Πάνω: John Singer Sargent – Street in Venice (1892)
Οι παλμοί της καρδιάς ανεβαίνουν, οι αισθήσεις ανιχνεύουν με ταχύτητα, το βλέμμα μετατρέπεται σε φωτογραφική μηχανή. Ο άνθρωπος με τα πόδια του ενσωματώνεται στη γη, με τα μάτια του αγναντεύει όλον τον κόσμο… Τρεις ποιητές εμπνέονται από περαστικές αύρες.
Κώστας Ουράνης – Περαστικές
Γυναίκες που σας είδα σ’ ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι’ άλλα μέρη
γυναίκες που σας είδα σ’ άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ’ ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ’ ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην αναμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ’ τη ζωή μου μέσα -και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!
Baudelaire «Σε μια διαβάτισσα» (“A une passante”)
Του δρόμου τ’ οχλαλοητό ξεκούφαινε τριγύρα.
Ψηλή, λιγνή, στα μαύρα της, αρχοντολυπημένη,
κάποια γυναίκα διάβηκε κρατώντας σηκωμένη
μ’ επίδειξη της ρόμπας της τη νταντελένια γύρα.
Ευγενικιά και λυγερή με πόδι ως αγαλμάτου.
Κι εγώ ρουφούσα, όπως αυτός που τρέλα τον χτυπάει,
στα μάτια της τεφρό ουρανό που θύελλες γεννάει,
μια γλύκα σαγηνευτική και μια ηδονή θανάτου.
Κάποια αστραπή… νύχτα μετά! –Διαβάτισσά μου ωραία
που ξαφνικά στο βλέμμα σου ξανάνιωσα, για πε μου
αλλού πια μόνο θα σε δω, σε κάποια ζωή νέα;
αλλού, πολύ μακριά από δω! αργά! κι ίσως ποτέ μου!
Γιατί δεν ξέρω αν πουθενά θέλω πια σ’ ανταμώσει,
Ω, εσένα που θ’αγάπαγα, ω εσύ, που το ‘χες νιώσει!
Γιάννης Σκαρίμπας – Ο σταθμάρχης
Άξαφνα ως γλυστρούσε – σ’ ένα παραθύρι
Ένα χέρι εξαίσιο μούγνεψε και πάει
Μια σειρά άσπρα δόντια, δυο μάτια σαπφείροι
Μούστειλαν – φίλημα στα χάη!
Έμενα … Η μέρα είχε κιόλας φύγει,
Του σταθμού μου, γύρω, η ερημία αλύχτα
Κείνες οι φιλύρες πήγαιναν με ρίγη
Και με βήμα στρατιωτικό στη νύχτα…
Ω, έσύ, κυρά χέρι, δόντια, μάτι
Όνειρο και τραίνο που την πας τη νιότη,
Έδωσα σινιάλο – το κ α θ ή κ ο ν_ για τη
Διασταύρωσή μας στην αιωνιότη…