Ποράιμος (Porajmos, Pharrajimos προφορά [pʰoɽajˈmos], που σημαίνει “Αφανισμός”) ονομάζεται η προσπάθεια της ναζιστικής Γερμανίας και των συμμάχων της κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να διαπράξει εθνοκάθαρση και τελικά γενοκτονία εναντίον των Ρομά της Ευρώπης.
Υπό τον Αδόλφο Χίτλερ, στις 26 Νοεμβρίου 1935, εκδόθηκε ένα συμπληρωματικό διάταγμα των Νόμων της Νυρεμβέργης, το οποίο χαρακτηρίζει τους Ρομά ως “εχθρούς του φυλετικού κράτους” τοποθετώντας τους στην ίδια κατηγορία με τους Εβραίους. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, η μοίρα των Ρομά στην Ευρώπη ήταν παράλληλη με εκείνη των Εβραίων στο Εβραϊκό Ολοκαύτωμα.
Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι 220.000-500.000 Ρομά σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους, δηλαδή 25% έως πάνω από το 50% της εκτίμησης του συνολικού πληθυσμού του 1 εκατομμυρίου Ρομά στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. Μεταγενέστερη έρευνα, που ανέφερε ο Ίαν Χάνκοκ, εκτιμά ότι ο αριθμός των θυμάτων ανέρχεται σε περίπου 1,5 εκατομμύρια από περίπου 2 εκατομμύρια Ρομά.
Το 1982, η Δυτική Γερμανία αναγνώρισε επίσημα ότι η Γερμανία διέπραξε γενοκτονία εναντίον των Ρομά. Το 2011, η Πολωνία καθιέρωσε επίσημα την 2α Αυγούστου ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ρομά.
“Kαταστροφή”
Ο όρος (porajmos, porrajmos ή pharrajimos – κυριολεκτικά, “αφανισμός” ή “καταστροφή” σε ορισμένες διαλέκτους της γλώσσας ρομανί) εισήχθη από τον Ίαν Χάνκοκ στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ο Χάνκοκ επέλεξε τον όρο, που επινοήθηκε από έναν Ρομά της φυλής Καλντεράς από διάφορες προτάσεις σε μια “άτυπη συνομιλία το 1993”.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως από ακτιβιστές και είναι άγνωστος στους περισσότερους Ρομά, συμπεριλαμβανομένων συγγενών θυμάτων και επιζώντων. Ορισμένοι Ρώσοι και Βαλκάνιοι Ρομά ακτιβιστές διαμαρτύρονται κατά της χρήσης της λέξης porajmos. Σε διάφορες διαλέκτους, ο όρος είναι συνώνυμος με το “poravipe” που σημαίνει “παραβίαση” και “βιασμός”, ένας όρος που ορισμένοι Ρομά θεωρούν προσβλητικό. Οι Γιάνος Μπάρσονι και Άγκνες Νταρότσι, πρωτοπόροι διοργανωτές του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των Ρομά στην Ουγγαρία, προτιμούν τον όρο Pharrajimos, που σημαίνει “κατακερματισμός”, “καταστροφή”. Ισχυρίζονται ότι δεν χρησιμοποιούν τον άλλο όρο, καθώς είναι marhime (βρώμικος, ακάθαρτος): “Η λέξη ποράιμος δεν προφέρεται στην κοινότητα των Ρομά και ως εκ τούτου δε δύναται να εκφράσει τα δεινά των Ρομά”.
Βαλκάνιοι ακτιβιστές Ρομά προτιμούν τον όρο samudaripen (“μαζική δολοφονία”), που εισήχθη για πρώτη φορά από τον γλωσσολόγο Marcel Courthiade. Ο Χάνκοκ απορρίπτει αυτήν τη λέξη, υποστηρίζοντας ότι δεν συμμορφώνεται με τη μορφολογία της γλώσσας των Ρομά. Ορισμένοι Ρώσοι Ρομά ακτιβιστές προτείνουν τον όρο Kali Traš (Μαύρος φόβος). Μια άλλη εναλλακτική λύση, που χρησιμοποιήθηκε, είναι το Berša Bibahtale (“Τα δυστυχισμένα χρόνια”). Τέλος, τα προσαρμοσμένα δάνεια όπως Holokosto, Holokausto κ.λπ. χρησιμοποιούνται επίσης περιστασιακά στα ρομανί.
Γλωσσολογικά, ο όρος ποράιμος αποτελείται από τη ρίζα του ρήματος porrav- και την κατάληξη των αφηρημένων ουσιαστικών -imos. Η κατάληξη αυτή είναι της βλάχικης διαλέκτου των ρομανί, ενώ άλλες παραλλαγές χρησιμοποιούν συνήθως τις καταλήξεις -ibe(n) ή -ipe(n). Για το ίδιο το ρήμα, η πιο συχνά δεδομένη ερμηνεία είναι “ανοίγω/τεντώνω”, ενώ η έννοια “ανοίγω το στόμα, καταβροχθίζω” εμφανίζεται σε λιγότερες παραλλαγές.
Ιστορίa
Διακρίσεις κατά των Ρομά πριν από το 1933
Η εμφάνιση του επιστημονικού ρατσισμού
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η εμφάνιση του επιστημονικού ρατσισμού και του Κοινωνικού Δαρβινισμού, που συνδέει τις κοινωνικές διαφορές με τις φυλετικές διαφορές, παρείχε στο γερμανικό κοινό δικαιολογίες για προκαταλήψεις εναντίον Εβραίων και Ρομά. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, “η έννοια της φυλής χρησιμοποιήθηκε συστηματικά για να εξηγήσει τα κοινωνικά φαινόμενα”. Αυτή η προσέγγιση επικύρωσε την πεποίθηση ότι οι φυλές δεν ήταν παραλλαγές ενός μεμονωμένου ανθρώπινου είδους, αλλά είχαν σαφώς διαφορετικές βιολογικές προελεύσεις. Καθιέρωσε μια φερόμενη επιστημονικά υποστηριζόμενη φυλετική ιεραρχία, η οποία όρισε ορισμένες μειονοτικές ομάδες ως διαφορετικές βάσει βιολογίας.
Εκτός από τη φυλετική ψευδοεπιστήμη, το τέλος του 19ου αιώνα ήταν μια περίοδος εκσυγχρονισμού στη Γερμανία, κρατικά χρηματοδοτούμενου. Η βιομηχανική ανάπτυξη άλλαξε πολλές πτυχές της κοινωνίας. Ειδικότερα, η περίοδος άλλαξε κοινωνικούς κανόνες εργασίας και ζωής. Για τους Ρομά, αυτό σήμαινε άρνηση του παραδοσιακού τρόπου ζωής τους ως τεχνίτες. Ο Γιάνος Μπάρσονι σημειώνει ότι “η βιομηχανική ανάπτυξη υποτίμησε τις υπηρεσίες τους ως τεχνίτες, με αποτέλεσμα την αποσύνθεση των κοινοτήτων τους και την κοινωνική περιθωριοποίηση”.
Διώξεις υπό τη Γερμανική Αυτοκρατορία και τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης
Οι εξελίξεις της φυλετικής ψευδοεπιστήμης και του εκσυγχρονισμού οδήγησαν σε κρατικές παρεμβάσεις κατά των Ρομά, που πραγματοποιήθηκαν τόσο από τη Γερμανική Αυτοκρατορία όσο και από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το 1899, το αρχηγείο της αυτοκρατορικής αστυνομίας στο Μόναχο ίδρυσε τις Υπηρεσίες Πληροφοριών για τους Ρομά από την Αστυνομία Ασφαλείας. Σκοπός τους ήταν η τήρηση αρχείων (δελτία ταυτότητας, δακτυλικά αποτυπώματα, φωτογραφίες κ.λπ.) και η συνεχής παρακολούθηση της κοινότητας των Ρομά. Οι Ρομά στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης απαγορευόταν να εισέλθουν σε δημόσιες πισίνες, πάρκα και άλλους χώρους αναψυχής και απεικονίστηκαν σε όλη τη Γερμανία και την Ευρώπη ως εγκληματίες και κατάσκοποι.
Το 1926, ο νόμος “για την καταπολέμηση των τσιγγάνων, των επαιτών και των αέργων” τέθηκε σε ισχύ στη Βαυαρία, καθιστώντας τον εθνικό κανόνα έως το 1929. Ορίζει ότι οι ομάδες, που χαρακτηρίζονται ως “τσιγγάνοι”, αποφεύγουν κάθε ταξίδι στην περιοχή. Όσοι ζούσαν ήδη στην περιοχή έπρεπε να “τεθούν υπό έλεγχο, έτσι ώστε να μην υπάρχει πλέον τίποτα να φοβούνται από αυτούς σχετικά με την ασφάλεια στη χώρα”. Απαγορευόταν να “περιπλανώνται ή να παραμένουν σε ομαδικούς καταυλισμούς” και όσοι “δεν μπορούσαν να αποδείξουν την τακτική τους απασχόληση” κινδύνευαν να σταλούν σε καταναγκαστική εργασία για έως και δύο χρόνια. Ο Χέρμπετ Χιους σημειώνει ότι “ο βαυαρικός αυτός νόμος έγινε το πρότυπο για άλλα γερμανικά κράτη και ακόμη και για γειτονικές χώρες”. Το αίτημα για τους Ρομά να εγκαταλείψουν τους νομαδικούς τους τρόπους και να εγκατασταθούν σε μια συγκεκριμένη περιοχή ήταν συχνά το επίκεντρο της αντιτσιγγάνικης πολιτικής τόσο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας όσο και της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Μόλις εγκαθίσταντο, οι κοινότητες συγκεντρώνονταν και απομονώνονταν σε μια περιοχή εντός μιας κωμόπολης ή πόλης. Αυτή η διαδικασία διευκόλυνε κρατικές πρακτικές επιτήρησης και “πρόληψη του εγκλήματος”.
Μετά την ψήφιση του Νόμου για την Καταπολέμηση των Τσιγγάνων, των Επαιτών και των Αέργων”, η δημόσια πολιτική στοχεύει όλο και περισσότερο τους Ρομά στη ρητή βάση της φυλής. Το 1927, η Πρωσία ψήφισε νόμο, που απαιτούσε από όλους τους Ρομά να φέρουν δελτία ταυτότητας. Οκτώ χιλιάδες Ρομά υποβλήθηκαν σε υποχρεωτική λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων και φωτογράφιση. Δύο χρόνια αργότερα, η εστίαση έγινε πιο σαφής. Το 1929, το γερμανικό κρατίδιο της Έσσης πρότεινε τον “νόμο για την καταπολέμηση της απειλής των τσιγγάνων”. Την ίδια χρονιά άνοιξε το Κέντρο Καταπολέμησης των Τσιγγάνων στη Γερμανία. Αυτό το όργανο επέβαλε περιορισμούς στα ταξίδια για τους Ρομά χωρίς έγγραφα και επέτρεψε την αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση τσιγγάνων ως μέσο πρόληψης του εγκλήματος.
Άρια φυλετική καθαρότητα
Γυναίκα Ρομά με τον Γερμανό αστυνομικό και Ναζί ψυχολόγο Δρ. Ρόμπερτ Ρίτερ
Για αιώνες, οι φυλές Ρομά υφίσταντο διώξεις και ταπείνωση στην Ευρώπη. Στιγματίστηκαν ως κοινοί εγκληματίες, παρίες και αλήτες. Όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία το 1933, οι νόμοι κατά των τσιγγάνων στη Γερμανία παρέμειναν σε ισχύ. Σύμφωνα με τον “Νόμο κατά των επικίνδυνων κοινών εγκληματιών” του Νοεμβρίου του 1933, η αστυνομία συνέλαβε πολλούς τσιγγάνους μαζί με άλλους, που οι Ναζί θεωρούσαν “εκτός κοινωνίας” (π.χ. πόρνες, ζητιάνους, άστεγους και αλκοολικούς) και τους φυλάκισαν σε στρατόπεδα.
Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η νομοθεσία κατά των Ρομά βασίστηκε όλο και περισσότερο σε μια ρητορική ρατσισμού. Η πολιτική, που βασίστηκε αρχικά στην “καταπολέμηση του εγκλήματος” αναδιαμορφώθηκε ως “καταπολέμηση ενός λαού”. Οι στοχευμένες ομάδες δεν καθορίζονταν πλέον από νομικούς λόγους. Αντ’ αυτού, ήταν θύματα φυλετικής πολιτικής.
Το Τμήμα Φυλετικής Υγιεινής και Πληθυσμιακής Βιολογίας άρχισε να πειραματίζεται με Ρομά για να καθορίσει κριτήρια για τη φυλετική τους ταξινόμηση.
Οι Ναζί ίδρυσαν τη Μονάδα Έρευνας για τη Φυλετική Υγιεινή και τη Δημογραφική Βιολογία (Rassenhygienische und Bevölkerungsbiologische Forschungsstelle, Τμήμα L3 του Τμήματος Υγείας του Ράιχ) το 1936. Με επικεφαλής τον Δρ. Ρόμπερτ Ρίτερ και τη βοηθό του, Εύα Τζάστιν, αυτή η Μονάδα είχε την εντολή να διεξαγάγει μια εις βάθος μελέτη του “ζητήματος των Τσιγγάνων” (Zigeunerfrage) και να παράσχει δεδομένα, που απαιτούνται για τη διαμόρφωση ενός νέου “νόμου περί τσιγγάνων” για το Ράιχ. Ύστερα από εκτεταμένη επιτόπια εργασία την άνοιξη του 1936, που περιλάμβανε συνεντεύξεις και ιατρικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό της φυλετικής ταξινόμησης των Ρομά, η Μονάδα αποφάσισε ότι οι περισσότεροι Ρομά, για τους οποίους είχαν συμπεράνει ότι δεν ήταν “καθαρόαιμοι”, αποτελούσαν κίνδυνο για τη γερμανική φυλετική καθαρότητα και έπρεπε να απελαθούν ή να εξαλειφθούν. Δεν ελήφθη απόφαση σχετικά με το υπόλοιπο (περίπου το 10% του συνολικού πληθυσμού των Ρομά στην Ευρώπη), κυρίως για τις φυλές Σίντι και Λαλέρι, που ζούσαν στη Γερμανία. Έγιναν πολλές προτάσεις. Ο Ραϊχσφύρερ Χάινριχ Χίμλερ πρότεινε την απέλαση των Ρομά σε απομακρυσμένο περιφραγμένο οικισμό, όπως είχε γίνει από τις Ηνωμένες Πολιτείες για τους ιθαγενείς Αμερικανούς τους, όπου οι “καθαροί τσιγγάνοι” θα μπορούσαν να συνεχίσουν ανεμπόδιστα τον νομαδικό τρόπο ζωής τους. Σύμφωνα με αυτόν:
Ο στόχος των ληφθέντων μέτρων από το Κράτος για την υπεράσπιση της ομογένειας του γερμανικού έθνους πρέπει να είναι ο φυσικός διαχωρισμός των Τσιγγάνων από το γερμανικό έθνος, η αποφυγή επιμειξιών και, τελικά, η ρύθμιση του τρόπου ζωής των καθαρών και μη Τσιγγάνων. Η απαραίτητη νομική βάση μπορεί να δημιουργηθεί μονάχα μέσω Νομοθεσίας περί Τσιγγάνων, η οποία αποτρέπει την περαιτέρω επιμειξία και η οποία ρυθμίζει όλα τα πιεστικά ζητήματα περί της ύπαρξης των Τσιγγάνων στο ζωτικό χώρο του γερμανικού έθνους.
Ο Χίμλερ έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την “άρια” προέλευση των Τσιγγάνων και έκανε διάκριση μεταξύ των “εγκατεστημένων” (αφομοιωμένων) και των “άστατων” Τσιγγάνων.
Αν και το ναζιστικό καθεστώς δεν παρήγαγε ποτέ τη “Νομοθεσία περί Τσιγγάνων”, που επιθυμούσε ο Χίμλερ, ψηφίστηκαν πολιτικές και διατάγματα, που εισήγαγαν διακρίσεις εις βάρος των τσιγγάνων. Οι τσιγγάνοι ταξινομήθηκαν ως “εκτός κοινωνίας” και “εγκληματίες” από το ναζιστικό καθεστώς. Από το 1935, οι Τσιγγάνοι τοποθετήθηκαν σε ειδικούς καταυλισμούς. Μετά το 1937, οι Ναζί άρχισαν να διεξάγουν φυλετικές εξετάσεις στους Τσιγγάνους, που ζούσαν στη Γερμανία. Το 1938, ο Χίμλερ εξέδωσε μια εντολή σχετικά με το “ζήτημα των τσιγγάνων”, το οποίο ανέφερε ρητά τη “φυλή”, για την οποία ανέφερε ότι “ήταν σκόπιμο να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των τσιγγάνων με βάση τη φυλή”. Το διάταγμα καθιέρωσε νόμο για την καταγραφή όλων των τσιγγάνων (συμπεριλαμβανομένου και των Mischlinge – μικτής φυλής), καθώς και όσων “ταξιδεύουν με τσιγγάνικο τρόπο” άνω των 6 ετών. Αν και οι Ναζί πίστευαν ότι οι Τσιγγάνοι αρχικά ήταν Άριοι, με την πάροδο του χρόνου λέγεται ότι έγιναν μικτή φυλή και ταξινομήθηκαν ως “μη-Άριοι” και “αλλοδαπής φυλής”.
Απώλεια ιθαγένειας
Οι νόμοι της Νυρεμβέργης για τη φυλή ψηφίστηκαν στις 15 Σεπτεμβρίου 1935. Ο πρώτος νόμος της Νυρεμβέργης, ο “νόμος για την προστασία του γερμανικού αίματος και τιμής”, απαγόρευσε το γάμο και την εξωσυζυγική επαφή μεταξύ Εβραίων και Γερμανών. Ο δεύτερος νόμος της Νυρεμβέργης, ο “νόμος περί ιθαγένειας Ράιχ”, αφαίρεσε από τους Εβραίους τη γερμανική τους υπηκοότητα. Στις 26 Νοεμβρίου 1935, η Γερμανία επέκτεινε τους νόμους της Νυρεμβέργης για να ισχύουν και για τους Ρομά. Οι Ρομά, όπως και οι Εβραίοι, έχασαν το δικαίωμα ψήφου στις 7 Μαρτίου 1936.
Δίωξη και γενοκτονία
Το καφέ τρίγωνο. Οι Ρομανί κρατούμενοι σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως το Άουσβιτς, αναγκάστηκαν να φορέσουν το καφέ ανεστραμμένο τρίγωνο στις φόρμες τους, ώστε να διακρίνονται από άλλους κρατουμένους.
Η κυβέρνηση του Τρίτου Ράιχ άρχισε να διώκει τους Ρομά ήδη από το 1936, όταν άρχισαν να μεταφέρουν τους ανθρώπους σε δημοτικά στρατόπεδα κράτησης στα περίχωρα των πόλεων, ένα προοίμιο για την απέλασή τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ένα διάταγμα του Δεκεμβρίου του 1937 σχετικά με την “πρόληψη του εγκλήματος” παρείχε το πρόσχημα για σημαντικές συλλήψεις τσιγγάνων. Εννέα εκπρόσωποι της κοινότητας των Ρομά στη Γερμανία κλήθηκαν να συντάξουν λίστες με “καθαρόαιμους” Ρομά για να σωθούν από την απέλαση. Ωστόσο, οι Γερμανοί συχνά αγνόησαν αυτούς τους καταλόγους και ορισμένα άτομα, που συμπεριλαμβάνονταν σε αυτούς, στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αξιοσημείωτα στρατόπεδα εγκλεισμού και συγκέντρωσης περιλαμβάνουν το Νταχάου, το Ντιζελστράσε, το Μαρζάν (το οποίο εξελίχθηκε από δημοτικό στρατόπεδο εγκλεισμού) και το Βενχάουζεν.
Αρχικά, οι Ρομά ταξινομήθηκαν σε λεγόμενα γκέτο, συμπεριλαμβανομένου του Γκέτο της Βαρσοβίας (Απρίλιος-Ιούνιος 1942), όπου δημιούργησαν μια ξεχωριστή τάξη σε σχέση με τους Εβραίους. Ο χρονικογράφος του Γκέτο Εμάνουελ Ρίνγκελμπλουμ εικάζει ότι οι Ρομά εστάλησαν στο Γκέτο της Βαρσοβίας, επειδή οι Γερμανοί ήθελαν:
…να πετάξουν στο Γκέτο ό,τι είναι χαρακτηριστικώς βρώμικο, άθλιο, παράξενο, από το οποίο κάποιος ένιωθε φόβο και που ούτως ή άλλως πρέπει να καταστραφεί.
Αρχικά, υπήρχε διαφωνία στους ναζιστικούς κύκλους σχετικά με τον τρόπο επίλυσης του Ζητήματος των Τσιγγάνων. Στα τέλη του 1939 και στις αρχές του 1940, ο Χανς Φρανκ, ο Γενικός Κυβερνήτης της κατεχόμενης Πολωνίας, αρνήθηκε να δεχτεί τους 30.000 Γερμανούς και Αυστριακούς Ρομά, που επρόκειτο να απελαθούν, στην επικράτειά του. Ο Χάινριχ Χίμλερ “άσκησε πιέσεις για να σώσει μια χούφτα καθαρόαιμων Ρομά”, για τους οποίους πίστευε ότι ήταν αρχαίος Άριος λαός, για την “εθνοτική φύλαξή” του, αλλά ήρθε αντιμέτωπος με τον Μάρτιν Μπόρμαν, ο οποίος ήταν υπέρ της απέλασης για όλους τους Ρομά. Η συζήτηση έληξε το 1942, όταν ο Χίμλερ υπέγραψε την εντολή για έναρξη μαζικών απελάσεων Ρομά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Ράινχαρντ (1941–43), απροσδιόριστος αριθμός Ρομά σκοτώθηκε σε στρατόπεδα εξόντωσης, όπως η Τρεμπλίνκα.
Η ναζιστική δίωξη των Ρομά δεν ήταν περιφερειακή. Στη Γαλλία, μεταξύ 3.000 και 6.000 Ρομά απελάθηκαν σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως το Νταχάου, το Ράβενσμπρουκ, το Μπούχενβαλντ και άλλα στρατόπεδα. Πιο ανατολικά, στα κράτη των Βαλκανίων και στη Σοβιετική Ένωση, τα Τάγματα Θανάτου (Einsatzgruppen), κινητές ομάδες δολοφονίας, ταξίδευαν από χωριό σε χωριό σφαγιάζοντας τους κατοίκους, όπου ζούσαν, και συνήθως αφήνοντας λίγα έως καθόλου αρχεία σχετικά με τον αριθμό των Ρομά, που σκοτώθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Σε μερικές περιπτώσεις, δημιουργήθηκαν σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία μαζικής δολοφονίας. Ο Τίμοθι Σνάιντερ σημειώνει ότι μόνο στη Σοβιετική Ένωση υπήρχαν 8.000 τεκμηριωμένες υποθέσεις Ρομά, που δολοφονήθηκαν από Τάγματα Θανάτου στην πορεία τους προς ανατολάς.
