχνών όπως ο Χουάν Μιρό. Εκτός από φανταστικά στοιχεία, το έργο του είναι συχνά πνευματώδες και διασκεδαστικό. Επίσης ζωγράφισε μια σειρά σουρεαλιστικής εκδοχής άλλων γνωστών πινάκων.
Ο Ρενέ Μαγκρίτ περιέγραψε τα έργα του λέγοντας:
Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν κάτι – προκαλούν μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει έναν από τους πίνακές μου, θέτει στον εαυτό του αυτήν την απλή ερώτηση: «Tι σημαίνει αυτό;». Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι – είναι απλώς άγνωστο.
Στις ΗΠΑ εκτέθηκαν τα έργα του στη Νέα Υόρκη το 1936 και ξανά στην ίδια πόλη σε δύο εκθέσεις, το 1965 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και το 1992 στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Τέχνης.
Ο Μαγκρίτ είχε κοινές πολιτικές απόψεις με τα περισσότερα μέλη του υπερρεαλιστικού κινήματος, αφού δήλωνε κομμουνιστής. Το 1929 εντάχτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Βελγίου, από το οποίο αποχώρησε ύστερα από μόλις λίγους μήνες. Είχε ενταχθεί και αποχωρήσει από το κομμουνιστικό κόμμα αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του, λόγω διαφωνιών σχετικά με τις κομματικές αφίσες. Υπήρξε επίσης αγνωστικιστής μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το τέλος
Ο Μαγκρίτ πέθανε από καρκίνο στις 15 Αυγούστου του 1967, σε ηλικία 69 ετών, και τάφηκε στο νεκροταφείο Σάαρμπεκ (Schaarbeek) των Βρυξελλών.
Πολλοί από τους γνωστότερους πίνακες του καλλιτέχνη εκτίθενται στο Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών στις Βρυξέλλες, καθώς η συλλογή περιλαμβάνει συνολικά 200 έργα. Το μουσείο φιλοξενεί κάθε είδους έργα, από καμβάδες μεγάλης κλίμακας μέχρι εξώφυλλα περιοδικών, διαφημιστικές αφίσες και σχέδια για ταπετσαρία, συμπεριλαμβανομένων των Η αυτοκρατορία των φώτων (1954) και Η κλέφτρα (1928). Τα έργα εκτίθενται με χρονολογική σειρά, έτσι ώστε να είναι εμφανής η ταχεία εξέλιξη του καλλιτέχνη.
Ιδιαίτερα αξιοσημείωτοι είναι οι πίνακες που χρονολογούνται στην περίοδο 1927-1930, συμπεριλαμβανομένων των έργων Ο μυστικός παίκτης (1927) και Πρόσωπο που διαλογίζεται πάνω στην τρέλα (1928). Εκείνη την εποχή, ο Ρενέ Μαγκρίτ ζούσε στο Παρίσι και ζωγράφιζε έναν καμβά περίπου την ημέρα. Εντυπωσιακοί πίνακες που ζωγράφισε την περίοδο που έμενε στις Βρυξέλλες είναι το απόκοσμο Κτήμα του Αρνχάιμ καθώς και η μελαγχολική Γεύση των Δακρύων (1948).
Έργα του Μαγκρίτ φιλοξενούνται επίσης στο Μουσείο Γκρούνινγκε στην Μπριζ και στο Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών της Αμβέρσας (Μαντάμ Ρεκαμιέ, 1967).
Ο Σαλβαδόρ Νταλί (πλήρες όνομα: Salvador Felipe Jacinto Dalí i Domènech, Φιγέρες, 11 Μαΐου 1904 – Φιγέρες, 23 Ιανουαρίου 1989) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ζωγράφους. Συνδέθηκε με το καλλιτεχνικό κίνημα του υπερρεαλισμού, στο οποίο ανήκε για ένα διάστημα. Αποτελεί έναν από τους πιο γνωστούς ζωγράφους του 20ού αιώνα και μια πολύ εκκεντρική φυσιογνωμία της σύγχρονης τέχνης.
Ο Νταλί γεννήθηκε στην πόλη Φιγέρες της Ισπανίας και ανήκε σε μια οικονομικά ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και συμβολαιογράφος, αλλά δεν φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης με τις ικανότητες του Νταλί στη ζωγραφική και το σχέδιο, ικανότητες που έδειξε ότι διέθετε σε σχετικά νεαρή ηλικία. Χάρη κυρίως στη συμπαράσταση της μητέρας του, ο Νταλί παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη δημοτική σχολή σχεδίου της πόλης του. Tο 1916 φιλοξενήθηκε από την οικογένεια του ντόπιου καλλιτέχνη Ramon Pichot, της πόλης Καδακές, στη διάρκεια θερινών διακοπών της οικογένειας Νταλί, όπου και ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με τη μοντέρνα ζωγραφική.
