Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
«Δεν έχουμε χάπια, δεν έχουμε πάγο… τελείως παρακμή»
Συχνά επιλέγω να παρασύρομαι από τις εντυπώσεις. Να αφήνομαι, να παρακολουθώ βυθισμένη κι όπου με πάει η παράσταση. Ύστερα προσπαθώ να τη διηγηθώ. Πηγαίνω στο θέατρο για να μπορώ να πω στους αναγνώστες τι συμβαίνει εκεί.
“Πρέπει να υπάρχουν κανόνες κι αυτό είναι κανόνας”.
Στο “Mojo” οι διάλογοι της παράστασης που περιείχαν μια πολύ σκληρή γλώσσα (μπινελίκια), όπως έγραφε η σημείωση στο δελτίο Τύπου, δεν με πτόησαν. Πήγα υποψιασμένη ότι θα δω καλό θέατρο. Και είδα. Διαφορετικό βέβαια από το φαντασιακό και ουράνιο «Λίλιομ» του ιδίου σκηνοθέτη, του Θωμά Μοσχόπουλου, αλλά σπουδαίο και ακτινοβόλο θέατρο με υποδειγματικές ερμηνείες.
Το “Mojo” (1995) του Τζεζ Μπάτεργουρθ είναι το έργο που επέλεξε το θέατρο “Πόρτα” ως τρίτο έργο για να κλείσει τον κύκλο των φετινών βραδινών παραστάσεών του με υπότιτλο «Κακά αγόρια σε έργα με περίεργα ονόματα». Πρόκειται για μια ξέφρενη μαύρη κωμωδία με πυρετώδεις ρυθμούς και παραβολικές αναγωγές πάνω σε θέματα εξουσίας, ελέγχου και προδοσίας. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος καταφέρνει να διατηρήσει τον ιδιότυπο πειραματισμό του πρωτότυπου κειμένου, συμπληρώνοντάς τον με μια εικόνα τόσο ρεαλιστική, που κάνει τον θεατή να ξεχνά τη θεατρική συνθήκη και τον ωθεί ν’ αναγνωρίσει τον περιθωριακό άνθρωπο ως έναν τραγικό ήρωα στο χαρακτήρα του Μπέιμπι και των άλλων της συμμορίας. Ο «ηλεκτρισμός» είναι η κυρίαρχη αίσθηση της παράστασης, καθώς δυσκολεύεσαι να πάρεις ανάσα και να αποσύρεις τα μάτια σου από τη σκηνή, καθότι ο καταιγισμός των σκηνών και ο ασύλληπτος ρυθμός σε καθηλώνουν.
Ο Σίλβερ Τζώνυ είναι ένας ανερχόμενος σταρ της τοπικής ροκ-εν-ρολ σκηνής στο Σόχο του Λονδίνου το 1958. Τίποτε δεν δείχνει να ανακόπτει την άνοδό του εκτός από τον Έζρα, τον μάνατζέρ του και ιδιοκτήτη του “Ατλάντικ Κλαμπ”, όπου εμφανίζεται. O Έζρα δεν θα παραδώσει εύκολα το «αστέρι» του στον Σαμ Ρος, τον αδίστακτο μεγαλοεπιχειρηματία της «νύχτας» που διεκδικεί συστηματικά τον Σίλβερ Τζώνυ, επαγγελματικά και όχι μόνο. Κάποια στιγμή, όμως, ο Έζρα βρίσκεται τεμαχισμένος σε δύο κομμάτια και πεταμένος σε σκουπιδοτενεκέδες έξω από το κλαμπ του, ενώ ο Σίλβερ Τζώνυ αγνοείται. Ο έμπιστος του Έζρα, ο Μίκυ, φέρνει το νέο. Τα «πρωτοπαλίκαρα» του Έζρα βρίσκονται εγκλωβισμένα στο “Ατλάντικ Κλαμπ”, περιμένοντας με αγωνία την έλευση του Σαμ Ρος ή “περιμένοντας τους βαρβάρους”, όπως θα έλεγε και ο Καβάφης. Όλα δείχνουν ότι πλέον κάνει «παιχνίδι» μόνος του ο Ρος. Από την άλλη ο νεαρός Μπέιμπι, ο γιος του Έζρα, ζει σ’ έναν κόσμο απογυμνωμένο από νόημα. Η βιωματική συνθήκη ύπαρξης του «πρίγκιπα του Σόχο» είναι πως βρίσκεται αναγκασμένος να περιφέρεται σ’ έναν αποξενωμένο και εχθρικό προς αυτόν κόσμο σαν φάντασμα, όντας αυτός ο ίδιος εξαρχής νεκρός. Κακοποιημένος από παιδί, βρίσκεται εγκλωβισμένος ανάμεσα στην ποταπότητα και το συμφέρον.
