11.5 C
Athens
Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου – Η ιστορία του μεγαλειώδους ποιήματος

Επιτάφιος (Γιάννης Ρίτσος)

Ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί ένα μεγαλειώδες ποίημα – ντοκουμέντο για μια από τις πιο ταραχώδεις περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, την περίοδο του Μεσοπολέμου. Το ποιητικό αυτό μοιρολόι είναι η αδιάψευστη μαρτυρία, αλλά και ο ύμνος των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων με τις δυνάμεις της κοινωνικής αντίδρασης εκείνης της εποχής.

Κανείς, ωστόσο, δεν μπορεί να αμφισβητήσει το ποιητικό του μεγαλείο. Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα πεζογραφήματα, τέσσερα θεατρικά, ποιητικές μελέτες, αλλά και μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα είναι τα «δείγματα γραφής» του Ρίτσου. Πολλοί επικρίνουν το πολύ μεγάλο σε έκταση έργο του. Σχετικά με αυτό, ο Αλεξίου πολύ εύστοχα επισημαίνει ότι «στη φωνή του Ρίτσου μοιάζουν να στριμώχνονται και να βρίσκουν στην πλειονότητα των περιπτώσεων την ευτυχή ρηματική τους απόληξη όλες οι διαστάσεις της ανθρωπινότητας. Γι’ αυτό και είναι μάλλον περιττή και ανενεργή η μομφή περί πολυγραφίας του Ρίτσου. Γιατί απλούστατα δεν πρόκειται για πολυγραφία, αλλά κυριολεκτικά για πολυκοσμία, για μια απονενοημένη, ασθμαίνουσα, ακατάπαυστη προσπάθεια του ίδιου του ποιητή να προλάβει (πριν τον προλάβει ο Αόρατος, ο Πανταχού και Πάντοτε Παρών) να γράψει για όλους και για όλα, να μην αδικήσει τίποτε και κανέναν, πράγματα και φαινόμενα, νεκρούς και ζωντανούς, να αποτυπώσει στο χαρτί τον στεναγμό της ύλης και των ανθρώπων, να ανταποκριθεί στην πολλαπλότητα ουσιών και φαινομένων» (Αλεξίου, 2010: 90). Ο Μαρωνίτης εξάλλου σημειώνει ότι «η αδιάπτωτη παραγωγή ποίησης στην περίπτωσή του είναι το αποτέλεσμα μιας σταθερής, ποιητικής και πολιτικής απόφασης, η οποία κατοχυρώνει έμπρακτα το χρέος και την αξία της εργασίας, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτει το προνόμιο της ιδιοκτησίας, ακόμη και στον τομέα της ποίησης. Όπως ο βίος, έτσι και η ποιητική συγκίνηση δεν επιτρέπεται να θησαυρίζεται, αλλά πρέπει να δημοσιεύεται και να αναλώνεται αμέσως σε ένα συνεχόμενο ποιητικό έργο» (Μαρωνίτης, 1986: 163-164).

Ο Ρίτσος αντιμετώπισε με γενναιότητα τις δυσκολίες της ζωής, τις οικογενειακές συμφορές, τις αρρώστιες, την ανέχεια και την πείνα, τις διώξεις, τις εξορίες και τους βασανισμούς. Δεν λύγισε και δεν πρόδωσε ποτέ τις ιδέες του και τα ιδανικά του. Κι όπως υπογραμμίζει ο Φυλακτού, «μέσα στην ποίησή του διασταύρωσε το προσωπικό του όραμα με την έγνοια του για τον απλό λαό, και έδειξε πως όταν μιλά για τον εαυτό του, μιλά για όλους» (Φυλακτού, 1990: 8). Μετουσίωσε με τη δύναμη της φαντασίας του τη ζωή σε ποίηση, κοιτάζοντας μέσα από τις δικές του «πληγές» τις «πληγές» όλου του κόσμου, που τόσο αγάπησε και ύμνησε.

Ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου είναι ποίημα που δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου 1936, από το εκδοτικό της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Ήδη από τον προηγούμενο μήνα είχαν εκδοθεί από την ίδια εφημερίδα, τα πρώτα 3 άσματα, από τα 20 συνολικά, υπό τον τίτλο Μοιρολόι, στις 12 Μάη του 1936.

