«Με λένε Λι Μπάι κι είμαι έτοιμος με το καράβι μακριά να φύγω
όταν ακούω ξαφνικά απ’ την ακτή
να ’ρχεται ώς εδώ το τραγούδι σου
αυτό του αποχωρισμού, και λέω
όσο βαθιά κι αν είναι η Λίμνη
του Ανθισμένου Ροδάκινου
δεν φτάνει με τίποτα, Γουάνγκ Λουν, σε βάθος
την αγάπη σου για μένα»
Ο Λι Μπάι (701 μ.Χ.-762 μ.Χ.), γνωστός και ως Λι Πο ή Τάι Λι Πο, θεωρείται –μαζί με τους Του Φου και Γουάνγκ Γουέι– από τους σημαντικότερους και πλέον αντιπροσωπευτικούς ποιητές της Κίνας.
Γεννημένος στο Τσαγκ Μινγκ της επαρχίας Σιτσουάν, υπηρέτησε –ανάμεσα σε ποικίλες άλλες συχνά αντισυμβατικές ασχολίες– ως ποιητής του έβδομου αυτοκράτορα της δυναστείας των Τανγκ, Xuanzong. Το μυστήριο που καλύπτει τη ζωή και την καταγωγή τού Λι Μπάι, σε συνδυασμό με την ποιητική οξυδέρκεια και ευφυΐα του, καθώς και η εκκεντρικότητα του χαρακτήρα του, τον καθιέρωσαν στη χορεία των θεόπνευστων πέρα από τα ανθρώπινα ποιητών, ενώ καταγράφηκε στη συνείδηση των συγχρόνων του ως ένα εξόριστο από τους Ουρανούς πνεύμα, καταδικασμένο να περιφέρεται στη γη ως θνητός.
Περιπλανήθηκε στο εσωτερικό της Κίνας, γνώρισε τους ανθρώπους της, έγινε αντικείμενο θαυμασμού για τη γενναιότητά του, την άρνησή του να υποταχθεί στις κοινωνικές νόρμες, για τη διακαή επιθυμία του για δικαιοσύνη. Απόλαυσε και ύμνησε όσο κανένας σύγχρονός του τη φύση και τις ομορφιές της και ως άλλος «καβαλάρης του ανέμου» τραγούδησε με τους στίχους του τον έρωτα, την αγάπη, την ευφρόσυνη ζάλη του κρασιού, τη λάμψη του στιλβωμένου φεγγαριού.
Τον Κινέζο ποιητή μάς τον συστήνει με έναν εξαιρετικά καλαίσθητο τόμο ο ποιητής, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Γιώργος Βέης, ο οποίος αποδίδει από ποικίλα αγγλικά μεταφράσματα στην ελληνική γλώσσα σαράντα έξι ποιήματα του Λι Μπάι, τα οποία συνοδεύει από ένα εμπεριστατωμένο επίμετρο.
Με την έκδοση αυτή ο Βέης συνεχίζει τις πρώτες μεταφραστικές εκδοχές δεκατεσσάρων ποιημάτων του Λι Μπάι, όπως αυτές δημοσιεύτηκαν τον Δεκέμβριο του 2021 στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Χάρτης». Η επιλογή δεν είναι διόλου τυχαία. Λάτρης και βαθύς γνώστης της αγαπητικά ιδωμένης Απω Ανατολής, ο Βέης ξεχωρίζει τον πιο ανθρώπινο από όλους τους ποιητές της Κίνας, έναν ποιητή που ξέρει πώς να εμψυχώνει όταν οι καιροί είναι δύσκολοι, χωρίς εξάρσεις και φανατισμούς, μια και «κατέχει το μέτρο της λεπτότητος»(σ. 63).
Το φεγγάρι με το λαμπρό φως του μαζί με το γλυκό κρασί απελευθερώνουν στα ποιήματα του Λι Μπάι μακραίωνες μνήμες και συναισθήματα, ανοίγοντας τον δρόμο για την εις βάθος αναγνώριση του εαυτού:
«Αφήνω την κούπα μου με το κρασί στο πλάι
και σκέφτομαι σήμερα το φεγγάρι να ρωτήσω,
πόσους αιώνες άραγε να στολίζει τον ουρανό;
Πώς να το φτάσουμε εκεί πάνω που είναι
ενώ μας ακολουθεί στο κάθε μας βήμα; Πάλλευκο
και διαυγές την ώρα αυτή
καθώς το σκοτάδι έρχεται από τη θάλασσα όλα
να τα σκεπάσει.
Το κιόσκι μου από πορφύρα πώς το αγκαλιάζει
τώρα!
Μήπως θα σβήσει όμως μέσα στα σύννεφα
το φως του;
Οσοι ζούμε τώρα δεν βλέπουμε το φεγγάρι
του παρελθόντος.
Το φεγγάρι όμως το σημερινό φώτιζε εκείνους
που διαβήκαν.
Ολοι εμείς, του χθες και του σήμερα, είμαστε
σαν το νερό που τρέχει.
Ο καθένας με τον τρόπο του βλέπει το φεγγάρι.
Πάλι δεν πρόσεξα κι έχυσα το κρασί μου.
Ηρθε λοιπόν η ώρα κι εγώ να τραγουδήσω.
Το φως του φεγγαριού ένα χάδι για την κούπα»
Παρελθόν, παρόν και μέλλον συμπλέκονται υπό το μυστηριακό φως του φεγγαριού και τη μεθυστική επίδραση του κρασιού σε μια ποίηση ουσιαστική, που κατονομάζει τις εσωτερικές διαθέσεις και καταστάσεις, την αγωνία των όντων, την αέναη κίνηση του χρόνου στα βουνά της Ανατολής, όπου «άσπρα σύννεφα, χωρίς ν’ αδειάσουν τη βροχή τους, / διαλύονται»(σ. 44), σε ένα σκηνικό βαμμένο στα χρώματα του φθινοπώρου.
Ο Λι Μπάι, πιο επίκαιρος από ποτέ, δείχνει πώς να αντικρίσει ο καθένας μας με τον δικό του τρόπο το φεγγάρι της ζωής, γιατρεύοντας τα τραύματα της ύπαρξης με το τραγούδι της αθάνατης ποίησής του.