Στο βιβλίο «Εγώ, ο Ορφέας και οι Ορφικοί Ύμνοι», τόσο ο φιλόλογος όσο και ο μη εξειδικευμένος αναγνώστης που απλώς ενδιαφέρεται από την αρχαιοελληνική γραμματεία, θα βρει πλούτο πληροφοριών, έτσι ώστε να τοποθετήσει τους Ύμνους σωστά στο ιστορικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο και, ως εκ τούτου, να εκτιμήσει και να απολαύσει το πνεύμα που τους δημιούργησε.
Τα 88 αρχαιοελληνικά στιχουργήματα, τα οποία είναι γνωστά με τον τίτλο «Ορφικοί Ύμνοι», μετέφρασε και περιέκλεισε σε μια ολοκληρωμένη μελέτη ο δημοσιογράφος Ανδρέας Χ. Ζούλας. Το βιβλίο «Εγώ, ο Ορφέας και οι Ορφικοί Ύμνοι» (εκδόσεις Υδροπλάνο), πέρα από μια σημαντική συμβολή στη μεταφρασμένη αρχαιοελληνική γραμματεία, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του πάθους από το οποίο εμφορείται ο συγγραφέας.
Αφοσιωμένος μελετητής γλωσσικών μνημείων και επίμονος «λεπιδοπτερολόγος» των λέξεων, αναμετράται με κείμενα εξαιρετικά δυσπρόσιτα και απαιτητικά. Γι’ αυτό και η απόδοση των Ορφικών Ύμνων σε μια μορφή γλώσσας κατανοητή από τον σύγχρονο Έλληνα, αλλά με έντονο απόηχο του πρωτότυπου λεξιλογίου, συνιστά έναν φιλολογικό άθλο, πραγματικά άξιο θαυμασμού αλλά παράλληλα και ένα ακριβό φιλολογικό δώρο.
Οι Ορφικοί Ύμνοι έχουν τη δική τους ιστορία, την οποίαν ο Ανδρέας Χ. Ζούλας, όχι μόνο σέβεται και κοινωνεί στον αναγνώστη, αλλά την αξιοποιεί επιπλέον και δημιουργικά. Επιγραμματικά, οι σωζόμενοι Ορφικοί Ύμνοι είναι μια συλλογή από θρησκευτικού περιεχομένου λυρικά ποιήματα.
Κατά την παράδοση αποδίδονται απευθείας στον αρχέτυπο υμνωδό, τον Ορφέα, πρακτικά όμως -και μέχρι στιγμής- η επιστημονική έρευνα δεν έχει καταλήξει στον οριστικό προσδιορισμό της χρονικής περιόδου κατά την οποίαν δημιουργήθηκαν. Μάλιστα, ορισμένοι φιλόλογοι τοποθετούν τη σύλληψη των Ορφικών Ύμνων ακόμη και πριν από την εποχή του Ομήρου.
Στην προσέγγιση που επιλέγει ο Ανδρέας Χ. Ζούλας μεταφράζοντας τους Ορφικούς Ύμνους τηρείται, συνειδητά και επιμελώς, η πλήρης συλλαβική αντιστοιχία των αυθεντικών στίχων με τους νέους. Εξάλλου, ο Ζούλας ακολουθεί πιστά το συγκεκριμένο κανόνα σε όλες τις μεταφράσεις του από την αρχαιοελληνική δραματουργία κ.λπ. Συνεπώς, ένα στοιχείο που κάνει το έργο του μεταφραστή/επιμελητή να ξεχωρίζει, είναι η απόλυτη αντιστοιχία και ισοσυλλαβία ανάμεσα στις δύο εκδοχές των Ορφικών Ύμνων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δομή του βιβλίου, με εκτενή εισαγωγικά κείμενα, ένα εκ των οποίων είναι γραμμένο σε α’ πρόσωπο, ακριβώς σαν να ήταν ο Ορφέας αυτοπροσώπως εκείνος που υπαγόρευσε στον Ανδρέα Χ. Ζούλα την «αυτοβιογραφία» του. Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται η προσωπικότητα, το έργο, η εποχή κατά την οποίαν έζησε -υποθετικά- ο Ορφέας.
Ένα άλλο τμήμα του βιβλίου αφιερώνεται σε μια μακρά «εξομολόγηση» του Ορφέα για το διπλό παράπονό του ή το διπλό του «απωθημένο», την επίδραση της διονυσιακής λατρείας και της δικής του θρησκείας στην ανθρωπότητα.