Προ δύο μηνών περίπου παρακολούθησα στο «Bios» την παράσταση «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ», ένα έργο για τη γέννηση της βίας και πού μπορεί αυτή να οδηγήσει.
Μια παράσταση – αφήγηση, βασισμένη στο έργο του νομπελίστα Γερμανού συγγραφέα Heinrich Böll, η ιστορία μιας κοπέλας της διπλανής πόρτας που στην πορεία του έργου μετουσιώνεται σε σύμβολο πίστης και ηθικής. Tο μικρό αυτό αριστούργημα περιγράφει με χιούμορ, ειρωνεία αλλά και γλυκύτητα, μια σύγχρονη εκδοχή «ατίμωσης», που όμως δεν γίνεται παθητικά δεκτή, όπως σε άλλες εποχές, αλλά αντιμετωπίζεται δυναμικά από το θύμα.
Η Καταρίνα Μπλουμ είναι μια νεαρή και όμορφη οικιακή βοηθός, που έπειτα από σκληρή δουλειά έχει καταφέρει ν’ αποκτήσει ένα ταπεινό διαμέρισμα κι ένα μεταχειρισμένο Φολκσβάγκεν. Ερήμην της γίνεται το «πρόσωπο της ημέρας» για τον Τύπο. Όταν βρίσκεται σε ένα αποκριάτικο πάρτι, γνωρίζει και ερωτεύεται τον Λούντβιχ Γκαίττεν, ο οποίος καταζητείται από την αστυνομία για διάφορα εγκλήματα και τρομοκρατικές ενέργειες. Έτσι η Καταρίνα βρίσκεται ξαφνικά στο στόχαστρο του κίτρινου Τύπου και συγκεκριμένα της εφημερίδας “Die Zeitung” και του γλοιώδη δημοσιογράφου Ταίτγκες. Η ιδιωτική ζωή της Καταρίνα καταστρέφεται. Ο αδίστακτος δημοσιογράφος εκθέτει τους φίλους και την οικογένειά της με μια σειρά ψεύτικων και δυσφημιστικών δημοσιευμάτων που κηλιδώνουν την υπόληψή της και δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια. Η Καταρίνα απελπισμένη από το διασυρμό της, καταφεύγει στη μόνη άμυνα που της έχει απομείνει: δολοφονεί τον διεφθαρμένο δημοσιογράφο.
Το έργο με χειρουργική ακρίβεια – και με τη μέθοδο του ρεπορτάζ – περιγράφει τις μεθόδους με τις οποίες τα ΜΜΕ μπορούν να καταστρέψουν ένα άτομο και να το οδηγήσουν σε ακραίες πράξεις.
Το βιβλίο του Heinrich Böll γράφτηκε και πρωτοεκδόθηκε το 1974, στη Γερμανία, πολύ πριν τα ΜΜΕ λάβουν τη μορφή που έχουν σήμερα. Περιγράφει έναν κόσμο ζοφερό, σκοτεινό, όπου ένας πολίτης εκμηδενίζεται, γίνεται έρμαιο στη βούληση του συστήματος και αυτών που το εκμεταλλεύονται. Δυστυχώς παραμένει ακόμη και στην εποχή μας επίκαιρο, αλλάζουν μόνο τα ονόματα, αλλάζουν οι αφορμές, αλλάζουν τα συστήματα και οι πρακτικές. Το πρόβλημα παραμένει. Ο πολίτης είναι ακόμη και σήμερα, ίσως σήμερα ακόμα περισσότερο, απροστάτευτος απέναντι στις κάθε είδους εξουσίες, νόμιμες ή παράνομες. Γίνεται βορά της 4ης εξουσίας, επηρεάζεται, χειραγωγείται και διακυβεύεται η τιμή και η υπόληψή του. Ζωές καταστρέφονται και πολλοί άνθρωποι, ύστερα από μια τέτοια τραυματική εμπειρία, οδηγούνται ακόμη και στην αυτοκτονία. Αφού πρώτα έχουν, ελέω κέρδους και κυκλοφορίας, καταβασανιστεί από τα μέσα. Όταν το θέμα ξεφουσκώσει και οι δημοσιογράφοι έχουν πιάσει στα νύχια τους άλλο θύμα, αυτοί δεν ησυχάζουν ποτέ εφόσον έχουν πια στιγματιστεί δια παντός. Ακόμα και στις περιπτώσεις που δικαιώνονται από τη δικαστική εξουσία, η είδηση περνάει στα ψιλά σαφώς με μικρότερη βαρύτητα.