Σε ηλικία 15 ετών, ο Νταλί συμμετείχε στη δημόσια έκθεση του Δημοτικού Θεάτρου τού Φιγέρες, το 1919. Το 1921 έχασε τη μητέρα του από καρκίνο, ενώ μετά το θάνατό της, ο πατέρας του παντρεύτηκε την αδελφή της, γεγονός που δεν αποδέχτηκε ο Νταλί, ο οποίος ένα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται στη Μαδρίτη όπου και ξεκινά τις σπουδές του στην Ακαδημία των Τεχνών (Academia de San Fernando).
Αυτή την περίοδο, ο Νταλί πειραματίζεται με τον κυβισμό, αν και οι γνώσεις του γύρω από το νέο αυτό κίνημα είναι αρχικά ελλιπείς και στη Μαδρίτη δεν υπάρχουν άλλοι κυβιστές καλλιτέχνες. Επίσης, έρχεται σε επαφή με το ριζοσπαστικό κίνημα του ντανταϊσμού το οποίο θα επηρεάσει σημαντικά το έργο του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Συνδέεται παράλληλα φιλικά με τον ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και με τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ. Το 1926 αποβάλλεται από την ακαδημία λίγο πριν από τις τελικές του εξετάσεις, καθώς δηλώνει πως κανένας από τους καθηγητές του δεν είναι άξιος να τον κρίνει. Την ίδια χρονιά, επισκέπτεται για πρώτη φορά το Παρίσι όπου συναντά τον Πικάσο, ο οποίος είχε ήδη κάποια γνώση γύρω από το έργο του Νταλί.
Τα επόμενα χρόνια, στα έργα του Νταλί αποτυπώνονται ισχυρές επιδράσεις από το έργο του Πικάσο αλλά ταυτόχρονα αρχίζει να διαφαίνεται ένα προσωπικό ύφος στους πίνακές του. Οι εκθέσεις έργων του στη Βαρκελώνη προκαλούν αρκετές συζητήσεις αλλά και διαφωνίες μεταξύ των κριτικών τέχνης.
Το 1929, ο Νταλί συνεργάζεται με τον Λουίς Μπουνιουέλ για τη δημιουργία της ταινίας μικρού μήκους “Ανδαλουσιανός Σκύλος”. Ο Νταλί βοηθά ουσιαστικά στο σενάριο της ταινίας, η οποία αποτελεί έως σήμερα την πιο καθαρή εφαρμογή του υπερρεαλισμού στον κινηματογράφο.
Παράλληλα, ο Νταλί γνωρίζει τη μελλοντική σύζυγό του και μούσα του, Ελένα Ντμτρίεβνα Ντελούβινα Ντιακόνοβα, ρωσικής καταγωγής, περισσότερο γνωστή ως Γκαλά (από το όνομα Γαλάτεια). Την ίδια περίοδο, γίνεται και επίσημα μέλος του υπερρεαλιστικού κινήματος, αν και το υπερρεαλιστικό στοιχείο υπάρχει στα έργα του ήδη λίγα χρόνια νωρίτερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Νταλί επινοεί επιπλέον την Παρανοϊκο-κριτική μέθοδο, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, που αποτελεί ένα είδος υπερρεαλιστικής τεχνικής με σκοπό την πρόσβαση στο ασυνείδητο προς όφελος της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ο Νταλί στηρίζει τη μέθοδο αυτή στην ικανότητα του ανθρώπου να λειτουργεί συνειρμικά, συνδέοντας εικόνες ή αντικείμενα που δεν συνδέονται μεταξύ τους κατ’ ανάγκη λογικά. Συνδέεται άμεσα με τον υπερρεαλιστικό αυτοματισμό και τις φροϋδικές θεωρίες γύρω από τα όνειρα.
Ο Νταλί συμμετέχει στην πρώτη μεγάλη υπερρεαλιστική έκθεση στην Αμερική, το 1932, όπου και αποσπά διθυραμβικές κριτικές. Λίγο αργότερα όμως, ο Αντρέ Μπρετόν τον διαγράφει από το υπερρεαλιστικό κίνημα λόγω των πολιτικών θέσεων του, κυρίως σε ό,τι αφορά την υποστήριξη που φαίνεται να παρέχει στον Φράνκο της Ισπανίας. Στο πλαίσιο αυτής της διαμάχης, ο Νταλί δηλώνει πως ο ίδιος είναι όλος ο υπερρεαλισμός ενώ ο Μπρετόν επινοεί τον περίφημο αναγραμματισμό του ονόματος του Νταλί, Avida Dollars (σε ελεύθερη μετάφραση άπληστος για δολάρια) ασκώντας κριτική στο αμιγώς εμπορικό πνεύμα που, κατά τη γνώμη των υπερρεαλιστών, είχε αναπτύξει ο Νταλί.