Σε αντάλλαγμα για ασυλία από τη δίωξη για εγκλήματα πολέμου, ο Έριχ φον ντεμ Μπαχ-Ζελέφσκι δήλωσε στη δίκη για τα Τάγματα Θανάτου ότι “το βασικό καθήκον των Einsatzgruppen της Ες-Ντε ήταν ο αφανισμός των Εβραίων, των τσιγγάνων και των Πολιτικών Επιτρόπων”. Οι Ρομά στη Σλοβακική Δημοκρατία σκοτώθηκαν από τοπικούς συνεργαζόμενους βοηθούς. Στη Δανία και την Ελλάδα, οι τοπικοί πληθυσμοί δεν συμμετείχαν στο κυνήγι των Ρομά, όπως έγινε αλλού. Η Βουλγαρία και η Φινλανδία, αν και σύμμαχοι της Γερμανίας, δεν συνεργάστηκαν για το Ποράιμος, όπως και δεν συνεργάστηκαν για το εβραϊκό Σόαχ.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1942, ο Χίμλερ διέταξε να μεταφερθούν οι Ρομανί υποψήφιοι για εξόντωση από τα γκέτο στις εγκαταστάσεις εξόντωσης του Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Στις 15 Νοεμβρίου 1943, ο Χίμλερ διέταξε να τοποθετηθούν οι Ρομά και οι “ημι-Ρομά” στο ίδιο επίπεδο με τους Εβραίους και να τοποθετηθούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης”. Οι Αρχές του στρατοπέδου στέγαζαν τους Ρομά σε ειδικό συγκρότημα ονόματι “οικογενειακός καταυλισμός Tσιγγάνων”. Περίπου 23.000 Ρομά, Σίντι και Λάλερι απελάθηκαν στο Άουσβιτς. Σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως το Άουσβιτς, οι Τσιγγάνοι φορούσαν καφέ ή μαύρα τριγωνικά μπαλώματα ή πράσινα, το σύμβολο για επαγγελματίες εγκληματίες και λιγότερο συχνά το γράμμα «Ζ» (που σημαίνει Zigeuner, Τσιγγάνος στα γερμανικά).
Η ιστορικός Σίμπιλ Μίλτον, μελετήτρια της ναζιστικής Γερμανίας και του Ολοκαυτώματος, εικάζει ότι ο Χίτλερ συμμετείχε στην απόφαση απέλασης όλων των Ρομά στο Άουσβιτς, καθώς ο Χίμλερ έδωσε την εντολή έξι ημέρες μετά τη συνάντησή του με τον Χίτλερ. Για τη συνάντηση αυτή, ο Χίμλερ είχε προετοιμάσει μια έκθεση σχετικά με το θέμα με τίτλο Führer: Aufstellung wer sind Zigeuner. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι Ρομά προσπάθησαν να αντισταθούν στην εξόντωση από τους Ναζί. Τον Μάιο του 1944 στο Άουσβιτς, οι φρουροί Ες-Ες προσπάθησαν να εκκαθαρίσουν τον οικογενειακό καταυλισμό των Tσιγγάνων και “αντιμετώπισαν απροσδόκητη αντίσταση”. Όταν διατάχτηκαν να βγουν, αρνήθηκαν, αφού προειδοποιήθηκαν και οπλίστηκαν με αυτοσχέδια όπλα: σωλήνες σιδήρου, φτυάρια και άλλα εργαλεία εργασίας. Οι Ες-Ες επέλεξαν να μην αντιμετωπίσουν τους Ρομά άμεσα και αποχώρησαν για αρκετούς μήνες. Αφού μετέφεραν 3.000 Ρομά, που είχαν τη δυνατότητα καταναγκαστικής εργασίας, στο Άουσβιτς Α’ και σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι Ες-Ες κινήθηκαν εναντίον των υπόλοιπων 2.898 κρατουμένων στις 2 Αυγούστου. Οι Ες-Ες σκότωσαν σχεδόν όλους τους υπόλοιπους κρατούμενους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν άρρωστοι, ηλικιωμένοι άνδρες, γυναίκες ή παιδιά, στους θαλάμους αερίου του Μπίρκεναου. Τουλάχιστον 19.000 από τους 23.000 Ρομά, που στάλθηκαν στο Άουσβιτς, χάθηκαν εκεί.
Οι θάνατοι των Ρομά εκτιμώνται σε 277.100. Ο Μάρτιν Γκίλμπερτ εκτιμά ότι περισσότεροι από 220.000 από τους 700.000 Ρομά στην Ευρώπη σκοτώθηκαν, συμπεριλαμβανομένων 15.000 (κυρίως από τη Σοβιετική Ένωση) στο Μαουτχάουζεν τον Ιανουάριο-Μάιο του 1945. Το Μουσείο Ολοκαυτώματος των Ηνωμένων Πολιτειών αναφέρει μελετητές, οι οποίοι εκτιμούν τον αριθμό των Σίντι και Ρομά, που σκοτώθηκαν, μεταξύ 220.000 και 500.000.
Διώξεις σε άλλες χώρες του Άξονα και κατεχόμενες χώρες
Οι Ρομά διώχθηκαν επίσης από καθεστώτα-μαριονέτες, που συνεργάστηκαν με το Τρίτο Ράιχ κατά τη διάρκεια του πολέμου, ιδιαίτερα από το περίφημο καθεστώς Ουστάσι στην κατεχόμενη Κροατία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Δεκάδες χιλιάδες Ρομά σκοτώθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Γιασένοβατς, μαζί με Σέρβους, Εβραίους και αντιφασίστες Μουσουλμάνους και Κροάτες. Ο Γιαντ Βασσέμ εκτιμά ότι ο αφανισμός ήταν πιο έντονος στη Γιουγκοσλαβία, όπου σκοτώθηκαν περίπου 90.000 Ρομά. Η κυβέρνηση Ουστάσι ουσιαστικά εξόντωσε τον πληθυσμό των Ρομά της χώρας, σκοτώνοντας περίπου 25.000, και απέλασε επίσης περίπου 26.000.
Στην Επικράτεια του Στρατιωτικού Διοικητή στη Σερβία, οι Γερμανοί κατακτητές και η σερβική κυβέρνηση-μαριονέτα Εθνικής Σωτηρίας σκότωσαν χιλιάδες Ρομά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπάνιτσα, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Τσρβένι Κρστ και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Τοπόφσκε Σούπε μαζί με Εβραίους. Τον Αύγουστο του 1942 ο Χάραλντ Τέρνερ ανέφερε στους προϊσταμένους του ότι “η Σερβία είναι η μόνη χώρα, στην οποία έχει λυθεί το ζήτημα των Εβραίων και των Tσιγγάνων”.
Οι Σέρβοι Ρομά ήταν διάδικοι στην αποτυχημένη αγωγή εναντίον της Τράπεζας του Βατικανού και άλλων στο ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ, στο οποίο ζήτησαν την επιστροφή των λεηλασιών του πολέμου.