Τα 10.000 χιλιάδες αντίτυπα που κυκλοφόρησαν, από το εκδοτικό της εφημερίδας είχαν σχεδόν εξαντληθεί, αριθμός ρεκόρ, για την εποχή. Όμως, εκείνη την περίοδο, ανακηρύχθηκε δικτάτορας ο Ιωάννης Μεταξάς και κάηκαν τα τελευταία 250 εναπομείναντα αντίτυπα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.Η οριστική μορφή του ποιήματος, εκδόθηκε 20 χρόνια αργότερα, το 1956, η οποία περιλαμβάνει και τα 20 άσματα του Επιταφίου, έξι δηλαδή παραπάνω από αυτά που περιείχε η εκδοτική του Ριζοσπάστη το 1936.

Το ποίημα αυτό είναι ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, καθώς και το ποίημα που τον έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό.

Η εικόνα που ενέπνευσε τον ποιητή.

Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1936. Οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν γύρω στον Φεβρουάριο, με κατάληψη ενός εργοστασίου ύστερα από την απόρριψη των αιτημάτων των εργατών και συνεχίστηκε με συμπαράσταση καπνεργατών από άλλα εργοστάσια. Εναντίον τους χρησιμοποιήθηκε τόσο η αστυνομία όσο και ο στρατός. Δεν υπήρχε κεντρική συγκέντρωση, αλλά μικρές συγκεντρώσεις με ομιλητές σε διάφορα μέρη της πόλης.

Οι εργατικές κινητοποιήσεις κορυφώθηκαν στην πόλη τον Μάιο του 1936, με τη μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών, που πνίγηκε στο αίμα από τη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά, με συνολικά δώδεκα νεκρούς ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης όταν αιφνιδιαστικά, αστυνομικοί, άρχισαν να πυροβολούν προς τη συγκέντρωση. Κατόπιν, οι απεργοί αντέδρασαν και αυτό που ακολούθησε είναι απερίγραπτο. Την επόμενη μέρα ο “Ριζοσπάστης” αφιερώνει το εξώφυλλό του σε αυτά τα γεγονότα. Στο εξώφυλλό του υπάρχει μια φωτογραφία, που απεικονίζει μια μητέρα, να θρηνεί πάνω από το νεκρό παιδί της, στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατία.

Ο Ρίτσος, αφού βλέπει αυτή τη σκληρή εικόνα εμπνέεται. Κλείνεται στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης 30 και συγγράφει. Όπως ο ίδιος λέει, «είχε κλειστεί στη σοφίτα του δύο μερόνυχτα και έγραφε, χωρίς να φάει και να κοιμηθεί, την τρίτη μέρα, δεν άντεξε, άρχισε να σβήνει…». Κατόπιν, παραδίδει τα πρώτα τρία ποιήματα, από τα 20 συνολικά, στον Ευθύφρονα Ηλιάδη, και δημοσιεύονται στον Ριζοσπάστη.

Πρόλογος

Ο ίδιος ο ποιητής νιώθει την ανάγκη να προλογίσει το ποίημά του. Ο ίδιος ενημερώνει το αναγνωστικό κοινό από πού εμπνεύστηκε το ποίημα, αλλά και τι θα ακολουθήσει:

Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της.

Η δομή του έργου

Μέρος Ι: Ο Θάνατος: Το πρώτο μέρος ξεκινάει με τη μάνα, που διαπιστώνει πως ο γιος της είναι νεκρός:

«Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,

πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω

καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;»

Μέρος ΙΙ: Η Απόγνωση: Η μάνα σε αυτό το μέρος, εκφράζει την απόγνωση της, για το νεκρό παιδί της:

«Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ;»

Μέρος ΙΙΙ: Το Νεκρό Σώμα: Στο τρίτο μέρος, ξεκινά η ακριβής και λεπτομερής περιγραφή του κορμιού του γιου της, που πλέον βρίσκεται στα χέρια της νεκρό:

«Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα»

[…]
«Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο»

[…]
«Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη» (κ.ο.κ)

Μέρος VI: Η Μοίρα: Στο τέταρτο μέρος η μάνα, πλέον, σκέφτεται τη μοίρα και αναρωτιέται:

«Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;»

Μέρος V: Η Απουσία: Στο πέμπτο μέρος, η μάνα, συνειδητοποιεί πως τώρα έμεινε μόνη της και ότι το κενό από τον θάνατο του γιου της είναι μεγάλο:

«Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.»

[…]
«Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.»

