Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Αϊβαλιώτου / catisart.gr
Επιστέγασμα της λογοτεχνικής πορείας του Ανδρέα Κάλβου, η τραγωδία “Οι Δαναΐδες”, είναι η μόνη που κατάφερε να ολοκληρώσει και να εκδώσει ο ίδιος ο δημιουργός (1818). Αποτελεί υπόδειγμα κλασικιστικού έργου, το οποίο αναπαράγει αλλά και επικαιροποιεί τη φόρμα του αρχαίου προτύπου, ενώ συγχρόνως αποτίνει φόρο τιμής στην τραγική παράδοση και στη διαμόρφωση της τραγωδίας ως θεάτρου της πολιτικής κοινότητας, δημιουργώντας ένα σύμπαν δραματικών αντιθέσεων, συναισθηματικών αντιφάσεων και μοιραίων επιλογών. Παρόλο που δεν έχουν παρασταθεί ποτέ από την εποχή της σύνθεσής τους, “Οι Δαναΐδες” αποτελούν την κορύφωση της δραματικής δημιουργίας του ποιητή.
Η τραγωδία αντλεί από τον μύθο των Δαναΐδων, που έφτασε σ’ εμάς αποσπασματικά μέσα από διάφορες μυθολογικές και φιλολογικές πηγές, μεταξύ αυτών την τραγωδία “Ικέτιδες” του Αισχύλου.
Στον ημίτομο των δημοσιευμένων από τον ίδιο τον Κάλβο ποιητικών έργων του (Έκδοση Μουσείου Μπενάκη, 2016, Επιμέλεια – Σχόλια Luigi Trenti – Ευριπίδης Γαραντούδης) ο ειδικός στην ιταλική δραματική ποίηση Trenti εκδίδει τις Δαναΐδες (που συνοδεύονται από σωστή ελληνική μετάφραση των Δ. Αρβανιτάκη και Έφης Καλλιφατίδη) αναπαράγοντας πιστά το κείμενο της έκδοσης του 1818, με ενσωμάτωση σε αυτό των διορθώσεων της έκδοσης Vitti (1960) και με ορισμένες περαιτέρω διορθώσεις, αναδεικνύοντας το υφολογικό-τυπολογικό προφίλ του.
Η μακρά «Εισαγωγή» του Trenti μάς δίνει την πλέον εμπεριστατωμένη μελέτη του έργου, συμβάλλοντας σημαντικά στη θετική επαναξιολόγησή του, που – με την επισήμανση της ιδιαιτερότητας κάποιων στοιχείων του – είχε αρχίσει από τον Vitti. Οι Δαναΐδες δεν κρίνονται πλέον ως μια «ασήμαντη» ή «πολύ μέτρια» τραγωδία, όπως πιστευόταν παλαιότερα, αλλά ως ένα σημαντικό έργο της ιταλικής δραματουργίας της εποχής του (ωστόσο δύσκολα θα συμφωνούσε κανείς με τη βεβαιότητα του Trenti ότι το έργο γράφτηκε μετά τη συγγραφή της σωζόμενης μορφής του Ιππία).
Ο Luigi Trenti, από την αρχή ακόμα της εισαγωγής του, δεν διστάζει να χαρακτηρίσει την τραγωδία «Δαναΐδες» ως έργο «προικισμένο με χαρακτηριστικά τέτοια που να του επιτρέπουν να συγκριθεί, σαν πραγματικό αριστούργημα με τη συχνά μέτρια και στερεοτυπική κλασικιστική δραματική παραγωγή» της εποχής του. Επισημαίνει τη διαπίστωση του Φόσκολο ότι ο Κάλβος «κατέχει την ιταλική γλώσσα όπως ένας τοσκάνος», εξετάζει το πνευματικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον της Φλωρεντίας μέσα στο οποίο ο Κάλβος –και ως γραμματικός του Φόσκολο και με την προτροπή του– σπουδάζει σε βιβλιοθήκες και βελτιώνει την παιδεία του, ενώ υποθέτει και σχέσεις του με διακεκριμένους σκηνικούς της εποχής. Ακόμα ο Trenti υπογραμμίζει την επιλογή από τον Κάλβο της δομής των «Δαναΐδων» ως θέληση επιστροφής στο αρχαίο υπόδειγμα ενός «θεάτρου της πολιτικής κοινότητας» και στην προοπτική αυτή εντάσσει τη σημασία του Χορού και τους τρεις μόνον υποκριτές – πρόσωπα τη «θλιμμένη» και «σπλαχνική» Υπερμνήστρα, τον Λυγκέα και τον Δαναό.