Οι κυβερνήσεις ορισμένων συμμάχων των Ναζί, συγκεκριμένα της Σλοβακίας, της Φινλανδίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας του Βισύ, της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας, συνέβαλαν επίσης στο ναζιστικό σχέδιο της εξόντωσης των Ρομά, αλλά οι περισσότεροι Ρομά σε αυτές τις χώρες επέζησαν, σε αντίθεση με εκείνες στην Κροατία των Ουστάσι ή σε περιοχές, που κυβερνούνταν άμεσα από τη ναζιστική Γερμανία (όπως η κατεχόμενη Πολωνία). Η ουγγρική κυβέρνηση απέλασε μεταξύ 28.000 και 33.000 Ρομά από έναν πληθυσμό, που εκτιμάται ότι κυμαινόταν μεταξύ 70.000 και 100.000.
Η ρουμανική κυβέρνηση του Ίον Αντονέσκου δεν εξόντωσε συστηματικά τους περίπου 300.000 Ρομά στην επικράτειά της. Μερικοί κάτοικοι Ρομά απελάθηκαν σε ρουμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην κατεχόμενη Υπερδνειστερία. Από τους περίπου 25.000 κρατούμενους Ρομά αυτών των καταυλισμών, 11.000 (44%, ή σχεδόν οι μισοί) πέθαναν.
Σύμφωνα με την αυτόπτη μάρτυρα κα. Ντε Βικ, η Άννα Φρανκ, Εβραία θύμα του Ολοκαυτώματος, καταγράφεται ως μάρτυρας του προοιμίου της δολοφονίας παιδιών Ρομά στο Άουσβιτς: “Ακόμα τη βλέπω μπροστά μου να βλέπει το δρόμο του στρατοπέδου, καθώς ένα κοπάδι από γυμνές Τσιγγάνες κοπέλες κατευθυνόταν στο κρεματόριο και η Άννα τις παρακολουθούσε και έκλαιγε”.
Στο προτεκτοράτο της Βοημίας και της Μοραβίας, Ρομά στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Λέτι και Χοντονίν, πριν μεταφερθούν στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Αυτό που κάνει το στρατόπεδο Λέτι μοναδικό είναι ότι στελεχώθηκε από Τσέχους φρουρούς, οι οποίοι ήταν ακόμη πιο βάναυσοι από τους Γερμανούς, όπως μαρτυρείται στο βιβλίο Μαύρη Σιωπή του Πολ Πολάνσκι. Η γενοκτονία ήταν τόσο βαθιά, που η συντριπτική πλειοψηφία των Ρομά στην Τσεχική Δημοκρατία σήμερα προέρχεται από μετανάστες από τη Σλοβακία, που μετακόμισαν εκεί κατά τη διάρκεια των μεταπολεμικών ετών στην Τσεχοσλοβακία. Στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία, σκοτώθηκαν μεταξύ 16.000 και 18.000.
Ο μικρός πληθυσμός Ρομά στη Δανία δεν υποβλήθηκε σε μαζικές δολοφονίες από τους Ναζί κατοίκους, αντ’ αυτού, απλώς ταξινομήθηκε ως “εκτός κοινωνίας”. Αποδίδεται σε “αμφιβολίες σχετικά με τις εθνικές οριοθετήσεις των νομαδικών πληθυσμών”. Οι Ρομά της Ελλάδας αιχμαλωτίστηκαν και προετοιμάστηκαν για απέλαση στο Άουσβιτς, αλλά σώθηκαν με προσφυγές από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και τον Έλληνα Πρωθυπουργό.
Το 1934, 68 Ρομά, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Νορβηγοί πολίτες, αντιμετώπισαν απαγόρευση εισόδου στη Νορβηγία και τους απαγορεύτηκε επίσης η διέλευση μέσω Σουηδίας και Δανίας, όταν ήθελαν να φύγουν από τη Γερμανία. Το χειμώνα του 1943-1944, 66 μέλη των οικογενειών Γιόσεφ, Καρόλι και Μόντις κρατήθηκαν στο Βέλγιο και απελάθηκαν στο τμήμα Tσιγγάνων στο Άουσβιτς. Μόνο τέσσερα μέλη αυτής της ομάδας επέζησαν.
Ιατρικά πειράματα
Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα τόσο του Ποράιμος όσο και του Ολοκαυτώματος ήταν η εκτεταμένη χρήση ατόμων σε ιατρικά πειράματα. Ο πιο γνωστός από αυτούς τους γιατρούς ήταν ο Δρ Γιόζεφ Μένγκελε, ο οποίος εργάστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Τα πειράματά του περιλάμβαναν την τοποθέτηση ατόμων σε θαλάμους πίεσης, τη δοκιμή ναρκωτικών σε αυτά, την κατάψυξή τους, την απόπειρα αλλαγής του χρώματος των ματιών τους με την έγχυση χημικών στα μάτια των παιδιών και με διάφορους ακρωτηριασμούς και άλλες βάναυσες χειρουργικές επεμβάσεις. Η όλη έκταση του έργου του δεν θα είναι ποτέ γνωστή, διότι το φορτίο των αρχείων, που έστειλε στο Ινστιτούτο Κάιζερ Βίλχελμ, καταστράφηκε. Τα ημερολόγια του Μένγκελε, που αποτελούνται από περίπου 3.300 σελίδες, πιθανότατα δεν θα δημοσιευθούν ποτέ και υπάρχει υποψία ότι περιέχουν άρνηση του Ολοκαυτώματος. Άτομα, που επέζησαν από τα πειράματα του Μένγκελε, δολοφονούνταν σχεδόν πάντα και τεμαχίζονταν λίγο αργότερα.
Φαινόταν ιδιαίτερα πρόθυμος να συνεργαστεί με παιδιά Ρομά. Τους έφερνε γλυκά και παιχνίδια και τα πήγαινε προσωπικά στο θάλαμο αερίων. Τον αποκαλούσαν “Θείο Μένγκελε”. Η Βέρα Αλεξάντερ ήταν Εβραία τρόφιμος στο Άουσβιτς, που φρόντιζε 50 δίδυμα Ρομά:
Θυμάμαι ένα ζευγάρι δίδυμων συγκεκριμένα: Γκίντο και Ίνα, ηλικίας περίπου τεσσάρων ετών. Μια μέρα, ο Μένγκελε τους πήρε. Όταν επέστρεψαν, βρίσκονταν σε τρομερή κατάσταση: ήταν ραμμένα μαζί, πλάτη με πλάτη, σαν σιαμαία. Οι πληγές τους μολύνθηκαν και έβγαζαν πύον. Ούρλιαζαν μέρα-νύχτα. Τότε οι γονείς τους – θυμάμαι το όνομα της μητέρας ήταν Στέλλα – κατάφεραν να βρουν λίγη μορφίνη και σκότωσαν τα παιδιά για να τερματίσουν τον πόνο τους.
Αναγνώριση και ανάμνηση
Η γερμανική κυβέρνηση πλήρωσε αποζημιώσεις πολέμου σε Εβραίους επιζώντες του Ολοκαυτώματος, αλλά όχι στους Ρομά. Δεν υπήρξαν ποτέ “διαβουλεύσεις στη Νυρεμβέργη ή οποιαδήποτε άλλη διεθνή διάσκεψη ως προς το αν οι Σίντι και οι Ρομά είχαν δικαίωμα όπως οι Εβραίοι σε αποζημιώσεις”. Το Υπουργείο Εσωτερικών της Βιρτεμβέργης υποστήριξε ότι “οι Tσιγγάνοι διώχθηκαν υπό τους Ναζί όχι για φυλετικούς λόγους αλλά λόγω ποινικού μητρώου”. Όταν βρισκόταν σε δίκη για την ηγεσία των Ταγμάτων Θανάτου στην ΕΣΣΔ, ο Ότο Όλεντορφ ανέφερε τις σφαγές των Ρομά κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου ως ιστορικό προηγούμενο.
Η Δυτική Γερμανία αναγνώρισε τη γενοκτονία των Ρομά το 1982 και έκτοτε το Ποράιμος αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως γενοκτονία, που διαπράχθηκε ταυτόχρονα με το Σόαχ. Η Αμερικανίδα ιστορικός Σίμπιλ Μίλτον έγραψε διάφορα άρθρα υποστηρίζοντας ότι το Ποράιμος άξιζε αναγνώριση ως μέρος του Ολοκαυτώματος. Στην Ελβετία, μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων διερεύνησε την πολιτική της ελβετικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του Ποράιμος.
Η επίσημη αναγνώριση και μνήμη των διώξεων των Ρομά από τους Ναζί ήταν πρακτικά δύσκολη λόγω της έλλειψης σημαντικής συλλογικής μνήμης και τεκμηρίωσης του Ποράιμος μεταξύ των Ρομά. Αυτό οφείλεται τόσο στην παράδοση της προφορικής ιστορίας όσο και στον αναλφαβητισμό, που ενισχύεται από την εκτεταμένη φτώχεια και τη συνεχιζόμενη διάκριση, που ανάγκασε ορισμένους Ρομά να εγκαταλείψουν τα κρατικά σχολεία. Μία έκθεση της UNESCO για τους Ρομά στη Ρουμανία έδειξε ότι μόνο το 40% των παιδιών Ρομά εγγράφονται στο δημοτικό σχολείο από τον εθνικό μέσο όρο του 93%. Από όσα έχουν εγγραφεί, μόνο το 30% των παιδιών Ρομά συνεχίζουν και τελειώνουν το δημοτικό σχολείο.
Ο Νίκο Φορτούνα, κοινωνιολόγος και ακτιβιστής Ρομά, εξήγησε τη διάκριση μεταξύ της εβραϊκής συλλογικής μνήμης του Ολοκαυτώματος και της εμπειρίας των Ρομά:
Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των Εβραίων και των Ρομά, που απελάθηκαν… Οι Εβραίοι σοκαρίστηκαν και μπορούσαν να θυμηθούν το έτος, την ημερομηνία και την ώρα που συνέβη. Οι Ρομά το προσπέρασαν. Είπαν: “Φυσικά και απελάθηκα. Είμαι Ρομά, αυτά τα πράγματα συμβαίνουν στους Ρομά”. Η νοοτροπία των Ρομά είναι διαφορετική από την εβραϊκή νοοτροπία. Για παράδειγμα, ένας Ρομά ήρθε σε μένα και ρώτησε: “Γιατί νοιάζεστε τόσο πολύ για αυτές τις απελάσεις; Δεν απελάθηκε η οικογένειά σας”. Είπα: “Νοιάζομαι ως Ρομά”. Ο τύπος απάντησε: “Δεν με νοιάζει, γιατί η οικογένειά μου ήταν γενναίοι, περήφανοι Ρομά, που δεν απελάθηκαν”.
Για τους Εβραίους ήταν συνολικό και όλοι το ήξεραν αυτό: από τραπεζίτες έως δανειστές. Για τους Ρομά ήταν επιλεκτικό και μερικό. Οι Ρομά εξοντώθηκαν μόνο σε μερικά μέρη της Ευρώπης, όπως η Πολωνία, οι Κάτω Χώρες, η Γερμανία και η Γαλλία. Στη Ρουμανία και σε μεγάλο μέρος των Βαλκανίων, απελάθηκαν μόνο οι νομάδες Ρομά και οι κοινωνικά αποκλεισμένοι Ρομά. Αυτό έχει σημασία και επηρεάζει τη νοοτροπία των Ρομά.
Ο Ίαν Χάνκοκ παρατήρησε επίσης την απροθυμία μεταξύ των Ρομά να αναγνωρίσουν τη θυματοποίησή τους από το Τρίτο Ράιχ. Οι Ρομά “παραδοσιακά δεν είναι διατεθειμένοι να διατηρήσουν ζωντανές τις τρομερές αναμνήσεις από την ιστορία τους. Η νοσταλγία είναι πολυτέλεια για τους άλλους”. Οι συνέπειες του αναλφαβητισμού, η έλλειψη κοινωνικών θεσμών και οι ανεξέλεγκτες διακρίσεις, που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Ρομά στην Ευρώπη, έχουν δημιουργήσει ανθρώπους που, σύμφωνα με τον Φορτούνα, στερούνται “εθνικής συνείδησης… και ιστορικής μνήμης του Ολοκαυτώματος, επειδή δεν υπάρχει Ρομά ελίτ”.
Ενέργειες μνήμης
Το πρώτο μνημείο για τη μνήμη των θυμάτων του Ολοκαυτώματος των Ρομά ανεγέρθηκε στις 8 Μαΐου 1956 στο πολωνικό χωριό Στσουρόβα για τη σφαγή της Στσουρόβα. Από το 1996, ένα Καραβάνι Μνήμης ταξιδεύει μεταξύ των κύριων τοποθεσιών μνήμης στην Πολωνία από το Τάρνοφ μέσω Άουσβιτς, Στσουρόβα και Μπορζιέτσιν Ντόλνι εις μνήμη του Ποράιμος. Αρκετά μουσεία αφιερώνουν ένα μέρος της μόνιμης έκθεσής τους για την τεκμηρίωση αυτής της ιστορίας, όπως το Μουσείο Ρομανί Πολιτισμού στην Τσεχική Δημοκρατία και το Εθνογραφικό Μουσείο στο Τάρνοφ στην Πολωνία. Ορισμένες πολιτικές οργανώσεις προσπάθησαν να εμποδίσουν την εγκατάσταση μνημείων Ρομά κοντά σε πρώην στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως φαίνεται από τη συζήτηση για το Λέτι και το Χοντονίν στην Τσεχική Δημοκρατία.
Στις 23 Οκτωβρίου 2007, ο Πρόεδρος της Ρουμανίας Τραϊάν Μπασέσκου ζήτησε συγγνώμη δημοσίως για τον ρόλο του έθνους του στο Ποράιμος, η πρώτη φορά που ένας Ρουμάνος ηγέτης έκανε κάτι τέτοιο. Ζήτησε να διδάσκεται το Ποράιμος στα σχολεία, δηλώνοντας: “Πρέπει να πούμε στα παιδιά μας ότι πριν από έξι δεκαετίες παιδιά σαν κι αυτά εστάλησαν από το ρουμανικό κράτος για να πεθάνουν από πείνα και κρύο”. Μέρος της συγγνώμης του εκφράστηκε στα ρομανί. Ο Μπασέσκου απένειμε σε τρεις επιζώντες του Ποράιμος μετάλλιο. Πριν αναγνωρίσει τον ρόλο της Ρουμανίας στο Ποράιμος, ο Τραϊάν Μπασέσκου αναφέρθηκε ευρέως μετά από ένα περιστατικό στις 19 Μαΐου 2007, στο οποίο προσέβαλε μια δημοσιογράφο αποκαλώντας την “βρωμο-γύφτισσα”. Στη συνέχεια ο πρόεδρος ζήτησε συγγνώμη.
Στις 27 Ιανουαρίου 2011, ο Ζόνι Βάις έγινε ο πρώτος επίτιμος προσκεκλημένος των Ρομά στην επίσημη τελετή της Ημέρας Μνήμης του Ολοκαυτώματος στη Γερμανία. Ο γεννημένος στην Ολλανδία Βάις γλίτωσε από το θάνατο κατά τη διάρκεια ναζιστικής επιδρομής, όταν ένας αστυνομικός του επέτρεψε να δραπετεύσει.
Τον Ιούλιο του 2011, το Πολωνικό Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα για την επίσημη αναγνώριση της 2ας Αυγούστου ως ημέρας μνήμης της γενοκτονίας «OSCE human rights chief welcomes declaration of official Roma genocide remembrance day in Poland».
Στις 24 Οκτωβρίου 2012 παρουσιάστηκε στο Βερολίνο το μνημείο θυμάτων Σίντι και Ρομά του Εθνοσοσιαλισμού. Από το 2010, το ternYpe, το Διεθνές Δίκτυο Νεολαίας Ρομά, διοργανώνει μια εορταστική εβδομάδα με την ονομασία “Dikh he na bister” (βλέπε και μην ξεχνάς) περίπου στις 2 Αυγούστου στην Κρακοβία και στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Το 2014 διοργάνωσαν τη μεγαλύτερη τελετή εορτασμού νέων στην Ιστορία, προσελκύοντας περισσότερους από 1000 νέους Ρομά και μη Ρομά από 25 χώρες. Αυτή η πρωτοβουλία του δικτύου ternYpe πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Ύπατης Προστασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που χορηγήθηκε από τον Πρόεδρο Μάρτιν Σουλτς.
Στη λαϊκή κουλτούρα
Το 2009, ο Τόνι Γκατλίφ, ένας Γάλλος σκηνοθέτης Ρομά, σκηνοθέτησε την ταινία Korkoro, η οποία απεικονίζει τη διαφυγή του Ρομά Ταλός από τους Ναζί με τη βοήθεια ενός Γάλλου συμβολαιογράφου, του Ζιστ, και τη δυσκολία του να προσπαθήσει να ζήσει μια καθιστική ζωή. Ο άλλος κύριος χαρακτήρας της ταινίας, η Δεσποινίς Λιζ Λαντί, είναι εμπνευσμένη από την Υβέτ Λαντί, δασκάλα ενεργή στη Γαλλική Αντίσταση.
Η πολωνική ταινία του 1988 “Και τα βιολιά σταμάτησαν να παίζουν” έχει επίσης ως θέμα το Ποράιμος. Κατηγορήθηκε για το ότι έδειξε τη δολοφονία Ρομά ως μέθοδο εξάλειψης μαρτύρων για τη δολοφονία Εβραίων.
Μια σκηνή στη γαλλόφωνη ταινία “Train de Vie” απεικονίζει μια ομάδα Ρομά να τραγουδά και να χορεύει με Εβραίους σε μια στάση καθ’ οδόν προς ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Στο κόμικ X-Men Η Διαθήκη του Μαγκνέτο, ο Μαξ Άιζενχαρντ, που αργότερα θα γινόταν Μαγκνέτο, είναι ερωτευμένος με ένα κορίτσι Ρομά, την Μάγκντα. Αργότερα τη συναντά ξανά στο Άουσβιτς, όπου βρίσκεται στο στρατόπεδο Τσιγγάνων και μαζί, σχεδιάζουν τη διαφυγή τους. Το Ποράιμος περιγράφεται λεπτομερώς.