«Στο τραπέζι των αρραβώνων του Λ. και της Λ., κάναμε γλέντι τρικούβερτο. Οι άνθρωποι δεν αρραβωνιάζονται πια, τουλάχιστον όχι με τέτοια φασαρία και ντελαμπόνγκο και ντελαμπόνγκο, αλλά έτσι ήθελαν ο Λ. και η Λ. Έτσι κι έγινε. Μπήκαμε στο μαγαζί στις εννέα το βράδυ νέοι, κεφάτοι κι ανέμελοι και βγήκαμε στις τέσσερις το πρωί, ως επίσημα… «Χαρούμενα Γηρατειά».
Ήταν ο πρώτος αρραβώνας-γάμος που γλεντήσαμε, στη ζωή μας, όχι ως φίλοι του γαμπρού και της νύφης, αλλά ως φίλοι των πεθερικών. Τόσο ανυποψίαστοι, που δεν το είχαμε καν συνειδητοποιήσει. Μόνο έπειτα από κάνα δυο ωρίτσες, όταν οι (σκάρτοι) τριαντάρηδες άρχισαν να σχηματίζουν τα δικά τους πηγαδάκια, μας χτύπησε κατακούτελα η πραγματικότητα. Είμαστε με τους γέρους! Τι «με», δηλαδή. Είμαστε οι γέροι! Όποια δικαιολογία κι αν ψελλίζαμε στον εαυτό μας, η πραγματικότητα δεν άλλαζε. Γινόταν γάμος – και δεν είμαστε εκείνοι που παντρεύονταν, ούτε οι φίλοι τους, αλλά… οι γονείς τους.
Κοίταξα τον εαυτό μου από το λαιμό και κάτω. Ντόινγκ! Να θυμηθώ στους επόμενους αρραβώνες παιδιών φίλου να φορέσω κάτι που δεν παραπέμπει σε πρώτο ραντεβού για σινεμά με καινούριο φλερτ, το 1986. Ουδεμία επίγνωση ματάκια μου γλυκά. Πού να μου κόψει; Έπρεπε να το είχα υποψιαστεί όταν άρχισα να μαζεύω χαρτιά και να συμπληρώνω αιτήσεις για επικείμενη συνταξιοδότηση «λόγω γήρατος». Το αγνόησα, αφού στην Ελλάδα τα χαρτιά δεν εννοούν αυτό που γράφουν. Έπρεπε να έχω μυριστεί έστω, κάτι, όταν αυξήθηκε αφύσικα ο αριθμός των ανθρώπων που μου μιλάνε με το «σεις» και με το «σας».
***
«Κυρία Βαγιάννη να πάρω το παλτό σας;», «Κυρία Βαγιάννη, θα πιείτε έναν καφέ;». Η αυταπάτη του μοσχαριού ακλόνητη: Νόμιζα πως όλοι αυτοί που με κέρωναν και με λιβάνιζαν είχαν απλώς, αποκτήσει αιφνιδίως, καλή ανατροφή. Οι άνθρωποι -και πιο συγκεκριμένα οι γυναίκες- δεν καταλαβαίνουμε ότι γερνάμε, κοιτάζοντας τον εαυτό μας στον καθρέφτη. Το άγχος της φθοράς μας κατατρέχει από τα είκοσί μας χρόνια. Όλη μας τη ζωή μετά την εφηβεία. την περνάμε λαχταρώντας είμαστε πιο αδύνατες, πιο ωραίες, πιο φρέσκιες, πιο σέξι.
