15 C
Athens
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Ο κορονοϊός “πήρε” και τον συγγραφέα της ανυπακοής, Λουίς Σεπούλβεδα

Ο Luis Sepúlveda, όπως μετέδωσε η El Pais, που επικαλείται πηγές από την οικογένειά του, πέθανε σε ηλικία 71 ετών την Πέμπτη στο Κεντρικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Αστούριας στο Οβιέδο. Ο συγγραφέας ήταν από τα πρώτα επιβεβαιωμένα κρούσματα στην Ισπανία και, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ήταν ο πρώτος ασθενής στο συγκεκριμένο νοσοκομείο, όπου παρέμενε από τα τέλη Φεβρουαρίου.

Ο Λουίς Σεπούλβεδα, που γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 1949 στο Οβάγιε, της επαρχίας Λιμαρί στη βόρεια Χιλή, νόσησε στις 25 Φεβρουαρίου και αμέσως διαγνώστηκε με οξεία πνευμονία χωρίς ιστορικό. Μόλις επιβεβαιώθηκε θετικός στον κορονοϊό, ενεργοποιήθηκε το πρωτόκολλο και ο συγγραφέας μεταφέρθηκε στο Κεντρικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αστουριών (HUCA).

 

 

Η ταραχώδης ζωή του

Μετά το πραξικόπημα του 1971, που έφερε στην εξουσία τον Αουγούστο Πινοτσέτ και τη δικτατορία του, ο Σεπούλβεδα φυλακίστηκε για 2,5 χρόνια και στη συνέχεια, αφού αποφυλακίστηκε υπό όρους ύστερα από τις πολλές προσπάθειες του γερμανικού παραρτήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, κρατήθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Κατάφερε να δραπετεύσει και έζησε παράνομα για ένα χρόνο περίπου. Με τη βοήθεια ενός φίλου, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Aliance Française στο Βαλπαραΐσο, έστησε μια θεατρική ομάδα που έγινε η πρώτη πολιτιστική εστία αντίστασης. Ο ίδιος συνελήφθη εκ νέου και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για προδοσία και ανατροπή του πολιτεύματος. Η ποινή αργότερα μειώθηκε σε 28 χρόνια. Το γερμανικό τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας παρενέβη πάλι το 1977 και η ποινή του μετατράπηκε σε οκτώ χρόνια εξορίας. Φεύγοντας από τη Χιλή για τη Σουηδία (τον τόπο που είχε αποφασιστεί να εξοριστεί) όπου θα δίδασκε ισπανική λογοτεχνία, στην πρώτη του στάση στο Μπουένος Άιρες δραπέτευσε και κατάφερε να πάει στην Ουρουγουάη. Επειδή όμως οι πολιτικές συνθήκες στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη ήταν παρόμοιες με αυτές στην πατρίδα του, ο Λουίς Σεπούλβεδα πήγε στο Σάο Πάολο στη Βραζιλία και στη συνέχεια στην Παραγουάη. Παρ’ όλα αυτά όμως έπρεπε να φύγει πάλι, λόγω του τοπικού καθεστώτος και εγκαταστάθηκε τελικά στο Κίτο του Εκουαδόρ φιλοξενούμενος του φίλου του Χόρχε Ενρίκε Αδούμ (Jorge Enrique Adoum), όπου σκηνοθέτησε για το θέατρο Alliance Française και ίδρυσε μια θεατρική εταιρεία.

