***
«Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο! Ηλίθιοι δήμιοι! Η “τάξη” σας είναι χτισμένη στην άμμο»: αυτή ήταν μία από τις πιο εντυπωσιακές φράσεις της “κόκκινης Ρόζας”, της Ρόζας Λούξεμπουργκ.
Μιας γυναίκας που όμοιά της δεν υπήρξε στην ιστορία του διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Και που το 1919, αμέσως μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, επιχείρησε την Επανάσταση των Σπαρτακιστών, την κομμουνιστική επανάσταση στην ηττημένη Γερμανία, πριν καν η επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία κλείσει τα δύο πρώτα χρόνια της στην εξουσία.
Τη νύχτα της 15ης Ιανουαρίου του 1919, το χτυπημένο, άψυχο σώμα της 48χρονης Ρόζας Λούξεμπουργκ ρίχτηκε από ψηλά, από τη γέφυρα του Λιχτενστάιν στο κανάλι Λάνβεχρ. Τον Μάιο του 1919 το πτώμα ξεβράστηκε στην όχθη. O θάνατός της ήταν μαρτυρικός.
«Η δολοφονία του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ αποτελεί γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας, όχι μόνο γιατί βρήκαν τραγικό θάνατο οι καλύτεροι άνθρωποι και ηγέτες της πραγματικά προλεταριακής, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αλλά και γιατί αποκαλύφθηκε πέρα για πέρα η ταξική ουσία ενός κράτους προηγμένου σε ευρωπαϊκή κλίμακα – μπορούμε να πούμε δίχως υπερβολή σε παγκόσμια κλίμακα», έγραψε ο Λένιν.
Ρόζα Λούξεμπουργκ (1871 – 1919)
(Γερμανικά Rosa ή Rosalia Luxemburg, Πολωνικά Róża Luksemburg)
Γερμανίδα επαναστάτρια, εβραιοπολωνικής καταγωγής, από τις γυναίκες που σημάδεψαν με τη δράση και το έργο τους τον 20ο αιώνα. «Η κόκκινη Ρόζα» ήταν από τους συνιδρυτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Πολωνίας και της Ένωσης Σπάρτακος, που εξελίχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας. Η Λούξεμπουργκ ανέπτυξε μια θεώρηση του μαρξισμού, που έδινε έμφαση στη δημοκρατία και την επαναστατική δράση για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού. Η θεωρία της αυτή την έφερε σε αντίθεση τόσο με τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, όσο και με τους λενινιστές. Δολοφονήθηκε από παρακρατικά στοιχεία, μαζί με τον συναγωνιστή της Καρλ Λίμπκνεχτ, κατά την εξέγερση των Σπαρτακιστών τον Ιανουάριο του 1919.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου 1871 στο Ζάμοστς της Ρωσίας (σήμερα στην Πολωνία) και ήταν το νεότερο από τα πέντε παιδιά μιας μεσοαστικής εβραϊκής οικογένειας. Από τα μαθητικά της χρόνια αναμείχθηκε σε παράνομες πολιτικές δραστηριότητες και το 1889, σε ηλικία 18 ετών, μετανάστευσε στη Ελβετία και συγκεκριμένα στη Ζυρίχη, όπου σπούδασε νομικά και πολιτική οικονομία, αποκτώντας το διδακτορικό της δίπλωμα το 1898.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών της ήρθε σε επαφή στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα και γνώρισε σημαντικούς εκπροσώπους της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, όπως Γκεόργκι Πλεχάνοφ και ο Πάβελ Άξελροντ. Μαζί με τον συμφοιτητή και αιώνιο εραστή της, Λέο Γιόγκιχες, έθεσε σε αμφισβήτηση τόσο τους Ρώσους όσο και τους Πολωνούς σοσιαλιστές, που είχαν ταχθεί υπέρ της πολωνικής ανεξαρτησίας. Γι’ αυτήν, ο εθνικισμός και η εθνική ανεξαρτησία ήταν οπισθοδρομικές παραχωρήσεις στον ταξικό εχθρό, την αστική τάξη. Ήταν υπέρμαχος του σοσιαλιστικού διεθνισμού και διαφωνούσε με τον Λένιν σχετικά με τη θεωρία του για την εθνική αυτοδιάθεση. Αυτή και οι συνεργάτες της ίδρυσαν το Πολωνικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, από το οποίο προήλθε ο πυρήνας του μετέπειτα Πολωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το 1898, αφού παντρεύτηκε τον Γκούσταφ Λίμπεκ για να αποκτήσει γερμανική υπηκοότητα, εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο για να εργαστεί στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Σχεδόν αμέσως ενεπλάκη στις πολιτικές διαμάχες που ταλάνιζαν το μεγαλύτερο και ισχυρότερο κόμμα της Β’ Διεθνούς. Ο ρεφορμιστής Έντουαρντ Μπερνστάιν, ο πατέρας της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, υποστήριζε ότι ο Μαρξ ήταν ξεπερασμένος και ότι ο σοσιαλισμός σε κράτη με υψηλό επίπεδο εκβιομηχάνισης θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω της κοινοβουλευτικής οδού και τη συνδικαλιστική πίεση στο κατεστημένο. Η Λούξεμπουργκ απέρριψε την θεώρηση αυτή του Μπερνστάιν, στο βιβλίο της «Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση;», στο οποίο υποστήριζε την αναγκαιότητα της επανάστασης, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο κοινοβουλευτισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αστική απάτη. Με την άποψή της συντάχθηκε και ο Καρλ Κάουτσκι, ο θεωρητικός ηγέτης της Β Διεθνούς, έτσι που η αναθεωρητική άποψη του Μπερνστάιν να είναι μειοψηφική στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα.
Η Ρωσική Επανάσταση του 1905, διέψευσε κάποια από τα πιστεύω της Λούξεμπουργκ. Μέχρι τότε θεωρούσε ότι η Γερμανία ήταν η χώρα στην οποία ήταν περισσότερο πιθανό να γεννηθεί η παγκόσμια επανάσταση. Τώρα πλέον πίστευε ότι θα μπορούσε να ξεσπάσει στη Ρωσία. Πήγε στη Βαρσοβία, συμμετείχε στον αγώνα, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Από την εμπειρία αυτή γεννήθηκε η θεωρία της για την επαναστατική μαζική δράση, που εξέθεσε στο κείμενό της «Μαζική απεργία, κόμμα και συνδικάτα». Η Λούξεμπουργκ πίστευε τώρα ότι η μαζική απεργία θα μπορούσε να ριζοσπαστικοποιήσει τους εργάτες και να αποτελέσει το σημαντικότερο μέσο τού προλεταριάτου για την επίτευξη της σοσιαλιστικής νίκης. Σε αντίθεση με τον Λένιν, υποτιμούσε την ανάγκη συμπαγούς κομματικής δομής, πιστεύοντας ότι η οργάνωση θα μπορούσε να προκύψει κατά φυσικό τρόπο από τον αγώνα. Για τον λόγο αυτό, κατ’ επανάληψη επικρίθηκε έντονα από τα ορθόδοξα κομμουνιστικά κόμματα.
Μετά την απόλυσή της από τη φυλακή της Βαρσοβίας, δίδαξε στη σχολή τού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο Βερολίνο (1907-1914), όπου έγραψε το βιβλίο «Η συσσώρευση τού κεφαλαίου». Στην ανάλυση αυτή περιγράφει τον ιμπεριαλισμό και το αποτέλεσμα δυναμικής επέκτασης του καπιταλισμού στις υπανάπτυκτες περιοχές του κόσμου. Την περίοδο αυτή διέκοψε εντελώς τη σχέση της με την επίσημη κομματική ηγεσία των Άουγκουστ Μπέμπελ και Καρλ Κάουτσκι, οι οποίοι διαφωνούσαν με την αδιάκοπες εκκλήσεις της για την ριζοσπαστικοποίηση των μαζών.
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα υποστήριξε τη γερμανική κυβέρνηση, απόφαση με την οποία διαφώνησε η Λούξεμπουργκ, περνώντας αμέσως στην αντιπολίτευση. Συμμάχησε με τον Καρλ Λίμπκνεχτ και άλλα ριζοσπαστικά στοιχεία της αριστερής πτέρυγας και σχημάτισαν την Ένωση Σπάρτακος, που είχε ως αποκλειστικό στόχο να θέσει με επανάσταση τέλος στον πόλεμο και να εγκαθιδρύσει προλεταριακή κυβέρνηση. Τα μέλη της ήταν γνωστοί και ως «Σπαρτακιστές».
Το θεωρητικό θεμέλιο της οργάνωσης ήταν το φυλλάδιο της Λούξεμπουργκ «Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας» (1916), γραμμένο στη φυλακή με το ψευδώνυμο Γιούνιους. Στο κείμενο αυτό συμφωνούσε με τον Λένιν, υποστηρίζοντας την ανατροπή της κυβέρνησης και τον σχηματισμό μιας νέας Διεθνούς, ισχυρής και ικανής να εμποδίσει μια καινούρια μαζική σφαγή. Η πραγματική επιρροή τής Ένωσης Σπάρτακος κατά τον πόλεμο παρέμενε, ωστόσο, μικρή.
