Ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ είναι γνωστός ως «ο πατέρας της ατομικής βόμβας». Υποστήριξε τη χρησιμοποίηση της βόμβας που τελικά ρίχτηκε στη Χιροσίμα [6 Αυγούστου 1945] και στο Ναγκασάκι [9 Αυγούστου 1945] με αποτέλεσμα να καταστραφούν οι δύο πόλεις, ενώ τα θύματα ανήλθαν σε εκατοντάδες χιλιάδες.
***
«Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!»
Δεν έχετε ούτε τη δύναμη
να φωνάξτε, παρών;
Σήκω απάνω κατηγορούμενε!
Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!
Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες.
Καταδικάστηκες τελεσίδικα:
να κρίνεσαι πάντοτε, υπόδικος ως
το τελευταίο λυκόφως.
[…]
Προσέξτε με, όχι, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!
Τα χέρια μου και τα πόδια μου τα ‘χω ξεθάψει απ’ τη Χιροσίμα.
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν’ ανοιγοκλείνει.
Τ’ άσπρο μου σαν ασβεστωμένο πρόσωπο,
δε μπορεί πια να κλάψει, να γελάσει, να ‘χει ένα όνομα.
Δε μπορεί πια Ρομπέρτ! Κοίταξέ με καλύτερα.
Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρομπέρτ, δε με γνώρισες; Ο αδελφός σας Ρομπέρτ! Είμαι εγώ, ο αδελφός σας,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.
Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τα ‘δωσα όλα,
που σας έχτισα τ’ αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,
να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.
Κ’ εσείς, αντί να παρακάμψετε τη νύχτα,
να φυλαχτείτε από τη Σκύλλα κι απ’ τη Χάρυβδη,
που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες συμπληγάδες,
αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας
και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής κ’ έκατσε δίπλα σας
κι αφήσατε τα χέρια σας μες τα δικά του
και ψαλιδίζατε το φως
και μαστορεύατε στο σκοτάδι.
Τί θέλετε, φίλε Οπενχάιμερ. Τί γυρεύετε τώρα; Δεν έχει, δεν έχει!
Τα μάθαμε όλα: πως φτιάξατε ένα κελί από τύψεις και κλειστήκατε μέσα,
πως περνάτε τις μέρες σας κλαίγοντας.
Πως το κορμί σας ταράζεται τώρα, σαν ένας
μικρός χωματόλοφος σε ώρα σεισμού. Τα μάθαμε όλα.
Αδιάφορο. Εμείς ήρθαμε να χορέψουμε.
Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,
και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου.
Δε σας μιλώ από ένα άλλο αστέρι,
σας φωνάζω απ’ το παράθυρο του αδελφού σας,
έχω μπει στην ψυχή σας και περπατώ πέρα – δώθε…
Τα σιδερένια παπούτσια μου βουλιάζουνε, τρίζουν
τα καρφιά τους στα νεύρα σας, ματώνουν, ενώ
ένα κοπάδι καρκίνοι με μαύρες δαγκάνες,
βόσκουν αμέριμνοι στο λιβάδι της.
[…]
Τόσο ψηλά που ανεβήκατε, φίλε Οπενχάιμερ,
και ποτέ σας δε στρέψατε πίσω; Δεν είδατε
το μακρύ δρόμο κάτω από το χρόνο
που ο πρόγονός σας διάσχισε παλεύοντας; Δεν είδατε
τους λύκους πλάι του; Πάνω του τις καταιγίδες;
Σε παραγκάκια, σε καλύβια, σε σπηλιές, απ’ τον καιρό της φωτιάς,
σ’ εκατομμύρια εργαστήρια τα χέρια του ξεκοκκίζοντας το σκοτάδι,
περάσανε τη ρόδα του κόσμου από χίλιους σταθμούς,
την ξεκινήσανε απ’ τον πηλό, την ανεβάσανε στα ηλεκτρόνια,
τη φέραν στα χέρια σας για την άλλη συνέχεια και σεις,
σα να μην είμαστε, φίλε Οπενχάιμερ, παρά
λίγη άμμος στη φούχτα σας,
μας τα φέρατε ανάποδα όλα, τους πάγκους, τα λουριά μας, τις χύτρες μας,
τον ιδρώτα μας, το αίμα μας, όλα. Δεν είδατε, φίλε Οπενχάιμερ,
το γέρο τεχνίτη των αιώνων που καθόταν εκεί
σε μια γωνιά λυπημένος; Δεν είδατε
τα σεβάσμιά του γένια που πήγαιναν κ’ έρχονταν τρέμοντας
όπως σήκωνε την ποδιά να σκουπίσει τα μάτια του;
Δεν είδατε το Δημόκριτο που κούνησε το κεφάλι του
σα να σάλεψε ένα αστέρι; Τους παραγιούς της σοφίας
που είχαν όλοι τους σκύψει περίλυποι γύρω απ’ την πρώτη σας έκρηξη;
Καταλαβαίνετε, φίλε Οπενχάιμερ.
Το νερό που διψάτε δεν υπάρχει πια εδώ.
[…]
Τι μας χρειάζονται οι μαρτυρίες; Την έχουμε την απολογία σας.
Μας την είπατε την αλήθεια σας. Μας τη δείξατε την αλήθεια σας.
Συννεφιές αναμμένες γυρίζουν από έρημο σε έρημο,
αναζητώντας ανθισμένες κερασιές, πόλεις αμέριμνες,
παιδιά που παίζουν στις αυλές, στα πάρκα και στα λιβάδια,
μητέρες που στολίζουνε το δέντρο των Χριστουγέννων.
Μάρτυρας το άγριο τούτο πένθος, που επικάθεται
τις ώρες αυτές στον πλανήτη μας
που περνά μέσα στις αχτίνες του ήλιου και τις συννεφιάζει,
που το σηκώνουμε και μας γονατίζει,
που αν δοκιμάσεις να το ειπείς σου σκίζει τη φωνή,
που αν δοκιμάσεις να το γράψεις σου σκορπίζει τα δάχτυλα,
που πέφτει σαν μια τσεκουριά στους αιώνες: Σκεπασμένη
μ’ ένα τραπεζομάντηλο μαύρο της επιστήμης
η Άγια Τράπεζα πενθεί• κ’ εσείς σκυμμένος
με σωριασμένο πάνω της το πρόσωπό σας,
κλαίτε κι ονειρευόσαστε να μην είχατε γεννηθεί,
ενώ το στήθος σας φέγγει (μυριάδες κεριά,
του κάκου στο βάθος σας προσπαθούν να φωτίσουν
τις γωνιές της ψυχής σας, αναμμένα απ’ τη θλίψη σας).
Κλαίτε, φίλε Οπενχάιμερ; Περιμένετε τίποτα; Όχι.
Όχι, φίλε Οπενχάιμερ, δε θα σας αφήσουμε
να ξαναβγείτε πια ποτέ μες απ’ αυτόν το νεκροθάλαμο.
[…]
Ελπίζω ακόμη ωστόσο σ’ αυτό που μου μένει.
Να πάρω ανάμεσα στα χέρια μου το κεφάλι του συνανθρώπου μας
να βρέξουνε τα μάτια μου, όλη τους τη βροχή, στο πρόσωπό του,
να βγάλω αυτή τη βιολετιά μαντίλα της ψυχής μου,
να διπλώσω τ’ άγιο σώμα του πάνω στα γόνατά μου —
(ω, δε θα σας κατηγορήσω άλλο πια!)
Φίλε Οπενχάιμερ, όλοι έχουμε ανάγκη από τη συγγνώμη του.