Μέρη VI, VII, VIII: Ο Θρήνος: Στο έκτο, έβδομο και όγδοο μέρος αρχίζει ο θρήνος της μάνας και είναι ένα από τα κυριότερα σημεία του έργου:

«Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, ποὺ ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω»

[…]
«Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐμραδιακό καλύβι;
Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει»

[…]
«Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου.
Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.»

[…]
«Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα;
Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.»

[…]
«Ποῦ πέταξε τ’ ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ’ ἀφήνει;
Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.»

[…]
«Δέν ἔμενες, καρδοῦλα μου, στ’ ἄσπρο μικρούλι σπίτι,
νὰ σ’ ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ’ ἔχω σάν σπουργίτι.»

Μέρος IX: Η Ύβρις: Στο ένατο μέρος η μάνα —δεύτερο κύριο σημείο του έργου— απευθύνεται στον Θεό:

«Κι, ἄχ, Θέ’ μου, Θέ’ μου, ἄν εἰσουν Θεός κι ἄν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.»

Μέρη X, XI, XII, XIII: Το Μοιρολόι: Στα τέσσερα αυτά μέρη, αρχίζει πια το μοιρολόι:

«Καὶ κεῖ ποὺ σὲ καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι,
ἔτρεμα μή πνοή ἀγεριοῦ στὸν οὐρανό σὲ πάρει.»

[…]
«Ἔτσι ἄχαρη με ὠμόρφαινες κ’ ἔτσι ἄμαθη – γιά κοίτα –
μές στὴ ματιά σου διάβαζα τῆς ζωῆς τὴν ἀλφαβῆτα.»

[…]
«Καὶ πάλι ἡ ἔρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, ἐσύ νὰ λείπεις
κι ἀκόμα ἐγώ νἀχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης.»

Μέρη XIV, XV, XVI, XVII: Ο Μετασχηματισμός: Στα επόμενα τέσσερα μέρη, η μητέρα, μετά το μοιρολόι, αρχίζει και μπαίνει σε ένα μεταβατικό στάδιο, και περνά λίγο πριν την Αντίσταση:

«Καὶ σύναζα ὅλα σου βουβά, σάν τὰ πουλιὰ μιά κλώσσα –
καὶ τώρα πού μοῦ μίσεψές μοῦ λύθηκεν ἡ γλῶσσα»

[…]
«…Καὶ τὸ καράβι βούλιαξε κι ἔσπασε τὸ τιμόνι
καὶ στοῦ πελάγου τὸ βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη.»

[…]
«Κι ἀκόμα μήτε νὰ πνιγῶ, μήτε ν’ ἀνέβω πάνω –
κάνω ἀπὸ κάπου νὰ πιαστῶ καὶ φύκι μόνο πιάνω»

[…]
«Λίγο ψωμάκι ζήτησες καὶ σοὔδωκαν μαχαίρι,
τὸν ἵδρωτά σου ζήτησες καὶ σοὔκοψαν τὸ χέρι.»

[…]
«Καὶ στὸ αἷμα τους τὴ φοῦστα μου κόκκινη νὰν τὴ βάψω,
καὶ νὰ χορέψω… Ἄχ, γιόκα μου, δέν πάει μου νὰ σὲ κλάψω.»

[…]
«Κόσμος περνᾶ καὶ μὲ σκουντᾶ, στρατός καὶ μὲ πατάει
κ’ ἐμέ τὸ μάτι οὐδέ γυρνᾶ κι οὐδέ σὲ παρατάει.»

[…]
«Καὶ δές, μ’ ἀνασηκώνουνε… χιλιάδες γιούς ξανοίγω,
μά, γιόκα μου, ἀπ’ τὸ πλάγι σου δέ δύνουμαι νὰ φύγω.»

Μέρη XVIII, XIX, XX: Η Ανάσταση: Στα τελευταία μέρη του έργου έρχεται η Ανάσταση και η μητέρα παίρνει τη θέση του γιου της, δίπλα στους συντρόφους του:

«Κι ἂν δέ λυγάω σὲ προσευχή, τὰ χέρια κι ἄν δέν πλέκω,
γιέ μου, τὸ ξέρεις, πιο ἀπὸ πρίν τώρα κοντά σου στέκω.»

[…]
«Νἆχα τ’ἀθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νἆχα
νὰ σοὔδινα, νὰ ξύπναγες γιὰ μιά στιγμή μονάχα»

«Νὰ δεῖς, νὰ πεῖς, νὰ τὸ χαρεῖς ἀκέριο τ’ὄνειρό σου
νὰ στέκεται ὁλοζώντανο κοντά σου, στὸ πλευρό σου.»