Τονίζει τον αναστοχασμό του ποιητή ως προς το τραγικό υπόδειγμα κατά την επεξεργασία των «Δαναΐδων». Καταλήγοντας ο Trenti εξετάζει το τέλος της τραγωδίας ή μάλλον της Υπερμνήστρας που δεν συμβαδίζει με το δραματουργικό προηγούμενο του Οράτιου και του Οβίδιου, αλλά η τραγική κόρη σκοτώνεται από τον πατέρα της τον Δαναό ο οποίος κλείνει την τραγωδία με τους στίχους «[…] ed il mio ferro / in te… = […] Και το σπαθί μου / μέσα σου…».
“Αχ, ποτέ, ποτέ να μην ξανάρθει η θλίψη!” (Ah mai, ah, non ritorni il lutto!)
– Andrea Calbo
Σχεδόν για δύο αιώνες οι “Δαναΐδες” περιμένουν πίσω από το πέπλο τους τη στιγμή που θα καταφέρουν να ακουστεί ο λόγος τους και η φωνή τους πάνω στη σκηνή. Στο μικρό θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, δίπλα στο αρχαίο τείχος της πόλεως, μερικά μέτρα από τη θάλασσα, για πρώτη φορά το ποιητικό κείμενο του Ανδρέα Κάλβου αναζητάει να απελευθερωθεί το ίδιο και να εμπνεύσει ελευθερία. Ο ποιητής των Ωδών, έχοντας ο ίδιος αρετήν και τόλμην, γράφει και εκδίδει την τραγωδία αυτή το 1813, αναζητώντας μια άλλου τύπου ελευθερία, πιο προσωπική και εμείς θα έχουμε για πρώτη φορά την ευκαιρία να “μπούμε” στον κόσμο των “Δαναΐδων” στις 2 και 3 Αυγούστου 2019.
Η σκηνοθέτις Νατάσα Τριανταφύλλη, γνωστή για τους απροσδόκητους συνδυασμούς συνεργατών, χώρων και μουσικής (Αντιγόνη, Αδερφοί Καραμαζόφ, Περιμένοντας τον Godot, Ιούλιος Καίσαρ), σκηνοθετεί για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Στην τέταρτη συνεργασία της με τη μουσικό Monika η οποία θα μελοποιήσει τα γραμμένα στα ιταλικά χορικά, η Νατάσα Τριανταφύλλη φέρνει για πρώτη φορά στο θέατρο την τραγωδία “Οι Δαναΐδες” του Ανδρέα Κάλβου σε ερμηνείες των Λάζαρου Γεωργακόπουλου και Λένας Παπαληγούρα που ανήκουν στον σταθερό πυρήνα συνεργατών της αλλά και του Άρη Μπαλή. Η μεσόφωνος Άρτεμις Μπόγρη στο τραγούδι συμπληρώνει την ομάδα των συντελεστών επί σκηνής.
Ο γνωστός μύθος των Δαναΐδων συναντάει στο ποιητικό σύμπαν του Κάλβου, τις μεγάλες εικόνες και την ορμητική μελαγχολία του, περνάει μέσα από τα ρεύματα του νεοκλασικισμού και του ρομαντισμού της εποχής του, και καταφέρνει να εκφράσει το όραμα του σημερινού ανθρώπου για ανεξαρτησία αλλά και κοινωνική συνοχή.
Η ιταλόφωνη τραγωδία, η μόνη που ολοκλήρωσε και εξέδωσε ο ίδιος ο Ανδρέας Κάλβος, ποιητής της ελευθερίας, δύο αιώνες πριν, παρουσιάζεται φέτος, 150 χρόνια από τον θάνατό του, για πρώτη φορά στο θέατρο, σε σκηνοθεσία της Νατάσας Τριανταφύλλη, με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους. Με το έργο του ποιητή – ελληνόφωνο και ιταλόφωνο – να παραμένει σε πολλούς άγνωστο, οι “Δαναΐδες” θεωρούνται μια κρυφή σπουδαία τραγωδία.