Επίσης έλαβε μέρος σε μια εκστρατεία της UNESCO της αξιολόγησης του αντίκτυπου του αποικισμού στους Ινδιάνους Σουάρ (Shuar). Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας μοιράστηκε τη ζωή των Σουάρ για επτά μήνες και κατανόησε τη Λατινική Αμερική ως μια πολυπολιτισμική και πολυγλωσσική ήπειρο όπου ο Μαρξισμός δεν μπορεί ισχύσει για έναν αγροτικό πληθυσμό που εξαρτάται από το γύρω του φυσικό περιβάλλον. Εργάστηκε σε στενή επαφή με τις ινδιάνικες οργανώσεις και συνέταξε το πρώτο σχέδιο διδασκαλίας γραμματισμού για την ομοσπονδία των αγροτών Ιμπαμπούρα (Imbabura) των Άνδεων. Το 1979 εντάχθηκε στη Διεθνή Ταξιαρχία που αγωνιζόταν στη Νικαράγουα και μετά τη νίκη της επανάστασης εκεί άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Ένα χρόνο αργότερα έφυγε για την Ευρώπη και πήγε στο Αμβούργο. Λόγω του θαυμασμού του για τη γερμανική λογοτεχνία (έμαθε τη γλώσσα στη φυλακή), ιδιαίτερα τους ρομαντικούς Νοβάλις και Φρίντριχ Χαίλντερλιν (Friedrich Hölderlin). Στη Γερμανία εργάστηκε ως δημοσιογράφος ταξιδεύοντας πολύ στη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Το 1982 ήρθε σε επαφή με την Greenpeace και εργάστηκε μέχρι το 1987 ως μέλος πληρώματος σε ένα από τα πλοία τους. Αργότερα λειτούργησε ως συντονιστής μεταξύ των διαφόρων κλάδων της οργάνωσης.

Συγγραφική παρακαταθήκη

Συγγραφέας περισσοτέρων από είκοσι μυθιστορημάτων, ταξιδιωτικών βιβλίων, σεναρίων και δοκιμίων, ο Σεπούλβεδα πολεμήθηκε σε διάφορους κομμουνιστικούς και σοσιαλιστικούς σχηματισμούς. Ήταν ένας σπουδαίος ταξιδιώτης: αγαπούσε να ερευνά διαφορετικούς πολιτισμούς και εθνοτικές ομάδες. «Ο μεγαλύτερος θησαυρός του ανθρώπινου είδους», έλεγε αναφερόμενος στις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες. Με έντονη περιβαλλοντική συνείδηση, εργάστηκε σε ένα από τα πλοία της Greenpeace για αρκετά χρόνια στη δεκαετία του 1980. Αφιέρωσε ένα από τα μυθιστορήματά του, «Η ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό» στη φυλή των Μαπούτσε.

«Ήθελα να γράψω έναν ύμνο στην πιστότητα και τη φιλία για να στηρίξω με τον τρόπο μου τη φυλή των Μαπούτσε (φυλή από την οποία κατάγεται ο συγγραφέας) που ζει αγνοημένη και παραγκωνισμένη απ’ όλες τις κυβερνήσεις της πατρίδας μου. Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και μιλά με τη φωνή του σκύλου-πρωταγωνιστή. Είναι η πρώτη φορά που διηγούμαι μια ιστορία βάζοντας στη θέση του αφηγητή ένα ζώο, αλλά για πρώτη φορά επίσης προσπάθησα να διηγηθώ συμπυκνωμένη μέσα σε πολύ λίγες σελίδες την κατάσταση που βιώνει μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της Χιλής», είχε πει.

Κατά τη διάρκεια της μακράς καριέρας του ως συγγραφέας έλαβε περίπου είκοσι βραβεία, μεταξύ των οποίων το βραβείο Pegaso de Oro, στη Φλωρεντία και το βραβείο κριτικών, στη Χιλή. Είχε χριστεί Ιππότης Τεχνών και Επιστολών της Γαλλικής Δημοκρατίας και Doctor Honoris Causa από το Πανεπιστήμιο του Urbino της Ιταλίας.

Λουίς Σεπούλβεδα: Πέντε πράγματα που πρέπει να ξέρεις για τον συγγραφέα της ανυπακοής

1. Η αγάπη του για τον Καζαντζάκη

Ο Σεπούλβεδα συχνά αναφερόταν στην αγάπη του για τον Νίκο Καζαντζάκη και το πρώτο του μυθιστόρημα, τον “Βίο και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”. Όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του, κατά τα χρόνια της εξορίας του στο Αμβούργο όπου έκανε και τρία από τα έξι παιδιά του, είχε δύο γάτες που τις αποκαλούσε Ζορμπά και Μπουμπουλίνα. “Πολλές φορές πριν κοιμηθούν τα παιδιά μου, μου ζητούσαν να τους διαβάσω την ιστορία του Ζορμπά. Αυτό το βιβλίο ήταν ο δικός μου τρόπος για να ευχαριστήσω το Αμβούργο για τα υπέροχα δέκα χρόνια που πέρασε εκεί και για την αλληλεγγύη που βίωσα”, είχε δηλώσει ο Χιλιανός συγγραφέας.

