Η Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, το 1874 και ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, γνωστή κυρίως από τα ιστορικά της μυθιστορήματα για παιδιά, η σημαντικότερη ίσως γυναικεία φυσιογνωμία στις κρίσιμες για τον Ελληνισμό πρώτες δεκαετίες του 20ου αι.
Τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Είχε δύο μεγαλύτερα αδέλφια, την Αλεξάνδρα και τον Αντώνη, τον γνωστό «Τρελαντώνη» του ομώνυμου βιβλίου της.
Το βιβλίο της “Στα μυστικά του βάλτου” γράφτηκε το 1937 και η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.
Στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα κατά την οποία τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα προσπάθησε να αυτοκτονήσει παίρνοντας δηλητήριο και τελικά έφυγε από τη ζωή πέντε ημέρες αργότερα, την Παρασκευή 2 Μαΐου 1941, ενώ είχαν ήδη προηγηθεί άλλες δύο απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν. Στον τάφο της, στον κήπο του σπιτιού της, χαράχτηκε η λέξη ΣIΩΠH.
Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τετράγωνο η βιογραφία της, από τη Μίτση Πικραμένου, με τίτλο «Η κυρία με μαύρα».
Απόσπασμα από το βιβλίο «Στα Μυστικά του Βάλτου»
Ήταν νύχτα ακόμα του Σαββάτου, πριν ξημερώσει η Κυριακή, όταν, παίρνοντας μαζί του τρεις τέσσερις οδηγούς, ξεκίνησε ο Άγρας για το δάσος. Λυπημένα, γεμάτος κακές προαισθήσεις, τον κοίταζε ο καπετάν Τυλιγάδης, που ετοιμάζουνταν. Τον είχε συνοδεύσει από την Κούγκα, με την ελπίδα να τον σταματήσει. Μα δεν το επιχειρούσε πια. Του είχε δηλώσει ο Άγρας πως είχε πάρει απόφαση. Και τον ήξερε τον αρχηγό του πως μιας και πήρε μιαν απόφαση, δεν τον άλλαζε πια κανείς. Και του είπε μόνο, ως τελευταία παράκληση:
– Πάρε με μαζί σου, κύριε Αρχηγέ, και τον Μιχάλη, και τον Βαγγέλη, και τον Χρήστο, για πιο ασφάλεια.
Μα τον διέκοψε ο Άγρας, και του είπε με το ανοιχτόκαρδο αγορίστικο χαμόγελο του, που δεν υποψιάζουνταν ποτέ κακία στους άλλους.
– Μια από τις συμφωνίες μας είναι να πάμε, και αυτός κι εγώ, χωρίς τα παιδιά μας. Γιατί να τον πληγώσω,δείχνοντας του δυσπιστία;
– Τουλάχιστον, πάρε τ’ όπλο σου, κύριε Αρχηγέ!
– Αυτό ναι. Και το περίστροφο μου και τουφέκι μου. Αυτά είναι καλό να τα έχω πρόχειρα.
Και άφησε παραγγελία στον υπαρχηγό του:
– Φυλάγετε καλά τα περίχωρα, μη μας κάνουν καμιά μπαμπεσιά όσο λείπω. Βούλγαροι είναι αυτοί
– Και πας έτσι, μονάχος σου, ξέροντας την κακοπιστία τους; έκανε ταραγμένος ο καπετάν Τυλιγάδης.
Ο Άγρας σήκωσε τους ώμους του.
– Εγώ είμαι ένας… Αξίζει να το ριψοκινδυνεύσω για να επιτύχω τον ιερό σκοπό μου. Τα χωριά όμως μην πάθουν! Έχετε το νου σας!
Κι έφυγε με τους οδηγούς του, ακολουθώντας τον πιστό του Τώνη Μίγγα, που γνώριζε όλο το Βέρμιο και τα δάση του σα να ήταν σπίτι του, και που τον οδηγούσε πάντα, σε όλες του τις περιοδείες, από τότε που είχε αφήσει το Βάλτο και είχε αναλάβει τη Νιάουσα και την περιοχή της. Το μέρος της συναντήσεως ήταν μες στο δάσος, δυτικά από τη Νιάουσα, στη θέση Γαβράν – Καμίνι. Ήταν πρωί, νωρίς, ολοπράσινο το δάσος, δροσερή η ιουνιάτικη μέρα, λουλουδιασμένο το χώμα, πυκνοφυλλωμένα τα δέντρα, χλωρά τα χαμόδεντρα και οι φτέρες.
Πήγαινε ο Άγρας ανάμεσα στους οδηγούς του, σοβαρός, γυρνώντας στο νου του τη συνάντηση του με το Βούλγαρο οπλαρχηγό, ετοιμάζοντας τα λόγια που θα του έλεγε, για να του μεταδώσει την πίστη και τον ενθουσιασμό του. Κουτός δεν ήταν ο Άγρας, ούτε μωροπίστευτος. Ήξερε πολύ καλά σε ποια περιπέτεια είχε μπει, τι κινδύνους διέτρεχε. Και είχε ζυγίσει όλα τα υπέρ και όλα τα κατά. Μπορούσε ν? αποτύχει βέβαια, μα μπορούσε και να τους πάρει μαζί του. Αν ήταν ειλικρινείς ο Βούλγαρος Ζλατάν και ο Ρουμούνος Βασιλείου, οι δυο αρχηγοί με τους οποίους είχε συνεννοηθεί, η πολιτική του θα ήταν ευεργετική. Μα αν δεν ήταν;… Αν δεν ήταν, το ήξερε τι τον περίμενε. Μα το είχε αποφασίσει. Θα ήταν μαρτυρικός ο θάνατος του. Το ήξερε. Και το
δέχουνταν. Πήγαινε με μιαν ιδέα, μια μεγάλη κι ευεργετική ιδέα, να πείσει τους αιμοβόρους Βουλγάρους να παύσουν το αλληλοφάγωμα, να ησυχάσει τον τόπο, να γλιτώσει τους πολυβασανισμένους πληθυσμούς. Αν επιτύχαινε το σκοπό του, θα παρέδιδε μεθαύριο στον καπετάν Αμύντα ειρηνεμένη την περιοχή του, ήσυχη πια την περιφέρεια της Νιάουσας. Και κοντά στη Νιάουσα, θα φιλοτιμούνταν και οι άλλοι οπλαρχηγοί, Έλληνες και Βούλγαρο – Ρουμούνοι, να συμφιλιωθούν, ν’ αγαπήσουν, να συνεργαστούν στην απελευθέρωση της αιματοβαμμένης, πολυτυραννισμένης Μακεδονίας. Αν αποτύχαινε…
– «Τι είναι ένας άνθρωπος εμπρός σ’ ένα τέτοιο μεγάλο όνειρο;» έλεγε μέσα του. Και με φουσκωμένη την καρδιά από πίστη και θέληση να νικήσει, τραβούσε το δρόμο του, το κεφάλι ψηλά, τα μάτια φορτωμένα σκέψη κι ελπίδα, άφοβος, αποφασισμένος ή να νικήσει ή να πέσει στην προσπάθεια του αυτή. «Μια φορά θα πεθάνει
κανείς. Και ο Ιησούς για μια πίστη μαρτύρησε…»
Ο Τώνης Μίγγας που πήγαινε μπροστά, κοντοστάθηκε, ακροάστηκε, και γύρισε ανήσυχος.
– Τι στέκεσαι λοιπόν; ρώτησε ζωηρά ο Άγρας. Φθάσαμε;
– Όχι. Μα κάτι άκουσα μες στα κλαριά, πίσω μας. Τ’ ακούσατε μήπως κι εσείς, παιδιά; ρώτησε τους άλλους οδηγούς.
– Κάτι περπατάει, είπε ο ένας· κανένα αγρίμι ίσως…
– Μας ακολουθάει… Αγρίμι ακολουθάει ανθρώπους; ρώτησε ο Τώνης.
Ο Άγρας γέλασε.
– Εμείς πηγαίνομε στους Βουλγάρους, που είναι μπροστά μας, είπε αμέριμνα, και συ σκοτίζεσαι για το τι είναι πίσω μας;
– Μα αν μας ακολουθούν;
– Και ύστερα; Μπροστά μας είναι ο αντίπαλος! Άιντε, Τώνη, μην είσαι λαγόκαρδος. Αλλωστε, δεν ακούω τίποτα. Τράβα μπρος!…
Και ξανάρχισαν την πορεία τους. Έφθασαν στο σημείο της συναντήσεως. Μα αντί τον Ζλατάν, δε βρήκαν παρά δυο Βουλγάρους οπλισμένους, κομιτατζήδες, που, καθισμένοι χάμω, τους περίμεναν. Σαν είδαν τον Άγρα και τους οδηγούς του, σηκώθηκαν και τους σίμωσαν.