Ποιος είναι ο μηχανισμός που μπαίνει σε κίνηση στα πόδια του διαδόχου και που απ’ αυτόν εξαρτάται ολόκληρη η συμμορία; Ποιος είναι ο μηχανισμός του οποίου ισχυροί άνθρωποι του υποκόσμου και πληρωμένοι φονιάδες είναι γρανάζια του, που εξωθεί τους ανθρώπους στη βία, τη θηριωδία και την προδοσία, που ασταμάτητα απαιτεί νέα θύματα, και όπου η οδός προς την εξουσία είναι ταυτόχρονα και οδός προς τον θάνατο; Στη σκηνή του θεάτρου «Πόρτα» με έναν αξιοσημείωτο θίασο ανδρών ηθοποιών και με τη συνδρομή σκηνικών, μουσικής και φωτισμού, η αναπαράσταση μοιάζει να βρίσκει το πλέον ευνοϊκό πεδίο της, παίζοντας μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας. Η ουτοπία της επιτυχίας, η αίσθηση του «φτασμένου» οικονομικά και κοινωνικά, η νοοτροπία του εύκολου κέρδους και του κύρους της εξουσίας είναι μερικά από τα μεγάλα θέματα του καπιταλιστικού κόσμου που τίθενται επί τάπητος.
Η ένταση μεταξύ πραγματικότητας από τη μια και σκέψης, ονείρου ή φαντασίας από την άλλη αποτυπώνεται, μέσω της εσωτερικής σύγκρουσης του ήρωα, του γιου Μπέιμπι. Το μεγαλύτερο μυστήριο αποτελεί δε ο ίδιος ο χαρακτήρας του, η ψυχολογία και τα αληθινά του κίνητρα. Γνωρίζει από την αρχή ή δεν γνωρίζει; Η σπουδή του να φέρει καραμελωμένα μήλα στη συμμορία μήπως είναι πρόσχημα αποφυγής της είδησης;
Σύμφωνα με τον συγγραφέα του, Jez Βutterworth: «Το αρχικό έναυσμα για το έργο ήταν μια συζήτηση που είχα με τον Μάλκολμ Μακ Λάρεν (μάνατζερ και μέντορα των Sex Pistols, ανάμεσα σε άλλα) για το Σόχο και τη σύγκρουση του πρώιμου ροκ με τo οργανωμένο έγκλημα».
Η δριμύτητα της σκηνικής παρουσίας εξαρτάται απόλυτα από την προεργασία μέσα από την οποία προσλαμβάνεται το έργο και η παράσταση. Εδώ η επεξεργασία έγινε με αμείλικτη κριτική, μέσα από την οποία εισχώρησε και ταίριαξε απόλυτα η διάγνωση της υποκρισίας, της πλεονεξίας, της προδοσίας. Σαν ένα ξαναδιάβασμα πολιτικών και ψυχολογικών μοτίβων του Σαίξπηρ και του Πίντερ από έναν πρώιμο Κουέντιν Ταραντίνο. Δυναμισμός, υπερρεαλισμός στις σκηνές, σκληρότης αλλά επ’ ουδενί ωμότης, παρακμιακό περιβάλλον και ξάφνιασμα με τον Σίλβερ Τζώνυ να κρέμεται από τους αστραγάλους ως σφάγιο σε σφαγείο.