2. Η Ιστορία του Γάτου που Έμαθε Σ’ ένα Γλάρο να Πετάει‎

“Είναι εύκολο να αποδεχόμαστε και να αγαπάμε ανθρώπους που μας μοιάζουν. Το δύσκολο είναι να αγαπάμε εκείνους που είναι διαφορετικοί”. Το “Historia de una gaviota y del gato que le enseñó a volar” είναι το πιο τρυφερό κι ευαίσθητο βιβλίο του Σεπούλβεδα, για μικρούς και μεγάλους. Στην ιστορία, μια γλαροπούλα πέφτει θύμα της θαλάσσιας ρύπανσης. Πριν ξεψυχήσει, εμπιστεύεται το αβγό της στον καλό γάτο Ζορμπά και του ζητά το λόγο του, ότι θα κλωσήσει το αβγό, δεν θα φάει το γλαρόπουλο, και θα του μάθει να πετά. Ο Ζορμπάς δίνει τον λόγο του, μα αναρωτιέται. Είναι ποτέ δυνατόν ένας γάτος να μάθει σ’ ένα γλάρο να πετάει;

Το μήνυμα στο έργο είναι η αποδοχή της διαφορετικότητας και η δύναμη της αλληλεγγύης που μπορεί να γκρεμίσει κάθε εμπόδιο, φυσικό και αφύσικο.

“Η Καλότυχη πετούσε ολομόναχη μέσα στη νύχτα του Αμβούργου. Απομακρύνθηκε, φτερουγίζοντας με δύναμη, ώσπου σηκώθηκε πιο ψηλά από τους γερανούς του λιμανιού, κι ύστερα γύρισε πλανάροντας κι έπιασε να γυροφέρνει το καμπαναριό της εκκλησίας.

“Πετάω Ζορμπά! Μπορώ και πετάω!” έκρωζε τρισευτυχισμένη από την απεραντοσύνη του γκρίζου ουρανού.

Ο άνθρωπος χάιδεψε το σβέρκο του γάτου.

“Εντάξει γάτε. Τα καταφέραμε” είπε αναστενάζοντας.

“Ναι” νιαούρισε ο Ζορμπάς. “Στο χείλος του κενού κατάλαβα το πιο σημαντικό”.

“Α, ναι; Και τι είναι πιο σημαντικό” ρώτησε ο άνθρωπος.

“Πως πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει” νιαούρισε ο Ζορμπάς.

3. “Όταν ο Σαλβαδόρ Αλιέντε μας είπε πως η ευτυχία είναι Ανθρώπινο Δικαίωμα”

Τον Σεπτέμβριο του 1973 η CIA και ο Νίξον εγκαθίδρυσαν στη Χιλή μία από τις πιο βίαιες στρατιωτικές δικτατορίες που περασμένου αιώνα. Ο Πινοτσέτ ανέτρεπε τον Αλιέντε και κάθε μορφής ελευθερία στη χώρα. Στο πλευρό της κυβέρνησης Αλιέντε ήταν ταγμένος και ο Λουίς Σεπούλβεδα. Μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Αλιέντε είχε δώσει συνέντευξη στον Le Nouvel Observateur την οποία και είχε ανακαλέσει ο Σεπούλβεδα που ήταν παρών στη συνομιλία του Χιλιανού προέδρου με τον δημοσιογράφο Régis Debray.