– Πού είναι οι άλλοι άντρες σου, καπετάν Άγρα; ρώτησαν, κοιτάζοντας με δυσπιστία προς το μέρος απ’ όπου είχε έλθει ο Άγρας με τους οδηγούς του.
– Δεν έφερα άντρες μαζί μου, αποκρίθηκε ακατάδεχτα ο Άγρας. Συμφωνία μου με το βοεβόδα Ζλατάν ήταν να έλθομε και οι δυο μονάχοι. Μα πού είναι ο Ζλατάν; Γιατί δεν είναι δω;
Οι δυο κομιτατζήδες αντάλλαξαν μια ματιά, και με κολακείες και καλά λόγια τον προσκάλεσαν να καθίσει να ξεκουραστεί.
– Δεν έχω ανάγκη από ξεκούραση, αποκρίθηκε ο Άγρας. Ήλθα να δω τον Ζλατάν, και ο Ζλατάν δεν είναι δω. Γιατί; Τι περιμένει για να έλθει;
Μπερδεμένος, μπουρδουμπίζοντας, άρχισε ο ένας Βούλγαρος να δίνει εξηγήσεις. Μα ο δεύτερος τον διέκοψε.
– Πώς να έλθει ο βοεβόδας μόνος και άοπλος εδώ, όταν οι Έλληνες αντάρτες είναι τόσο κοντά; ρώτησε.
– Έλληνες αντάρτες; Είμαι μόνος με τούτους μου τους οδηγούς, αποκρίθηκε ο Άγρας.
– Και το σώμα σου; Ένα μέρος δεν είναι στη Νιάουσα; Και άλλο δε φυλάει κατά το Παλιοχώρι; Και άλλοι άντρες δεν είναι σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, γύρω μας; Μια πιστολιά να ρίξεις, θα ορμήσουν όλοι να αιχμαλωτίσουν το βοεβόδα!…
Με οργή τον διέκοψε ο Άγρας.
– Είστε άτιμοι και δόλιοι εσείς, και κατά τον εαυτό σας κρίνετε τους αντιπάλους σας! αποκρίθηκε. Εγώ ένα λόγο έχω, και το λόγο μου τον έδωσα του Ζλατάν, να έλθω μόνος να συνεννοηθώ μαζί του. Εκείνος γιατί δεν ήλθε; Πού είναι;
– Ήλθε. Μα μας ειδοποίησαν πως σώματα ελληνικά φυλάγουν γύρω στο δάσος. Κι έμεινε παραπέρα, όπου σε περιμένει.
– Παραπέρα, ε;… Σε μέρος ασφαλισμένο, ε;… είπε κοροϊδευτικά ο Άγρας. Πηγαίνετε με, λοιπόν, εκεί που κρύβεται. Δεν τον φοβούμαι εγώ. Ελληνομακεδόνας εγώ, δε φοβούμαι να περιδιαβάσω τα βουνά και τους λόγγους μας, να συνεννοηθώ με άλλο Μακεδόνα, ας είναι και αντίπαλος! Οδήγα μας εσύ. Σε ακολουθούμε!
Και ξαναπήραν το δρόμο τους, προς το βορινό βάθος του δάσους.
Ο Τέλλος Άγρας
Πηγαίνοντας, ρωτούσε ο Άγρας:
– Τι είστε σεις;
Ο ένας ήταν Βούλγαρος, δε ζητούσε παρά ειρήνη, ησυχία, να δουλέψει λέγει, το χωράφι του, ν’ αφήσει το τουφέκι του στη μπάντα, να το χαρίσει μακάρι, να μην το δει πια! Ο άλλος, Ρουμούνος, είχε νοσταλγήσει λέει, το λιβάδι του, τα πρόβατα του, τα παιδιά του.
Αχ, να ησύχαζε το αλληλοφάγωμα! «Ναι, να ησύχαζε…» σκέφτηκε ο Άγρας. «Να το ‘θελαν ειλικρινά ο Ζλατάν και οι άλλοι!… Τι ευλογία για τον τόπο!».
Κάτι πίσω του τσάκισε, μια πέτρα κύλησε σε κάποια χαράδρα. Αφηρημένος γύρισε ο Άγρας το κεφάλι. Αντάμωσε το ανήσυχο βλέμμα του Τώνη, και του γέλασε μ? ένα νεύμα που έλεγε: «Δε βαριέσαι!». Μα είχε ακούσει και ο Ρουμούνος, και τρομαγμένος γύρισε και αυτός.
