Γράφει η Ειρήνη Αϊβαλιώτου
Το θέατρο είναι ένας σύνθετος, πολύμορφος και ιδιαίτερα πλούσιος τρόπος ανθρώπινης έκφρασης, τόσο που διατρέχει πάντα τον κίνδυνο να περιορίσει το περιεχόμενο και το χαρακτήρα του, να πέσει σε απλουστεύσεις, να στεγνώσει. Είναι μια μορφή κοινωνικής συνείδησης, μια ιδιαίτερη μορφή υποκειμενικής αντανάκλασης της πραγματικότητας από τον καλλιτέχνη προς το κοινό.
“Δε δίνω λέξες παρηγόρια…”, έγραφε ο Βάρναλης. Η πραγματική λειτουργία του θεάτρου δεν είναι να τρέχει πίσω από το κοινό του αλλά να το τροφοδοτεί. Να μας δίνει την εικόνα που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας, την κίνηση μέσα στην ακινησία.
Ο Άντον Τσέχωφ στις «Τρεις Αδελφές» καταδεικνύει ένα σύστημα αδράνειας και απραξίας το οποίο παλεύει με τη λαχτάρα για ζωή. Ο Δημήτρης Καραντζάς, ένας από τους σκηνοθέτες μας που επιμένουν σε ένα θέατρο με χαρακτήρα και ταυτότητα, σκηνοθέτησε το αριστουργηματικό έργο στο θέατρο «Βεάκη» παίρνοντας το νήμα της έμπνευσής του από τη φράση «σαν σήμερα» και εκτύλιξε επί σκηνής ένα ολόκληρο μνημείο ανάκλησης αναμνήσεων. Από αυτή τη φράση, που καθόρισε όλη τη σκηνοθετική ανάγνωση, έστησε μια κωμωδία για την απόγνωση, που αποκαλύπτει την αδυναμία του ανθρώπινου όντος για ευτυχία, το ασύμπτωτο του έρωτα και τον καλπασμό μιας νέας τάξης πραγμάτων η οποία έρχεται να σαρώσει οτιδήποτε ξεπερασμένο και παρακμιακό.
Οι ηρωίδες
Οι τρεις συμβολικές ηρωίδες -η Όλγα, η Μάσα και η Ιρίνα- μοιάζουν να έχουν παγώσει στο χρόνο, να έχουν διατρέξει ασθμαίνοντας μια ολόκληρη εποχή και εμείς τις συναντάμε ώριμες να προσπαθούν να ανασχηματίσουν την τελευταία έντονη υπόσχεση, την τελευταία ελπίδα για μια ευτυχισμένη ζωή. Οι τρεις γυναίκες επιδιώκουν μια λύτρωση, ξεχωριστή για καθεμία. Μια αλλαγή, που θα τις ελευθερώσει από τον βάλτο της καθημερινότητάς τους. Αλλά η λύτρωση, την οποία τόσο προσδοκούν, δεν έρχεται. Συνεχίζουν να ζουν, όπως και όλα τα πρόσωπα του έργου, εγκλωβισμένες στις μνήμες τους και ποτέ στο παρόν. Έτσι τις βλέπουμε να βιώνουν ένα νεκρό και τετελεσμένο παρόν το οποίο τις φέρνει ξανά αντιμέτωπες με τις επιλογές τους και τις μνήμες που τις καθόρισαν και τις εγκλώβισαν. Παρηγοριά τους η φαντασίωση ευτυχίας ενός αμφίβολου μέλλοντος, όσο προσπαθούν να καταλάβουν γιατί βρίσκονται ακόμα στη ζωή.
Η υπόθεση
Η Όλγα, η Μάσα και η Ιρίνα κατοικούν μαζί με τον αδελφό τους Αντρέι Πραζόροφ, σε μία απομακρυσμένη περιφερειακή πόλη που τις έριξε το πεπρωμένο – αφού η οικογένεια ακολούθησε τον στρατιωτικό πατέρα στη μετάθεσή του εκεί. Ο πατέρας τους όμως πέθανε πριν από ένα χρόνο, και τώρα η οικογένεια επιθυμεί και σκέφτεται να εγκαταλείψει την πόλη για να επιστρέψει στη γενέθλια πόλη τους, τη Μόσχα, από την οποία συντηρούν τόσες ωραίες αναμνήσεις.
Η ζωή τους δεν τους αρέσει, αφού στην πόλη που ζουν δεν υπάρχει κοσμική και πνευματική κίνηση, δεν υπάρχουν διασκεδάσεις, ούτε ενδιαφέροντα. Εν τω μεταξύ, περιορίζονται να περνούν την ώρα τους συναναστρεφόμενες τους παλιούς συναδέλφους του πατέρα τους, τους αξιωματικούς της φρουράς της πόλης.
Όταν στην πόλη καταφτάνει ο αντισυνταγματάρχης Βερσίνιν, η Μάσα (ήδη παντρεμένη με τον καθηγητή του Γυμνασίου Κουλίγκιν Φιόντορ Ίλιτς) θα αφεθεί -περισσότερο για να γλιτώσει από την ανία της ζωής και την ψυχρή σχέση που έχει με τον άντρα της- σε μια πλατωνική σχέση έρωτα μαζί του.
Και η Ιρίνα όμως, θα παρασυρθεί από τα αισθήματα του ερωτευμένου υπολοχαγού Τούζενμπαχ Νικολάι προς το πρόσωπό της, για να γλυκάνει λίγο τη μονότονη ζωή της, περιμένοντας πότε θα φύγουν για τη Μόσχα.
Η Όλγα, η μόνη εξάλλου που εργάζεται ως καθηγήτρια στο τοπικό Γυμνάσιο, δεν παρασύρεται από την ψευδαίσθηση του έρωτα, αλλά και αυτή θεωρεί ότι η ευτυχία την περιμένει στη Μόσχα.
Ο αδελφός τους, ο Αντρέι Πραζόροφ, ονειρεύεται και αυτός τη Μόσχα και μία θέση στο Πανεπιστήμιό της, για να συνεχίσει τη σταδιοδρομία του στο πνευματικό περιβάλλον ενός Πανεπιστημίου. Παντρεύεται τον έρωτά του, τη νεαρή Νατάσα και μάλιστα κάνουν και ένα παιδί, αλλά ούτε αυτός ο γάμος είναι ευτυχισμένος. Η Νατάσα αποδεικνύεται μια επιπόλαιη και επιφανειακή γυναίκα, που δεν μπορεί να καλύψει τις βαθύτερες συναισθηματικές ανάγκες του Αντρέι.
Και έτσι περνάει ο καιρός, περνάει και η ζωή τους.
Στο τέλος, ο Βερσίνιν θα φύγει από την πόλη σε μια νέα μετάθεσή του, ο Τούζενμπαχ θα σκοτωθεί σε μονομαχία από τον ερωτικό αντίζηλό του για την καρδιά της Ιρίνα, λοχαγό Σαλιόνιν, και οι τρεις αδελφές θα παραμείνουν εκεί που βρίσκονται, ανίκανες να κάνουν το βήμα που τόσο επιθυμούν.
«Κραυγή απελπισίας»
Τα πρόσωπα του έργου αναρωτιούνται για την ουσία της ζωής, για το νόημά της, φαντασιώνονται τη Μόσχα, φιλοσοφούν για το μέλλον απολύτως αδύναμα να πράξουν στο παρόν.
Ένας θίασος από τους πιο σπουδαίους πρωταγωνιστές αναμετριέται με τη δραματουργία του Τσέχωφ, σ’ ένα ασφυκτικό σύστημα αλληλεξάρτησης και τέλματος, επιχειρώντας να συνθέσουν ανάγλυφα αυτήν την ευαίσθητη «κραυγή απελπισίας» για την ανθρώπινη ύπαρξη.
Η παράσταση επιχειρεί μια εκ νέου επίσκεψη στο έργο. Οι ηρωίδες του Τσέχωφ καταδύονται σε ένα τοπίο μνήμης, σε μια ειδική στιγμή που δεν μπορούν να ξεπεράσουν, στη στιγμή που υποσχόταν ελπίδα και αλλαγή. Είναι ένας οριοθετημένος χώρος όπου κατοικούν αιώνια οι αναμνήσεις τους και ξεγλιστρούν όλα τα πρόσωπα που καθόρισαν τη μοίρα τους. Οι ήρωες του έργου ξαναέρχονται αντιμέτωποι με τις επιλογές τους, με τον χρόνο και το πέρασμά του, σε μια επαναδιαπραγμάτευση της στιγμής που τους οδήγησε στην οδύνη.
Η παράσταση
Η επιλογή του σκηνοθέτη να ορίσει τρεις γυναίκες μεγαλύτερες ηλικιακά ως Αδελφές συνιστά έναν επιπλέον εγκλωβισμό που έχουν επιβάλλει οι ίδιες οι ηρωίδες στον εαυτό τους πέραν της αίσθησης ασφυξίας που νιώθουν λόγω της μακροχρόνιας παραμονής τους στη ρωσική απομακρυσμένη επαρχία.
Το εύρημα της παρατεταμένης συσσώρευσης αντικειμένων (σερβίτσια, σαμοβάρια, λαμπατέρ, φωτογραφίες, έργα τέχνης) και επίπλων στη σκηνή μέχρι πλέον το σκηνικό να μετατραπεί σε μη λειτουργικό και να χρειάζεται οι ηθοποιοί να διασχίζουν τη σκηνή πατώντας πάνω τους, είναι πολύ ευφυές. Οπτικοποιεί τη συνήθεια να καλύπτουμε τον χώρο μας με αντικείμενα προσπαθώντας να καλύψουμε -μέσω αυτών- τα συναισθηματικά μας κενά. Επιπλέον, ενώ οι μνήμες ανασύρονται και έρχονται στην επιφάνεια, υπογραμμίζει το χρόνιο όνειρο των ηρωίδων πως είναι έτοιμες για άμεση μετακόμιση στη Μόσχα.
Πολυδιάστατη παράσταση, που ενεργοποιεί όλους τους αισθητήρες του εγκεφάλου. Παράσταση που ακολουθεί το δύσβατο δρόμο. Αυτόν της σκέψης και της αναζήτησης. Αλλά μην ξεχνάμε, αυτόν το δρόμο και μόνο αυτόν σέβεται ο χρόνος. Οι πιο μεγάλες, οι ρηξικέλευθες μορφές στο χώρο της τέχνης της εποχής μας, όχι τυχαία, ανήκαν αναμφίβολα στην πλευρά της πρωτοπορίας. Πέρα από όλα αυτά, στην παράσταση του Δημήτρη Καραντζά ένα κύμα λυρισμού και ποίησης ξεχύνεται και μαγεύει την αίθουσα.
Οι συντελεστές
Η παράσταση δόθηκε στην οικεία και άμεση μετάφραση των Αλέξανδρου Ίσαρη – Γιώργου Δεπάστα, μέσα στο οραματικά σαγηνευτικό σκηνικό της ευρηματικής Μαρίας Πανουργιά, με τη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού και την επιμέλεια κίνησης του Χρήστου Παπαδόπουλου να αναδεικνύουν τη συγκινησιακή φόρτιση των καταστάσεων και των προσώπων. Σχεδιασμένοι αριστοτεχνικά οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, “φώτισαν” αρμονικά τα δρώμενα. Σε ενιαία αισθητική με την παράσταση τα ωραιότατα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη.
Οι ερμηνείες
Η παράσταση προσφέρει εξαιρετικές ερμηνείες από κορυφαίους ηθοποιούς, που αναδεικνύουν ολόπλευρα τους χαρακτήρες.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Όλγα, καθηγήτρια Γυμνασίου) έδειξε τη δυναμική της και προπαντός την αίσθηση του μέτρου που διαθέτει.