Το έργο
Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Άργος. Οι πενήντα γιοι του Αίγυπτου, αδελφού του βασιλιά του Άργους, Δαναού, ζητούν σε γάμο τις πενήντα κόρες του Δαναού, Δαναΐδες. Ο βασιλιάς φοβάται ότι ένας από τους γαμπρούς του θα τον εκθρονίσει, έχοντας λάβει μάλιστα σχετικό χρησμό από το μαντείο. Σε μια προσπάθεια να αποφύγει το μοιραίο, ο Δαναός δίνει εντολή στις κόρες του να δολοφονήσουν τους συζύγους τους τη νύχτα του γάμου. Η μόνη που παραβαίνει την εντολή του αλλά και αρνείται τον χρησμό είναι η Υπερμνήστρα, η οποία είναι ερωτευμένη με τον άντρα της, τον Λυγκέα, όπως και εκείνος, μαζί της.
Σκηνοθετικό σημείωμα
H δραματοποίηση του μύθου των Δαναΐδων από τον Ανδρέα Κάλβο, μας χάρισε μια τραγωδία που επικεντρώνεται στον τραγικό πυρήνα τριών προσώπων – της Υπερμνήστρας, του αγαπημένου της Λυγκέα και του βασιλιά-πατέρα Δαναού – και στον, λυρικού ύφους, στοχασμό από τον χορό.
Το καλβικό κείμενο, γραμμένο στα ιταλικά, παρέμενε σιωπηλό εδώ και σχεδόν δύο αιώνες, περιμένοντας υπομονετικά τον χρόνο να αναδείξει την ποιητική του και να τη ζωντανέψει στη σκηνή. Με κεντρικά θέματα την ανειρήνευτη σύγκρουση ανάμεσα σε συγγενικά πρόσωπα, τον εμποδιζόμενο γάμο και την αναμέτρηση της ηθικής φιλοσοφίας με την αστείρευτη θέληση για εξουσία, το έργο ανεβαίνει φέτος για
πρώτη φορά στο θέατρο με αφετηρία τη Μικρή Επίδαυρο. Η θρησκεία μιας αληθινής γυναικείας καρδιάς, της Υπερμνήστρας, ενεργοποιεί τον φόβο απώλειας της εξουσίας του βασιλιά-πατέρα Δαναού, και τον ηρωικό έρωτα του νεαρού Λυγκέα. Τα πρόσωπα ωθούνται δαιμονικά προς πράξεις που υπόσχονται
απελευθέρωση έξω από «τα τείχη που εντός τους μεγαλώσαμε» («quelle mura fra cui crescemmo»), όμως ανεπαισθήτως, συναντιούνται με τα πιο καλά κρυμμένα σκοτεινά τους ένστικτα και με τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο χορός, συμπονετικός και ευχητικός, κρατά τον τόνο και την ατμόσφαιρα του μελοδράματος ενώ ατενίζει γενναία την αχτίδα που στέλνει από τα σύννεφα η ειρήνη γελαστή («or che Pace dai nembi manda ridente un raggio»), αναφωνώντας «Ποτέ να μην ξανάρθει η θλίψη!» («Deh non ritorni il lutto!»). Στην ορχήστρα της Μικρής Επιδαύρου, τρεις ηθοποιοί και μια μεσόφωνος αναμετρώνται με το καλβικό σύμπαν, όπου συγκατοικούν, σε μια ευαίσθητη ισορροπία, η δραματουργία και η ποίηση. Ζητούν να σπάσουν τα δεσμά της εγκλωβισμένης αυτής τραγωδίας, των μυθικών προσώπων, και γιατί όχι, ακόμα και της ίδιας τους της ύπαρξης.
ΟΙ ΔΑΝΑΪΔΕΣ / LE DANAIDI του ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟΥ || 2 & 3 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ || ΜΙΚΡΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
2 & 3 Αυγούστου 2019
Με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους
Ώρα έναρξης: 21.30
Τιμές εισιτηρίων:
Μειωμένο: 10€
Κανονικό: 25€
Προπώληση εισιτηρίων:
ticketmaster.gr
Με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο, τη Λένα Παπαληγούρα και τον Άρη Μπαλή.
Τραγουδά η Άρτεμις Μπόγρη.