[…]
«Κ’ οἱ λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ κρύφθηκαν στὴν τρούπα
– μαμούνια ποὺ τὰ σάρωσε βαρειά τοῦ ἐργάτη ἡ σκοῦπα –»

[…]
«Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου,
σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.»

Ύφος – Τεχνική

Το ποίημα του Επιταφίου είναι γραμμένο σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, με επιρροές από μανιάτικο μοιρολόι, ενώ αφομοιώνει και στοιχεία Κρητικής Αναγέννησης.

Βεβαίως, το ποίημα απηχεί και στον ορθόδοξο Επιτάφιο Θρήνο. Το μοτίβο που χρησιμοποιεί ο ποιητής Θάνατος-Ανάσταση είναι εμπνευσμένο από την ιστορία του (σταυρωθέντος και αναστηθέντος) Ιησού, όπως επίσης και από αρχαιότερους (θνήσκοντες και εγειρομένους) θεούς της Αρχαίας Ελλάδας και της Αρχαίας Αιγύπτου (Ζευς, Διόνυσος, Άδωνις, Όσιρις). Ακολουθώντας, ο ποιητής, τη χριστιανική παράδοση, καταφέρνει με έναν εκπληκτικό τρόπο γραφής, να αποδώσει τις ψυχολογικές διακυμάνσεις μιας λαϊκής γυναίκας, που οδύρεται και θρηνεί, πάνω από το νεκρό σώμα του αδικοσκοτωμένου γιου της. Το γενικότερο ύφος του ποιήματος είναι γνήσιο λαϊκό. Το δημοτικό τραγούδι εισβάλλει, σε αυτό το ποίημα για πρώτη φορά στα έργα του ποιητή. Αν και ο Ρίτσος χρησιμοποίησε παραδοσιακό τρόπο γραφής, το ποίημα είναι σύγχρονο και καινοτόμο.

Το ποίημα συγγενεύει και με τη Μάνα του Χριστού, του Κώστα Βάρναλη.

Καινοτομίες (και λοιπές πληροφορίες)

Το ποίημα αυτό σηματοδοτεί το νέο ύφος γραφής του ποιητή, το οποίο ακολούθησε κι έκτοτε. Το ποιητικό έργο αυτό, είναι το πρώτο, που οριοθετεί τη γενιά του τριάντα σε δύο διακριτές φάσεις, τη φάση του καρυωτακισμού και στη φάση της νέας “κοινής” ποιητικής. Επίσης, είναι το πρώτο ποίημα, που φέρνει στην ποίηση μεγάλο τμήμα ανθρώπων, καθώς πραγματοποίησε μεγάλες πωλήσεις την εποχή εκείνη.

Επίσης η μεταφορά του στη μουσική «γέννησε» κι εκεί διάφορες καινοτομίες, όπως για παράδειγμα, ήταν το πρώτο έργο του Μίκη Θεοδωράκη κατά την επιστροφή του από το Παρίσι. Σηματοδότησε επιπλέον την πρώτη συνεργασία Χατζιδάκι – Θεοδωράκη, όπου ο Χατζιδάκις ενορχήστρωσε και έπαιξε ο ίδιος πιάνο στο έργο του Θεοδωράκη. Επιπλέον είναι το πρώτο ποίημα που εγγράφεται στην ελληνική δισκογραφία σε δίσκο LP (Long Play) δηλαδή 33 στροφών, το 1961. Τέλος, ήταν το πρώτο ποίημα, μεγάλου ποιητή, που μελοποιήθηκε, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μελοποίηση άλλων επίσης μεγάλων ποιητών, και δημιουργώντας επαφή αυτών των ποιημάτων με τον λαό.

