Μαύρο γάλα της αυγής το πίνουμε το βράδυ
πίνουμε μεσημέρι και πρωί το πίνουμε τη νύχτα
πίνουμε και πίνουμε
ανοίγουμε ένα μνήμα στους αιθέρες εκεί δεν είναι κανείς στριμωχτά
Στο σπίτι κατοικεί ένας άντρας παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν πέφτει σκοτάδι στη Γερμανία
τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
το γράφει και βγαίνει απ’ το σπίτι κι αστράφτουν τ’ αστέρια
σφυρίζει τα σκυλιά του να ‘ρθούν
σφυρίζει στους Εβραίους του να βγουν τους βάζει να σκάψουν ένα μνήμα στη γη
μας προστάζει παίξετε τώρα για χορό
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε νύχτα
σε πίνουμε μεσημέρι και πρωί σε πίνουμε βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
Στο σπίτι κατοικεί ένας άντρας παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν πέφτει σκοτάδι στη Γερμανία
τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίθ
ανοίγουμε ένα μνήμα στους αιθέρες εκεί δεν είναι κανείς στριμωχτά
Φωνάζει σκάψτε βαθύτερα στο χώμα εσείς κι εσείς οι άλλοι τραγουδήστε και παίξτε
αρπάζει από τη ζώνη το σιδερικό το κραδαίνει τα μάτια του είναι γαλανά
καρφώσετε βαθύτερα το φτυάρι εσείς κι εσείς οι άλλοι παίζετε ακόμα για χορό
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε νύχτα
σε πίνουμε μεσημέρι και πρωί σε πίνουμε βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
Στο σπίτι κατοικεί ένας άντρας τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίθ παίζει με τα φίδια
Φωνάζει παίξτε το θάνατο ακόμα πιο γλυκά ο θάνατος
είναι ένας μάστορας από τη Γερμανία
φωνάζει βαθύνετε τον ήχο των βιολιών και τότε θ΄ανεβείτε σαν καπνός στους αιθέρες
τότε θα βρείτε ένα μνήμα στα σύννεφα εκεί δεν είναι κανείς στριμωχτά
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε νύχτα
σε πίνουμε μεσημέρι ο θάνατος είναι ένας μάστορας από τη Γερμανία
σε πίνουμε το βράδυ το πρωί
πίνουμε και πίνουμε
ο θάνατος είναι ένας μάστορας από τη Γερμανία τα μάτια του είναι γαλανά
σε πετυχαίνει με μολύβι καυτό σου ρίχνει δεν σφάλει
Στο σπίτι κατοικεί ένας άντρας τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
αμολά τα σκυλιά καταπάνω μας
μας χαρίζει ένα μνήμα σε αιθέρες
παίζει με τα φίδια και ονειρεύεται ο θάνατος είναι ένας μάστορας
από τη Γερμανία
τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίθ
- Μετάφραση – επίμετρο: Γιώργος Καρτάκης
«Η φούγκα του θανάτου», το «ποίημα του αιώνα» σύμφωνα με τον Βόλφγκανγκ Έμεριχ, «η Γκουέρνικα της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας» κατά τον Τζον Φέλστινερ, δημιουργήθηκε όπως όλα δείχνουν μετά το 1945. Φίλοι του ποιητή τον θυμούνται να επιμελείται το ποίημα στο Τσέρνοβιτς. Στα διασωθέντα χειρόγραφα αυτής της επεξεργασίας ο ίδιος ο Τσέλαν έχει σημειώσει επίσης την χρονολογία «1944». Ο είκοσι τετράχρονος τότε ποιητής είχε μόλις αφεθεί ελεύθερος από το ρουμανικό στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας και επιστρέψει στη γενέτειρα πόλη του – χωρίς τους γονείς του, οι οποίοι θα άφηναν αργότερα την τελευταία τους πνοή ως αιχμάλωτοι σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτές οι τραυματικές εμπειρίες, γεμάτες θλιβερές εικόνες, αποτελούν το εφαλτήριο για να γραφτεί το διάσημο αυτό ποίημα.
Ένα ακόμα κίνητρο για τη γραφή της «φούγκας του θανάτου» έγινε το ποίημα «Αυτός» του φίλου, επίσης γερμανόφωνου Ρουμάνου ποιητή, Ιμμάνουελ Βάισγκλας, το οποίο ομοίως έχει γραφτεί από τον δημιουργό του μετά τον εγκλεισμό του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι ανάμεσα στους δυο φίλους υπήρξε μια κατά κάποιο τρόπο ποιητική άμιλλα, η οποία τελικά και οδήγησε στη γένεση του συγκεκριμένου ποιήματος.
Το ποίημα, που φέρει αρχικά τον τίτλο «Το ταγκό του θανάτου», δημοσιεύεται σε ρουμανική μετάφραση το 1947 στο περιοδικό Contemporanul και ένα χρόνο αργότερα συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή «Η άμμος των τεφροδόχων» σε γερμανική γλώσσα. Η κυκλοφορία της συλλογής είναι, ωστόσο, περιορισμένη, αφού ο Τσέλαν θα την αποσύρει σύντομα εξαιτίας «τυπογραφικών λαθών που αλλοιώνουν το νόημα στίχων». Η ενσωμάτωσή του τελικά, το 1952, στην ποιητική συλλογή «Μήκων και Μνήμη» θα κάνει το ποίημα διάσημο.