Συντελεστές
Μετάφραση: Δημήτρης Αρβανιτάκης – Έφη Καλλιφατίδη
Σκηνοθεσία: Νατάσα Τριανταφύλλη
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: ΜΟΝΙΚΑ
Δραματουργία: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Κακάρογλου
Φωτογραφίες: Λάμπρος Ρουμελιωτάκης
Video –teasers: Δημήτρης Μακρής
Social Media: Σμαράγδα Φουρίκη
Οργάνωση παραγωγής: Μανόλης Σάρδης – Pro4
Ανδρέας Κάλβος
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792. Η μητέρα του ονομάζονταν Αδριανή. Ο πατέρας του, ο Ιωάννης Κάλβος, ήταν εθελοντής και αξιωματικός στο βενετικό μισθοφορικό στρατό. Ο Ιωάννης είχε παντρευτεί δύο φορές και αυτό επηρέασε αρνητικά τον Ανδρέα με συνέπεια τα δραματικά του ποιήματα. Από το φθινόπωρο του 1813 στην Ιταλία γνώρισε τον Ούγο Φωσκόλο και αργότερα ετέθη στην υπηρεσία του ως γραμματικός και αντιγραφέας. Παράλληλα μελέταγε αρχαία κείμενα και ιδιαίτερα νεοκλασική ιταλική λογοτεχνία. Ο Κάλβος είχε έντονη και άστατη ερωτική ζωή. Τέλος το 1819 παντρεύτηκε την Αγγλίδα Μαρία Τερέζα Τόμας και απέκτησε μια κόρη. Όμως γρήγορα πέθαναν και οι δύο, μήτερα και κόρη, και έτσι ο Ανδρέας Κάλβος φεύγοντας από την Αγγλία το 1820 κινήθηκε μεταξύ Φλωρεντίας, Ελβετίας και Γαλλίας. Έτσι το 1826 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και γνώρισε πολλούς φιλέλληνες και ανατολίτες. Ύστερα από πολλά ταξίδια έφυγε από το Ναύπλιο και πήγε στην Κέρκυρα τον Αύγουστο του 1826. Εκεί έγινε διδάκτορας της φιλοσοφίας και δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία ως το 1828 ως μη μόνιμος καθηγητής. Στα τέλη του 1852 έφυγε για το Λονδίνο όπου στις αρχές του 1853 παντρεύτηκε τη δασκάλα Καρλότα Αυγούστα Ουάνταμς. Εγκαταστάθηκαν στο Λάουθ του Λινκονσάιρ. Η γυναίκα του ίδρυσε εκεί ανώτερο παρθεναγωγείο και εκεί ο Ανδρέας Κάλβος δίδαξε μαθηματικά και ξένες γλώσσες. Πέθανε το 1867 και τάφηκε στο Κέντιγκτον. Τα οστά του Κάλβου και της γυναίκας του μεταφέρθηκαν το 1960 στη Ζάκυνθο.
Οι πενήντα κόρες του Δαναού
Με τη συλλογική ονομασία Δαναΐδες είναι γνωστές οι πενήντα κόρες του Δαναού, τις οποίες απέκτησε με δέκα διαφορετικές γυναίκες (τις: Ατλαντείη, Ελεφαντίδα, Έρση, Ευρώπη, Κρινώ, Μέμφιδα, Πιερία, Πολυξώ, Φοίβη και μια ανώνυμη Αιθιοπίδα). Λέγονταν και Δανααί (Στράβων, Η 371), ή και Βηλίδες από τον παππού τους Βήλο (Οβιδίου Μεταμορφώσεις, IV 463).
Μετά τον θάνατο του Βήλου, οι Δαναΐδες ακολούθησαν τον πατέρα τους και έφυγαν από τη Λιβύη (της οποίας η βασιλεία είχε ανατεθεί σε αυτόν), καθώς φοβόνταν τους 50 γιους του αδελφού του, του Αιγύπτου. Αρχικώς κατέπλευσαν στη Λίνδο της Ρόδου και κατά μία παράδοση τρεις Δαναΐδες έμειναν για πάντα εκεί μετά την αναχώρηση των υπόλοιπων: «…ετελεύτησαν κατά την επιδημίαν την εν τη Λίνδω» (Διόδωρος ο Σικελιώτης, Ε 58). Τελικώς έφθασαν στο Άργος. Την άφιξή τους εκεί σημάδεψε ένα ερωτικό περιστατικό του θεού Ποσειδώνα με μία από τις Δαναΐδες, την Αμυμώνη, που είχε σταλεί με αδελφές της να βρουν νερό. Το περιστατικό αυτό είχε ευνοϊκό αποτέλεσμα για τον κάμπο του Άργους, καθώς η περιοχή αρδεύθηκε με άφθονα νερά και έγινε γονιμότατη. Ο Δαναός έθεσε αξίωση επί του θρόνου του Άργους, καθώς ήταν δισέγγονος της Ιούς, κόρης του βασιλιά του Άργους Ινάχου, οπότε το σχετικό δημοψήφισμα τον έφερε στην εξουσία.