Κατά τη συζήτηση ο Γάλλος ανταποκριτής είχε κατηγορήσει τον Αλιέντε για τις μαρξιστικές του ιδέες. Στο κλείσιμο της συζήτησης, ο Αλιέντε του είχε κάνει την εξής ερώτηση, για να απαντήσει ο ίδιος: “Τώρα θα ήθελα να θέσω εγώ μια ερώτηση. Ξέρεις ποιο είναι το προσδόκιμο ζωής για έναν Γάλλο; Για έναν Γερμανό; Για έναν Σκανδιναβό; Και πόσο είναι για έναν Χιλιανό; Σήμερα, Γάλλοι και Γερμανοί ζουν κατά μέσο όρο 68 χρόνια και οι Σκανδιναβοί 70. Οι Χιλιανοί φτάνουμε στα 52 χρόνια. Κάνουμε αυτή την κυβέρνηση για να μπορέσουμε να ζούμε μέχρι τα 70 μας. Ο στόχος είναι να ζήσουμε περισσότερο, αλλά και να ζούμε με ένα εκ των βασικότερων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο λέγεται ευτυχία”.

Επί κυβέρνησης Σαλβαδόρ Αλιέντε ο Σεπούλβεδα υπήρξε στέλεχος στο τμήμα των πολιτιστικών θεμάτων, όπου ήταν υπεύθυνος για μια σειρά από φθηνές εκδόσεις για το ευρύ κοινό. Επίσης ενήργησε ως μεσολαβητής της κυβέρνησης και των επιχειρήσεων της Χιλής.

4. Τα βασανιστήρια και ο έρωτας με την Κάρμεν Γιάνιες

“Αγωνίζομαι για να μην ξεχάσω ότι είμαι ελεύθερος”. Αυτή ήταν η ατάκα που επαναλάμβανε συχνά στις συνεντεύξεις του. Ο Λουίς Σεπούλβεδα και η γυναίκα του, η ποιήτρια Κάρμεν Γιάνιες, πέρασαν χρόνια στη φυλακή επί Πινοτσέτ. Όταν τους ρωτούσαν γιατί δε μιλούσαν για τα βασανιστήρια που πέρασαν, έλεγαν “από σεβασμό για τους συντρόφους που πέθαναν”. “Δεν είμαι επιδειξίας να δείχνω τις πληγές μου. Υπάρχει αυτό που λέμε ηθική του συγγραφέα”, είχε δηλώσει ο συγγραφέας στην Εφημερίδα των Συντακτών.

Ο Σεπούλβεδα απελευθερώθηκε χάρη στην παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας, οδηγήθηκε στην εξορία και δραπέτευσε για να ενταχθεί στην Ταξιαρχία Σιμόν Μπολίβαρ και να πολεμήσει για την ελευθερία στη Νικαράγουα. Το ζευγάρι είχε χωρίσει αναγκαστικά για είκοσι χρόνια.

Η Γιάνιες φυλακίστηκε και βασανίστηκε στον περιώνυμο τόπο μαρτυρίου της Βίγια Γκριμάλντι, για να βρεθεί ημιθανής σε μια χωματερή του Σαντιάγκο. Έζησε στην παρανομία μέχρι το 1981 και σώθηκε χάρη στην παρέμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που τη φυγάδευσε μαζί με το γιο τους στη Σουηδία. Εκείνος έκανε ζωή αντάρτη μέχρι τα 30 του, έπειτα αφοσιώθηκε στον οικολογικό ακτιβισμό και στην αρθρογραφία, και στα 37 του, το 1986, ξεκίνησε τη συγγραφική διαδρομή που τον έκανε διάσημο. Έκαναν άλλες οικογένειες στην Ευρώπη, όμως το 1997 αποφάσισαν να ζήσουν μαζί στη Χιχόν της Ισπανίας.

5. “Να μάθουμε να ζούμε με τις απουσίες”

Τα πιο γνωστά βιβλία του είναι: «Ο κόσμος του τέλους του κόσμου» (1989), «Όνομα ταυρομάχου» (1994), «Patagonia express» (1995), «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει» (1996), «Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer» (1996), «Hot Line, Γιακαρέ» (1997), «Η τρέλα του Πινοσέτ» (2002), «Τα χειρότερα παραμύθια των αδελφών Γκριμ» (2004), «Η δύναμη των ονείρων» (2006).