Ήδη μέσα στον τίτλο του ποιήματος κρύβεται μια αντιφατική σύζευξη: Θάνατος και Μουσική – Χάος και Τάξη. Η μετονομασία του ποιήματος από «ταγκό του θανάτου» σε «φούγκα του θανάτου» διευρύνει επίσης τη σημασία που μπορεί να αποδοθεί στον τίτλο: Η φούγκα αποτελεί το μουσικό σύνολο της δημιουργίας του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ενός «μάστορα από τη Γερμανία». Ο όρος «φούγκα του θανάτου» μπορεί έτσι να θεωρηθεί, πως επισκιάζει αμφισβητώντας αυτόν τον πρωτομάστορα της μουσικής. Επισκίαση που ήταν αισθητή, όταν μπροστά από τα οικήματα των δημίων μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ηχούσαν οι φούγκες του Μπαχ, τις οποίες έπαιζε η ορχήστρα των κρατουμένων.
«Η φούγκα του θανάτου» δεν είναι ένα ποίημα για το Άουσβιτς, όπως εικάζεται συχνά, αλλά αποτελεί μια ποιητική σύνθεση μνημόσυνο για το σύνολο των θυμάτων στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Στόχος του ποιήματος δεν είναι η εικονική αναπαραγωγή σκηνών εξόντωσης, αλλά η προσπάθεια ανάκλησης στη συνείδηση γεγονότων, υποδεικνύοντας τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε ένα προοδευμένο πολιτισμό και την αγριότητα που ο ίδιος αυτός ο πολιτισμός επιδεικνύει.
Το μέχρι και στην τελευταία του λεπτομέρεια άρτια επεξεργασμένο από γλωσσική άποψη ποίημα είναι δομημένο πάνω στη βάση της αντιπαράθεσης. Καταρχάς, η ανακολουθία ανάμεσα στη φόρμα και το περιεχόμενο – από τη μια πλευρά η ποιητική και ρυθμικά ρέουσα γλώσσα, και από την άλλη τα αποτρόπαια γεγονότα – προξενεί μια σχεδόν μαγική επίδραση στον αναγνώστη, η οποία ακολούθως συνεπικουρείται σε όλο το μήκος του ποιήματος από κρυπτογραφημένους κώδικες όπως: «μαύρο γάλα», «μνήμα στους αιθέρες», «τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα / τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίθ», «παίζει με τα φίδια».
Στην μια πλευρά στέκουν τα θύματα – το «Εμείς» – που σκάβουν στον εξωτερικό χώρο και παίρνουν τη διαταγή να παίξουν για χορό, και στην άλλη υπάρχει «ένας άντρας», ίσως ο δεσμοφύλακας, που αντιπροσωπεύει τους δράστες. Ο άντρας βρίσκεται μέσα σε ένα σπίτι και δίνει από εκεί διαταγές, γράφει ένα γράμμα σε μια γυναίκα, η οποία λόγω των χαρακτηριστικών και του ονόματός της (Μαργαρίτα) ενσαρκώνει το σύνολο των Γερμανίδων γυναικών. Αυτή η αντιπαραβολή – η οποία λειτουργεί όμοια όπως η φωνή και η αντήχηση, η μορφή και η σκιά – δημιουργεί τη δραματική φόρτιση στο λόγο.
Το ποίημα είναι γραμμένο πάνω στο μέτρο του μουσικού όρου της «φούγκας», ο οποίος προέρχεται από την λατινική λέξη «fuga» που σημαίνει φυγή, τροπή, απόδραση, ενώ στα Γερμανικά, απ’ όπου και κατάγεται, σημαίνει «αρμός» (Fuge). Χρησιμοποιήθηκε ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα, για να χαρακτηρίσει είδη αντιστικτικής σύνθεσης που βασίζονταν στη μίμηση, και ειδικότερα το είδος που ονομάζουμε σήμερα κανόνα. Ο κανόνας είναι ένα πολυφωνικό έργο, στο οποίο όλες οι φωνές τραγουδούν την ίδια μελωδία, αρχίζουν όμως ή μία μετά την άλλη με διαφορά φάσης κάποιων μέτρων. Ο Τσέλαν μεταφράζει αυτό το ηχητικό σχήμα σε ακολουθίες, σύμφωνα με το μοτίβο «Λέξη – Ήχος – Εικόνα», ενώ παράλληλα από το ποίημα απουσιάζει οποιοδήποτε σημείο στίξης.
Με ποικίλα δάνεια από τους τομείς της μουσικής, της λογοτεχνίας – το όνομα Μαργαρίτα από τον Φάουστ – και της θρησκείας – η παρθένος Σουλαμίθ από το Άσμα Ασμάτων – το ποίημα διασχίζει τις παραδοσιακές καλλιτεχνικές φόρμες και «συν-αρμολογεί» φαινομενικά αταίριαστες μεταξύ τους αντιθέσεις, όπως τον ρομαντικό επιστολογράφο με τον αδίστακτο δράστη ή την ευαισθησία με την αναλγησία και την ωμότητα. Κατ’ αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η μονοσήμαντη στερεοτυπία και ανάγεται σε ποιητική αλληγορία μια σχεδόν αδύνατον στο να εκφραστεί με άλλα μέσα οδύνη.
- Πηγή: Ποιείν
- Στις φωτογραφίες ο ποιητής Πωλ Τσέλαν με τη γυναίκα του, τη Γαλλίδα χαράκτρια Gisele Lestrange