Ύστερα από λίγο καιρό όμως κατέφθασαν στην πόλη οι 50 γιοι του Αιγύπτου (οι «Αιγυπτιάδες») και απαίτησαν να τους παντρευτούν οι ισάριθμες Δαναΐδες. Ο Δαναός δέχθηκε φαινομενικά και «μοίρασε» με κλήρο την καθεμιά από τις κόρες του στον καθένα Αιγυπτιάδη (εκτός από τις κόρες τις Μέμφιδας, που πήραν τους συνωνύμους τους), αλλά είχε αποφασίσει την εξόντωσή τους: Εφοδίασε με ένα μεγάλο μαχαίρι την καθεμιά από τις Δαναΐδες και τις διέταξε να σκοτώσουν τους συζύγους τους την πρώτη νύχτα του γάμου σκίζοντας την καρδιά τους με αυτό όταν αυτοί θα είχαν αποκοιμηθεί.
Οι Δαναΐδες εκτέλεσαν την εντολή του πατέρα τους, εκτός από τη μεγαλύτερη στην ηλικία, την Υπερμνήστρα, που ερωτεύθηκε τον Λυγκέα και δεν τον σκότωσε. Για τον λόγο αυτό φυλακίσθηκε από τον Δαναό, αλλά ελευθερώθηκε από τη θεά του έρωτα, την Αφροδίτη. Τα κεφάλια των σκοτωμένων τάφηκαν στη Λέρνη και τα σώματά τους έξω από την πόλη. Αντίθετα, ο Παυσανίας αναφέρει (Β 24, 2) ότι στη Λέρνη τάφηκαν τα σώματα, ενώ οι κεφαλές στον δρόμο προς την ακρόπολη του Άργους. Την ταφή ακολούθησαν καθαρμός (που έγινε με διαταγή του Δία από τον Ερμή και την Αθηνά) και γυμναστικοί αγώνες, οι νικητές των οποίων πήραν από μία Δαναΐδα ως έπαθλο.
Τον Δαναό διαδέχθηκε ο Λυγκέας και, σύμφωνα με νεότερο μύθο, ο Δαναός και οι κόρες του σκοτώθηκαν από τον Λυγκέα. Η παράδοση συνέδεσε την εγκατάσταση των Δαναΐδων στην Αργολίδα με τη λατρεία της Δήμητρας, την τελετή των Θεσμοφορίων της οποίας πίστευαν ότι είχαν μεταφέρει από την Αίγυπτο (Ηρόδοτος, Β 171).
Μια αρκετά μεταγενέστερη παράδοση παρουσιάζει τις Δαναΐδες στα Τάρταρα / Άδη να μεταφέρουν και να ρίχνουν νερό σε ένα πιθάρι με τρύπες («τετρημένον πίθον») για να τιμωρηθούν δήθεν για τη δολοφονία των Αιγυπτιαδών. Αυτό έγινε στη νεότερη εποχή πολύ γνωστή έκφραση, ο «Πίθος των Δαναΐδων», για το πραγματικό νόημα του οποίου παραπέμπουμε στο ιδιαίτερο άρθρο.
Ο μύθος των Δαναΐδων χρησιμοποιήθηκε από αρκετούς λογοτέχνες, κυρίως δραματουργούς. Ο Αισχύλος έγραψε με βάση αυτόν τις τραγωδίες Ικέτιδες και Δαναΐδες, καθώς και το σατυρικό δράμα Αμυμώνη. Τραγωδίες με τον τίτλο «Δαναΐδες» συνέγραψαν επίσης ο Φρύνιχος και ο Τιμησίθεος. Ο Αριστοφάνης και ο Δίφιλος ο Σινωπεύς σατίρισαν τον μύθο σε δύο κωμωδίες τους. Αναφέρονται επίσης αντίστοιχα έργα του Αρχιλόχου και του Θεοδέκτη, που έχουν χαθεί.