Με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ευρώπη, ο Νταλί μαζί με την Γκαλά εγκαθίστανται στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1940 όπου και θα ζήσει για τα επόμενα οκτώ χρόνια. To 1941 εργάζεται για την Walt Disney πάνω στη δημιουργία ενός κινούμενου σχεδίου (το Destino) αλλά μόνο 15 δευτερόλεπτα παρουσιάζονται ολοκληρωμένα πέντε χρόνια αργότερα. Το 1942 δημοσιεύεται και η αυτοβιογραφία του The Secret Life of Salvador Dali (Η κρυφή ζωή του Σαλβαδόρ Νταλί).
Μετά την παραμονή του στην Αμερική, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ισπανία. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την δικτατορία του Φράνκο, προκαλεί δυσμενή σχόλια, τα οποία επεκτείνονται συχνά και στα καλλιτεχνικά του έργα. Την περίοδο 1960 – 1974 εργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά για τη δημιουργία του Θεάτρου-Μουσείου Γκαλά – Σαλβαντόρ Νταλί στο Φιγέρες.
Το 1982 ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος της Ισπανίας του απονέμει τον τίτλο του μαρκήσιου. Την ίδια χρονιά, στις 10 Ιουνίου, πεθαίνει η Γκαλά, γεγονός που προκαλεί έντονη θλίψη στον Νταλί, ο οποίος αποπειράται να αυτοκτονήσει.
Ο Νταλί πέθανε τελικά από καρδιακό επεισόδιο στις 23 Ιανουαρίου του 1989 στην πόλη που γεννήθηκε. Ο τάφος του βρίσκεται μέσα στο Μουσείο του στο Φιγέρες.
Πολιτικές θέσεις
Ο Νταλί έχει συχνά χαρακτηριστεί ως υποστηρικτής του φασιστικού καθεστώτος του Φράνκο στην Ισπανία. Οι πολιτικές του απόψεις ήταν άλλωστε και η αιτία της διαμάχης του με πολλά από τα μέλη του υπερρεαλιστικού κινήματος.
Στα νεανικά του χρόνια, ο Νταλί είναι γνωστό πως συνδέθηκε πιο στενά με τον χώρο του αναρχισμού και του κομμουνισμού. Ωστόσο, η έντονη και εκκεντρική προσωπικότητά του ήταν αδύνατο να περιχαρακωθεί στα στενά πλαίσια ενός οργανωμένου πολιτικού χώρου.
Στην διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου, αρνήθηκε να κάνει αντίσταση ή να επιλέξει στρατόπεδο. Συνδέθηκε ωστόσο περισσότερο με το καθεστώς του Φράνκο, ιδιαίτερα κατά την επιστροφή του από την Αμερική στην Ισπανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κάποιες δημόσιες τοποθετήσεις του Νταλί παρείχαν στήριξη στο φασιστικό καθεστώς, ενώ παράλληλα αναφέρονταν με θετικό τρόπο στο πρόσωπο του Φράνκο. Ο ίδιος ο Νταλί ζωγράφισε και ένα πορτρέτο της κόρης του Ισπανού δικτάτορα. Από την άλλη πλευρά, οι εκκεντρικότητες του Νταλί, που αποτυπώνονταν πολλές φορές δημόσια, ήταν ανεκτές από το καθεστώς καθώς ελάχιστοι καλλιτέχνες και ειδικότερα της αξίας του Νταλί δέχονταν να ζήσουν εκείνη την εποχή στην Ισπανία.
Μοναδικό δείγμα “απειθαρχίας” του Νταλί αποτελεί η στήριξή του στον Λόρκα, του οποίου τα έργα ήταν απαγορευμένα.
Παρ’ όλα αυτά, η πολυσχιδής και ιδιόρρυθμη προσωπικότητα του Νταλί θα ήταν πολύ δύσκολο να ταυτιστεί με μία συγκεκριμένη πολιτική στάση. Εξάλλου, ο Νταλί χρησιμοποίησε το στοιχείο της πρόκλησης και του σκανδάλου σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, τόσο δημόσια όσο και μέσα από τα έργα του.
Ο Νταλί έχει δηλώσει ο ίδιος ότι δεν έχει πολιτική θέση. Είναι αναρχικός, αλλά και μοναρχικός, και τα δύο όμως σε μεταφυσικό επίπεδο και όχι σε πολιτικό.