Ποιητική συλλογή του Ιωάννη Λουκόπουλου
“Φυγάδες”
Χέρια αδειανά
Και να,
σαν στο σπίτι έφτασε
την πόρτα μου που χτύπησε σιωπηλά
με μια βαλίτσα βελούδινη στα χέρια
άυλη
στον ώμο της το φέρετρο του κόσμου κουβαλούσε
γεμάτο κατάρες και γητειές
τον πόνο σαν ήθελε να ξορκίσει
σακατεμένη
μέσα στα δίχτυα να σπαρταράει μονάχη
Και να,
σ’ αυτό το πέτρινο σπίτι που γκρεμίζουν οι κραυγές του Αιγέα,
στη μνήμη της λήθης που ζούσε
το όνομά της ξεχνούσε τα βράδια,
μάτια δεν είχε,
μάνα πια να τη ζητά
τη χάρτινη πόρτα χωρίς δάχτυλα χτυπούσε,
το όνειρό της που ξερνούσε τα χαράματα και έβγαινε ομίχλη.
Και ήμουν εκεί
αληθινά αιωρούμενος
«πεθαίνω» που φώναζε
μαχαίρια να δίνω
«πονάω» που ψέλλιζε
πληγές να ακουμπάω
«αδερφέ μου Άψυρτε…»
εκδίκηση
εκδίκηση
στα αυτιά της να ψιθυρίζω.
Λάφυρα μοναξιάς
Ανοίγω διάπλατα τα παράθυρα,
την πόρτα,
τα μάτια μου,
απομακρύνομαι σιγά σιγά
από αυτό το μαύρο φως μόνος και πάλι.
Τάση ουρανού ζητώ
στα ηλεκτροφόρα καλώδια της νύχτας
που μέσα από τη ρίζα του πόνου
πόνους παίρνουν
πόνους δίνουν.
Μια σκιά που τρέφει η ψυχή
κρυμμένη αιώνες θερίζει τη χαρά με αίμα.
Πού είσαι;
Ποια θάλασσα σε θρέφει εκεί που αναπνέεις στους βυθούς,
ναυαγισμένη και αιώνια,
σαν τη λύπη,
σαν τη φυγή,
σαν τον απόηχό της.
Και είναι αυτή η στιγμή γεμάτη λάφυρα,
ήρθε η ώρα που λένε της ανταμοιβής
που ολοένα κόκκινο το χιόνι να λιώνει στις χούφτες
χωρίς να ξέρει παρά μόνο να απαιτεί θανάτους.
Ανακυκλωμένα συναισθήματα,
κουβαριασμένα στις πνοές και τα πάθη
μια στιγμή ζητούσα γιατί με τρομάζει το πάντα μόνος,
λάφυρα με γέμισες για να συνεχίσω να ξεχνώ
Και να, μπροστά μου
η γυναίκα με τα μαύρα, τα βελούδινα
στιγμές να δίνει,
λάφυρα να κλέβει,
εκείνα τα μικρά της μοναξιάς.
Ο μονόλογος της σιωπής
Σύννεφα στα μαλλιά σου
«είναι έτσι ο καιρός» μου λες,
ο έρωτας κάθισε τότε στο απέναντι τραπέζι
και με κοίταξε.
Αδειάζω κουτιά χάρτινα γεμάτα όνειρα,
τα ξαναγεμίζω μετά με αυταπάτες,
χαμηλώνω τους ήχους του σπιτιού
μήπως και ακούσω τα έντομα που ζουν μαζί μου,
μέσα σε αυτή την κίτρινη, την πικρή σιωπή.
Παρουσία ζωής σε έναν αέναο κύκλο αφωνίας.
Βαδίζω στο ξύλινο πάτωμα του σπιτιού
ανάμεσα σε ακροβασίες και γκρεμούς που περιμένουν,
σκιές παντού, οι τοίχοι πια δέντρα ψηλά, πελώρια.
Θυμίζουν ανθρώπους κάποτε και ξεγελιέμαι,
κλείνω με φόρα το ντουλάπι της κουζίνας,
με τρομάζουν οι πεθαμένοι που το κατοικούν,
ακούω γέλιο μικρού παιδιού
μέσα από τους σωλήνες και τις αποχετεύσεις,
σα να ακούω τη φωνή από τα αδέρφια μου.
Νύχτα έξω εδώ και χρόνια,
ένας ήλιος ανατέλλει εδώ μέσα πίσω από την κρεμάστρα,
λευκός και άρρωστος.
Το παλτό που ζωντάνεψε πια περπατάει δίπλα μου.
Του δίνω κρασί και ψωμί,
ανοίγω ύστερα την πόρτα και το αποχαιρετώ.
Σε είδα. Ήρθες.
Ήταν σα να μην έλειψες.
Κοιμόμουν μόνος, ξυπνούσα μαζί σου.
Και προχωρούσα,
με τα μαλλιά σου συννεφιασμένα πάντα.
Βράδιασε και εδώ μέσα πια.
Δεν σε είδα. Δεν ήρθες. Μόνο το ξύλινο τραπέζι έμεινε,
το ξύλινο τραπέζι που ολοένα και μεγάλωνε.
Μια μέρα δεν χωρούσε άλλο πια,
ξάπλωσα πάνω και ψιθύριζα μήπως με ακούσουν
τα σύννεφα,
τα πάντα συννεφιασμένα σαν τα μαλλιά σου.
Ποτέ
Απόηχος βαρύς
δυο ανάσες πνιχτές,
προπατορικές,
αυτή η μνήμη ξεγελά πάντα.
Εξαπατά.
Πλαγιάζει τις νύχτες με το συμφέρον
ξυπνάει τις μέρες με την επιμονή.
«Δεν έζησα ποτέ» φώναξε.
Φύλλα ξερά παντού,
αύριο λένε έρχεται,
όπως πάντα ελπίζουν
ζωή σε αναμονή ζωής.
Ο νέος φόρεσε τον άνεμο πανωφόρι,
δειλά και αβίαστα σαν τη θλίψη που
πλάγιαζε μαζί του χρόνια πολλά
και ήταν η φυγή αυτή που από καιρό καρτερούσε.
Έφτασε.
Πληρωμένα λόγια, ψιθυριστά,
κρυμμένα πίσω από εκείνα που οι άνθρωποι φοβούνται,
νομίζοντας ότι ίσως έτσι πονέσουν λιγότερο.
Σε αναμονή αυτός ο έρωτας,
που λένε,
που αναζητούν,
που δεν βρίσκουν…
σε αναμονή
σε αναμονή
Fade out
Σε αυτόν τον βυθό
βυθισμένος,
χωρίς μάτια,
πολύχρωμα αγάλματα γύρω μου κατοικούν
και είναι άνθρωποι να ξέρεις.
Εδώ,
μόνο αιώνες μετριούνται οι μέρες
μαρμάρινες και κρύες,
με το νερό μιαν αγκαλιά θανάτου,
τα χέρια μου ανοίγω ακίνητος
μέσα σε αυτή την αιώνια σιωπή,
παραδομένος να μένω.
Είναι άνθρωποι, δεν ξεγελιέμαι πια,
που δεν λογάριασαν στην αντανάκλαση
της ζωής που ζούσαν τον ήλιο να ζητούν.
Λιβάδια σα φύτρωσαν στα χέρια τους,
στις παλάμες τους κράτησαν όλα τους τα όχι
και στο ώμο τους, τους πόνους του κόσμου
σε φέρετρο κουβαλούσαν.
Ξωτικά τους είπαν,
θάλασσες που έπιναν,
ήλιους που γεννούσαν,
μακριά, μακριά τους έστελναν, στην εξορία της μη ζωής,
θάνατο θέλησαν να τους ποτίσουν με λιβάνι και επιβολή,
στους βυθούς τότε να σωθούν έπεσαν
και πέτρωσαν.
Εδώ στη σιωπή, μέσα στο αγιασμένο αυτό νερό,
τις νύχτες ζωντανεύουν πια
και είναι σα βαθιά πληγή.
Κραυγές ακούγονται μέσα στα σκοτάδια,
δάκρυα που κοχύλια γίνονται,
εδώ στη σιωπή,
εδώ γύψινο το σώμα μου ξαφνικά, την επιφάνεια πια ξέχασα.
Εδώ πετρωμένος και ακίνητος στο φως της μέρας.
Σε αυτόν τον βυθό εκείνος βυθισμένος
χωρίς μάτια,
πολύχρωμα αγάλματα γύρω του κατοικούν…
Τριμμένα ρούχα
Ο σκώρος του ανεκπλήρωτου κατασπαράζει το όνειρο,
αυτό που άφησες στην άκρη ανενεργό,
αυτό που κλείστηκε μέσα σε συρτάρια ναφθαλίνης
και δεν αντρώθηκε ποτέ.
Όλο ρωτάς και όλο ποθείς
ανέντιμα,
άτιμα.
Σαν τον κόσμο που τρέχει μπροστά στα πόδια σου,
χωρίς κοντέρ και όρια,
είναι αυτό το πούλημα της νιότης,
που κρύβεσαι τα βράδια και ψιθυρίζεις για εκείνα που θες,
για εκείνα τα όνειρα τα τριμμένα στον χρόνο σαν πουκάμισα.
Αδέρφια της λησμονιάς τα λένε
που γεμίζουν το ποτήρι της ζωής με το κρασί του ανέφικτου
και που πίνουν νερό, κρυφά από εκεί που πλένεται η μοίρα.
Ένα τραύμα έγινε συντροφιά σου και εσύ
πήρες τη θλίψη και τη φόρεσες πανωφόρι,
χωρίς να ζητάς,
χωρίς να απαιτείς πια,
αυτό το σπίτι έβλεπες να βυθίζεται και το πάτωμα να ρουφάει τα έπιπλα,
το ταβάνι τους ανθρώπους.
Φοβάμαι τον ουρανό της μοναξιάς. Φοβάμαι.
Η απουσία στο προσκεφάλι παρούσα πια λιμοκτονεί,
ξύπνησε και ζήτα τροφή παρουσίας.
Φοβάμαι.
Χέρι μου γύψινο
που ολοένα σπόρους φυγής σπέρνεις,
κρύψε αυτή τη στιγμή…
Φωτιές ανάβουν στα μάτια σου τότε,
και μια πίκρα ξύλινη θηλάζει
από την ψυχή σου τη λιγοστή χαρά.
Φοβάσαι.
«είναι αργά πια» σου φωνάζουν.