«Από 13 χρονών ανήλικο με είχε καπαρώσει – είκοσι δύο αυτός – να τα λόγια – ποτέ δε θα σ’ αφήσω».
Μόνον όποιος αγάπησε πραγματικά, θα την καταλάβει. Θα καταλάβει το βάσανο και την οδύνη του έρωτα. Την κόλαση μετά τον παράδεισο. Ένας μονόλογος μαρτυρικός. Μια απολογία χωρίς ένοχο. Γιατί ποιος φταίει όταν ο έρωτας ευθύνεται; Ένα τέλος αναπάντεχο που δεν είναι ούτε τιμωρία ούτε κατάληξη, είναι η φυσική ροή των πραγμάτων. Η θεία δίκη.
O έρωτας δεν περιχαρακώνεται, δεν περιφράσσεται, δεν πειθαρχεί. Αγνοεί τα σύνορα, τα πρέπει, τις ηθικές, τα καλούπια. Υπερβαίνει, ποθεί, πάσχει. Η Βασιλική μιλάει για να μη χάσει τα λογικά της. Μιλάει θαρρείς με τις γυναίκες και για τις γυναίκες, όλες τις γυναίκες και, κάποτε κάποτε, είναι αυτή όλες οι γυναίκες του κόσμου που μιλούν, πονούν, επιθυμούν. Ρωτούν. Παρανοούν. Όλες οι γυναίκες του κόσμου που δεν έχουν δικαιώματα.
Ένας κώδικας αφήγησης που περνάει απ’ τη βιογραφία και την αναπαράσταση στο διαχρονικό, στην ποιητική της μοίρας. Ένας λόγος λιτός, δυνατός, τολμηρός. Η συγγραφέας απλώνει τα τραχιά μα συνάμα αδιόρατα, διάφανα σχεδόν, νήματα της ύπαρξης μέσα από εικόνες, στιγμές και λέξεις και σε καλεί να ακουμπήσεις τον ανεπαίσθητο αλλά συγκλονιστικό ρυθμό τους. Η ηρωίδα της είναι μια πέτρα μόνη. Μια ψυχή απέραντη και γκρίζα.
Ένας μονόλογος. Μια νουβέλα που κρατάει μόλις μιαν ανάσα. Σαράντα σελίδες, ένα κείμενο λιπόσαρκο, ασθματικό. Μιλάει για το σεξ, για την ηδονή, τον πόνο, τη μοναξιά. Όπως ξέρει να μιλάει γι’ αυτά μια γυναίκα. Όπως ξέρει η Αθηνά Μαξίμου. Να ερμηνεύει σπαρακτικά, μοναδικά, επώδυνα την εσωτερική ζωή της γυναίκας. Κι όπως ξέρει να σκηνοθετεί την ωμή πραγματικότητα, την ποίηση, την τρέλα και τη λογική η Λίνα Ζαρκαδούλα.
Για τη συγκινητική ηρωίδα της Βάσως Νικολοπούλου δεν υπάρχει άλλος κόσμος, εκτός από τον κόσμο του εραστή της κι άλλος έρωτας έξω από τον κρυφό, αμαρτωλό, αιμομικτικό έρωτά τους. Ζει μόνο για τις ελάχιστες συναντήσεις πίσω από την πράσινη κουρτίνα της αποθηκούλας. Είκοσι χρόνια. Στην παράσταση «Βασιλική» ο θεατής παρακολουθεί εμβρόντητος την παραμόρφωση της γυναίκας, από ερωτευμένη σε Μήδεια του έρωτά της, το σπαραγμό της σάρκας, τα χίλια τέρατα μέσα της. Όταν εκείνος την αφήνει για να «νοικοκυρευτεί» με άλλη, εκείνη μένει παράλυτη από συναισθήματα να παλεύει με τη συνειδητοποίηση της προδοσίας. Το τερατώδες όπλο της, ένα τσεκούρι, το φαντάζεσαι πλημμυρισμένο στο αίμα. Ασήκωτο. Στα αυτιά της ηχούν ακόμα οι υποσχέσεις, υποσχέσεις που αποκοίμιζαν τις ενοχές, απελευθέρωναν από τους δισταγμούς. Κι εκείνη μπερδεμένη αναμασά το παρελθόν, μονολογεί, μονολογεί για να μη χάσει όπως η μητέρα της τα λογικά της. Πληγωμένη μέσα στο μαύρο φόρεμα που γλείφει το κορμί της. Με το πουκάμισο της απόρριψης μπροστά της. Με τις φθαρμένες μπότες των δύσβατων συναισθημάτων. «Μα, λοιπόν, τι είναι αυτή η αγάπη; Πόσο εύκολα ξεαγαπάει κανείς;». Μια ερώτηση χωρίς απάντηση, μια ικεσία χωρίς αποδέκτη. Η πένθιμη διαλεκτική της πολλαπλασιάζεται μέσα στο πάθος του νερού και της πράσινης κουρτίνας. Η Βασιλική μένει σπαταλημένη, άδεια, μόνη, ηττημένη. Παραμελημένη, προδομένη, λεηλατημένη. Ο έρωτας μεταμορφώνεται σε παραίσθηση, η παγερή αύρα του θανάτου –του τέλους της σχέσης–, η μοιραία τροπή με την οποία αρνείται να συμβιβαστεί οδηγεί στην πτώση, στην παράνοια, στην αυτοκαταστροφή. Και βυθίζεται στο κατώφλι της άχαρης χώρας του πένθους. Οδηγείται σε σκοτεινές διαδρομές. Σαν αρχαία σοφή, μισεί και λυτρώνεται με την αναπόφευκτη θυσία. Πορεύεται πληγωμένη στην πλάνη του χρόνου. «Δεν θέλω πια να ζω. Δεν θα ξαναπλυθώ, δεν θα ξαναχτενιστώ, θα μείνω να βρομίσω. Σαν τη νεκρή. Άθλιε, δεν τη θέλω την ελευθερία που μου δίνεις». Όταν ο έρωτας γίνεται νοσηρό πάθος, όπως στις τραγωδίες, δεν σταματάει παρά μόνο με το θάνατο. Η γυναίκα φθίνει κι ανοίγονται διάπλατα οι πόρτες στο στόμιο της γης. Όλα πια μιλούν μόνο για το χαμό. Πραγματικό ή φανταστικό, τι σημασία έχει. Η παράσταση, βασισμένη στη νουβέλα της Βάσως Νικολοπούλου, είναι μια πραγματεία για τη δυσβάστακτη εσωτερική σιωπή που ακολουθεί την έκρηξη του έρωτα. Του έρωτα που κάποτε υποχωρεί επικίνδυνα όπως η άμμος κάτω από τα βήματά μας.
Το σκηνικό της Άσης Δημητρολοπούλου μάς φέρνει τη Βασιλική αιχμάλωτη μέσα σ’ ένα λουτρό με πράσινες λείες επιφάνειες. Σαν να προσπαθεί να αποσπαστεί από το βάσανο ενός πορσελάνινου θαλάμου. Μέσα στο ρίγος του νερού να αναζητά τη δροσιά της εξιλέωσης.
Η μουσική του Λάμπρου Πηγούνη συγκλονιστική, όπως κάθε δουλειά του. Νομίζεις ότι μιμείται τα βήματα που συναντιούνται κι ύστερα χωρίζουν. Τον ήχο της σιωπής, το θόρυβο της πέτρας, τη σάρκα που πάλλεται, το αίμα που ρέει.
Η Αθηνά Μαξίμου, μια ηθοποιός – αποκάλυψη, με πρόσωπο σαν βραχώδες τοπίο. Μορφή άσαρκη, που καθηλώνει. Σαν φωτιά που καίει μυστικά. Με τον τρόμο της απώλειας να τη διαπερνά. Με τον πόνο να κοχλάζει πάνω της. Μια γυναίκα που καταποντίζεται σε μια στενάχωρη ζωή. Πουλί πληγωμένο, φορτωμένο θάνατο. Με την κίνηση των χειλιών της πάντα να θριαμβεύει.
Η σκηνοθεσία της Λίνας Ζαρκαδούλα μαθηματικά ακριβής, καθάρια, ίδια με τη διαφάνεια της φλόγας. Μια παράσταση σφυρηλατημένη άψογα, λυτρωτική, γεμάτη σωτηρία, υπομονή και φως, που δεν υπάρχει περίπτωση να μη σε συγκλονίσει.
* Η παράσταση «Βασιλική», της Βάσως Νικολοπούλου, παρουσιάστηκε στο Nέο Ελληνικό Θέατρο του Γιώργου Αρμένη (Σπύρου Τρικούπη 34 και Κουντουριώτου – Εξάρχεια), την Άνοιξη του 2013.
Συντελεστές παράστασης
Συγγραφέας: Βάσω Νικολοπούλου
Σκηνοθεσία: Λίνα Ζαρκαδούλα
Ερμηνεία: Αθηνά Μαξίμου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική: Λάμπρος Πηγούνης
Σκηνικά-Κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Τώνια Ζαφειρίδου
Φωτογραφία: Γιάννης Βασταρδής
Art work: Μαρία Παναγιωτονάκου