Η παράσταση της ομάδας Ubuntu την οποία είδα, είχε εξαιρετική ατμόσφαιρα, μια έντονη και σε διαρκή αναβρασμό δύναμη από τις νέες ηθοποιούς που την απαρτίζουν και έπαιζαν διαδοχικά την Καταρίνα, εκπληκτική χρήση των ερμηνευτικών μέσων τους, φαντασία, επικοινωνία και αλήθεια στην έκφραση, ανίχνευση και προβολή του ψυχικού τοπίου στο περιβάλλον της καθημερινότητας, εστίαση στην αξία των λεπτομερειών, ανάδειξη των αντικειμένων σε σύμβολα της ζωής, ελλειπτικούς διάλογους που αφήνουν μεγάλα περιθώρια για τις σιωπές και τα αισθήματα, μια σχέση με τα πράγματα και τον περίγυρο σχεδόν σωματική και μια σκηνική ταχύτητα και ένταση που τη μια στιγμή γίνεται περιπαθής και την άλλη σχεδόν ανυπόφορη. Η οργανωμένη κοινωνία φαντάζει βάρβαρη, βίαιη και απάνθρωπη, όπως ο συγγραφέας θέλησε να καταδείξει, αλλά και μικρή σε σύγκριση με το πάθος της ζωής που επιχειρεί να καταστείλει.
Όσοι είδαμε την παράσταση κατανοήσαμε για ακόμη μία φορά σε ποια αδιέξοδα οδηγεί τον άνθρωπο η επέμβαση της οργανωμένης εξουσίας και αντιληφθήκαμε πώς η ταύτιση κοινωνίας και Τύπου περιθωριοποιεί την ατομική συνείδηση. Tα πέντε κορίτσια που ήταν και οι βασικοί συντελεστές της παράστασης, ήτοι η Κατερίνα Λάττα, η Κλεοπάτρα Μάρκου, η Μαριάνθη Παντελοπούλου, η Ελεάνα Στραβοδήμου και η σκηνοθέτις Ελεάνα Τσίχλη, με αξιοθαύμαστη θέληση και επιμονή, έψαξαν και βρήκαν αυτό που εύχονταν να βρουν. Σκέφτηκαν, δούλεψαν, ξανάμαθαν να βλέπουν, παρατήρησαν, ανέλυσαν. Με κάθε ιδέα τους δημιούργησαν μια καινούργια εικόνα φτάνοντας σε μια παράσταση απόλυτα προνομιακή. Δικαίωσαν τη δουλειά τους, το μόχθο τους, την ομάδα τους και τη συνείδησή τους. Είθε η παράσταση να συνεχίσει την πορεία της και να σκορπίσει τη συγκίνηση σε ακόμα περισσότερους θεατές.
* «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» το 1975 γυρίστηκε στον κινηματογράφο από τον Volker Schlondorff σε συνεργασία με την Margarhete von Trotta, ενώ γνωστή είναι και η κινηματογραφική μεταφορά του έργου από τον Rainer Werner Fassbinder.
Συντελεστές
Κείμενο: Heinrich Böll
Σκηνοθεσία – Διασκευή: Ελεάνα Τσίχλη
Βοηθός σκηνοθέτη: Βασιλική Τσιροπούλου
Κίνηση: Δημήτρης Κουτσούμπας
Ερμηνεία: Κατερίνα Λάττα, Κλεοπάτρα Μάρκου, Μαριάνθη Παντελοπούλου, Ελεάνα Στραβοδήμου
Η ομάδα Ubuntu
Μια ιστορία: Κάποτε, ένας ανθρωπολόγος πρότεινε το ακόλουθο παιχνίδι στα παιδιά μιας αφρικάνικης φυλής: Τοποθέτησε ένα καλάθι γεμάτο ζουμερά φρούτα δίπλα σ’ ένα δέντρο και είπε στα παιδιά ότι όποιο από αυτά φτάσει πρώτο στο καλάθι, θα πάρει όλα τα φρούτα.
Όταν τους έδωσε το σινιάλο για να τρέξουν, πιάστηκαν χέρι χέρι και ξεκίνησαν να τρέχουν όλα μαζί. Ύστερα κάθισαν σ’ έναν κύκλο για να φάνε τα φρούτα. Όταν ρώτησε τα παιδιά γιατί το έκαναν αυτό, αφού κάποιο από αυτά θα μπορούσε να είχε καρπωθεί όλα τα φρούτα, τα παιδιά απάντησαν…”ΟΥΜΠΟΥΝΤΟY (Ubuntu)” που στη γλώσσα τους σημαίνει: “Υπάρχω γιατί υπάρχουμε”.
Ζούμε σε μια χώρα και σε μια ιστορική συγκυρία, όπου ο κρατικός μηχανισμός παραλύει και ο κοινωνικός περίγυρος παραληρεί. Η πνευματική οκνηρία θέλει έτοιμη τροφή για να θρέψει τη λαιμαργία της και γίνεται ο πιο πιστός “καταναλωτής” του junk food που προσφέρουν οι φτηνές ειδήσεις, οι εύκολες κατηγορίες και οι αφελείς κατηγοριοποιήσεις. Το σκοτάδι, ο φόβος, η απελπισία, η οργή, αιχμαλωτίζουν την ύπαρξη που γυρεύει να σκοτώσει ή να σκοτωθεί.
* Η ομάδα UBUNTU πρωτοσυναντήθηκε το Μάρτιο του 2012, με άλλο όνομα τότε (τη μαθηματική πράξη 3+3=7), για τις ανάγκες συμμετοχής στο φεστιβάλ «Επινοώντας την παράσταση» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Στόχος η από του μηδέν συγγραφή, σκηνοθεσία και παρουσίαση ενός θεατρικού έργου… Οι συνθήκες όμως – η πολύ καλή παρέα, η ωραία δουλειά, η όποια επιτυχία στην πρώτη μας παρουσίαση – και κυρίως οι περισσότεροι κοινοί στόχοι: η δημιουργία μιας ομάδας με σκοπό την πρόταση νέων θεατρικών παραστάσεων, εμπνευσμένων από τη ζωή μας ή αναφερόμενων σε αυτήν, η ανάγκη για τη διατύπωση δικών μας όρων και η δίψα για θέατρο, οδήγησαν στη μετονομασία πρώτα (ε, μεγάλα παιδιά είμαστε) και στη δημιουργία με νομική υπόσταση πια της ομάδας UBUNTU, από τον Οκτώβριο του 2012. Να σημειώσουμε πως η UBUNTU δεν είναι μια θεατρική ομάδα σταθερή, με την τυπική έννοια του όρου (μόνιμα μέλη κτλ.) αλλά μια συνθήκη συνεργασίας στην οποία προστίθενται μέλη – άνθρωποι που συνεννοούνται μεταξύ τους, διευρύνεται και παίρνει μορφή ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητες της κάθε θεατρικής παράστασης.