– Φοβάσαι τις αλεπούδες; ρώτησε κοροϊδευτικά ο Άγρας, δείχνοντας μια φουντωτή κόκκινη ουρά, που διασχίζε τις φτέρες και χάνουνταν βιαστικά πίσω από κάτι χαμόδεντρα.
Και γελώντας όλοι ξαναπήραν πάλι το δρόμο τους. Περπατούσαν ώρα. Έφθασαν σ’ ένα ξέφωτο. Στάθηκαν, και ο ένας σφύριξε συνθηματικά. Τότε, από μέσα από τα δέντρα βγήκαν ένα δυο άντρες, και πίσω τους,διστακτικά, ένας κοκκινόξανθος με άνισα μάτια, κρατώντας τουφέκι και οπλισμένος ως τα δόντια. Τον φώναξε ο Άγρας:
.
– Βοεβόδα Ζλατάν, γιατί κάνεις τόσες δυσκολίες για να ‘ρθεις; ρώτησε. Σου είπα πως θα ?ρθω μόνος. Τι φοβάσαι;
Τα πονηρά μάτια του Βουλγάρου έψαχναν στα γύρω και πίσω από την άδεντρη φεξάδα. Αργά σίμωσε και πήρε το τεντωμένο χέρι του Άγρα.
– Εσένα δε σε υποψιάζομαι, του αποκρίθηκε. Ξέρω πως θέλεις αδελφικά να συνεργαστούμε, και αγαπημένοι πια να ζήσομε. Μα τους άντρες σου, πού τους άφησες;
– Δε σου είπα πως θα ?ρθω μόνος; Μόνος ήλθα. Τι θες εσύ τόσους αρματωμένους γύρω σου;
Ο Ζλατάν γέλασε.
– Δεν είναι τίποτα αυτοί, είπε· είναι βίγλες, έτσι, για τον τύπο. Εγώ σε περιμένω, και σου έχω και τραπέζι, με άλλους βοεβόδες, τον Κασάπτσε, τον Βασιλείου και άλλους. Έλα να φάμε μαζί ψωμί και αλάτι, και να ξεχάσομε τα περασμένα.
– Πού είναι οι άλλοι βοεβόδες; ρώτησε ο Άγρας, με μια ματιά ολόγυρα.
– Εκεί που στριφτεί το μονοπάτι, πίσω από το λόφο. Σου στρώσαμε τραπέζι στο χορτάρι. Μα άφησε δω το τουφέκι σου, ν? αφήσω κι εγώ το δικό μου, πάμε σαν αδέλφια που ξέκαναν από έχθρητα…
– Πάμε, είπε γελαστά ο Άγρας, ακουμπώντας σ’ ένα δέντρο του τουφέκι του, πλάγι στο τουφέκι και τα πιστόλια του Ζλατάν.
Με τα δυο του χέρια έσπρωξε πίσω τα πυκνά καστανά του μαλλιά, κι έκανε ν’ ακολουθήσει τον Ζλατάν στο στρίψιμο του μονοπατιού. Από ένα βράχο πλάγι του, στην πλαγιά μιας ρεματιάς, μια παιδική φωνή έσχισε τον αέρα:
– Μην πας, Κύριε Αρχηγέ! Μην πας!…
Την ίδια στιγμή, οι δυο οπλισμένοι Βούλγαροι του έπεσαν στις πλάτες, τον έπιασαν. Τους τίναξε ο Άγρας από πάνω του, και άρπαξε το περίστροφο του. Μα άλλοι τέσσερις, κρυμμένοι μες στα δέντρα, του ρίχθηκαν από πίσω, του έστριψαν τα χέρια, και το περίστροφο έπεσε στο χώμα.
– Κύριε Αρχηγέ!…
Γύρισε ο Άγρας και είδε το μικρό παιδικό σώμα του Γιωβάν, που ξεσηκώνουνταν από μέσα από πυκνές φτέρες, κι έκανε να τρέξει στο πεσμένο περίστροφο. Μα ένας Βούλγαρος τον πέταξε χάμω, και με μια κλωτσιά τον κατρακύλησε πάνω από το βράχο, ένα κουβαράκι, ως κάτω στη χαράδρα, όπου έμεινε ακίνητος. Είχε προφθάσει να τον δει ο Άγρας. Το βλέμμα του το καστανό είχε διασταυρωθεί με του παιδιού, του είχε στείλει ένα τελευταίο «Έχε γειά!», φορτωμένο θλίψη και σκέψη. Και είδε το σωματάκι, που κουτρουβαλούσε στις πέτρες.
– Γουρούνια! είπε στους Βουλγάρους, που τον κρατούσαν. Τι σας έφταιξε το μικρό;
Γύρω του το πανηγύρι ξέσπασε τότε. Με αλαλαγμούς και ξεφωνητά ξεφύτρωναν από παντού Βούλγαροι και Ρουμούνοι, έπιαναν τους οδηγούς, φώναζαν, γελούσαν.
– Πιάστηκε το θηρίο!
– Πιάσαμε τον Αρχηγό των Γρεκομάνων!
– Θάνατο στο θανάσιμο εχθρό!
– Σφάξτε τον!
– Σουβλιστέ τον!
– Ξεκοιλιάστε τον!
Ο Ζλατάν σταμάτησε τα βγαλμένα μαχαίρια.
– Στα χωριά! φώναξε. Τα χωριά να τον δουν πρώτα!
– Ναι! Στα χωριά! Στα χωριά να τον σεριανίσομε!
Ένας ψηλός, μεγαλόσωμος, χοντροκομμένος, με ασπρουλιάρικο, μωρουδιακίστικο, σα φουσκωμένο, μούτρο, σίμωσε, και με το δάχτυλο έσπρωξε το πηγούνι του Άγρα.
– Με θυμάσαι, παλιορωμιέ; ρώτησε. Και τον έφτυσε καταπρόσωπο.
Πέταξε πίσω το κεφάλι του ο Άγρας και ξέφυγε τη φτυσιά.
– Σε θυμούμαι, κακόπιστε Βασιλείου! Σε θυμούμαι, Ρουμούνε κάλπικε! είπε περιφρονητικά. Θυμούμαι το ξεθωριασμένο σου μούτρο, που βρωμά ψευτιά και προδοσία! Το στόμα σου, που μιαν αλήθεια δεν ξεστόμισε ποτέ!…
Βροχή έπεσαν οι κοντακιές απάνω του. Έκανε ο Βασιλείου να τον χτυπήσει. Βασταγμένος όπως ήταν ο Άγρας, του τράβηξε μια κλωτσιά στα σκέλια, τον έριξε κάτω.
– Παλιορουμούνε, άναντρε! Που μου ‘κανες το φίλο, τάχα πως μεσίτευες να μου φέρεις και τον Κασάπτσε!… γρύλισε μες στα δόντια του ο αιχμάλωτος αντάρτης.
– Βγάλτε του τα παπούτσια! φώναξε κάποιος.
– Ναι! Να μας κάνει την αρκούδα! Να χορέψει! είπε άλλος. Με μια τιναξιά ελευθέρωσε το χέρι του ο Άγρας και κατέβασε την ξανάστροφή του στο στόμα του Βουλγάρου.
– Δέστε τον! διέταξε ο Ζλατάν. Τον έδεσαν πισθάγκωνα.
– Γιατί τον κάνετε έτσι; ρώτησε τρέμοντας ένας από τους οδηγούς.
Ο Ζλατάν τον πλησίασε.
– Φύγετε σεις! είπε. Δε σας θέλομε κακό!
Κι επειδή δίστασε αυτός, πρόσθεσε ο Ζλατάν:
– Ούτε του αρχηγού σας δε θέμε το κακό! Είναι άγριος και θέλει καλόπιασμα. Μα φύγετε σεις, πάτε να πείτε στους δικούς σας, πως αύριο θα φέρω εγώ τον αρχηγό σας πίσω! Πάτε!
Τους άφησαν όλους ελεύθερους. Κι ένας ένας έφυγαν. Μόνος ο Μίγγας έμεινε.
– Φύγε και συ! του είπε ο Ζλατάν.
Μα μ’ επιμονή αργοκούνησε ο Τώνης Μίγγας το κεφάλι.
– Δεν αφήνω τον Αρχηγό, είπε.
– Δέστε τον λοιπόν και αυτόν! πρόσταξε ο Ζλατάν.
Και κρυφά έδωσε μια διαταγή σ’ έναν από τους άντρες του.
– Να πας να ξεσηκώσεις τους Τούρκους! Να τους πεις πως γύρω στο δάσος τα Γρεκομάνικα σώματα πιέζουν τα χωριά. Να τους σκορπίσουν – μη μας μυριστούν και μας ριχθούν!…