Η Μαρία Κεχαγιόγλου, μια κατασταλαγμένη αλλά πάντα σε αναζήτηση ηθοποιός, συγκινεί και καθηλώνει με την αλήθεια και την εσωτερικότητά της ως Μάσα.
Ερμηνευτική συνέπεια είδαμε από την απόκοσμης χάρης, πολυτιμότατη Αθηνά Μαξίμου, που ερμήνευσε την Ιρίνα με ποιότητα, υποκριτική καλλιέργεια και εσωτερική ευγένεια.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης ως Βερσίνιν (αντισυνταγματάρχης, διοικητής Πυροβολαρχίας) χάρισε την ανεκτίμητη θεατρική του εμπειρία, την έμφυτη ευαισθησία του, τη σκηνική του γοητεία στο ρόλο. Κάθε κίνηση και κάθε ακινησία του μάθημα υποκριτικής και κατάθεση ψυχής.
Ξεχωριστός και πειστικός ο Ορφέας Αυγουστίδης στο ρόλο του Τούζενμπαχ (βαρόνος, υπολοχαγός). Ανταποκρίθηκε με αξιοσύνη στο συναισθηματικό βάθος του ρόλου του.
Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης με αυτοπεποίθηση μιας αναπνοής διέτρεξε το δύσκολο ρόλο του αυτοκαταστροφικού Αντρέι.
Η Σύρμω Κεκέ στον απαιτητικό ρόλο της αντιπαθητικής Νατάσα απέδειξε, για άλλη μια φορά, το τεράστιο ταλέντο της και την αίσθηση του χιούμορ που τη διακρίνει.
Ο Γιάννης Κλίνης ήταν τρυφερός και υπέροχος με το αβίαστο παίξιμό του ως Κουλίγκιν (σύζυγος της Μάσα, καθηγητής του τοπικού Γυμνασίου).
Ο Αινείας Τσαμάτης μας έδωσε πολύ ωραία και εξαιρετικά αξιόπιστα τον παράξενο Σολιόνιν (λοχαγός επιτελείου).
Η Ευδοξία Ανδρουλιδάκη (Φέραποντ, φύλακας του κτηρίου του Επαρχιακού Συμβουλίου), ντυμένη στα λευκά, έδειξε φυσικότητα και ερμηνευτική προσωπικότητα.
Ο Νίκος Μάνεσης (ανθυπολοχαγός Φεντότικ) είναι χαρισματικός και έχω την πεποίθηση πως θα λάμψει το άστρο του και μάλιστα σύντομα.
Ο Δημήτρης Πιατάς (γιατρός Τσεμπουτίκιν) άφησε την εξαίσια πνευματώδη σφραγίδα του και τη γεύση του παλιού καλού κρασιού στην παράσταση.
Είναι σαν θαύμα να παρακολουθείς επί σκηνής την Υβόννη Μαλτέζου (Ανφίσα, παραμάνα των αδερφών Πραζόρωφ, ηλικίας 80 ετών). Σε κατακτά με το κέντημα των λεπτομερειών, τις σιωπές, τις παύσεις της, την εκλεπτυσμένη τέχνη της. Χαρήκαμε τη συνταρακτική αυτή ηθοποιό για άλλη μια φορά. Κι αυτό είναι μέγιστο κέρδος.
Μια ελπίδα αιωνιότητας
«Άραγε θα μας θυμούνται;». Θα σας θυμούνται! Ο καθένας για τους δικούς του λόγους θα θυμάται την ιδιαίτερης αισθητικής αυτή παράσταση. Η μνήμη, βασικός τροφοδότης των “Τριών Αδελφών”, ζητά το αποτύπωμά της σαν μια ελπίδα αιωνιότητας, μια αμφισβήτηση φθαρτότητας.
Στην τελευταία πράξη ο τοίχος που κοσμεί το βάθος της σκηνής και δημιουργεί ένα κλειστοφοβικό συναίσθημα έλξης – απώθησης στην παράσταση, ανοίγει για να μεταφερθούμε στη ρεμβώδη σκηνή του αποχαιρετισμού. Οι τρεις αδελφές αλλάζουν και ενδύονται τα παιδικά τους φορεματάκια, που πριν είχαμε δει σε μινιατούρες. Χορεύουν γελώντας στον κήπο του σπιτιού τους, ίδια είδωλα αλλοιωμένα, ρινίσματα παλιάς ζωής, ενώ οι νιφάδες του χιονιού πέφτουν και στολίζουν τα στοχαστικά πρόσωπά τους. Θρόμβοι νοσταλγίας αγγίζουν το δέρμα τους σαν υγρό κατάσαρκο έγκαυμα. Αποθέματα μνήμης που γίνονται λυτρωτική πνοή αναζωογόνησης στο καθημερινό ψεύδος.
Πρόκειται για το συμβολισμό της απότομα κι οδυνηρά χαμένης συλλογικής αθωότητας, ένα ανεπούλωτο τραύμα, του οποίου οι παραμυθένιες εικόνες θα συνεχίσουν να στοιχειώνουν το μυαλό του θεατή για πολύ καιρό αφού πέσει η αυλαία. Από αυτό το συναισθηματικό και ψυχολογικό σύμπαν του Τσέχωφ η έξοδος δεν μοιάζει προφανής και σε καμία περίπτωση δεν βγαίνεις αλώβητος.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης – Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Κίνηση: Χρήστος Παπαδόπουλος
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Σύμβουλος δραματουργίας: Αντώνης Αντωνόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Ασημίνα Αναστασοπούλου
Φωτογραφίες παράστασης: Γκέλυ Καλαμπάκα
Παραγωγή: ΘΕΑΜΑ ΜΑΡΤΑ
Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Αιμίλιος Χειλάκης, Αθηνά Μαξίμου, Μαρία Κεχαγιόγλου, Ορφέας Αυγουστίδης, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Σύρμω Κεκέ, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Νίκος Μάνεσης
Kαι η Υβόννη Μαλτέζου και ο Δημήτρης Πιατάς.
Πληροφορίες
Θέατρο ΒΕΑΚΗ | Στουρνάρη 32 | Τηλ. 210 5223522
ΗΜΕΡΕΣ & ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
Τετάρτη & Κυριακή 19:00
Πέμπτη 20:00
Παρασκευή 21:00
Σάββατο 18:00 & 21:00
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Τετάρτη και Σάββατο 18:00
Γενική είσοδος 18€ – Μειωμένο 15€ (σε όλες τις ζώνες)
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 21:00 και Κυριακή
Α’ Ζώνη πλατείας: Καν. 25€ – Μειωμ. 17€ | Β’ Ζώνη Πλατείας: Καν. 20€ – Μειωμ. 17€
Α’ Ζώνη Εξώστη: Καν. 20€ – Μειωμ. 17€ | Β’ Ζώνη Εξώστη: Καν. 17€ – Μειωμ. 15€
ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Θέατρο ΒΕΑΚΗ
Στουρνάρη 32
Τηλ. 210 5223522
Οnline στο https://www.viva.gr/tickets/theater/theatro-veaki/treis-adelfes/
viva.gr
και σε όλο το δίκτυο της VIVA
∼
Οι “Τρεις αδελφές” (Три сeстры), τετράπρακτο θεατρικό δράμα, γράφτηκαν από τον Ρώσο συγγραφέα Άντον Τσέχωφ το 1900.
Το έργο διαδραματίζεται σε μια επαρχιακή πόλη (που δεν κατονομάζεται) της Ρωσίας και αφορά τη διάψευση των ελπίδων και των επιθυμιών των προσώπων και ιδιαίτερα των τριών αδελφών, από την καθημερινότητα και το βάρος της ζωής.
Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στο «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας από τον Κονσταντίν Στανισλάφσκι στις 31 Ιανουαρίου του 1901.
Στην Ελλάδα πρωτοπαρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 1932, με τρεις κορυφαίες ερμηνεύτριες στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, την Κυβέλη, την Αλίκη και τη Μιράντα.