 

 

Αντί επιλόγου, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του “Η Τρέλα του Πινοσέτ”.

“Απ’ όλους όσοι μας λείπουν, μένουν κάτι λίγες φωτογραφίες, φέτες ζωής που καταψύχονται τη στιγμή του «κλικ», ενώ η ζωή συνεχίζεται, η ίδια ζωή που μας μάζευε όλους στον κήπο του σπιτιού, δίπλα στην ψησταριά, με την αυλόπορτα ανοιγμένη διάπλατα· σ’ ένα πάρκο με το παιδί καθισμένο στα πόδια μας, το ίδιο αυτό το παιδί που ψάχνει σήμερα· σε μια συγκέντρωση αναγκαία όσο η χαρά, και μαζί με άλλους που επίσης μας λείπουν. Είναι επικίνδυνες αυτές οι φωτογραφίες, ανατρεπτικές όπως καθετί ανησυχητικό, διαπεραστικές όπως η δίψα για ζωή, βλάσφημες όπως κάθε πίστη σε οτιδήποτε· κυρίως, όμως, είναι φωτογραφίες ανδρών και γυναικών που κρατούν αποφασιστικά τη μοίρα τους στα χέρια τους, περήφανα ένοχοι για τα νιάτα τους και για τη λαχτάρα τους για δικαιοσύνη.

Αυτοί που μας λείπουν, συνήθιζαν να μαζεύονται για να παίξουν μία παρτίδα τρούκο και γελούσαν τρανταχτά, χωρίς σεμνοτυφίες, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι προπαγάνδιζαν τα καλά της σιωπής. Καμιά φορά, σε κάποια αυλή, έτρεχαν πίσω από ένα τόπι, τάχα σπουδαίοι μπαλαδόροι, κι όταν έβαζαν γκολ το υπέγραφαν φωνάζοντας τ’ όνομά τους, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι είχαν αποφασίσει πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ’ το να ζεις στην ανωνυμία. Αυτοί που μας λείπουν, μαγείρευαν τα Σαββατοκύριακα, οδηγούσαν λεωφορείο, σπούδαζαν κοινωνιολογία, νομικά ή γεωπονία, έγραφαν μυθιστορήματα, ήταν ηθοποιοί, ποιητές, ή πυγμάχοι, ήταν γιατροί σε κάτι άθλιες κλινικές, μάθαιναν ένα ένα τα πάρκα της πόλης, μέσα στα οποία αντάλλασσαν ρούχα, δίσκους, βιβλία και εμπιστοσύνη. Τα δειλινά της Κυριακής αυτοί που μας λείπουν, έλεγαν: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;», και τότε, με την οικογενειακή κούπα που μοσχοβολούσε το καλύτερο χόρτο («αυτό με τα κοτσανάκια» έλεγαν αυτοί που λείπουν), κοιτάζονταν στα μάτια με τρυφερή περηφάνια, με βίαιη στοργή, με πάθος οπλισμένο με μέλλον, γιατί αυτοί που μας λείπουν ήταν αγωνιστές.

Κι αν μας λείπουν, δεν είναι επειδή έτσι το θέλησε η τύχη ή τα καμώματα ενός θιγμένου θεού. Μας λείπουν γιατί τόλμησαν να προτείνουν μια ζωή καλύτερη απ’ την αγελαία. Μας λείπουν γιατί είπαν πως ψωμί θα υπάρχει για όλους ή για κανέναν. Μας λείπουν γιατί άναψαν ένα φως μες στο σκοτάδι -έντονο ή χλωμό, δεν έχει σημασία γιατί η λάμψη του μας οδηγεί. Μας λείπουν γιατί στο μισοσκότεινο δωμάτιο ζύγωσαν το κρεβάτι του παιδιού, το χάιδεψαν, άφησαν στο μέτωπό του το αστεράκι του ήσυχου ύπνου, κι όταν βγήκαν από κει πέρασαν στη δράση, το έκαναν ξέροντας πόσο πολλά είχαν να χάσουν, και το έκαναν με την αποφασιστικότητα αυτού που ξέρει ότι έχει δίκιο.