Οι αριθμοί στις τούρτες δεν μας λένε τίποτα, «Είμαστε όσο νιώθουμε», μια σπουδαία κοινωνική κατάκτηση που δεν την υποτιμώ. Μόνο να φροντίσω μαζί με το «είμαι όσο νιώθω», να «νιώθω και πόσο είμαι»; Όχι για να κάτσω να σκάσω, (σιγά μη σκάσω) απλώς, να βρε, για να μη σκάω μύτη στους αρραβώνες με φουστάνι πιο εφαρμοστό από της νύφης ρε παιδί μου! Άργησα. Όλο αυτό έπρεπε να το έχω συνειδητοποιήσει (και να το έχω γράψει) πριν από τουλάχιστον μία δεκαετία. Αλλά πού να προκάνω;
Πριν από δέκα χρόνια, με πατημένα ήδη τα σαρανταπέντε, είχα μόλις γεννήσει το πρώτο μου παιδί. Πλήρης η σύγχυση εποχών, ηλικιών και σειρών. Μεγαλώνω, δεν εγκληματώ. Δεν σκοπεύω να μπω τιμωρία, επειδή μου συμβαίνει το φυσικότερο πράγμα στη ζωή. Να τις βράσω τις συμβάσεις. Πείτε ό,τι θέλετε για τον 21ο αιώνα, πάντως, έχει τα τυχερά του: Είναι μια καλή εποχή για να διατηρείται μια κυρία μάχιμη ερωτικά, αναπαραγωγικά, σωματικά, επαγγελματικά, σε ηλικίες που μια ή δυο γενιές πριν, έπαιρναν νούμερο για απόσυρση. Έτσι, αν δεν λωλαθούν ή δεν τα κακαρώσουν προώρως (άλλο τεράστιο επίτευγμα, ματάκια μου, που και αυτό δεν το βάζεις λίγο), τα κορίτσια του δυτικού κόσμου, βρέθηκαν ξαφνικά με μια έξτρα εικοσαετία πλήρους και δυναμικού αξιόμαχου σε όλα τα επίπεδα. (Κι όταν λέω σε όλα, εννοώ σε όλα).
***
Οι άντρες, λόγω κοινωνικών συνθηκών και μεγαλύτερης προπόνησης, το έχουν βρει. Ένας εξηντάρης δεν τραβάει ζόρια με το πώς κυκλοφορεί, εργάζεται, ντύνεται ή αγαπάει. Μια γυναίκα εξήντα χρονών σήμερα, απολύτως παρούσα σε όλα τα επίπεδα της ζωής, είναι σχετικά καινούριο κόνσεπτ στην ελληνική κοινωνία. Χρειάζεται να εφεύρει τον εαυτό της, αισθητικά, κοινωνικά, ψυχικά, σωματικά. Όχι μόνο για την ίδια, αλλά και για όλες εκείνες που ακολουθούν. Τσεμπέρια, ρόμπες, και στολές σε στυλ «Οίκος Ευγηρίας το χαρούμενο Πολυέστερ» είναι παρελθόν. Επιτέλους, λίγο πριν από τα εξήντα, έχουμε βρει πλέον το στυλ μας και δεν θα κάνουμε σε κανένα κερατά τη χάρη να το εγκαταλείψουμε.
Άντε να το «μοντάρουμε» κάπως, προς το λιγότερο έξαλλο, αν και μεταξύ μας, προσωπικώς και επ’ αυτού, δεν υπόσχομαι τίποτα. Μεγαλώνω, δεν εγκληματώ. Δεν σκοπεύω να μπω τιμωρία, επειδή μου συμβαίνει το φυσικότερο πράγμα στη ζωή. Να τις βράσω τις συμβάσεις. Μάλλον δεν πρόκειται να τις ακολουθήσω – δεν ήμουν άλλωστε ποτέ ο τύπος. Μόνο μια σε ένα πράγμα δεσμεύομαι: Περισσότερο για το δικό μου το καλό, παρά για τη «γνώμη του κόσμου» (για την οποία, όσο περνούν τα χρόνια, νιώθω ολοένα και πιο αδιάφορη). Όταν, στο εξής, οι φίλοι μου παντρεύουν τα παιδιά τους, υπόσχομαι να μην ντύνομαι (ή Θεός φυλάξοι, να μη… γδύνομαι) πιο νεανικά από τη νύφη!».
***
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στις 31.12.2015 στο protagon.gr
***
Με τη Ρίκα Βαγιάννη δεν έτυχε να συνυπάρξω στο ίδιο «μαγαζί». Τη γνώρισα μόνο από διηγήσεις του Γιάννη Διακογιάννη στην «Αθλητική Ηχώ» του Κλεομένη Γεωργαλά το 1991 όταν διευθυντής ήταν ο Σταμάτης Γρατσίας και αρχισυντάκτης ο Κώστας Θωμόπουλος. Ο Διακογιάννης ήταν ο πρώτος θαυμαστής της. Παραμυθένιες οι περιγραφές του για τη Ρίκα. Από τότε τη θαύμαζα κι εγώ… Τον συνάντησα πάλι πριν από λίγους μήνες, τον Μάρτιο του 2018, όταν το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ βράβευσε τους βετεράνους αθλητικούς συντάκτες. Ήταν αισιόδοξος. Πίστευε ότι το κορίτσι του θα κερδίσει τη μάχη…
[παν.μηλ].
***
Η Ρίκα Βαγιάννη γεννήθηκε το 1962 στο Παγκράτι και πέθανε την Τρίτη 7 Αυγούστου 2018, σε ηλικία 56 ετών.
Η Μαρίκα Ζούλα (ή Ρίκα Βαγιάνη, όπως την ήξεραν όλοι), ήταν κόρη του δημοσιογράφου Οδυσσέα Ζούλα και της Βαρβάρας Δράκου.
Αποφοίτησε από την Ανωτέρα Σχολή Δραματικής Τέχνης του Εθνικού Θεάτρου το 1982.
Λίγοι ξέρουν πώς προέκυψε το επώνυμο Βαγιάνη. Είναι τα αρχικά από το όνομα της μητέρας της, Βαρβάρας, και του δεύτερου γάμου της με τον αθλητικογράφο Γιάννη Διακογιάννη, που ως πατριός της τη μεγάλωσε σαν κόρη του.
Ήδη από το 1979 άρχισε να εργάζεται ως ηθοποιός στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Έπαιξε στο Εθνικό, στο Θεσσαλικό, σε αρκετές ταινίες, αλλά και σε σίριαλ, όπως το “Μινόρε της Αυγής”.
Παράλληλα, είχε ήδη αρχίσει και τη δημοσιογραφία σε περιοδικά και εφημερίδες, στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
Διετέλεσε αρχικά συντάκτης και στη συνέχεια διευθύντρια σύνταξης στα περιοδικά «Cosmopolitan» και «Colt», ενώ αρθρογραφούσε στα περιοδικά «Ένα», «Και», «Τέταρτο» και από το 1994 με καθημερινή στήλη στην “Απογευματινή” και από το 2005 στο “Έθνος”.
Στην τηλεόραση αρχικά δούλεψε ως ηθοποιός και από το 1986 ως παρουσιάστρια και δημοσιογράφος. Έχει παρουσιάσει αμέτρητες εκπομπές στο Μega, το Star, το Seven Χ, το Κανάλι 5 και από το 1997 άρχισε τη συνεργασία της με την ΕΡΤ στην οποία παρέμεινε μέχρι το 2012.
Ήταν, επίσης, ιδρυτικό στέλεχος του Protagon, ενώ έχει γράψει και δύο παιδικά βιβλία.
Η Ρίκα Βαγιάνη ήταν παντρεμένη με τον Νίκο Στεφανή και έχει έναν γιο, τον Οδυσσέα.
***
Ο αποχαιρετισμός της θα γίνει την Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018, στις 5.30 το απόγευμα, στο κοιμητήριο της Νέας Ερυθραίας [Τέρμα Αναπαύσεως, Κηφισιά 14671. Τηλέφωνο 2108071332].
***