Του Παναγιώτη Μήλα
Όσοι δεν αγαπούν τη μυρωδιά του χαρτιού και δεν ξέρουν τι σημαίνει μελάνι δολοφονούν ημέρα με την ημέρα τις εφημερίδες…
Όσοι όμως δεν θεωρούν πως η εφημερίδα –ως επιχείρηση– είναι βάρος, τότε θα βρουν τρόπους για να την κρατήσουν ζωντανή.
Αυτό έκαναν και δύο μεγάλες εφημερίδες: Ο «Guardian» και οι «Νew York Times».
«Οι εφημερίδες δεν θα εξαφανιστούν υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα ομορφύνουν και ότι θα προσφέρουν κίνητρα και ιδέες». Αυτή είναι η πρόβλεψη της Κάθριν Βάινερ, διευθύντριας της εφημερίδας «Guardian», που για λόγους επιβίωσης κυκλοφορεί από τις αρχές Ιανουαρίου 2018 σε σχήμα ταμπλόιντ.
Να θυμίσω εδώ πως το σχήμα ταμπλόιντ καθιέρωσε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο Τζώρτζης Αθανασιάδης πριν από 70 χρόνια στη «Ναυτεμπορική».
Αργότερα, το 1981 το ίδιο σχήμα το επέλεξε για το νέο «Έθνος» ο Αλέκος Φιλιππόπουλος.
Όπως λέει λοιπόν η Κάθριν Βάινερ, «με μικρό σχήμα και μεγάλες ιδέες οι εφημερίδες μπορούν να επιζήσουν».
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Guardian είναι μια εφημερίδα – σύμβολο της Αριστεράς, όπως στην Ελλάδα η «Ναυτεμπορική» είναι σύμβολο του οικονομικού Τύπου. Και οι δύο αυτές εφημερίδες τιμούν τη δημοσιογραφία με την ποιότητά τους.
«Μικρό μέγεθος, μεγάλες ιδέες»
Στον «Guardian» η Βάινερ ανέλαβε πριν από τρία χρόνια τα ηνία της εφημερίδας και όπως ισχυρίζεται ο Τύπος έχει έναν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει απέναντι στις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής.
Το σύνθημα του “Guardian” είναι πλέον «μικρό μέγεθος, μεγάλες ιδέες». Πώς ερμηνεύεται αυτό; «Ότι εξοικονομώντας από το χαρτί θα εξασφαλιστούν πόροι για να γίνουν επενδύσεις στην καλή δημοσιογραφία. Οι σελίδες του Guardian έγιναν μικρότερες, αλλά όχι φτωχότερες. Η φιλοδοξία μας – λέει η Κάθριν Βάινερ – είναι να προσφέρουμε στους αναγνώστες μας περισσότερα σε σχέση με πριν».
Το μείγμα του “Guardian” είναι πλέον ένα τμήμα με τις ειδήσεις, ένα με τις γνώμες και ένα αφιερωμένο στον πολιτισμό και την ψυχαγωγία. Η έμφαση, όμως, δίνεται πάντα στο ρεπορτάζ.
-Αλλά μπορεί να επιβιώσει το χαρτί την εποχή της ψηφιακής επανάστασης;
«Εάν δεν το πιστεύαμε, δεν θα επενδύαμε δυνάμεις και χρόνο για να περάσουμε στο ταμπλόιντ. Σήμερα το χαρτί είναι μέρος ενός πακέτου. Το πρωί, στο τρένο, ο αναγνώστης διαβάζει τα νέα στο κινητό. Στο γραφείο διαβάζει στον υπολογιστή. Αλλά το βράδυ και το Σαββατοκύριακο μπορεί να θελήσει την επαφή με το χαρτί. Αρκεί το χαρτί να γίνει ελκυστικό. Να τον πείσει ότι είναι κάτι που αξίζει να κρατήσει, ότι είναι σχεδόν συλλεκτικό».