Όταν τους έπιασαν, όταν άρχισαν να μας λείπουν, οι μάρτυρες που δεν είχαν δει τίποτα, ψιθύρισαν: «Κάτι θα ‘χουν κάνει για να τους πιάσουν έτσι», κι είχαν δίκιο, γιατί δεν έκαναν απλώς κάτι αλλά πολλά: ονειρεύτηκαν πως μπορεί να ζήσει κανείς ο όρθιος, ονειρεύτηκαν πως η μοίρα του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι πάντα κάτεργο, ονειρεύτηκαν πως μπορεί να γίνουν ευτυχισμένοι όλοι οι άνθρωποι, ονειρεύτηκαν να θεσπίσουν έναν δίκαιο νόμο, μπροστά στον οποίο είμαστε όλοι ίσοι. Και τόλμησαν να θελήσουν να πραγματώσουν τα όνειρά τους, γιατί αυτοί που μας λείπουν, χωρίς τυμπανοκρουσίες ή ματαιοδοξίες, άγγιξαν την υπέρτατη διάσταση στην οποία μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, και γι’αυτό ακριβώς μας λείπουν: γιατί ήταν επαναστάτες.

Ανδρώθηκαν τη χειρότερη εποχή κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την κάνουν να είναι η καλύτερη. Ανακάλυψαν ότι η Ιστορία ήταν μία απάτη, κι έγιναν σοφοί για να την ξαναγράψουν με την καλλιγραφία της αξιοπρέπειας. Ήταν προορισμένοι να θριαμβεύσουν, και προτίμησαν να είναι μοναχικοί. Πέταξαν από πάνω τους το πετσί της πατρίδας κι έγιναν μέλη της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας.

Αυτοί που μας λείπουν, δεν έχουν αγάλματα στα πάρκα, αλλά ζουν ακέραιοι στη μνήμη μας. Είχαν μακριά μαλλιά, φορούσαν παντελόνια «καμπάνα», γερά παπούτσια για μεγάλες πορείες και μάλλινα πουλόβερ για τις νύχτες δράσης και προπαγάνδας, κάπνιζαν βαριά τσιγάρα, έπιναν κόκκινο κρασί, τραγουδούσαν τραγούδια του Λέο Δαν και των Ιρακούντος, οι άνδρες αγαπούσαν -δίκην κοινού μυστικού- την Τζάνις Τσόπλιν και οι γυναίκες ανακήρυσσαν τον Σάντρο ως το πιο αρσενικό των αρσενικών. Κάπου κάπου κάπνιζαν κανένα πουράκι, κάπου κάπου τους καιγόταν το ψητό. Μιλούσαν για τα πάντα για να ανακαλύψουν ξανά την αξία των λέξεων, κι όταν άρχισαν να μας λείπουν, η σιωπή τους μπροστά στους δήμιους ήταν τα λόγια τους που μας κληροδότησαν.

Από αυτούς τους ανθρώπους μας έχουν μείνει κάποιες φωτογραφίες που δεν θέλουν να είναι αντικείμενα μας θρηνωδίας. Αυτό που θέλουν, είναι να τις πάει κανείς στην αυλή του σπιτιού, κι εκεί, τη στιγμή που κάποιος ή κάποια πει: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;» και τα βλέμματα αρχίσουν να ψάχνονται μέσα στη γλυκιά και σιωπηρή συνεννόηση των δικαίων, εκείνες κι εκείνοι, αυτοί που τόσο μας λείπουν, θα βγουν απ’την εικόνα τους και θα υψωθούν στην υπέρτερη των συνωμοσιών, στη θεμελιώδη συνωμοσία κατά του ψεύδους που επιχειρεί να διαγράψει το παρελθόν με χρηματισμούς.

Ας μάθουμε να ζούμε μ’ αυτούς που μας λείπουν, επειδή αποτελούν κομμάτι μας, επειδή ξέρουμε γιατί μας λείπουν, κι επειδή την απουσία τους την αναπληρώνουμε με καμάρι”.

  • Με πληροφορίες του El Pais

Διαβάστε επίσης:

“Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει”, Luis Sepulveda

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -