Του Παναγιώτη Μήλα
[email protected]
Ο τίτλος ούτε κρύβει, ούτε αποκαλύπτει μια είδηση. Ο τίτλος είναι μια ευχή και μια πρόταση. Πρώτα ήρθε η τολμηρή επιλογή του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου Γιώργου Λούκου να ανεβάσει, για πρώτη φορά, έργο Nεοέλληνα συγγραφέα στο αργολικό θέατρο. Έπιασε από το χέρι την “Γκόλφω” του Σπυρίδωνα Περεσιάδη και την οδήγησε στην απαιτητική ορχήστρα. Μαζί του, ο σκηνοθέτης Νίκος Καραθάνος. Μαζί τους, το Εθνικό Θέατρο.
Την επιλογή, ακολούθησε η επιβράβευση του κοινού. Ημέρα Παρασκευή, ημέρα εργάσιμη, στην καρδιά των διακοπών. Η “Γκόλφω” είχε ήδη μια πετυχημένη πορεία όλο τον προηγούμενο χειμώνα στο θέατρο “Κοτοπούλη – Rex” και είναι γνωστό ότι θα επαναληφθεί από τις 18 Οκτωβρίου. Αυτή τη φορά στο Κτίριο Τσίλερ. Κι όμως. Το κοινό την τίμησε και έσπευσε να γεμίσει τις κερκίδες. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα η Γκόλφω (άντε, και ο Τάσος) είχαν τον περισσότερο κόσμο (περίπου 6.500) από κάθε άλλη παράσταση. Ένα άλλο μετρήσιμο και ουδόλως ευκαταφρόνητο στοιχείο της λαϊκής αποδοχής ήταν και το χειροκρότημα στο φινάλε. Το κοινό δεν σταματούσε να τους επευφημεί και οι ηθοποιοί επέστρεψαν στην ορχήστρα για να αποθεωθούν πέντε φορές. Πέντε φορές, χωρίς την παραμικρή αμφισβήτηση, μιας και παρακολουθώ την Επίδαυρο εδώ και 44 χρόνια, πάντα ως θεατής.
Ένα τελευταίο στιγμιότυπο, τρυφερό και συγκινητικό, ήταν μια φωνή από τα ορεινά των κερκίδων. Η παρότρυνση: «Τρέχα Τάσο…» λίγο πριν σβήσουν τα φώτα. Η φωνή αυτή με έκανε να πιστέψω ότι ο κύκλος θα ολοκληρωθεί με μια περιοδεία στα ξένα φεστιβάλ. Ο κ. Λούκος έκανε το πιο δύσκολο βήμα να φέρει τον Περεσιάδη στο θέατρο του Πολυκλείτου. Τώρα δεν έχει παρά να ετοιμάσει βαλίτσες για την Golfo και τον Tasos για Ευρώπη.
Αυτό βέβαια έγινε και πάλι σε καιρούς χαλεπούς όταν το 1938 Έλληνες αυτοεξόριστοι στο Παρίσι με πρόταση του ελληνιστή Pernot, παρουσίασαν την “Γκόλφω” στο θέατρο “Champs Elysses” με το σκεπτικό ότι η παράσταση ενός έργου με ευρύτατη λαϊκή απήχηση θα αποτελούσε ένα είδος διαμαρτυρίας στο τότε καθεστώς. Όμως η ερωτική ιστορία των δύο παιδιών που συγκινεί τους Έλληνες από τον 1893 που πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ακράτα, μέχρι και σήμερα, δεν είναι μόνο ένα δραματικό ειδύλλιο. Είναι μια σύγχρονη νεοελληνική τραγωδία που δεν έχει να ζηλέψει ούτε τον Σοφοκλή, ούτε τον Ευριπίδη, ούτε τον Αισχύλο. Μια δημιουργία με αιχμηρά πολιτικά και κοινωνικά σχόλια μιας και γράφτηκε το 1893 όταν στην πολιτική σκηνή η ατμόσφαιρα ήταν βαριά με τα δάνεια κεφαλαιοποίησης από τον Οίκο Hambro του Λονδίνου, με τις εναλλαγές κυβερνήσεων και με το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαριλάου Τρικούπη.
Το αριστούργημα αυτό υπηρέτησε στην Επίδαυρο μια ομάδα ηθοποιών που μόνον ένας κριτικός θεάτρου μπορεί να βρει τα κατάλληλα λόγια για να παρουσιάσει το μέγεθος της επιτυχίας τους. Όλοι ακολούθησαν την εμπνευσμένη διδασκαλία του σκηνοθέτη Νίκου Καραθάνου που μας έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε αυτό το δράμα να εξελίσσεται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Ένας θίασος με ηθοποιούς όλων των ηλικιών να στήριξε αυτό το καλλιτεχνικό οικοδόμημα. Τα επίθετα δεν φτάνουν για να συνοδεύσουν όλους αυτούς.
Στο ρόλο της Γκόλφως, σε τρεις ηλικίες: Η Εύη Σαουλίδου, με το ανίκητο πάθος της. Η Λυδία Φωτοπούλου που μας χάρισε με έναν τρόπο ανεπανάληπτο τους στίχους της αγάπης. (Τους εμβόλιμους, δώρισε η Λένα Κιτσοπούλου) και τέλος η Αλίκη Αλεξανδράκη σε ένα ταξίδι στο όνειρο και στη φαντασία. Κίτσος ο Άγγελος Τριανταφύλλου, τι παλικάρι, τι ομορφιά, τι ταλέντο; Και μόνον αυτά; Τι πιανίστας και τι μουσικός; Δική του η μουσική της Γκόλφως. Εξαιρετική σύνθεση. Αστέρω η Χριστίνα Μαξούρη, με τις αστραπές στη ματιά και τις φλόγες στη φωνή. Οπωσδήποτε και με το αξεπέραστο μπαγλαμαδάκι αλλά και το κλαρινέτο. Δήμος ο Γιάννης Κότσιφας, σε καίριο ρόλο με όπλο το χιούμορ και τις «γεμάτες» σιωπές αλλά και… τα πιατίνια. Ζήσης ο Άγγελος Παπαδημητρίου. Ο πολυσχιδής καλλιτέχνης που άπλωνε στην ορχήστρα του αργολικού θεάτρου κάθε πτυχή του ταλέντου του, δίνοντας παράλληλα το ρυθμό με την γκρανκάσα. Γιάννος ο Μιχάλης Σαράντος, ο τρομερός κουτοπόνηρος και συμφεροντολόγος χωρικός. Λες και ήταν γεννημένος στα χρόνια του Περεσιάδη. Όμως δεν ήταν. Το κατάλαβα από το σκουλαρίκι στο αυτί, από το didgeridoo με τον πολύμορφο μπάσο ήχο του, την πιανίκα και το ταμπούρο. Θανάσουλας ο Γιώργος Μπινιάρης, που έδωσε το σύνθημα της έναρξης με εκείνο το μοναδικό: «Εκείνος την ήθελε. Εκείνη τον ήθελε πολύ. Στο τέλος, πεθαίνουν κι οι δύο. Πολύ ωραίο έργο». Με τον τρόπο που το είπε έδωσε το στίγμα της παράστασης. Και φθάνουμε στη Σταυρούλα, τη Μαρία Διακοπαναγιώτου. Τι παιδί; Τι φωνή; Τι κίνηση; Χωρίς καν να μιλήσει έκανε το θέατρο να ξεσπάει στα γέλια και μόνο όταν –ως αρκούδα– έκανε τη χαριτωμένη γυναικεία κίνηση να βάζει τη ζακέτα της σωστά στους ώμους… Αμ, αυτά τα αρκουδίσια ποδαράκια που έπαιζαν ασταμάτητα; Όλοι τη χάζευαν και όλοι τη θαύμαζαν, αν και σαν ρόλος ήταν αντιπαθής. Στο τέλος μάλιστα δάκρυσαν μαζί της όταν και η Σταυρούλα – αρκούδα δάκρυσε, ενώ την απόλαυσαν όταν έπαιζε με ιδιαίτερο τρόπο το τρομπόνι. Πάμε τώρα στους βασικούς συντελεστές: Σκηνικά – κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου. Ίσως τα πιο λιτά σκηνικά, τα πιο «ευκίνητα» και τα πιο πολύχρωμα ασπρόμαυρα κοστούμια. Ταίριαζαν γάντι στην Επίδαυρο. Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου. Στο πρόγραμμα, ο συνθέτης ευχαριστεί θερμά τους Κώστα Τζέκο και Βασίλη Παναγιωτόπουλο που δίδαξαν κλαρινέτο και τρομπόνι. Επίσης ευχαριστεί τη Μαρία Διακοπαναγιώτου και τη Χριστίνα Μαξούρη που πρόσφεραν τον προσωπικό τους χρόνο και την αμέριστη συμπαράστασή τους στο μουσικό του πείραμα. Τον Δημήτρη Τίγκα για τη μουσική του υποστήριξη καθώς και καθέναν και καθεμιά από τους ηθοποιούς που χάρισαν την ενέργειά τους για τη ζωντανή εκτέλεση της μουσικής.
Εδώ να προσθέσουμε ότι στην παράσταση πήραν μέρος και οι μουσικοί Μιχάλης Παγίδας, Δημήτρης Παγίδας, Χρήστος Γκάτζιος, Κώστας Γεώργας και Θανάσης Τσιόλης. Στο κλαρίνο ο Αδριανός Δρούζας. Στο σημείο αυτό το Φεστιβάλ ευχαριστεί θερμά τον κ. Νίκο Λιακόπουλο. Στα ηχογραφημένα μουσικά κομμάτια συμμετείχαν: Σπύρος Τζέκος, κλαρινέτο, Κώστας Τζέκος, μπάσο/κλαρινέτο, Δημήτρης Ντακοβάνος, φαγκότο, Γιάννης Γούναρης, κόρνο, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, τρομπόνι και Δημήτρης Τίγκας, κοντραμπάσο. Συνεχίζουμε με την κίνηση, την αέναη και αέρινη, όπως τη σχεδίασε η Αμάλια Μπένετ. Φωτισμοί, σαν πίνακες ζωγραφικής όπως πάντα από τον Λευτέρη Παυλόπουλο. Επεξεργασία κειμένου, «κέντημα» δηλαδή: Γιούλα Μπούνταλη. Τέλος, δύο κυρίες που χωρίς αυτές δεν θα είχαμε δει τίποτα: Η βοηθός σκηνοθέτη Διώνη Κουρτάκη και η βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου Ευαγγελία Θεριανού.
Φυσικά και δεν ξέχασα τον Τάσο. Εδώ και πάλι στις τρεις ηλικίες συναντάμε: Τον Χάρη Φραγκούλη (φετινό νικητή του βραβείο Χορν), που εκτός από την τρομπέτα που έπαιζε υποδύθηκε με επιτυχία τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Τάσου. Στην ώριμη ηλικία του Τάσου έρχεται με… ανατροπές ο εμπνευστής, σκηνοθέτης και δημιουργός της παράστασης Νίκος Καραθάνος. Τέλος, ως παππούς – Τάσος είναι ο αγέραστος Γιάννης Βογιατζής (58 χρόνια στο θεατρικό σανίδι, από το 1955) που πάντα παραδίδει με την παρουσία του μαθήματα ήθους (…και χωρίς μικρόφωνο).
Για όλους αυτούς ένα «μπράβο» είναι λίγο. Ένα «ευχαριστώ» δεν αρκεί. Ίσως ένα δάκρυ είναι το πιο ακριβό δώρο για αυτά τα παιδιά…