Νόημα οι λέξεις από μόνες τους δεν έχουν αλλά ο τρόπος που τις ξεστομίζεις, που κοιτάς, που κουνάς τα χέρια σου, που χρωματίζεις τη φωνή σου. Ο τρόπος με τον οποίο γνωρίσαμε και σχηματίσαμε εικόνα για τους χαρακτήρες έγινε το ίδιο φυσικά και αυθόρμητα μ’ αυτόν που έχουμε αυτοματοποιήσει μέσα στη ρουτίνα μας. Αυτούς τους τύπους μας φάνηκε πως κάπου τους ξέρουμε. Ο Γιώργος Χρυσοστόμου ως Ποτς και ο Αργύρης Ξάφης ως Μίκυ έχουν μελετήσει πολύ την ψυχολογική βία, τον εκφοβισμό και τον πανικό για να ερμηνεύσουν με περισσή πιστότητα και θεατρική αρετή τους ανθρώπους της λονδρέζικης νύχτας του ’50. Φιλόδοξοι και εγκλωβισμένοι ταυτόχρονα, τσαμπουκάδες, θρασύδειλοι, ανώριμοι, μεγάλα παιδιά που παίζουν παιχνίδια μεγαλύτερα από το μπόι τους. Εκπληκτικός και λαϊκός ο Χρυσοστόμου, μεγαλοπρεπής και αινιγματικός ο Ξάφης.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία τώρα, το κυριότερο στοιχείο της είναι ότι προσανατολίζεται κινηματογραφικά και θεατρικά. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθετεί το “Mojo”, ένα έργο στα όρια του ροκ θρίλερ, ένα έργο οξύ, βίαιο αλλά και με τόσο χιούμορ και σαρκασμό που σε κάνει να ταράσσεσαι ταυτόχρονα από γέλια και από φόβο… Καταθέτει μια παράσταση λεπτοδουλεμένη και πλούσια σε σημασίες. Γραφική βία, ανταγωνισμός, κυνικό χιούμορ, αντισυμβατικοί χαρακτήρες, μπεκετική παράδοση και σινεφίλ αναφορές.
Η ερμηνεία του Γιώργου Παπαγεωργίου ως άλλου Άμλετ, ενός Άμλετ του Σόχο, είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική. Με ευελιξία σχεδόν αραχνοειδή, με ιδιότυπη αθωότητα και παιδική εκκεντρικότητα, διασκεδαστικά ανατριχιαστικός, τρομακτικός όπου χρειάζεται χωρίς να φοβάται όμως να φανεί παράλληλα γελοίος και κωμικός, απόλυτα εκτεθειμένος, αφελής και αδιάφορος για το φτηνό, εύκολο αστείο. Μια φιγούρα σαιξπηρικά κωμικοτραγική. Η πλαισίωσή του, δε, από εφάμιλλες ερμηνείες, όπως αυτή του Αλέξανδρου Χρυσανθόπουλου ως αθυρόστομου, επιρρεπή στη διαπλοκή και φασαριόζου Σουίτς, του Ηλία Μουλά ως θορυβώδη, παρασκηνιακού, αστείου και άξεστου Σκίνυ ή του απίστευτα λαμπερού Αλέξη Φουσέκη ως ειδώλου Σίλβερ Τζώνυ συνθέτουν ένα κωμικό δράμα υποκριτικής αρτιότητας, το οποίο συμπληρώνει η ευφάνταστη μουσική επένδυση της παράστασης. Επίσης τα θεαματικά όσο και απλά σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού, τα ροκ κοστούμια της Κλαίρ Μπρέσγουελ, οι φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου, που δεν έχουν τη λειτουργία απλώς της πλαισίωσης και της συνοδείας, μεταφέρουν στο θεατή τη συναισθηματική φόρτιση των σκηνών, αιχμαλωτίζοντάς τον.
Οι συντελεστές του θεάτρου «Πόρτα» μας χαρίζουν δύο πραγματικά υπέροχες ώρες, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον μας για την εξέλιξη και την τελική έκβαση της παράστασης.
«Μια χαρά είμαι. Πεθαίνω». Από τη φάση της πλήρους αλαζονείας το να βρεθείς στριμωγμένος σε μια φάκα ανελέητου εσωτερικού φαγώματος σε διαλύει ηθικά και το να ξεφύγεις από αυτό τον κλοιό απαιτεί ατσάλινη θέληση, αληθινό ανδρισμό και αυτοθυσία.
“Mοjo” σημαίνει βρεμένος αλλά και σεξ απίλ, γοητεία και μάγια. Mojo σημαίνει γούρι. Στο κλειστοφοβικό περιβάλλον όμως του κλαμπ επικρατεί η παρανομία, ο φόβος και η υστερία και ταυτόχρονα η δαιμονική αίσθηση ότι όλα θα πάνε καλά!