Με δύο παραγωγές – η πρώτη άμεσα στο BIOS στη Cinemateque, και η δεύτερη από τα μέσα Ιανουαρίου στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου – δύο έργα πολιτικά, με σαφείς αναφορές στο σήμερα, τη ζωή μας, την κοινωνία μας, το ένα διασκευή ενός γνωστού μυθιστορήματος, της «Χαμένης τιμής της Καταρίνα Μπλουμ» του Heinrich Boll, και το άλλο εξ ολοκλήρου καινούργιο, γραμμένο από την ομάδα, η UBUNTU κάνει την αρχή της στο θεατρικό χώρο…
Ο Heinrich Boell
Ο Χάινριχ Μπελ γεννήθηκε στην Κολονία το 1917, από πατέρα γλύπτη. Άρχισε να δουλεύει σ’ ένα βιβλιοπωλείο, κι έπειτα υπηρέτησε στο πεζικό σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Μετά το 1945 έκανε διάφορες δουλειές, και το 1951 έγινε συγγραφέας. Οι πρώτες του νουβέλες, «Το τρένο ήρθε στην ώρα του» και «Αδάμ, πού ήσουν;» μιλούν για την απελπισία των ανθρώπων που έχουν εμπλακεί στον πόλεμο. Τα μεταγενέστερα έργα του, όπως το «Γνωριμία με τη νύχτα» και «Το αφύλαχτο σπίτι», μιλούν για το ηθικό κενό πίσω από το «οικονομικό θαύμα» της μεταπολεμικής Γερμανίας, ενώ «Το ψωμί των πρώτων χρόνων» απεικονίζει τη φτώχεια, το ζόφο και την πείνα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1972.
Αν θέλαμε να συναγάγουμε ένα μείζον συμπέρασμα από το σύνολο του έργου του Μπελ, θα καταλήγαμε στο ότι η μεταβιομηχανική Ευρώπη του λεγόμενου «οικονομικού θαύματος» – και κατ’ εξοχήν του γερμανικού – είναι μια κοινωνία τύψεων ή καλύτερα μια προβολή αυτών των τύψεων πάνω στα ερείπια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε μια εποχή όπου ποικίλοι ρατσισμοί, μιλιταρισμοί και εθνικισμοί αναπτύσσονται στις παρυφές της ανεπτυγμένης Δύσης, το έργο του Μπελ εκφράζει τον ασταμάτητο αγώνα εναντίον της λήθης. Όλα του τα μυθιστορήματα θα τα χαρακτήριζε κανείς βιβλία εποχής που συνθέτουν ένα χρονικό όχι μόνο των ερειπίων, αλλά και της περιπέτειας των αξιών οι οποίες διακυβεύονται από το μεταπολεμικό καθεστώς, όπως εκφράζεται από την προτροπή να αφήσουμε στην άκρη το παρελθόν, αν θέλουμε να υπερβούμε το σοκ του καταστροφικού πολέμου.
Σήμερα που στη Γερμανία πολλοί απαιτούν να αφεθεί το παρελθόν στο παρελθόν και να «ξαναγίνουν οι Γερμανοί ένα πολιτισμένο έθνος», καθώς ζητεί ο συγγραφέας Μάρτιν Βάλζερ ή ο αναθεωρητικός ιστορικός Ερνστ Νόλτε, το παράδειγμα του Μπελ έχει βαρύνουσα σημασία αφού βρίσκεται στην αντίθετη ακριβώς πλευρά. Και ένας συγγραφέας εποχής ξαναδιαβάζεται όχι τόσο γιατί το έργο του έχει τη δύναμη να υπερβαίνει την εποχή του αλλά ακριβώς επειδή ο ίδιος την παρουσιάζει ανάγλυφα και σε βάθος, στήνοντάς τη μέσα από τα ερείπιά της. Με καθαρότητα, με ακρίβεια και δίχως φόβο.
Ο Μπελ ανήκει στους κορυφαίους του μεταπολεμικού ρεαλισμού που ωστόσο είναι φορτισμένος με όλα τα γνωρίσματα του κεντροευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού, μιας μεγάλης λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής σχολής που πήρε ποικίλες μορφές στον αιώνα μας.
Ο Μπελ στην ιστορική του «Διακήρυξη για τη λογοτεχνία των ερειπίων», άλλωστε, σημειώνει το 1952:
«Οι άνθρωποι για τους οποίους γράφαμε ζούσαν σε ερείπια, έρχονταν από τον πόλεμο, γυναίκες και άνδρες με τα ίδια τραύματα, ακόμη και παιδιά… Και εμείς ως συγγραφείς αισθανόμασταν τόσο κοντά τους που ταυτιζόμασταν μαζί τους· με μαυραγορίτες και τα θύματα των μαυραγοριτών, με φυγάδες και όλους αυτούς που είχαν μείνει με διάφορους τρόπους χωρίς πατρίδα…».