***
Τα παραπάνω – σχετικά με το μέγεθος και τη θεματογραφία – είχα προτείνει και προφορικά (τον Σεπτέμβριο του 2013) και εγγράφως (στις αρχές του 2014) σε ιδιοκτήτες, στελέχη και διαχειριστές της τύχης μεγάλης ιστορικής εφημερίδας. Τους είχα δώσει με αριθμούς στοιχεία για το όφελος που θα είχε η επιχείρηση και χρησιμοποιούσα ως δείγμα του νέου σχήματος το «μπλε» ένθετο με τις Μικρές Αγγελίες στην «Καθημερινή της Κυριακής». Στα μέσα του 2017, η «Καθημερινή» που ήταν πιο μικρή στην έκδοση του Σαββάτου, επέλεξε αυτό το μικρότερο σχήμα και στην καθημερινή της έκδοση. Εν τω μεταξύ εγώ ο… ανόητος ρομαντικός ακόμη [2018] περιμένω απάντηση από την ιστορική εφημερίδα…
Την ίδια συζήτηση έκανα πριν από ένα μήνα περίπου με έναν συνάδελφο την ώρα που συνταξιδεύαμε στο μετρό. Του έλεγα πως «σήμερα, σε περίοδο κρίσης, αν οι εφημερίδες μικρού σχήματος «έκοβαν» λιγότερο από 1 εκατοστό γύρω γύρω από το μέγεθός τους, θα είχαν άμεσα οικονομία, σε χαρτί, μελάνι, μεταφορικά κ.λπ.».
***
Λίγες ημέρες μετά ο συνάδελφος μου έστειλε μήνυμα και μου είπε (αστειευόμενος): «Μάλλον τη συζήτησή μας την άκουγε κάποιος από τον «Guardian» και ήδη προχώρησαν στην αλλαγή μεγέθους της εφημερίδας». Στη συνέχεια με παρέπεμψε στο σχετικό κείμενο από το οποίο παραθέτω μερικά αποσπάσματα.
***
«Tρία χρόνια προτού κλείσει 200 χρόνια από την έκδοσή της η βρετανική εφημερίδα The Guardian κυκλοφόρησε σε σχήμα ταμπλόιντ για πρώτη φορά, εγκαταλείποντας για οικονομικούς λόγους το «βερολινέζικο» σχήμα που είχε υιοθετήσει από το 2015. Η απόφαση εντάσσεται σε σχέδιο αναδιάρθρωσης διάρκειας τριών ετών που ξεκίνησε το 2016 και προβλέπει την αναδιοργάνωση του διαφημιστικού τμήματος και μείωση του κόστους που μεταφράζεται στην κατάργηση 250 θέσεων εργασίας, εκ των οποίων 100 αφορούν δημοσιογράφους. Η αλλαγή σχήματος θα εξασφαλίσει οικονομία εκατομμυρίων στερλινών κάθε χρόνο, πόροι οι οποίοι μπορούν να επανεπενδυθούν στη συντακτική δραστηριότητα.
Στο εξής λοιπόν, ελαφρά μικρότερος από μία σελίδα A3, ο Guardian διατηρεί το χρώμα στην πρώτη του σελίδα, αλλά εγκαταλείπει το χαρακτηριστικό του μπλε σκούρο «ζωνάρι». Οι τίτλοι του τυπώνονται πλέον με νέα γραμματοσειρά και η νέα σελιδοποίηση επιθυμεί να διευκολύνει την ανάγνωση.
Η Κάθριν Βάινερ, η διευθύντρια της βρετανικής εφημερίδας που ιδρύθηκε το 1821, αιτιολόγησε την υιοθέτηση του ταμπλόιντ με την πτώση των πωλήσεων που σημαίνει ότι η έκδοση της εφημερίδας σε «βερολινέζικο» σχήμα γίνεται όλο και ακριβότερη. «Πρόκειται για μία νέα εφημερίδα, τολμηρή, αιχμηρή και όμορφη», γράφει στο κύριο άρθρο της.
«Η μετάβασή μας στο σχήμα ταμπλόιντ είναι ένα σημαντικό βήμα για να γίνει ο Guardian οικονομικά βιώσιμος και να μας επιτραπεί να συνεχίσουμε να επενδύουμε στην ποιοτική δημοσιογραφία για τις επόμενες γενιές», γράφει.
Η ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας, που προσελκύει 150 εκατομμύρια αναγνώστες σε ολόκληρο τον κόσμο κάθε μήνα, άλλαξε επίσης εμφάνιση, κυρίως ως προς τα χρώματα, για να συνοδεύσει το νέο φύλλο.
Αλλαγές θα γίνουν και στην εφημερίδα The Observer, την κυριακάτικη έκδοση του Guardian.
Ο Guardian Media Group δεν βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση μετά την καταγραφή ζημίας 69 εκατομμυρίων στερλινών (77,5 εκατομμυρίων ευρώ) για την οικονομική χρήση του 2016 και 45 εκατομμυρίων στερλινών (50,6 εκατομμυρίων ευρώ) για τη χρήση του 2017.