Συντελεστές
Μετάφραση – Σκηνοθεσία Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια Κλαίρ Μπρέσγουελ
Φωτισμοί Σοφία Αλεξιάδου
Βοηθός Σκηνοθέτης Άννα Μιχελή
* Ερμηνεύουν: Ηλίας Μουλάς, Αργύρης Ξάφης, Γιώργος Παπαγεωργίου, Αλέξης Φουσέκης, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Γιώργος Χρυσοστόμου
* O Jez Butterworth (Τζεζ Μπάτεργουερθ) γεννήθηκε στο Λονδίνο τον Μάρτιο του 1969. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Cambridge και είδε τη φήμη του να εκτοξεύεται ακαριαία, όταν το θεατρικό του έργο «Mojo» ανέβηκε στην κεντρική σκηνή του Royal Court Theatre το 1995. Είχαν προηγηθεί τα έργα που συνέγραψε με άλλους συγγραφείς: I Believe In Love (1992), Huge (1993). Λάτρης του κινηματογράφου, επιχείρησε το κινηματογραφικό σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το «Mojo», σε μία διασκευή που έκανε ο ίδιος, δημιουργώντας και έναν μικρό ρόλο για τον Harold Pinter, του οποίου η επιρροή είναι εμφανής στα έργα του.
Μετά την επιτυχία του Mojo πέρασαν επτά χρόνια προτού γράψει το επόμενο θεατρικό του, χρόνια κατά τα οποία ασχολήθηκε με τη συγγραφή ή την επιμέλεια κινηματογραφικών σεναρίων. Το 2001 σκηνοθέτησε και συνέγραψε με τον αδερφό του την ταινία «Birthday Girl» με τη Νικόλ Κίντμαν, ενώ το 2010 συνυπογράφει το σενάριο της ταινίας «Fair Game» με τους Σον Πεν και Ναόμι Γουότς. Τα θεατρικά έργα του Night Heron και The Winterling ανέβηκαν στο Royal Court το 2002 και το 2006 αντίστοιχα.
Ακολούθησαν το Leavings (2006), το Parlour Song στο Atlantic Theatre Company, στη Νέα Υόρκη το 2008 και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Το έργο παρουσιάστηκε την επόμενη χρονιά και στην Ευρώπη, στο Almeida Theatre.
Ακολούθησε το Jerusalem που ανέβηκε το 2009 στο Royal Court Theatre και αποτέλεσε την επόμενη μεγάλη θεατρική του επιτυχία. Επανέφερε το όνομά του στις πρώτες θέσεις της λίστας με τους πολλά υποσχόμενους, σύγχρονους, νέους Άγγλους θεατρικούς συγγραφείς. Το 2011 παρουσίασε μία νέα εκδοχή του Jerusalem, η οποία έγινε τεράστια εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία, καθώς και το The Naked Eye (Atlantic Theatre, Νέα Υόρκη). Τη σεζόν 2013-2014, ανέβηκε στο Λονδίνο για δεύτερη φορά το «Mojo», ενώ τον Οκτώβριο του 2014 ο Χιου Τζάκμαν πρωταγωνίστησε στο Broadway στο πιο πρόσφατο θεατρικό του έργο, The river. Ο Μπάτεργουερθ συνεχίζει παράλληλα να ασχολείται με τον κινηματογράφο, δοκιμάζοντας τον εαυτό του και σε πιο mainstream σενάρια («Edge of tomorrow» με τον Τομ Κρουζ, 2014), αλλά και το «Get on Up» που συνέγραψε με τον αδελφό του και αφορά στη ζωή του James Brown, με πρωταγωνιστές τους Chadwick Boseman, Nelsan Ellis, Dan Aykroyd, Viola Davis.
* Βραβείο Καλύτερου Έργου Lawrence Olivier, Evening Standard και George Devine
Πληροφορίες
“Mojo”
του Τζεζ Μπάτεργουερθ
Θέατρο Πόρτα
Μεσογείων 59,
115 26 Αθήνα
Τηλ. 210 77 11 333
www.porta-theatre.gr
Ημέρες και Ώρες Παραστάσεων
Τετάρτη 20.00, Σάββατο 21.15, Κυριακή 22.00
Τιμές Εισιτηρίων
Κανονικό 15 ευρώ
Φοιτητικό, ομαδικό, ανέργων, άνω των 65: 10 ευρώ
Κάθε Τετάρτη γενική είσοδος 10 ευρώ
https://www.facebook.com/PortaTheatreAthens
https://twitter.com/PortaTheatre
http://instagram.com/portatheatre
https://www.youtube.com/user/PortaTheatreAthens
* Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας