O Τζόυς βγάζει στο χαρτί αλληλογραφίας ολόκληρη τη σεξουαλική παραφορά η οποία τον έχει καταλάβει λίγο προτού αρχίσει να γράφει το ερωτικό γράμμα προς τη Νόρα. Κατόπιν σπεύδει να πέσει γονυπετής και να ζητήσει απεγνωσμένα συγγνώμη για το βρώμικο και διεστραμμένο θράσος του. Όταν μια παράσταση γίνεται μέσο εξομολόγησης, τρόπος παραμυθίας, πηγή ελπίδας ή αφήγηση ηδονής, όπως το «Άγιοι Σχεδόν» της θεατρικής ομάδας Abnormal, η θεατρική πράξη γίνεται αφάνταστα συναρπαστική. Γεννιέται, ταυτοχρόνως, ένας περίπλοκος μηχανισμός μεταστοιχείωσης, απόκρυψης, κατασκευής προσεκτικών αλληλουχιών. Οι επιστολές του Τζέιμς Τζόυς προς την ισόβια σύντροφό του και μητέρα των παιδιών του Νόρα Μπάρνακλ, είναι ένα συγκινητικό χρονικό του έρωτά τους: χιούμορ, λυρισμός, έξαρση και αμφιβολία, ομολογίες πίστης και εκρήξεις οργής, νυγμοί ζήλιας και παραδοχές συντριβής, θρησκευτικό δέος και όρκοι λατρείας εναλλάσσονται πάνω σ’ ένα σταθερό καμβά υφασμένο από αγωνία για επικοινωνία και πόθο για σωματική και ψυχική ταύτιση. Η Νόρα ήταν λαϊκής καταγωγής και εργαζόταν σαν καμαριέρα και σερβιτόρα σε ένα ξενοδοχείο του Δουβλίνου όταν γνωρίστηκε με τον Τζόυς. Η γνωριμία τους έγινε στις 10 Ιουνίου του 1904 στο δρόμο και αμέσως όρισαν συνάντηση σε πέντε ημέρες. Εκείνος ήταν είκοσι δύο ετών κι αυτή μόλις δεκαεννιά.
Εκείνη, όμως, δεν κατάφερε να πάει σε αυτό το πρώτο ραντεβού και η συνάντηση μετατέθηκε για τις 16 Ιουνίου. Η ημέρα ήταν τόσο εμβληματική για τον Τζόυς ώστε να τοποθετήσει αργότερα ολόκληρη τη δράση του «Οδυσσέα» μέσα στο εικοσιτετράωρό της.
Πρόκειται για την περίφημη Bloomsday (από το όνομα του Leopold και της Molly Bloom, των κεντρικών ηρώων του μυθιστορήματος), την οποία γιορτάζουν κάθε χρόνο με τρελό ενθουσιασμό οι ανά τον κόσμο θαυμαστές του Τζόις.
Το «Άγιοι Σχεδόν», που παρακολούθησα στο Off Off Athens του θεάτρου «Επί Κολωνώ» με εξέπληξε πολύ ευχάριστα. Αποτελεί το χρονικό ενός μεγάλου έρωτα, βασισμένο στις επιστολές του Τζέιμς Τζόυς (1904-1924) στη μετέπειτα γυναίκα του, Νόρα. Επιστολές που φανερώνουν την ανάγκη να ζήσουμε άνευ όρων κι άνευ ορίων μέσα από τον έρωτα. Να αμαρτάνουμε ξανά και ξανά για να γίνουμε «Άγιοι Σχεδόν».
Δουλεύοντας τη μορφή της παράστασης, η σκηνοθέτις Πηνελόπη Φλουρή απαγκιστρώνεται από το βίωμα που τη γέννησε και δημιουργεί όμορφους αντικατοπτρισμούς, αναβάλλοντας περιπαιχτικά την αντιμετώπιση της αληθινής ιστορίας.
Η Νόρα Μπάρνακλ υπήρξε για τον Τζέιμς Τζόυς τα πάντα: σύζυγος, ερωμένη, αλλά και μούσα, που βρήκε περίοπτη θέση σε όλα τα σημαντικά λογοτεχνικά του έργα (από τους “Δουβλινέζους” και τον “Οδυσσέα” μέχρι την “Αφύπνιση του Φίνεγκαν”).
Τι ήταν, ωστόσο, αυτό που τράβηξε τον Τζόυς σε μια γυναίκα η οποία όντας σχεδόν αγράμματη δεν διάβαζε και δεν καταλάβαινε (ακόμα κι όταν διάβαζε) το παραμικρό από τα γραπτά του;
Το χρονικό αυτής της σχέσης δυσαρμονίας ανάμεσα στη λογική και το πάθος παρακολουθήσαμε επί εξήντα λεπτά, που πέρασαν με ομορφιά, εκπλήξεις και γλυκύτητα.
Είναι υπέροχο να νιώθεις τις καλές στιγμές της αγάπης δύο ανθρώπων. Συγκινητικό και ονειρικό. Ο Τζόυς ζούσε, υπέφερε, έκανε λάθη, ρίσκαρε, ανέτρεπε, υποχωρούσε, έδινε, έχανε. Είχε το χάρισμα της ονειροπόλησης και της προσφοράς. Αγαπούσε βαθιά.
«Δέξου με στην ψυχή της ψυχής σου» ικετεύει τη Νόρα ο Τζόυς «και τότε θα γίνω στ’ αλήθεια ο ποιητής της φυλής μου». Τη βλέπει ως πηγή έμπνευσης και συνένοχή του, τη θέλει μαθήτριά του και καθοδηγήτριά του, τη λαχταρά ερωμένη του και εξομολόγο του, επιζητεί τη διαρκή συνομιλία τους, ακόμη κι όταν εκείνη είναι αλλού. Τρυφερές, ακραίες, δυνατές, τολμηρές, έως και βωμολοχικές, οι επιστολές του μεγάλου συγγραφέα προς την αγαπημένη του, μόνο με τα γράμματα του Χένρι Μίλερ προς την Αναΐς Νιν μπορούν να συγκριθούν. Αποτυπώνουν ένα δημιουργικό πνεύμα σε συνεχή έξαρση και αποκαλύπτουν τα συναισθήματα και τις εμπειρίες που τόσο εξαίσια μετουσίωσε ο συγγραφέας στον «Οδυσσέα» του.
Ο ερωτικός πόθος: πόθος επίμονος, βίαιος και ακόρεστος. Πόθος που περιγράφεται με πλήρη ενάργεια στα γράμματα τα οποία έστελνε ο Τζόυς στη Νόρα μεταξύ 1904 και 1922 και κυρίως σε εκείνα τα οποία της έγραφε από τον Αύγουστο μέχρι και τα Χριστούγεννα του 1909. Οι φαντασιώσεις του θα εκτραπούν σ’ ένα εξωφρενικό παραλήρημα που θα διαλύσει κατ’ επανάληψη το κορμί και τον νου του επιστολογράφου, ο οποίος θα χάσει κάποια στιγμή τελείως τον έλεγχο των επιθυμιών του. Παρ’ όλα αυτά, τα γράμματα του Τζόις δεν είναι μόνο για το σεξ, εκπροσωπούν με τον πιο έγκυρο τρόπο την άδολη αγάπη, την αθωότητα και την αιδημοσύνη. Η Νόρα γίνεται γι’ αυτόν μια ιέρεια που θα του σφίξει το χέρι και μαζί θα ανεβούν τα σκαλιά μιας ζωής όπου το πνεύμα δεν θα ξεχωρίσει ποτέ από τη σάρκα κι όπου η λογοτεχνία θα βρει μια από τις πιο πολύτιμες τροφούς της.
«Ο λόγος όσο πιο έντεχνος/ τόσο φυλάει το μυστικό της επιβίωσης», λέει η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ. Και εδώ η ομάδα Abnormal δεν δίστασε να προχωρήσει μερικά θαρραλέα βήματα παραπέρα. Αξιοποίησε κι άλλων συγγραφέων κομμάτια ερωτικής λογοτεχνίας. Όπως το ποίημα του Γιάννη Σκαρίμπα «Φαντασία» αλλά κι αυτό του «καταραμένου» Τσαρλς Μπουκόβσκι «Άνδρας και γυναίκα στο κρεβάτι στις 10 μ.μ.».
«Νιώθω σαν σάντουιτς με τόνο, είπε.
Νιώθω σαν ντομάτα κομμένη σε φέτες, είπα». (Μπουκόφσκι)
Άγιος ο έρωτας, άγια η μνήμη του, άγιος ο καημός του. Να αγαπάς, είναι σαν να προσπαθείς να εξηγήσεις, να ξετυλίξεις τους άγνωστους κόσμους που παραμένουν τυλιγμένοι μέσα στο αγαπημένο πρόσωπο. Η αγάπη είναι αντίφαση. Γι’ αυτό και ερωτευόμαστε τόσο εύκολα ανθρώπους που «δεν ανήκουν στον κόσμο μας», που δεν είναι καν του τύπου μας. Γι’ αυτό και διανοούμενοι έλκονται από μέτρια ή χαμηλών τόνων άτομα.
Κόκκινες τουλίπες σκόρπιες στη σκηνή, ένα ντέφι κι ένα δερματόδετο βιβλίο, δίνουν το στίγμα του πάθους και της γνώσης. Η Νόρα μυεί τον αγαπημένο της στα απόκρυφα του έρωτα κι αυτό είναι κάτι που θα τον μετατρέψει σε αιώνιο ικέτη της. Την πρώτη τους φορά, σ’ ένα γαλάζιο στρώμα, την αναπαριστούν δύο κούκλες. Οι αντιφάσεις του έρωτα και ο χρόνος που περνά παρουσιάζονται με χάρη και ακρίβεια. Το τουρμπάνι στα υγρά μαλλιά μιας ηθοποιού, το εκκρεμές με τον αμείλικτο ρυθμό του, τα προφυλακτικά που γίνονται μπαλόνια κι αποδεικνύουν τις αντοχές τους αλλά και την ευελιξία τους. Το νερό στον τσίγκινο κουβά του πηγαδιού δίνει το μοτίβο της ροής των αισθημάτων και ταυτόχρονα της ίασης και της λύτρωσης.
Κοντά στα αποφθέγματα του Μπέκετ και του Μπόρχες και τα αποσπάσματα από το βιβλίο «Γράμματα στη Νόρα», συναντάμε το κλασικό ρεμπέτικο του Μανώλη Χιώτη «Μαζί σου ξεμυαλίστηκα» από την αθάνατη φωνή της Στέλλας Σεχήλ, μα και το παραδοσιακό «Κόκκιν’ αχείλι», σε μουσική Νίκου Γράψα.
Η λιτή υποκριτική και οι κοφτοί διάλογοι αποτέλεσαν τα καλλιτεχνικά εργαλεία των ηθοποιών Μαρίας Αντωνοπούλου, Ειρήνης Ασημακοπούλου, Πηνελόπης Φλουρή. Σε κάποια σημεία εκκρεμούσε μια δράση και κάπως χανόταν η επικοινωνία, όπως στην «απαγγελία» της «Φαντασίας» του Σκαρίμπα, όπου η αφηγηματική επινόηση δεν λειτούργησε. Επίσης, βρήκα τη γεύση της κορύφωσης λίγο υποτονική. Ωστόσο, η όλη προσπάθεια ήταν αρκετή για να κρατήσει το θεατή σε εγρήγορση και να του δώσει την αίσθηση της γοητείας, του ερωτισμού και του ρυθμού.
Εξαιρετική η παρουσία του πολύ καλού συνθέτη και τσελίστα Γιώργου Ταμιολάκη επί σκηνής, γιατί έδωσε μια κοσμοπολίτικη και υπαινικτικά αισθησιακή όσμωση.
Το «Άγιοι σχεδόν» ήταν μια παράσταση αναπάντεχη, κομψή, διαισθητική, εκκεντρική και αρκετά τολμηρή.
* Παίχτηκε την Τρίτη 17 Ιουνίου στις 20:45 και την Τετάρτη 18 Ιουνίου στις 22:00
Συντελεστές
Θεατρική Ομάδα Abnormal
Σκηνοθεσία: Πηνελόπη Φλουρή
Φωτισμοί: Θωμάς Οικονομάκος
Βοηθός σκηνοθέτη: Αποστόλης Κουτσιανικούλης
Έπαιξαν: Μαρία Αντωνοπούλου, Ειρήνη Ασημακοπούλου, Πηνελόπη Φλουρή
Έπαιξε τσέλο ο Γιώργος Ταμιολάκης
– Διάρκεια παράστασης: 60 λεπτά
Πληροφορίες
“Επί Κολωνώ”
Τηλ. 210 – 51.38.067
Ναυπλίου 12 και Λένορμαν 94
Κολωνός
Στάση μετρό Μεταξουργείο και μετά περίπου 8 λεπτά με τα πόδια.
Κόκκιν’ αχείλι – παραδοσιακό (μουσική: Νίκος Γράψας)
Κόκκιν’ αχεί κόκκιν’ αχείλι φίλησα
Κόκκιν’ αχεί κόκκιν’ αχείλι φίλησα
Κι έβαψε το δικό μου κόκκιν’ αχείλι
Κι έβαψε το δικό μου κόκκιν’ αχείλι
Και στο μαντή και στο μαντήλι το ‘συρα
Και στο μαντή και στο μαντήλι το ‘συρα
Κι έβαψε το μαντήλι κόκκιν’ αχείλι
Και στο ποτά και στο ποτάμι το ‘πλυνα
Και στο ποτά και στο ποτάμι το ‘πλυνα
Κι έβαψαν τα νερά του κόκκιν’ αχείλι
Κι έβαψαν τα νερά του κόκκιν’ αχείλι
Κι έβαψε η ά κι έβαψε η άκρη του γιαλού
Κι έβαψε η ά κι έβαψε η άκρη του γιαλού
Κι η μέση του πελάγου κόκκιν’ αχείλι
Κι η μέση του πελάγου κόκκιν’ αχείλι
Κατέβει αϊτός κατέβει αετός να πιει νερό
Κατέβει αϊτός κατέβει αετός να πιει νερό
Κι έβαψαν τα φτερά του κόκκιν’ αχείλι
Κι έβαψαν τα φτερά του κόκκιν’ αχείλι
Κι έβαψε ο ή κι έβαψε ο ήλιος ο μισός
Κι έβαψε ο ή κι έβαψε ο ήλιος ο μισός
Και το φεγγάρι ακέριο κόκκιν’ αχείλι
Και το φεγγάρι ακέριο κόκκιν’ αχείλι
Κόκκιν’ αχεί κόκκιν’ αχείλι φίλησα…
Φαντασία
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Γιάννης Σκαρίμπας
Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.
Και νάν’ σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά
γι’ άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός
γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ’ τόν κύκλο των νερών – στά χάη.
Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
πέρ’ από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν’ η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ’ τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου…
Άνδρας και γυναίκα στο κρεβάτι στις 10 μ.μ.
Τσαρλς Μπουκόβσκι
Νιώθω σαν κονσέρβα με σαρδέλες, είπε.
Νιώθω σαν έμπλαστρο, είπα.
Νιώθω σαν σάντουιτς με τόνο, είπε.
Νιώθω σαν ντομάτα κομμένη σε φέτες, είπα.
Νιώθω σαν να ʼρχεται βροχή, είπε.
Νιώθω σαν να σταμάτησε το ρολόι, είπα.
Νιώθω σαν η πόρτα να ʼναι ξεκλείδωτη, είπε.
Νιώθω σαν ένας ελέφαντας να μπαίνει μέσα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να πληρώσουμε το νοίκι, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρούμε καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να μη θέλω να δουλέψω, είπα.
Νιώθω σαν να μη νοιάζεσαι για μένα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να παρακάνουμε έρωτα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε περισσότερο έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να θέλω ένα ποτό, είπε.
Νιώθω σαν να θέλω λίγο ουίσκι, είπα.
Νιώθω σαν να καταλήγουμε σε κρασί, είπε.
Νιώθω σαν να ʼχεις δίκιο, είπα.
Νιώθω σαν να παραδίνομαι, είπε.
Νιώθω σαν να χρειάζομαι ένα μπάνιο, είπα.
Νιώθω σαν να χρειάζεσαι ένα μπάνιο, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να σαπουνίσεις την πλάτη μου, είπα.
Νιώθω σαν να μην μʼ αγαπάς, είπε.
Νιώθω σαν να σʼ αγαπώ, είπα.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα μου τώρα, είπε.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα σου κι εγώ, είπα.
Νιώθω σαν να σʼ αγαπώ τώρα, είπε.
Νιώθω σαν να σʼ αγαπώ εγώ πιο πολύ απʼ ό, τι εσύ εμένα, είπα.
Νιώθω υπέροχα, είπε. Νιώθω σαν να θέλω να ουρλιάξω.
Νιώθω σαν να θέλω να συνεχίσω για πάντα, είπα.
Νιώθω σαν να μπορείς, είπε.
Νιώθω, είπα.
Νιώθω, είπε.
Μαζί σου ξεμυαλίστηκα
Στίχοι – μουσική: Μανώλης Χιώτης, ερμηνεία: Στέλλα Χασκήλ
Θαρρείς και μάγια μου ‘κανες
και σ’ έχω αγαπήσει
Κι αν θα σε χάσω η καρδιά
στη μέση θα ραΐσει
Μαζί σου ξεμυαλίστηκα
στα δίχτυα σου τυλίχτηκα
Το σπίτι μου αρνήθηκα
γιατί σε αγαπώ
Πολλοί μου λεν τι σου ‘χω βρει
και σ’ έχω στην καρδιά μου
Θα βλέπανε αν είχανε
τα μάτια τα δικά μου
Μαζί σου ξεμυαλίστηκα…
Δεν έχω μάτια τώρα πια
καμιά για να κοιτάξω
Τον κόσμο κι αν μου δώσουνε
ποτέ δεν θα σ’ αλλάξω
Μαζί σου ξεμυαλίστηκα…