***
«Η λατρεία για τη μυρωδιά του χαρτιού στους Νew York Times»
Και παρακάτω άλλη μια είδηση (Ιανουάριος 2018) σχετική με την προηγούμενη:
«O Άρθουρ Γκρεγκ Σουλτσμπέργκερ είναι ο έκτος κληρονόμος μιας οικογένειας που λατρεύει τη μυρωδιά του χαρτιού, ξέρει τι σημαίνει μελάνι, τυπογραφείο, είδηση… Με την έλευση του Νέου Έτους, ο Άρθουρ κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα ως επικεφαλής των «Νew York Times». «Ποιο τέλος των εφημερίδων; Το χαρτί είναι ακόμα ισχυρό», λέει με πειθώ αντιδρώντας σε όλους όσοι πιστεύουν ότι τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ θα αφανίσουν τον Τύπο. Η οικογένειά του ανέλαβε το νευραλγικό πόστο του εκδότη από το 1896, όταν ο πρόγονός του αγόρασε την εφημερίδα.
Ο νέος εκδότης των NYT είναι και δημοσιογράφος. Είχε την φαεινή ιδέα να αναπτύξει μία αμφίδρομη σχέση με τους αναγνώστες του προκειμένου να τους πείσει ότι η εφημερίδα δεν θα πεθάνει. Όπως ισχυρίζεται, το χαρτί θα επιβιώσει σε αντίθεση με τα όσα διατείνονται οι ειδικοί ότι για τις εφημερίδες έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση.
Για τον Άρθουρ, εάν μία εφημερίδα καταφέρει να αποκτήσει την εμπιστοσύνη των αναγνωστών, έχει ποιότητα στη ενημέρωση και διασταυρωμένες πληροφορίες, τότε δεν θα έχει πρόβλημα επιβίωσης.
Ο 37χρονος Άρθουρ αφουγκράζεται τον παλμό της εποχής και πάει κόντρα στο ρεύμα. Θεωρεί ότι τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ δεν θα αφανίσουν τον Τύπο.
Αφιέρωσε ατελείωτες ώρες για να απαντήσει σε 2.500 ερωτήσεις που του έθεσαν οι αναγνώστες της εφημερίδας: ερωτήσεις που σχετίζονται με τον ρόλο του ως εκδότη, τα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη που ξεφεύγουν στα κείμενα της εφημερίδας, για τη στάση που κράτησε το έντυπο κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ αλλά και για το μέλλον της εφημερίδας και της δημοσιογραφίας γενικότερα.
Ο Άρθουρ ασχολείται από το 2013 περισσότερο με τη στρατηγική της εφημερίδας: «Από τότε συνεργάζομαι με συναδέλφους σε όλη την εταιρεία για να απαντήσω σε ένα ουσιαστικό ερώτημα: Πώς μπορούν οι ΝΥΤ να κρατήσουν τη δημοσιογραφική τους παράδοση, ενώ παράλληλα εξελίσσονται για να ανταποκριθούν στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των αναγνωστών τους και να βρουν νέους τρόπους για να μεταδώσουν τις ιστορίες; Παρά το γεγονός ότι έχουμε σημειώσει μεγάλη πρόοδο τα τελευταία δύο χρόνια, το ερώτημα αυτό παραμένει στο επίκεντρο του νέου ρόλου μου ως εκδότη», όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει στο σημείωμα που προηγείται των απαντήσεών του. Ανάμεσα στα ερωτήματα που του τέθηκαν είναι και αυτά των «fake news» με τα οποία ορισμένα χαρακτήρισαν την εφημερίδα ως προκατειλημμένη.
«Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παραμείνουμε πιστοί στην αποστολή μας να βρούμε και να λέμε τις ιστορίες που έχουν σημασία, χωρίς φόβο. Πιστεύω ότι ο ταχέως αυξανόμενος αριθμός των αναγνωστών και των συνδρομητών μας είναι μια απόδειξη για το ότι οι άνθρωποι όλο και περισσότερο θέλουν ειδήσεις που να μπορούν να εμπιστευτούν. Πιστεύω επίσης ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα για να βοηθήσουμε τους πολίτες να καταλάβουν γιατί πρέπει να εμπιστεύονται τη δημοσιογραφική μας δραστηριότητα και να παρέχουν μεγαλύτερη διαφάνεια στην αναφορά μας», επισημαίνει ο Σουλτσμπέργκερ.