Μετά την απελευθέρωσή τους από τη φυλακή κατά την επανάσταση του Νοεμβρίου του 1918, η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ άρχισαν αμέσως να κινητοποιούν δυνάμεις για να στρέψουν την επανάσταση προς τα αριστερά. Ασκούσαν σημαντική επίδραση στο κοινό και ήταν καθοριστικός παράγοντας σε πολλές ένοπλες συγκρούσεις στο Βερολίνο. Όπως οι Μπολσεβίκοι, η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ ζητούσαν την ανάληψη τής πολιτικής εξουσίας από τα σοβιέτ εργατών και στρατιωτών, αλλά εξουδετερώθηκαν από το συντηρητικό σοσιαλιστικό κατεστημένο και τον στρατό.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1918, ίδρυσαν το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD), και πρώτο μέλημα της Λούξεμπουργκ ήταν να προσπαθήσει να περιορίσει την μπολσεβίκικη επιρροή σ’ αυτή τη νέα οργάνωση. Πράγματι, στο κείμενό της «Η Ρωσική Επανάσταση» άσκησε δριμύτατες επικρίσεις στο κόμμα τού Λένιν για τις θέσεις του για το αγροτικό πρόβλημα και για το ζήτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης καθώς και για τις δικτατορικές και τρομοκρατικές μεθόδους του. Η Λούξεμπουργκ παρέμενε πάντοτε πιστή στη δημοκρατία και ήταν αντίθετη προς τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό του Λένιν.
Δεν μπόρεσε ποτέ, ωστόσο, να ασκήσει αποφασιστική επιρροή στο νέο κόμμα. Η Ρόζα και ο Λίμπκνεχτ δολοφονήθηκαν στις 15 Ιανουαρίου 1919 από παρακρατικές ακροδεξιές ομάδες, που βρίσκονταν στην υπηρεσία του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Φρίντριχ Έμπερτ, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των Σπαρτακιστών.
Τελευταίες λέξεις: πίστη στην επανάσταση
Οι τελευταίες γνωστές λέξεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ, γραμμένες το απόγευμα της δολοφονίας της, ήταν για την πίστη της στις μάζες, και στο αναπόφευκτο της επανάστασης:
«Η ηγεσία απέτυχε. Ακόμα κι έτσι, η ηγεσία πρέπει να δημιουργηθεί εκ νέου, από τις μάζες και μέσα από τις μάζες. Οι μάζες είναι το αποφασιστικό στοιχείο, είναι ο βράχος πάνω στον οποίο θα κτιστεί η τελική νίκη της επανάστασης. Οι μάζες ήταν στα ύψη ανέπτυξαν την “ήττα” αυτή σε μία από τις ιστορικές ήττες που είναι η τιμή και η δύναμη του διεθνούς σοσιαλισμού. Και γι’ αυτό η μελλοντική νίκη θα ανθίσει από αυτή την “ήττα”.
“Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο!” Ηλίθιοι δήμιοι! Η “τάξη” σας είναι χτισμένη στην άμμο. Αύριο κιόλας η επανάσταση θα “ανυψωθεί με μια βροντή” και με σαλπίσματα θα ανακοινώσει στον τρόμο σας: Ήμουν, Είμαι, Θα είμαι!» (Τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο, Συλλογικά Έργα)
Αποφθέγματα
*Ελευθερία μόνο για τα μέλη της κυβέρνησης, μόνο για τα μέλη του Κόμματος – αν και είναι πολυάριθμα – δεν είναι καθόλου ελευθερία. Η ελευθερία είναι ελευθερία γι’ αυτούς που σκέφτονται διαφορετικά. Η ουσία της πολιτικής ελευθερίας δεν εξαρτάται από τους φανατικούς της “δικαιοσύνης”, αλλά μάλλον στις αναζωογονητικές, ευεργετικές και καθαρτικές πράξεις αυτών που σκέπτονται διαφορετικά. Αν η “ελευθερία” γίνει “προνόμιο”, η λειτουργία της πολιτικής ελευθερίας σπάει.
*Λασπωμένη, ατιμασμένη, βουτηγμένη μέσα στο ίδιο της το αίμα, στάζοντας πύον: να πώς παρουσιάζεται η αστική κοινωνία, να ποιο είναι το πραγματικό της πρόσωπο. Δεν είναι πια όπως κάποτε, που φτιασιδωμένη και φορώντας το πέπλο της εντιμότητας επιδιδόταν στην κουλτούρα και στη φιλοσοφία, στην ηθική και στην τάξη, στην ειρήνη και στο δίκαιο. Τώρα μοιάζει με θηρίο αρπαχτικό, όργιο αναρχίας, μάστιγα του πολιτισμού και της ανθρωπότητας. Η αστική κοινωνία φανερώνεται ολόγυμνη, όπως πραγματικά είναι.
*Ο Μαρξισμός είναι μια επαναστατική παγκόσμια θεώρηση που πρέπει πάντα να μάχεται για νέες αποκαλύψεις. Ο Μαρξισμός δεν πρέπει να αποστρέφεται τίποτα περισσότερο από το να μείνει παγωμένος στην παροντική του μορφή. Είναι στα καλύτερά του όταν χτυπά το κεφάλι του από αυτοκριτική, και μέσα στους ιστορικούς κεραυνούς και αστραπές, διατηρεί το σθένος του.
*Στην αστική κοινωνία ο ρόλος της Αριστεράς είναι ο ρόλος του κόμματος αντιπολίτευσης. Σε κόμμα εξουσίας επιτρέπεται να υψωθεί μόνο πάνω στα ερείπια του αστικού κράτους.