19.4 C
Athens
Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

“Γκόλφω” είναι η ψυχή που αγαπά δίχως φραγμούς, είναι ο πόνος της αληθινής γυναίκας

“Καημένε κόσμε, άι και συ… Πριχού να σε γνωρίσω για πάντα σε χωρίζομαι. Άιντε, καημένη νιότη”.

Εικόνες και αγνές μνήμες από παλιές γλυκές αγάπες, μαύρα ψηλά βουνά, κατάμαυρες ραχούλες, λαγκάδια και ξεχειμαδιά, λημέρια και μαντριά, αδικίες και προδοσίες, όνειρα φτωχών και άκαρδους ανθρώπους, όλα αυτά μαζί και το καθένα ξεχωριστά μεταλάβανε οι θεατές της Επιδαύρου, την όμορφη νύχτα της Παρασκευής, 16 Αυγούστου, με την «Γκόλφω» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου. Είναι οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, οι εύστοχες αντιθέσεις, οι ομηρικές σύνθετες λέξεις που παραπέμπουν απευθείας στο κληροδότημα της κλασικής γραμματείας στη δημοτική μας ποίηση. Είναι οι καθαροί, εύστοχοι, πλούσιοι δεκαπεντασύλλαβοι του Περεσιάδη, η διαπλοκή των στοιχείων, οι ψυχικές διακυμάνσεις των ηρώων, το ανάγλυφο πεδίο δράσεων που επινόησε ο χαρισματικός σκηνοθέτης, η σύγκρουση των προσώπων και των ιδεών τους, η άριστη ροή του λόγου των ερμηνευτών, η επενέργεια της εμπνευσμένης μουσικής του Άγγελου Τριανταφύλλου, η κίνηση στην ορχήστρα του θεάτρου, η γοργή αλληλοδιαδοχή των συνταρακτικών συμβάντων, ο πόνος της αληθινής γυναίκας στο μονόλογο της Λυδίας Φωτοπούλου που έκαναν ακόμα και τον πιο ψυχρό θεατή να συγκινηθεί. Είναι η ψυχή που αγαπά χωρίς φραγμούς της Εύης Σαουλίδου, η μεγαλόψυχη συχώρεση της Αλίκης Αλεξανδράκη, η σκληρή απόρριψη από τον Χάρη Φραγκούλη, ο κυνικός Τάσος του Νίκου Καραθάνου, ο συμφεροντολόγος Γιάννος του Μιχάλη Σαράντη, ο Άγγελος Παπαδημητρίου ως σίγουρος και υπερόπτης τσέλιγκας, ο πονηρός Βλάχος χωρατατζής Δήμος του Γιάννη Κότσιφα που καθιστούν την παράσταση αυτή μια εξέχουσα περίπτωση για το σύγχρονο θεατή. Είναι η παμπόνηρη μάνα Αστέρω της Χριστίνας Μαξούρη, ο αγέρωχος, αγνός Θανάσουλας του Γιώργου Μπινιάρη, ο Κίτσος, ο ξάδελφος που δολοπλοκεί του Άγγελου Τριανταφύλλου, η Μαρία Διακοπαναγιώτου ως αδίστακτη και προκλητική Σταυρούλα και, τέλος, είναι ο Τάσος του Γιάννη Βογιατζή, συγκινητικός, ταπεινός και θαρραλέος, που μας έκαναν να φύγουμε με το περήφανο δάκρυ στην άκρη του ματιού, παράσημο και ανάμνηση πολύτιμη.

Το 1893 ο Σπυρίδων Περεσιάδης έγραφε την «Γκόλφω» του, ένα δραματικό ειδύλλιο που έμελε να γίνει σημείο αναφοράς τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Έργο που αναδεικνύει τη λεβεντιά της υπαίθρου σε μια εποχή που η Ελλάδα προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά την τουρκική κατοχή. Η φτωχή και ορφανή Γκόλφω, μια όμορφη νεαρή βοσκοπούλα, γνωρίζει τον έρωτα στα μάτια ενός παλικαριού του χωριού της, του βοσκού Τάσου. Κι ενώ την πολιορκεί το αρχοντόπουλο ο Κίτσος, εκείνη αρνείται τις δελεαστικές προτάσεις του και παραμένει πιστή στους όρκους αγάπης που έχει ανταλλάξει με τον Τάσο. Ο Τάσος δέχεται πιεστικά προξενιά για την εξαδέλφη του Κίτσου και κόρη του μεγαλοτσέλιγκα, Σταρούλα. Παρά την αρχική του άμεση άρνηση, τελικά υποκύπτει στην προοπτική της μεγάλης περιούσίας της Σταυρούλας και διώχνει την Γκόλφω. Η νεαρή κοπέλα απελπίζεται, χάνει τα λογικά της και καταριέται τον ευάλωτο Τάσο. Λίγο πριν από το γάμο τους, η παραλογισμένη πια Γκόλφω σηκώνει την κατάρα και τους εύχεται κάθε ευτυχία. Ο Τάσος κλονίζεται από το μεγαλείο του έρωτά της, αλλάζει γνώμη και τρέχει στο κατόπι της, είναι όμως αργά: Η Γκόλφω έχει φαρμακωθεί και ξεψυχά. Ο Τάσος με τη σειρά του αυτοκτονεί.

Τα πρόσωπα του έργου αποτελούν ανθρώπινους τύπους με όλα τα ελαττώματα, τα προτερήματα, τη μεγαλοψυχία αλλά και τη μικρότητα των ανθρώπων της υπαίθρου. Κουβαλούν την αυθεντικότητα, την περηφάνια, το θάρρος και τη χάρη αλλά και την πονηριά, την τάση για εξαπάτηση, την εμπάθεια, το μίσος, την εκδίκηση και τη ματαιοδοξία. Παρελαύνουν ο αλαζονικός τσέλιγκας, η μοχθηρή, πολύφερνη τσελιγκοπούλα, η πονεμένη χήρα μάνα, η αγνή και αμόλυντη κόρη που παραδίνεται στον έρωτα παραβλέποντας για χάρη του τη φωνή της λογικής, ο θυμόσοφος χωρικός, ο κακόβουλος ξάδελφος που δολοπλοκεί απροκάλυπτα, οι καλοπροαίρετοι συγγενείς, ο δόλιος τσοπανάκος, ο μεταμελημένος ερωτευμένος νέος. Πάνω από όλους βέβαια βρίσκεται η τραγική φιγούρα της άσπιλης και άδολης Γκόλφως, που πριν από την αυτοχειρία της θα βγάλει μια συνταρακτική στην απλότητα και στην αυθεντικότητά της κραυγή θυμού. Η κραυγή της, εν κατακλείδι, είναι κι ένα μήνυμα εναντίωσης στο κακό και στο άδικο: «Τον κόσμο τον εχθρεύομαι, τον κόσμο τον αρνούμαι, / γιατί είναι ψεύτης κι άκαρδος, είναι φονιάς, κακούργος!».
Η γυναίκα παίζει σπουδαίο ρόλο στο έργο, καθώς εμφανίζεται με μια σπάνια για την εποχή της δυναμική και αποφασιστικότητα που αφήνει έκπληκτο το κοινό. Ο Περεσιάδης τιμά τη γυναικεία μορφή ανεβάζοντάς την στης εκτίμησης το υψηλότερο βάθρο.
Το ψυχογράφημα των απλών, ανθρώπινων τύπων της υπαίθρου γίνεται ορατό και διάφανο επί σκηνής. Δεν υπαινίσσεται, δεν κρύβεται πίσω απ’ τις λέξεις, αλλά αντίθετα αποκαλύπτεται με τρόπο αληθινό. Η «Γκόλφω» διαπνέεται από ήθος και φιλοπατρία αλλά και πίστη στις αιώνιες αξίες όπως είναι αυτές της μοναδικής αξίας κάθε ανθρώπου και της ελεύθερης επιλογής και συνείδησης. Από την άλλη καυτηριάζει και στηλιτεύει τη δολιότητα, τη φιλοχρηματία, την έπαρση, το ξεπούλημα των ιδεών για χάρη του χρήματος και της εξουσίας.         

Αξίζει να αναφερθεί πως μέχρι πριν από δύο δεκαετίες ποιμένες γέροντες της γενέτειρας του Περεσιάδη ορκίζονταν ότι τα πρόσωπα του έργου ήταν υπαρκτά. Ακόμα και σήμερα οι κάτοικοι της Νωνάκριδας αναφέρουν το δραματικό και άδοξο έρωτα των δύο νέων ως μια αληθινή ιστορία που συνέβη στον τόπο τους.
Η Γκόλφω, που σημαίνει εγκόλπιον, γκόλφι, φυλακτό, ήταν κόρη του Ρουμελιώτη τσοπάνη Φλίγκου, ο δε Θανάσουλας διατηρούσε στάνη έξω από το Σόλο στους πρόποδες του Χελμού. Η Γκόλφω είναι η δική μας Ιουλιέτα, μια Ιουλιέτα, φτωχή, ορεσίβια, άκαμπτη, πεισματάρα, που πιστεύει πως “αγάπη αληθινή δεν είναι τίποτ’ άλλο/ παρά ο ίδιος ο Θεός μες στην καρδιά του κόσμου”. 
Στην παράσταση είναι διάχυτη η νοσταλγία για το μαγικό κόσμο της φυσικής ζωής. Τα άψυχα στοιχεία του τοπίου ξαφνικά ζωντανεύουν με τον πιο πρωτότυπο τρόπο. Γίνονται μαύρα, υφασμάτινα και τεράστια μαξιλάρια. Αυτά τα κατάμαυρα, πανάλαφρα μαξιλάρια μιμούνται τους επιβλητικούς κρημνούς και τους λόγγους, τις κορυφές, τα ελάτια, τις πηγές και τις βρύσες που γέμιζαν τις στάμνες τους οι κόρες τραγουδώντας και μαλώνοντας. Αποκτούν μορφή και υπόσταση συμμετέχοντας ενεργά στο συναισθηματικό κόσμο των ηρώων. Η ιστορία του Αχιλλέα που βαφτίστηκε στα αθάνατα ύδατα της Στυγός για να γίνει άτρωτος, οι λαϊκοί μύθοι για τις Νεράιδες, το Μαυρονέρι και το ποτάμι το βαθύ που οδηγεί στα Τάρταρα εξημερώνοντας το θάνατο, τη ζωή και τον έρωτα, παντρεύονται αρμονικά σε ένα λόγο φυσικό και αβίαστο, μοναδικό, ποιητικό και θεατρικό.

Ο εμπλουτισμός της παράστασης με τα τραγούδια της παράδοσης, μοιρολόγια και δημοτικές μελωδίες, με τα έθιμα του «χωριού και της στάνης» αλλά και τα ανυπέρβλητα, ολόμαυρα, ατλαζένια κοστούμια (Έλλη Παπαγεωργακοπούλου), δωρικές φουστανέλες από μετάξι και λινό, απογείωσαν την ευμορφία του θεάματος σε επίπεδα υψηλής αισθητικής. Τελικά η «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου είναι μια άξια δουλειά, έτοιμη να μας βγάλει ασπροπρόσωπους σε κάθε γωνιά του κόσμου, όπου αξίζει να περιοδεύσει. “Τρέξε Τάσο, τρέξε”, θέλω να σου πω και πίσω μην κοιτάς.
Σας το ορκίζομαι στο αθάνατο νερό της Στύγας, στον Χελμό τον παινεμένο και στην καημένη Γκόλφω πως φέτος στην Επίδαυρο έζησα τον πιο δραματικό, τον πιο ποιητικό θεατρικό έρωτα, από τους έρωτες εκείνους που ζεις «επάνου στα βουνά», ν’ ακούς τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέσαι, να μη σε «φάη ο κάμπος» και η πεζή πραγματικότητα της αστικής ζωής.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος
Σκηνικά – Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Κίνηση: Αμάλια Μπένετ
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Επεξεργασία κειμένου: Γιούλα Μπούνταλη
Βοηθός σκηνοθέτη: Διώνη Κουρτάκη
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Ευαγγελία Θεριανού

Διανομή

Γκόλφω: Αλίκη Αλεξανδράκη, Λυδία Φωτοπούλου, Εύη Σαουλίδου                                        
Κίτσος: Άγγελος Τριανταφύλλου                                
Αστέρω: Χριστίνα Μαξούρη                                     
Δήμος: Γιάννης Κότσιφας                                     
Ζήσης: Άγγελος Παπαδημητρίου                                
Τάσος: Γιάννης Βογιατζής, Νίκος Καραθάνος, Χάρης Φραγκούλης
Γιάννος: Μιχάλης Σαράντης
Θανάσουλας: Γιώργος Μπινιάρης
Δήμος:  Γιάννης Κότσιφας
Ζήσης: Άγγελος Παπαδημητρίου
Άγγλοι περιηγητές: Αλίκη Αλεξανδράκη, Χριστίνα Μαξούρη, Άγγελος Παπαδημητρίου, Λυδία Φωτοπούλου 

* Στην παράσταση οι ηθοποιοί παίζουν τα παρακάτω όργανα:

Τρομπέτα: Χάρης Φραγκούλης
Κλαρινέτο, μπαγλαμάς: Χριστίνα Μαξούρη
Τρομπόνι: Μαρία Διακοπαναγιώτου
Didgeridoo, πιανίκα, ταμπούρο: Μιχάλης Σαράντης
Πιανίκα: Εύη Σαουλίδου
Γκρανκάσα: Λυδία Φωτοπούλου, Άγγελος Παπαδημητρίου
Πιάνο: Άγγελος Τριανταφύλλου

* Σημείωση συνθέτη Άγγελου Τριανταφύλλου: Θερμές ευχαριστίες στους Κώστα Τζέκο και Βασίλη Παναγιωτόπουλο που δίδαξαν κλαρινέτο και τρομπόνι. Αντίστοιχα, τη Χριστίνα και τη Μαρία που πρόσφεραν τον προσωπικό τους χρόνο και την αμέριστη συμπαράστασή τους στο μουσικό μας πείραμα, τον Δημήτρη Τίγκα για τη μουσική του υποστήριξη, καθώς και καθέναν και καθεμιά από τους ηθοποιούς που μου χάρισαν την ενέργειά τους για τη ζωντανή εκτέλεση της μουσικής.

* Ακούγονται ηχογραφημένα τα τραγούδια:
Βαρέθηκα την ξενιτιά, μοιρολόι της Ηπείρου
Με πήρε το παράπονο, δημοτικό τραγούδι της Ηπείρου
Τους εμβόλιμους στίχους «της αγάπης» τους χάρισε η Λένα Κιτσοπούλου.
Η ηχογράφηση έγινε στο στούντιο Artracks από τον Γιώργο Πρινιωτάκη.

* Συνεργάστηκαν οι μουσικοί:
Σπύρος Τζέκος (κλαρινέτο), Κώστας Τζέκος (μπάσο/κλαρινέτο), Δημήτρης Ντακοβάνος (φαγκότο), Γιάννης Γούναρης (κόρνο), Βασίλης Παναγιωτόπουλος (τρομπόνι), Δημήτρης Τίγκας (κοντραμπάσο).

* Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 16 Αυγούστου
Εθνικό Θέατρο – “Γκόλφω” του Σπυρίδωνος Περεσιάδη

* Σπυρίδων Περεσιάδης: Γεννήθηκε το 1854 στο Μεσορρούγι Αχαΐας (πέθανε το 1918) και από πολύ νωρίς έδειξε την κλίση του προς την ποίηση και τα γράμματα. Σε παιδική ηλικία χάνει το ένα μάτι του, γεγονός που τον οδηγεί στη δημιουργία ενός δικού του -θεατρικού, ίσως- κόσμου. Γύρω στην ηλικία των 30 τραυματίζεται και στο δεύτερο μάτι, με αποτέλεσμα να βλέπει πλέον λίγο. Είχε όμως προλάβει να γράψει μια ωδή στην ομορφιά, στη φύση και στο φως, λίγο προφητική.
«Εσείς μάτια δεν έχετε, κι αν έχετε δεν βλέπουν κι αν βλέπουν δεν πιστεύουνε, γιατί ποτέ δεν είδαν τέτοιες ουράνιες ομορφιές, τέτοια επίγεια κάλλη της ίδιας τους της ομορφιάς, χαμόγελο καθρέφτη».
Ο Περεσιάδης εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος, ενώ πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Ακράτα, όπου εξέδωσε λογοτεχνικό περιοδικό λαμβάνοντας μέρος ως ερασιτέχνης ηθοποιός σε θεατρικές εκδηλώσεις της πόλης. Το συγγραφικό του έργο κινείται στο χώρο του δραματικού ειδυλλίου, όπως διαμορφώθηκε κυρίως από το έργο του Δημητρίου Κορομηλά «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας».
Εκτός από την «Γκόλφω», έγραψε, μεταξύ άλλων, τα έργα «Μαργαρίτα», «Σκλάβα» και «Εσμέ». Το 1893 ερασιτέχνες ηθοποιοί -μαζί με τον ίδιο- πρωτοπαρουσίασαν την «Γκόλφω» στην Ακράτα. Η επιτυχία ήταν μεγάλη. Ακολούθησε στις 10 Αυγούστου 1894 η πρεμιέρα στην Αθήνα, στο θέατρο “Παράδεισος”, από το θίασο “Πρόοδος” του Δημήτρη Κοτοπούλη. Το 1911 η «Γκόλφω» ανέβηκε στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, ενώ το 1913 ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος υποδέχθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Εθνικό Δραματικό Θίασο (θέατρο “Εδέμ”).
Λόγω της μεγάλης απήχησης που είχε η «Γκόλφω» περιόδευσε εντός και εκτός Ελλάδας, φθάνοντας ως τη Σμύρνη, την Οδησσό και το Παρίσι. Παράλληλα έγινε το λεγόμενο «σωσίβιο των θιάσων», το έργο δηλαδή που πάντα εξασφάλιζε θεατές, γι’ αυτό και όλα τα μπουλούκια παλαιότερα αλλά και οι θίασοι το είχαν στις… αποσκευές τους. Το 1967 το Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη έπαιξε την «Γκόλφω» στο Πεδίον του Αρεως, ενώ το καλοκαίρι του 1974 ήταν η σειρά της διασκευής «Μια ζωή Γκόλφω» από το Ελεύθερο Θέατρο (Αλσος Παγκρατίου).
Στη δεκαετία του 2000 η «Goλfω» παίχτηκε πάλι, σε διασκευή από τη θεατρική εταιρεία Χώρος στο ΚΘΒΕ, από το Φεστιβάλ Αθηνών και σε περιοδεία, ενώ πρόσφατα ο Ντίνος Σπυρόπουλος υπέγραψε την παρωδία «Γκόλφω forever» σε σκηνοθεσία Βλαδίμηρου Κυριακίδη.
Το 1914 η «Γκόλφω» μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη σε σκηνοθεσία του Κώστα Μπαχατόρη ή Μπακατόρη – αποτέλεσε μάλιστα την πρώτη (βωβή) μεγάλου μήκους ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Με τη Βιργινία Διαμάντη να κρατά τον επώνυμο ρόλο, στο φιλμ έπαιζαν επίσης οι Ολυμπία Δαμάσκου, Διονύσης Βεντέρης, Γεώργιος Πλούτης, Ζάχος Θάνος, Θόδωρος Λιτός, Παντελής Λαζαρίδης και Χρυσάνθη Χατζηχρήστου.
Το 1955 ο Ορέστης Λάσκος γύρισε τη δική του εκδοχή με την Αντιγόνη Βαλάκου και τον Γιώργο Γληνό, σε μουσική του Τάκη Μωράκη. Στο θίασο οι Νίκος Καζής, Μίμης Φωτόπουλος, Θόδωρος Μορίδης, Κυβέλη, Βύρων Πάλλης, Ρίτα Μουσούρη, Κώστας Χατζηχρήστος, Λιάνα Ορφανού. Τέλος -και αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο- το μπουλούκι των ηθοποιών στον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου παίζει την «Γκόλφω». 

 

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -