Πάνω: Δήμητρα Θεοδοσίου
Kαι η γη δεν μπορεί να καθαριστεί από το αίμα που χύθηκε επάνω της, παρά διαμέσου του αίματος εκείνου που το έχυσε.
Βίβλος, Αριθμοί 35:33
Ο θαυμασμός ενός μεγάλου δραματουργού για έναν άλλο αντίστοιχα μεγάλο αλλά μακρινό χρονικά, καθώς και η λεπτομερής προσέγγιση μιας διαφορετικής παράδοσης, της αγγλικής, φαινόμενο μοναδικό και σπουδαίο στο χώρο του λυρικού θεάτρου, έφερε στο φως της ζωής μια αθάνατη όπερα, τον «Μάκμπεθ».
Βασισμένη στο ομότιτλο θεατρικό του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, η σημαντικότερη νεανική όπερα του Τζουζέπε Βέρντι προσφέρει σπάνια ψυχογραφήματα κυρίως των βασικών ρόλων, του στρατηγού Μάκμπεθ και της συζύγου του, δύο αδίστακτων χαρακτήρων, που μετέρχονται κάθε μέσου προκειμένου να αναρριχηθούν στο θρόνο της Σκοτίας. Έντονα δραματική μουσική μεγάλης δύναμης, σκιαγραφεί πρόσωπα και καταστάσεις.
Το έργο παρουσιάστηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής μαζί με το μπαλέτο που συνέθεσε ο σπουδαίος Ιταλός συνθέτης για την αναθεωρημένη εκδοχή της όπερας που παρουσιάστηκε στο Παρίσι.
Το παρακολούθησα το Σάββατο 25 Ιανουαρίου, σε μια τρίωρη φιλόδοξη παράσταση, με πολλές καλές στιγμές. Κυρίως, γιατί το ρόλο της Λαίδης ερμήνευε συνταρακτικά μια υπέροχη καλλιτέχνις, η κυρία Δήμητρα Θεοδοσίου, η οποία καθήλωσε το κοινό και στην πρώτη πράξη που κατορθώνει να μπλοκάρει αριστοτεχνικά την πρόσβαση στις τύψεις, όσο και στην πέμπτη πράξη όταν στο παραλήρημά της ξεπηδά από τα πιο βαθιά στρώματα του είναι της κάτι θαμμένο, η ενοχή.
Εξαιρετικός και ο Μάκμπεθ – Σεμπαστιάν Κατάνα, ως διεφθαρμένος άρχοντας που καταδύεται ιλιγγιωδώς προς την έλλειψη συναισθήματος και την πλήρη απανθρωπιά.
Μακντάφ: Τα ίδια πάντα στη Σκοτία;
Εκεί που συναντώνται οι πρωτόγονοι ανθρώπινοι φόβοι και τα αγωνιώδη αισθήματα ενοχής έρχεται ο Μακντάφ, γενναίος Σκοτσέζος ευγενής, άρχοντας του Φάιφ. Στο ρόλο ο Φίλιππος Μοδινός, ο οποίος έδωσε μια πλούσια σε συναισθήματα και μεγαλείο φωνής ερμηνεία. Μέσα στην αιματοβαμμένη σκοτεινή ιστορία αποτύπωσε με ορμή και δύναμη εκείνο που βασανίζει την ψυχή του Σαίξπηρ. Ο τενόρος Φίλιππος Μοδινός καταχειροκροτήθηκε από το κοινό και απέσπασε θετικότατα σχόλια. Επωμίστηκε ένα δυσκολο ρόλο, του αγωνιστή που αποδίδει δικαιοσύνη, και τον έφερε εις πέρας παίρνοντας άριστα. Του ευχόμεθα καλή συνέχεια στη διαφαινόμενα λαμπρή σταδιοδρομία του.
Έξοχα ερμηνεύτηκε το συγκινητικό χορωδιακό “Patria Oppressa” (“Βασανισμένη Πατρίδα”). Μας άφησε με μια υπέροχη και σπάνια γεύση πατριωτισμού.
Σύγχρονη οπτική
«Τ’ αμαρτωλά είναι ωραία και τα ωραία είναι αμαρτωλά. Βουτάμε στην αντάρα, βουτάμε στα θολά». Η επωδός των μαγισσών από την αρχή θέτει σαν ξόρκι το θέμα της τραγωδίας.
Μέσα στο μαύρο, πνιγηρό και παγωμένο παλάτι του Ινβερνές, ο μεν Μάκμπεθ απαλλάσσεται σταδιακά από τις τύψεις του και γίνεται ολοένα πιο αδίστακτος, ενώ η Λαίδη περνά στην κάθαρση και στην τελική εξιλέωση.
Ο σκηνοθέτης Λορέντσο Μαριάνι έδωσε μιαν άλλη οπτική στο δράμα, δίχως όμως να αλλοιώσει το αυθεντικό έργο. Η οπτική του αντανακλά το ύφος και το πνεύμα της σημερινής, πειραματικής και ανήσυχης, εποχής.
Μια σκιά που περπατάει είναι μόνο η ζωή:
Ένας φτωχός θεατρίνος,
Που θορυβεί και σοβαρεύεται μια-δυο ώρες
Απάνω στη σκηνή
Και δεν ακούεται πια.
Είναι ένα παραμύθι, λόγια ενός τρελού,
Γεμάτα θόρυβο και λύσσα
Δίχως νόημα
Η υπόθεση αφορά την αναρρίχηση του στρατηγού Μάκμπεθ στο θρόνο της Σκοτίας αφού φονεύσει το βασιλιά Ντάνκαν και το στρατηγό Μπάνκο. Συνεργός και υποκινητής των εγκληματικών ενεργειών είναι η σύζυγος του Μάκμπεθ. Στη συνέχεια, εκείνη αυτοκτονεί υπό το βάρος των τύψεων κι εκείνος εκτελείται από τον ευγενή Μακντάφ, ο οποίος υπερασπίζεται τα δικαιώματα του Μάλκολμ, γιου του Ντάνκαν.
Ο Μάκμπεθ θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του είδους -στην εποχή τους θεωρήθηκε πρωτοποριακό έργο- ενώ λόγω των σχεδόν υπεράνθρωπων ερμηνευτικών του απαιτήσεων αποτελεί την υπέρτατη πρόκληση για τους ερμηνευτές των βασικών ρόλων.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή εξασφάλισε μια διανομή διεθνούς επιπέδου. Τον ομώνυμο ρόλο ερμήνευσαν δύο διαπρεπέστατοι Έλληνες βαρύτονοι με διεθνή καριέρα, οι Δημήτρης Τηλιακός και Τάσης Χριστογιαννόπουλος, καθώς και ο επιφανής συνάδελφός τους Σεμπαστιάν Κατάνα, ενώ το ρόλο της Λαίδης Μάκμπεθ επωμίστηκαν η διεθνώς αναγνωρισμένη Ελληνίδα υψίφωνος Δήμητρα Θεοδοσίου και η διαπρεπής Ουκρανή σοπράνο Τατιάνα Μελνυτσένκο.
Χρονικά ο Μάκμπεθ προηγείται των αριστουργημάτων που καθιέρωσαν διεθνώς τον Βέρντι. Ωστόσο, στο έργο αυτό είναι ήδη πλήρως ανεπτυγμένη η μουσικοθεατρική γλώσσα του συνθέτη και μάλιστα πάνω στον καμβά ενός από τα μεγαλύτερα έργα της ιστορίας του θεάτρου. Ο Βέρντι και ο λιμπρετίστας του Φραντσέσκο – Μαρία Πιάβε ακολούθησαν σε γενικές γραμμές την αφήγηση της σαιξπηρικής τραγωδίας, μπολιάζοντας, ωστόσο, το λιμπρέτο με στοιχεία έντασης και θεατρικότητας που άρμοζαν στο ιλουζιονιστικό θέατρο του 19ου αιώνα. Έτσι, οι τρεις μάγισσες του πρωτοτύπου μετατράπηκαν σε ένα χορό μαγισσών, για τον οποίο ο Βέρντι έγραψε ορισμένες από τις ωραιότερες χορωδιακές του σελίδες, ενώ ο συνθέτης έγραψε συγκλονιστική μουσική για τις σκηνές μεγάλης θεατρικότητας, όπως η σκηνή της υπνοβασίας της Λαίδης Μάκμπεθ.
Στον Μάκμπεθ, ο Βέρντι υπερβαίνει τα συμβατικά πλαίσια της εποχής του για να συνθέσει ένα έργο με θεατρική δύναμη και με χαρακτήρες που διαθέτουν πρωτόγνωρο ψυχολογικό βάθος και ένταση, ενώ με τη δεξιοτεχνική ενορχήστρωση επιτυγχάνει να σκιαγραφήσει θεαματικά τη βία, τη συνωμοσία, το θάνατο.
Οι δύο κεντρικοί ρόλοι είναι από τους απαιτητικότερους του ρεπερτορίου, καθώς συνδυάζουν τις υψηλές φωνητικές απαιτήσεις με αντίστοιχες υποκριτικές. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν πρότειναν στον Βέρντι μία διάσημη πρωταγωνίστρια της εποχής του, με εξαιρετικά φωνητικά, αλλά φτωχά υποκριτικά χαρίσματα, για το ρόλο της Λαίδης Μάκμπεθ, ο συνθέτης αναφώνησε πως προτιμά να ο ρόλος να ερμηνευθεί από κάποια που δεν τραγουδά καθόλου, παρά από κάποια που δεν είναι ικανή να αναδείξει τις σκοτεινές και διαβολικές του παραμέτρους. Όσο για τον ομώνυμο ρόλο, αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στο ρεπερτόριο του βαρυτόνου. Ανάμεσα στους τραγουδιστές που άφησαν εποχή στο ρόλο αυτό υπήρξε και ο σπουδαίος Έλληνας βαρύτονος Κώστας Πασχάλης (1929-2007), που τον ερμήνευσε στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου.
Στη νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής το ρόλο του τίτλου ερμηνεύει στην πρώτη διανομή ο Δημήτρης Τηλιακός, ο οποίος πρόσφατα ερμήνευσε Μάκμπεθ στην όπερα του Παρισιού και στο Τεάτρο Ρεάλ της Μαδρίτης, σε μουσική διεύθυνση Θεόδωρου Κουρέντζη και σκηνοθεσία Ντμίτρι Τσερνιακόφ, μια παραγωγή που κυκλοφορεί σε DVD σε όλο τον κόσμο. Στη δεύτερη διανομή, ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, ο οποίος έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές στις εμφανίσεις του στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου –μεταξύ άλλων στην Κρατική Όπερα της Βιέννης και στην Όπερα του Παρισιού. Για το ρόλο της Λαίδης Μάκμπεθ, η Δήμητρα Θεοδοσίου επιστρέφει στη Λυρική, έχοντας διαπρέψει ως σπουδαία ερμηνεύτρια του βερντιανού ρεπερτορίου σε θέατρα από το Μιλάνο έως τη Ζυρίχη και από το Λονδίνο έως την Ιαπωνία και τη Βραζιλία. Στη δεύτερη διανομή η Τατιάνα Μελνυτσένκο, η οποία έχει στο βιογραφικό της εμφανίσεις σε σημαντικά θέατρα.
Τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο διακεκριμένος Ιταλός σκηνοθέτης και θεωρητικός της όπερας Λορέντζο Μαριάνι, ο οποίος μετά τις σπουδές του στο Χάρβαρντ σκηνοθέτησε σε αμερικανικά θέατρα, έγραψε μελέτες πάνω στην όπερα, ενώ υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής σε ένα από τα σημαντικότερα λυρικά θέατρα της Ιταλίας, στο Παλέρμο. Τα τελευταία χρόνια έχει συνεργαστεί με κορυφαία λυρικά θέατρα σε Ευρώπη και Αμερική, σε μεγάλες παραγωγές όπερας. Ο Μαριάνι εστιάζει στον τρόπο σκέψης των δύο ηρώων και εικονοποιεί την αντίδραση στο συναίσθημα του φόβου. Το σκηνικό αποδίδει ένα no man’s land –έναν τόπο στο πουθενά, μια «απεικόνιση» των σκοτεινών σημείων του μυαλού μας.
Την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής διευθύνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του οργανισμού Μύρων Μιχαηλίδης, ενώ τη Χορωδία της ΕΛΣ ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.
Το μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής χορογράφησε ο Ρενάτο Τζανέλλα.
Ο φόβος
Ποια είναι η λέξη που επαναλαμβάνεται πιο συχνά στον Μάκμπεθ; Ο φόβος. Όμως όχι ο φόβος για τα ύψη, τα φίδια ή τον εχθρό. Τουλάχιστον όχι τον ανθρώπινο εχθρό. Στον Μάκμπεθ ο φόβος είναι ένας εχθρός, τον οποίο δεν μπορούμε να νικήσουμε: το άγνωστο. Το άγνωστο γύρω μας, το άγνωστο στους άλλους αλλά πάνω απ’ όλα το άγνωστο μέσα μας. Ο Μάκμπεθ αποτελεί ένα ταξίδι στους φόβους, στο σκοτάδι, στα απύθμενα βάθη της ψυχής μας. Δρα αποκλειστικά νύχτα, είναι συμπυκνωμένος, κινείται όπως μία σπείρα, αλλά μονάχα εσωτερικά. Είναι μια συνάντηση με ασυνείδητες ορμές, πρωτόγονους παλμούς, με τις καθοδηγητικές δυνάμεις της ψυχής που μάς εκσφενδονίζουν σε χώρους, τους οποίους απλώς δεν γνωρίζουμε. Τι συμβαίνει στο έργο αυτό; Δύο γενναίοι στρατιώτες συναντούν μια ομάδα από μάγισσες. Οι μάγισσες προφητεύουν το μέλλον και για τους δύο, ένα μέλλον το οποίο είναι εξίσου συγκλονιστικό. Ο ένας στρατιώτης τις περιγελά. Ο άλλος συνταράσσεται βαθιά. Η ζωή του αλλάζει οριστικά. Γιατί; Τον έναν τον καταλαμβάνει φόβος, η θέλησή του παραλύει. Ο άλλος είναι ελεύθερος, δεν φοβάται. Μία φιλόδοξη γυναίκα καταστρώνει σχέδια ώστε να πραγματοποιήσει τα πιο στυγερά εγκλήματα. Μοιάζει στερεά θωρακισμένη από μέσα της κι απ’ έξω: Κανείς δεν μπορεί να τη σταματήσει, κανείς δεν μπορεί να την πλήξει. Αντίθετα, αυτοκαταστρέφεται. Μια φρικιαστική κατάρρευση την οδηγεί στην αυτοκτονία. Γιατί; Η ψυχή. Ο νους και η ψυχή. Παραμονεύει, παραπαίοντας στις βαθύτερες γωνιές του εαυτού της, επικίνδυνα χαμένη.
Παραδόξως και οι δύο είναι ταυτόχρονα τραγικοί ήρωες και αιμοδιψείς εγκληματίες. Κανένας από τους δύο δεν είναι αληθινά κακούργος. Απλά, τους λείπει, όπως θα έλεγε ο Σωκράτης, το «γνώθι σ’αυτόν». Δεν γνωρίζουν τους εαυτούς τους. Κι όσο και αν μοιάζει περίεργο, τους μοιάζουμε. Αναγνωρίζουμε σ’ αυτούς τους εαυτούς μας, αφού μέσα σε όλους μας υπάρχει ένα κομμάτι του Μάκμπεθ και της Λαίδης. Είμαστε όλοι, δυνάμει, λεία των άγνωστων περιοχών της ψυχής μας, ικανοί να κάνουμε πράγματα που ποτέ δεν είχαμε ονειρευτεί, εξαρτημένοι από δυνάμεις που δεν γνωρίζουμε ή δεν καταλαβαίνουμε. Όπως αυτοί, έτσι κι εμείς δεν γνωρίζουμε τους εαυτούς μας. Και παρότι κανένας μας –ας ελπίσουμε– δεν είναι πιθανός δολοφόνος, είμαστε σε μικρότερο βαθμό και κυρίως με λιγότερο βίαιο τρόπο, ικανοί να γίνουμε θύματα του φόβου, ο οποίος καραδοκεί μέσα μας.
Ο φόβος είναι πάντοτε έτοιμος να πλήξει, είναι ένα αρπακτικό, ύπουλα κρυμμένο στη μαύρη νύχτα της ψυχής μας, το οποίο περιμένει τα θύματά του.
Ο Μάκμπεθ είναι θύμα του. Είναι θύμα της εξάρτησής του από τις μάγισσες, τη γυναίκα του, το άγνωστο. Από κάθε τι που είναι έξω και πέρα από αυτόν. Σε αυτή την κατάσταση ρίχνεται με ορμή προς τα μπροστά, εκτός ελέγχου, από το ένα αύριο στο επόμενο, μέχρι το τελευταίο αιματοβαμμένο αύριο, έως ότου ο βίαιος θάνατος σβήσει το σύντομο κερί του.
Η Λαίδη Μάκμπεθ είναι θύμα του. Παρά την αρχική εντύπωση, διακρίνεται από τραγική προδιάθεση για αυτοκαταστροφή. Η ψυχή της είναι ήδη ραγισμένη. Περιμένει να ανοίξει στα δύο σαν ώριμο φρούτο. Η ιστορία του Μάκμπεθ αναπτύσσεται σε αυτές τις δύο σφαίρες. Είναι η ιστορία του τρόπου με τον οποίο δουλεύει το μυαλό δύο ανθρώπων και των αντιδράσεών τους απέναντι στο φόβο. Διαδραματίζεται σε έναν τόπο που δεν θα μπορούσε να είναι πουθενά, αν όχι στο μυαλό μας και στις ειδικές σκοτεινές δυνάμεις του. Οι δυνάμεις του σκότους ταξιδεύουν μέσα από τις μάγισσες. Διαμορφώνουν και κατευθύνουν τους πρωταγωνιστές, σπρώχνοντάς τους στο μονοπάτι της φιλοδοξίας, του φόνου και του θανάτου. Αντιπροσωπεύουν όσα δεν γνωρίζουμε. Η ιστορία βρίσκεται πλήρως στα χέρια τους. Φόβος. Ψυχή. Δύο ελληνικές λέξεις, οι οποίες περιλαμβάνουν πλήρως το δράμα που μάς προσέφεραν οι Σαίξπηρ και Βέρντι. Ελπίζουμε ότι παρακολουθώντας αυτή την παράσταση, αυτές οι δύο θεμελιώδεις όψεις της ύπαρξής μας θα μπορέσουν με κάποιο τρόπο να διερευνηθούν και να καταστούν καλύτερα κατανοητές. Από όλους. (Λορέντσο Μαριάνι, σκηνοθέτης)
Συντελεστές παράστασης
Moυσική διεύθυνση: Μύρων Μιχαηλίδης
Σκηνοθεσία: Λορέντσο Μαριάνι
Σκηνικά: Μαουρίτσιο Μπαλό
Κοστούμια: Σίλβια Αϋμονίνο
Χορογραφία: Ρενάτο Τζανέλλα
Φωτισμοί: Λίνους Φέλμπομ
Σχεδιασμός Βιντεοπροβολών: Λούσυ Μακίννον
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Διανομή
Μάκμπεθ:
Δημήτρης Τηλιακός (17, 19, 21/1)
Τάσης Χριστογιαννόπουλος (18, 22, 24, 26/1)
Σεμπαστιάν Κατάνα (25/1)
Μπάνκο:
Τάσος Αποστόλου (17, 19, 21, 25/1)
Πέτρος Μαγουλάς (18, 22, 24, 26/1)
Λαίδη Μάκμπεθ:
Δήμητρα Θεοδοσίου (17, 19, 21, 25/1)
Τατιάνα Μελνυτσένκο (18, 22, 24, 26/1)
Ακόλουθος της Λαίδης Μάκμπεθ:
Αντωνία Καλογήρου (17, 19, 21, 25/1)
Σοφία Κυανίδου (18, 22, 24, 26/1)
Μακντάφ:
Δημήτρης Πακσόγλου (17, 19, 21/1)
Βαγγέλης Χατζησίμος (18, 24, 26/1)
Φίλιππος Μοδινός (22, 25/1)
Μάλκολμ:
Χαράλαμπος Αλεξανδρόπουλος (17, 19, 21, 25/1)
Γιώργος Ζωγράφος (18, 22, 24, 26/1)
Γιατρός/ Υπηρέτης του Μάκμπεθ:
Διονύσης Τσαντίνης (17, 19, 21, 25/1)
Παύλος Σαμψάκης (18, 22, 24, 26/1)
Δολοφόνος / Αγγελιοφόρος:
Χρήστος Αμβράζης (17, 19, 21, 25/1)
Nίκος Συρόπουλος (18, 22, 24, 26/1)
Α’ Οπτασία:
Παύλος Μαρόπουλος (17, 19, 21, 25/1)
Θεόδωρος Μωραΐτης (18, 22, 24, 26/1)
Β’ Οπτασία:
Μαρία Ζώη (17, 19, 21, 25/1)
Τριανταφυλλιά Γεωργιάδου (18, 22, 24, 26/1)
Γ’ Οπτασία:
Μαριλένα Στριφτόμπολα (17, 19, 21, 25/1)
Διαμάντη Κριτσωτάκη (18, 22, 24, 26/1)
Συμμετέχουν η Ορχήστρα, η Χορωδία και το Μπαλέτο της ΕΛΣ
Πληροφορίες
Όπερα
Τζουζέπε Βέρντι
“Μάκμπεθ”
Μουσική διεύθυνση: Μύρων Μιχαηλίδης
Σκηνοθεσία: Λορέντζο Μαριάνι
Πρεμιέρα 17 Ιανουαρίου 2014
17, 18, 19, 21, 22, 24, 25, 26 Ιανουαρίου 2014
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη
Ώρα έναρξης: 20.00
Ο Μάκμπεθ (Macbeth) είναι θεατρικό έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ γύρω από μία βασιλοκτονία και τα επακόλουθά της. Είναι η μικρότερη τραγωδία του Σαίξπηρ και πιστεύεται ότι γράφτηκε μεταξύ του 1603 και του 1606.
Πηγές του Σαίξπηρ γι’ αυτήν την τραγωδία ήταν παλιότερες περιγραφές για τον Μάκμπεθ της Σκοτίας, τον Μακντάφ και τον Ντάνκαν Α’ της Σκοτίας. Ωστόσο η ιστορία του Μάκμπεθ όπως ειπώθηκε από τον Σαίξπηρ έχει ελάχιστη σχέση με τα πραγματικά γεγονότα της ιστορίας της Σκοτίας, αφού ο Μάκμπεθ ήταν ένας θαυμαστός μονάρχης.
Στον κόσμο του θεάτρου, κάποιοι πιστεύουν ότι το έργο είναι καταραμένο και δεν κατονομάζουν τον τίτλο του, αλλά προτιμούν να το αναφέρουν ως “το σκοτσέζικο έργο”. Εντούτοις, όλα αυτά τα χρόνια το έργο έχει προσελκύσει μερικούς από τους σημαντικότερους ηθοποιούς για τους ρόλους του Μάκμπεθ και της Λαίδης Μάκμπεθ, έχοντας μεταφερθεί στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, στην όπερα, σε κόμικς κ.α.
Χαρακτήρες
Ντάνκαν – Βασιλιάς της Σκοτίας
Μάλκολμ – ο μεγαλύτερος γιος του Ντάνκαν
Ντόναλμπεν – ο μικρότερος γιος του Ντάνκαν
Μάκμπεθ – στρατηγός στο στρατό του βασιλιά Ντάνκαν, κόμης του Γκλάμις και μετά του Κόντορ, και αργότερα βασιλιάς της Σκοτίας
Λαίδη Μάκμπεθ – η σύζυγος του Μάκμπεθ και αργότερα βασίλισσα της Σκοτίας
Μπάνκο – φίλος του Μάκμπεθ και στρατηγός στο στρατό του βασιλιά Ντάνκαν
Φλινς – γιος του Μπάνκο
Μακντάφ – κόμης του Φάιφ
Λαίδη Μακντάφ – σύζυγος του Μακντάφ
Γιος του Μακντόφ
Ρος, Λένοξ – Σκοτσέζοι ευγενείς
Σίγουαρντ – κόμης του Νορθάμπερλαντ και στρατηγός των αγγλικών δυνάμεων
Ο νεαρός Σίγουαρντ – ο γιος του Σίγουαρντ
Σέιτον – υπηρέτης και συνοδός του Μάκμπεθ
Εκάτη – Θεά της μαγείας
Τρεις μάγισσες – προβλέπουν ότι ο Μάκμπεθ θα γίνει βασιλιάς και ότι βασιλιάδες θα γίνουν και οι απόγονοι του Μπάνκο
Τρεις δολοφόνοι
Αγγελιαφόρος – φύλακας στο σπίτι του Μάκμπεθ
Σκοτσέζος γιατρός – γιατρός της Λαίδης Μάκμπεθ
Η ευγενής κυρία – επιστάτρια της Λαίδης Μάκμπεθ
Η πλοκή του έργου
Ο στρατηγός Μάκμπεθ, ξάδελφος του βασιλιά της Σκοτίας Ντάνκαν, έχει πάει να καταστείλει μία επανάσταση. Γυρίζει νικητής και τροπαιούχος μαζί με το φίλο του, Μπάνκο, με τον οποίο συζητάνε για τον καιρό και για τη νίκη (“Δεν είδα μέραν, σαν αυτήν, τόσον φρικτήν κι ωραίαν!”). Στο δρόμο τους συναντάνε τρεις μάγισσες που προφητεύουν ότι ο Μάκμπεθ θα γίνει βασιλιάς και ότι βασιλιάδες θα γίνουν και οι απόγονοι του Μπάνκο. Παρακινούμενος τότε από την αχαλίνωτη φιλοδοξία του, ο Μάκμπεθ συλλαμβάνει ένα σατανικό σχέδιο: να σκοτώσει τον Ντάνκαν και να πάρει το θρόνο.
Μ’ ένα γράμμα εκμυστηριεύεται τα σχέδιά του στη γυναίκα του, τη λαίδη Μάκμπεθ, κι εκείνη περισσότερο σατανική και φιλόδοξη, συμφωνεί μαζί του. Έτσι, όταν ο Ντάνκαν έρχεται να τους επισκεφτεί στον πύργο τους, αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους.
Μόλις ο βασιλιάς πέφτει να κοιμηθεί, μεθούν τους δύο φρουρούς του και ο Μάκμπεθ παίρνει τα μαχαίρια τους και δολοφονεί μ’ αυτά τον κοιμισμένο Ντάνκαν. Έπειτα τα βάζει κοντά στους δύο ανύποπτους φρουρούς για να ενοχοποιηθούν αυτοί για το στυγερό έγκλημα. Ένα χτύπημα στην εξώπορτα κάνει τον Μάκμπεθ και τη λαίδη ν’ αποσυρθούν τρομοκρατημένοι στα διαμερίσματά τους για να επιστρέψουν σε λίγα λεπτά, φαινομενικά ατάραχοι και να υποδεχτούν τους ξαφνικούς επισκέπτες, τον Μακντάφ και τον Λένοξ, δύο άλλους Σκότους ευπατρίδες της Αυλής. Ο Μακντάφ ζητά να δει επειγόντως το βασιλιά και τότε αποκαλύπτεται η τρομερή δολοφονία.
Όλοι υποθέτουν πως οι δύο μεθυσμένοι φρουροί είναι οι φονιάδες και ο Μάκμπεθ τούς σκοτώνει αμέσως για να μη φανερωθεί η αλήθεια. Στο μεταξύ, οι δύο γιοι του δολοφονημένου βασιλιά, ο Μάλκολμ και ο Ντόναλμπαιν, νιώθοντας μία απειλή να τριγυρίζει κι αυτούς, το σκάνε και εξαφανίζονται από τη Σκοτία. Έτσι μένει ελεύθερο το πεδίο για τον Μάκμπεθ που σαν πρώτος ξάδελφος του Ντάνκαν ανακηρύσσεται βασιλιάς.
Διατηρώντας όμως στη μνήμη του την προφητεία των μαγισσών ότι ο φίλος του, στρατηγός Μπάνκο, θα αποκτήσει τέκνα που θα γίνουν βασιλιάδες, πληρώνει επαγγελματίες κακούργους και τους βάζει να δολοφονήσουν τον Μπάνκο και το γιο του. Η απόπειρά τους πετυχαίνει κατά το ήμισυ. Ο Μπάνκο σκοτώνεται αλλά ο γιος του, ο Φλινς, κατορθώνει να ξεφύγει.
Ο Μάκμπεθ το πληροφορείται οργισμένος και τρομοκρατημένος μαζί. Αρχίζει να βλέπει φαντάσματα και η παράξενη συμπεριφορά του γίνεται αντιληπτή και ύποπτη σε όσους τον παρακολουθούν. Εφιάλτες έχει επίσης και η λαίδη Μάκμπεθ.
Αποφασισμένος να δώσει ένα τέλος στις τύψεις συνειδήσεως που βασανίζουν και τους δύο, ο Μάκμπεθ πηγαίνει και βρίσκει εκ νέου τις τρεις μάγισσες ζητώντας να του πουν ό, τι ξέρουν για το μέλλον. Εκείνες τον συμβουλεύουν να φυλάγεται από τον Μακντάφ, τον καθησυχάζουν όμως λέγοντάς του πως δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από οποιονδήποτε άνθρωπο βγαλμένο από τη μήτρα της μάνας του και ότι δεν πρόκειται να ηττηθεί εκτός εάν “εις την Δουνσινάνην ν’ αναιβή το δάσος της Βερνάμης!”. Αλλά στο τελευταίο ερώτημά του αντί για απάντηση, τού φανερώνουν μπροστά στα μάτια του το όραμα μίας σειράς βασιλιάδων που στην κορυφή της στέκει ο Μπάνκο.
Στην Αγγλία, ο Μακντάφ ενημερώνεται από τον Ρος ότι “Επάτησαν το κάστρον σου! Τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου τα έσφαξαν αλύπητα!”. Πολλοί ευγενείς βλέπουν πλέον τον Μάκμπεθ ως τύραννο. Ο Μάλκολμ (πρωτότοκος γιος του βασιλιά Ντάνκαν) συγκεντρώνει στρατό μαζί με τον Μακντάφ και τον Σίγουαρντ και κινείται κατά του Μάκμπεθ. Ο Μάκμπεθ αντιλαμβανόμενος τον ερχομό του Μάλκολμ, παρατηρεί τα κλαδιά από τα δέντρα του δάσους Μπέρναμ που κρατούσε στα χέρια του ο στρατός και αρχίζει να κατανοεί τη σημασία της προφητείας των μαγισσών. Εν τω μεταξύ η Λαίδη Μάκμπεθ καταλαμβάνεται από τρομερές νευρικές κρίσεις, σηκώνεται από το κρεβάτι της και ως υπνοβάτης αντιλαμβάνεται ότι τα χέρια της είναι αιματοβαμμένα και πεθαίνει. Τότε ο Μάκμπεθ παραδίδει ένα μονόλογο (“Αύριον, και αύριον, και αύριον”). Αν και η αιτία θανάτου της λαίδης Μάκμπεθ δεν αποκαλύπτεται, μερικοί υποθέτουν ότι αυτοκτόνησε, όπως υποθέτει και ο Μακντόφ: “μονάχη της, ως φαίνεται, επήρε την ζωήν της”.
Η μάχη κορυφώνεται με τη δολοφονία του νεαρού Σίγουαρντ και με την αντιπαράθεση μεταξύ του Μακντάφ και του Μάκμπεθ. Ο Μάκμπεθ υπερηφανεύεται ότι δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται τον Μακντάφ γιατί δεν μπορεί να σκοτωθεί από κανέναν άνθρωπο βγαλμένο από τη μήτρα της μάνας του. Ο Μακντάφ δηλώνει ότι “εξερριζώθη απ’ της μητρός του τα σπλάγχνα πριν της ώρας!” (δηλαδή γεννήθηκε με καισαρική τομή) και τότε ο Μάκμπεθ αντιλαμβάνεται πολύ αργά ότι έχει παρερμηνεύσει τα λόγια των μαγισσών. Ο Μακντάφ αποκεφαλίζει τον Μάκμπεθ κι έτσι πληροί την τελευταία από τις προφητείες των μαγισσών.
Ιστορικές πηγές
Η τραγωδία “Μάκμπεθ” βασίζεται κυρίως στα “Χρονικά της Αγγλίας, Σκοτίας και Ιρλανδίας” του Ραφαήλ Χόλινσεντ (1577). Σύμφωνα με τον Χόλινσεντ, ο Μάκμπεθ έγινε βασιλιάς της Σκοτίας το έτος 1040 αφού δολοφόνησε τον Ντάνκαν. Ο Χόλινσεντ έγραψε πως το στέμμα της Σκοτίας το είχαν υποσχεθεί στον Μάκβεθ “τρεις μάγισσες που ήταν θεές της Τύχης ή νύμφες ή νεράιδες”. Ο Χόλινσεντ έγραψε ακόμα πως σ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του ο Μάκμπεθ ζητούσε τις συμβουλές “ορισμένων μάγων και μιας μάγισσας” που τον αποκοίμιζαν με ψεύτικες προφητείες οδηγώνταν τον έτσι στην καταστροφή του. Ωστόσο ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι το έργο του Σαίξπηρ έχει πιο πολλές ομοιότητες με το “Rerum Scoticarum Historia” του Τζορτζ Μπιουκάναν (1582).
Σε καμία από τις ιστορικές πηγές δεν αναφέρεται ότι ο βασιλιάς Ντάνκαν σκοτώθηκε στο κάστρο του Μάκμπεθ. Αντιθέτως, λέγεται ότι ο Ντάνκαν σκοτώθηκε σε ενέδρα στο Ινβερνές. Οι μελετητές θεωρούν ότι αυτή η αλλαγή του Σαίξπηρ έγινε για να προσθέσει στο έγκλημα του Μάκμπεθ και το στοιχείο της χειρότερης παραβίασης των κανόνων φιλοξενίας.
Ο Σαίξπηρ έκανε επίσης άλλη μία αποκαλυπτική αλλαγή. Στα “Χρονικά”, ο Μπάνκο είναι συνεργός του Μάκμπεθ στη δολοφονία του βασιλιά Ντάνκαν και επίσης παίζει σημαντικό ρόλο στο να ανεβεί στο θρόνο ο Μάκμπεθ, και όχι ο Μάλκολμ. Την εποχή του Σαίξπηρ, ο Μπάνκο θεωρείτο πρόγονος του βασιλιά Ιάκωβου Α’ που προερχόταν από τον Οίκο των Στιούαρτ. Ο Μπάνκο, όπως εμφανίζεται στις ιστορικές πηγές, είναι σημαντικά διαφορετικός από αυτόν που απεικονίζεται στο έργο του Σαίξπηρ. Οι κριτικοί έχουν αποφανθεί διάφορες αιτίες γι’ αυτή την αλλαγή. Πρώτον, επειδή το να απεικονίσει ο Σαίξπηρ έναν πρόγονο του βασιλιά ως δολοφόνο, θα ήταν πολύ επικίνδυνο. Και άλλοι συγγραφείς της εποχής που έγραψαν για τον Μπάνκο, άλλαξαν επίσης την ιστορία απεικονίζοντάς τον ως ευγενή και όχι ως δολοφόνο, πιθανόν για τους ίδιους λόγους. Δεύτερον, ο Σαίξπηρ μπορεί να άλλαξε το χαρακτήρα του Μπάνκο απλώς επειδή δεν υπήρχε δραματική ανάγκη για άλλον ένα συνεργό στο φόνο, ενώ απεναντίας υπήρχε ανάγκη να δοθεί μία δραματική αντίθεση στον Μάκμπεθ -ένας ρόλος που, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, καλύπτεται από τον Μπάνκο.
Χρονολογία
Ο “Μάκμπεθ” δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια λόγω των σημαντικών μεταγενέστερων αναθεωρήσεων. Πολλοί μελετητές εικάζουν ότι το έργο πιθανότατα γράφτηκε μεταξύ του 1603 και του 1606. Το 1603 ανέβηκε στο θρόνο της Αγγλίας ο Ιάκωβος Α’, ο οποίος πήρε επίσημα υπό την προστασία του το θίασο του Σαίξπηρ. Γεμάτος βαθιά ευγνωμοσύνη, ο Σαίξπηρ έγραψε τον “Μάκμπεθ” προκειμένου να τιμήσει τον βασιλιά Ιάκωβο και τους προγόνους του καθώς και την άνοδο των Στιούαρτ στο θρόνο.
Η τραγωδία αυτή του Σαίξπηρ προκάλεσε το μέγιστο ενδιαφέρον του Ιακώβου. Πρώτον γιατί ο Ιάκωβος καταγόταν από μία γενιά Σκότων βασιλέων. Ήταν ο γιος της Μαρίας Στιούαρτ και πολύ πριν γίνει βασιλιάς της Αγγλίας υπήρξε βασιλιάς της Σκοτίας. Ήταν φυσικό λοιπόν να ενδιαφερθεί για ένα έργο που αναφερόταν σε βασιλιάδες και ιστορίες της Σκοτίας. Δεύτερον ο Σαίξπηρ έβαλε μέσα στον “Μάκμπεθ” το στοιχείο της μαγείας και ο βασιλιάς Ιάκωβος όχι μόνο πίστευε σ’ αυτή αλλά υποστήριζε ότι ήξερε κι ο ίδιος να προλέγει το μέλλον. Αλλά εκείνο που τράβηξε κυρίως την προσοχή του Ιακώβου Α’ ήταν το ζήτημα του Μπάνκο και των απογόνων του. Κατά τα λεγόμενα των τριών μαγισσών, ο Μπάνκο θα γινόταν πατέρας βασιλιάδων. Και ο βασιλιάς Ιάκωβος πίστευε ότι καταγόταν από τον Μπάνκο. Γι’ αυτό κάθε φορά που ανέβαζε ο Σαίξπηρ τον “Μάκβεθ” στο θέατρό του, στη σκηνή που οι μάγισσες παρουσίαζαν το όραμα του Μπάνκο και των απογόνων του, φρόντιζε πάντα ώστε ο ηθοποιός που υποδυόταν τον τελευταίο βασιλιά της σειράς να μοιάζει με τον βασιλιά Ιάκωβο Α’ της Αγγλίας.
Με βάση τα παραπάνω, οι μελετητές υποστηρίζουν ότι το έργο είναι απίθανο να έχει γραφτεί πριν από το 1603, δηλαδή πριν από την ενθρόνιση του Ιακώβου Α’. Κατά μία άλλη εκδοχή, λέγεται ότι το καλοκαίρι του 1605 ο βασιλιάς Ιάκωβος παρακολούθησε μία παράσταση στην Οξφόρδη, η οποία περιελάμβανε τρεις “Σίβυλλες”, και ότι μπορεί ο Σαίξπηρ να το είχε μάθει κι έτσι να εμπνεύστηκε τις τρεις μάγισσες. Ωστόσο κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι τα επιχειρήματα που θέλουν ως έτη συγγραφής τα 1605-1606 είναι ασαφή και επιμένουν ότι το έργο γράφτηκε το 1603.
Η πρώτη αναφορά για την παράσταση του έργου έγινε τον Απρίλιο του 1611 ενώ η πρώτη φορά που δημοσιεύθηκε ήταν το 1623. Εν τούτοις, το αρχικό κείμενο έχει αλλάξει από μεταγενέστερους δημιουργούς.
Οι μάγισσες
Στο έργο, οι τρεις μάγισσες αντιπροσωπεύουν το σκοτάδι, το χάος και τη σύγκρουση, ενώ παίζουν και το ρόλο των μαρτύρων. Την εποχή του Σαίξπηρ, οι μάγισσες θεωρούνταν χειρότερες από επαναστάτες, αφού ήταν όχι μόνο πολιτικοί αλλά και πνευματικοί προδότες. Στο έργο του Σαίξπηρ, οι μάγισσες κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και υπερφυσικού. Αψηφούν τη λογική και δεν υπόκεινται στους κανόνες του πραγματικού κόσμου. Οι μάγισσες είναι τόσο βαθιά ριζωμένες στους δύο κόσμους που δεν είναι σαφές αν αυτές ελέγχουν τη μοίρα ή αν είναι αντιπρόσωποί της. Τα λόγια τους στην πρώτη πράξη: “Είν’ τα ωραία φρίκη, φρίκη τα καλά / Άνεμοι πάρετέ μας, πάχνη κρύψε μας!” λέγεται συχνά ότι δίνουν τον τόνο για το υπόλοιπο έργο, δημιουργώντας το αίσθημα της σύγχυσης. Πράγματι, το έργο είναι γεμάτο με περιπτώσεις όπου το κακό παρουσιάζεται ως καλό, ενώ το καλό καθίσταται κακό. Άλλοι στίχοι κοινωνούν ξεκάθαρα την πρόθεση των μαγισσών να δημιουργήσουν προβλήματα στους θνητούς γύρω τους.
Προλήψεις
Ενώ σήμερα πολλοί θα έλεγαν ότι οποιαδήποτε ατυχία περιβάλλει την παραγωγή του έργου είναι απλή σύμπτωση, ηθοποιοί και άλλοι άνθρωποι του θεάτρου θεωρούν συχνά γρουσουζιά να αναφέρουν το όνομα Μάκμπεθ μέσα σε θέατρο, και μερικές φορές αναφέρονται στο έργο έμμεσα, π.χ. ως «το σκοτσέζικο έργο” ή “ΜακΜπί” (MacBee) ή όταν γίνεται αναφορά στο χαρακτήρα και όχι στο έργο «ο κ. και η κα Μ” ή “Ο Σκοτσέζος Βασιλιάς”.
Αυτό συμβαίνει επειδή λέγεται ότι ο Σαίξπηρ χρησιμοποίησε στο κείμενό του πραγματικά ξόρκια από μάγισσες, γεγονός που υποτίθεται ότι εξαγριώνει τις μάγισσες προκαλώντας τους να καταραστούν το έργο. Έτσι, αν κάποιος πει το όνομα του έργου μέσα στο θέατρο τότε πιστεύεται ότι η παραγωγή καταδικάζεται σε αποτυχία και ίσως να προκαλέσει σωματική βλάβη ή θάνατο σε μέλη του θιάσου. Υπάρχουν ιστορίες ατυχημάτων, κακοτυχιών, ακόμα και θανάτων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια παράστασης του “Μάκβεθ”.
Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι για να λυθεί η κατάρα, ανάλογα με τον ηθοποιό. Ένας τρόπος είναι το πρόσωπο που πρόφερε το όνομα να εγκαταλείψει αμέσως το κτήριο, να κάνει τρεις γύρους γύρω από αυτό, να φτύσει πάνω από τον αριστερό του ώμο και να πει μια βωμολοχία και στη συνέχεια να περιμένει να τον φωνάξουν πίσω στο κτήριο. Μία παρόμοια πρακτική απαιτεί το γύρο του κτηρίου τρεις φορές και όσο πιο γρήγορα γίνεται, μερικές φορές μαζί με φτυσίματα πάνω από τους ώμους και εκστομίσεις βωμολοχιών. Ένα άλλο δημοφιλές «τελετουργικό» είναι να εγκαταλείψει την αίθουσα, να χτυπήσει τρεις φορές, να τον φωνάξουν να περάσει μέσα και τότε να απαγγείλει ένα στίχο από τον “Άμλετ” ή, κατά μία άλλη εκδοχή, να απαγγείλει στίχους από τον “Έμπορο της Βενετίας”, ο οποίος πιστεύεται ότι είναι τυχερό έργο.
Παραστάσεις
Εκτός από την αναφορά του Απριλίου του 1611, δεν υπάρχει άλλη αναφορά για παράσταση που να δόθηκε με βεβαιότητα την εποχή του Σαίξπηρ. Λόγω του σκοτσέζικου θέματός του, λέγεται ότι το έργο γράφτηκε, και πιθανόν να έγινε η πρώτη του παρουσίαση, για τον βασιλιά Ιάκωβο. Ωστόσο δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτή την υπόθεση. Το μικρό μέγεθος του έργου και ορισμένες πτυχές του (για παράδειγμα, οι πολλές νυχτερινές σκηνές και οι ασυνήθιστα πολλοί ήχοι εκτός σκηνής) έχουν ληφθεί ως γεγονός που υποδηλώνει ότι το σωζόμενο κείμενο έχει προσαρμοστεί για παραγωγές σε κλειστούς χώρους.
Ο “Μάκμπεθ”, όπως και όλα τα δράματα του Σαίξπηρ, βρήκε μεγάλους ερμηνευτές σχεδόν σε όλα τα κράτη της πολιτισμένης Ευρώπης. Επίσης, η Λαίδη Μάκμπεθ θεωρείται ένας από τους πιο επιβλητικούς και προκλητικούς ρόλους στο έργο του Σαίξπηρ.
Το 1847 ο Τζουζέπε Βέρντι παρουσίασε την ομώνυμη όπερα. Μουσική για το έργο έγραψε επίσης ο Σερ Άρθουρ Σίμορ Σάλιβαν το 1888.
Ο Λόρενς Ολίβιε υποδύθηκε τον Μάλκολμ το 1929 και τον Μάκμπεθ το 1937. Στο έργο του 1937, το μακιγιάζ του Ολίβιε ήταν τόσο παχύ και τυποποιημένο, ώστε η Βίβιαν Λι είπε: “Ακούτε την πρώτη γραμμή του Μάκβεθ, τότε μπαίνει το μακιγιάζ του Λάρι, μετά μπαίνει ο Μπάνκο και μετά ο Λάρι”.
Μία ιαπωνική κινηματογραφική μεταφορά, με τίτλο “Ο Θρόνος του Αίματος” (Kumonosu jô, 1957), που εξελίσσεται στη φεουδαρχική Ιαπωνία, πήρε πολύ καλές κριτικές και παρά το γεγονός ότι η ταινία δεν τήρησε σχεδόν καθόλου το κείμενο του έργου, ο κριτικός Χάρολντ Μπλουμ την αποκάλεσε ως “την πιο επιτυχημένη κινηματογραφική εκδοχή του Μάκμπεθ”.
Το 1980 ανέβηκε στο Λονδίνο μία από τις πιο διάσημες παραστάσεις του “Μάκμπεθ”, με τον Πίτερ Ο’ Τουλ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ερμηνεία του θεωρείται συχνά ως μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στη θεατρική ιστορία.
Σε ό, τι αφορά την Ελλάδα, παραστάσεις αναφέρονται ήδη από το 1856 στην Αθήνα και το 1858 στο θέατρο του Αγίου Ιακώβου στην Κέρκυρα. Η Εθνική Λυρική Σκηνή προγραμμάτισε για πρώτη φορά την όπερα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών το καλοκαίρι του 1969, με πρωταγωνιστή τον βαρύτονο Κώστα Πασχάλη, έναν από τους πλέον εξέχοντες ερμηνευτές του ρόλου αυτού σε διεθνές επίπεδο.
Γνωστότερες μεταφράσεις του “Μάκμπεθ” στα ελληνικά, είναι του Δημήτριου Βικέλα, του Μιχάλη Δαμιράλη καθώς και του Γιώργου Χειμωνά.
* Πηγές: ΕΛΣ, ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