Πρόσληψη – Μελοποίηση

Το 1959, από το Παρίσι, εμφανίζεται ο Μίκης Θεοδωράκης, που έχει μελοποιήσει το ποίημα. Το έγραφε στο αυτοκίνητό του, περιμένοντας τη γυναίκα του που είχε πάει για ψώνια, σημειώνοντας τις νότες στο βιβλίο που του είχε στείλει ο ίδιος ο Ρίτσος. Κατόπιν το στέλνει πίσω στον Ρίτσο, στον Βύρωνα Σάμιο και στον Μάνο Χατζιδάκι. Η εταιρεία τον παρέπεμψε, στον ήδη γοητευμένο από μελοποιημένη ποίηση, Χατζιδάκι. Ο συνθέτης δέχεται να το ενορχηστρώσει, στην πρώτη του λυρική εκτέλεση. Επιλέγοντας δική του φωνή (Νανά Μούσχουρη). Το αποτέλεσμα δεν ήταν το ζητούμενο, και δεν άρεσε ούτε στον Θεοδωράκη, ούτε στον Ρίτσο. Κι έτσι, ο Μίκης Θεοδωράκης κάνει τη δική του ενορχήστρωση σε ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση και εκτέλεση Μανόλη Χιώτη. Αυτή η εκτέλεση θα μπει σε όλα τα στόματα και θα αποχαιρετήσει νεκρούς (Γρηγόρης Λαμπράκης) και μαζί με το έτερο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, Ρωμιοσύνη, θα εμπνεύσει για καινούργιους αγώνες.

Εντούτοις, οι επιλογές του Θεοδωράκη αμφισβητήθηκαν καταρχήν, τόσο από τους διανοούμενους της εποχής, ελέω Μπιθικώτση (ρεμπέτης), αλλά όσο και από τον ίδιο τον ποιητή. Τελικά, ο Ρίτσος, ακούγοντας το αποτέλεσμα, θα πει:

Ήμουν λάθος! Ακριβώς εκεί ο Επιτάφιος συνάντησε τους απλούς ανθρώπους. Κι εκείνοι του δόθηκαν με τη σειρά τους. Κατάλαβαν το ποίημα. Το έκαναν δικό τους!

Ο γοητευμένος Ρίτσος, από τη δουλειά που είχε γίνει στον μελοποιημένο Επιτάφιο, θα πει κάποτε στον Θεοδωράκη:

“Ήταν τα πρώτα ποιήματά μου που είχαν μελοποιηθεί. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με τη μουσική. Μέχρι τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από τη βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά τη Ρωμιοσύνη που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσω της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ”.

Ἐπιτάφιος

– I –

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχειᾶς αὐλῆς, ἀνθέ τῆς ἐρημιᾶς μου,

Πῶς κλεῖσαν τὰ ματάκια σου καὶ δέ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δέ σαλεύεις, δέ γρικᾶς τά ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;

Γιόκα μου, ἐσύ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγε κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

Τώρα δέ μὲ παρηγορᾶς καὶ δέ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δέ μαντεύεις τὶς πληγές ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

Πουλί μου, ἐσύ ποὺ μοὔφερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δέ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;

Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.

Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κ’ εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.

Δέ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγώ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιά ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.

– II –

Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρά τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιά νερό καὶ φῶς κι ἀνθό κι ἀστάχυ ;

Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινό τραγούδι.

Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.

Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.

Καὶ τώρα ποῦ θὰ κρατηθῶ, ποῦ θὰ σταθῶ, ποῦ θἄμπω,
που ἀπόμεινα ξερό δεντρί σὲ χιονισμένο κάμπο;

Γιέ μου, ἂν δέ σοὐναι βολετό νἀρθεῖς ξανά σιμά μου,
πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω
κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκά θὰ σὲ κρατήσω.

– III –

Μαλλιά σγουρά ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
– καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμμένο –

Μάτια γλαρά ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μήν τὰ θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο που ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατειά σὰν τὰ στρωτά φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,

Μπούτια γερά σὰν πέρδικες κλειστές στὰ παντελόνια
που οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,

Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,
σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτό μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,

Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω;

– IV –

Γιέ μου, ποιά Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιά μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;

Πουρνό-πουρνό μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακρυά ὁ καμπανοκρούστης.

Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνά-πυκνά ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.

Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζί κι ἀηδόνι.

Καὶ γὼ ἡ φτωχειά κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλή κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνή ἡ ματιά μου ἐφίλα

Μιά-μιά τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θώρι
κι ἀγάλλομουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.

Κι οὐδέ κακόβαλα στιγμή κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρός τὰ βόλια νὰ κρατήσω.

Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτές μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὤ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.

– V –

Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.

Ἡ μπλέ σου ἡ μπλούζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.

Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερό τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργός θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρό περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.

Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιές ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν

Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.

Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.

– VI –

Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, που ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω

Στὸ λιακωτό καὶ κοίταζες καὶ δίχως νὰ χορταίνεις
ἄρμεγες μὲ τὰ μάτια σου τὸ φῶς τῆς οἰκουμένης

Καὶ μὲ τὸ δάχτυλο ἁπλωτό μοῦ τἄδειχνες ἕνα-ἕνα
τὰ ὅσα γλυκά, τὰ ὅσα καλά κι ἀχνά καὶ ροδισμένα

Καὶ μοὔδειχνες τὴ θάλασσα νὰ φέγγει πέρα, λάδι,
καὶ τὰ δεντρά καὶ τὰ βουνά στὸ γαλανό μαγνάδι

Καὶ τὰ μικρά καὶ τὰ φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αὐτές τὶς διαμαντόπετρες που ἵδρωνε δίπλα ἡ στάμνα.

Μά, γιόκα μου, κι ἂν μοὔδειχνες τ’ ἀστέρια καὶ τὰ πλάτια,
τἄβλεπα ἐγὼ πιό λαμπερά στὰ θαλασσιά σου μάτια.

Καὶ μοῦ ἱστοροῦσες μὲ φωνὴ γλυκειά, ζεστή κι ἀντρίκια
τόσα ὅσα μήτε τοῦ γιαλοῦ δέ φτάνουν τὰ χαλίκια

Καὶ μοὔλεες, γιέ, πὼς ὅλ’ αὐτά τὰ ὡραῖα θἆναι δικά μας,
καὶ τώρα ἐσβήστης κ’ ἔσβησε τὸ φέγγος κ’ ἡ φωτιά μας.

– VII –

Εἴσουν καλός κ’ εἴσουν γλυκός, κι εἶχες τίς χάρες ὅλες,
ὅλα τὰ χάδια τοῦ αγεριοῦ, τοῦ κήπου ὅλες τίς βιόλες.

Τό πόδι ἐλαφροπάτητο σάν τρυφερούλι ἐλάφι,
πάταγε τὸ κατώφλι μας κι ἔλαμπε σὰ χρυσάφι.

Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐμραδιακό καλύβι;
Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει

Ὤχ, δὲν ἀκούστηκε ποτές καὶ δέ μπορεῖ νὰ γίνει
νὰ καίγουνται τὰ χείλια μου καὶ νἆμαι μπρός στὴν κρήνη,

Νἆμαι κοντά σου, ἀγόρι μου, καὶ νὰ σὲ κράζω ὠιμένα,
καὶ σύ μήτε νὰ νοιάζεσαι γιὰ τὴ φτωχούλα ἐμένα.

Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου.
Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.

Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα;
Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.

Δόστε μου ἀϊτοί, νύχια, φτερά γιὰ νάν τους κυνηγήσω
καὶ τὴν καρδιά τους, μύγδαλο νάν τηνε ροκανίσω.

– VIII –

Ποῦ πέταξε τ’ ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ’ ἀφήνει;
Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.

Δέν ἔμενες, καρδοῦλα μου, στ’ ἄσπρο μικρούλι σπίτι,
νὰ σ’ ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ’ ἔχω σάν σπουργίτι,

Νὰ ταΐζω σε στὴ φοῦχτα μου σπυρί-σπυρἰ τὴ ζωή μου
καὶ μὲς στὸν ἴσκιο σου νὰ ζῶ, καμαρωτό δεντρί μου.

Καμμιᾶς κοπέλας θησαυρό δέ στάθηκες νὰ πάρεις –
ἔφευγες πάντα ἐμπρός λαμπρός καὶ πάντα καβαλλάρης.

Κ’ εἴταν χαρά σου νὰ σκορπᾷς, καὶ δόξα σου νὰ παίρνουν –
ν’ ἀνασηκώνεις ἀπ’ τὴ γῆς τὰ ὅσα βογγοῦν καὶ γέρνουν.

Κι ὅλα τὰ πλούτια σου, γλυκέ, στὸν κόσμο ἐχάριζές τα –
κι ὅλα τὰ χάρισες, κ’ ἐμέ μ’ ἀφῆκες δίχως ζέστα.

Γιέ μου, δέν ξέρω ἂν πρέπει μου νὰ σκύβω, νὰ σπαράζω,
γιά πρέπει μου ὄρθια νὰ σταθῶ, νὰ σέ χιλιοδοξάζω.

Πότε τὶς χάρες σου, μιά-μιά, τὶς παίζω κομπολόι,
πότε ξανά, λυγμό-λυγμό, τὶς δένω μοιρολόι.

– IX –

Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα!

Κι, ἄχ, Θέ’ μου, Θέ’ μου, ἄν εἰσουν Θεός κι ἄν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.

Κι ἄν εἰσουν δίκαιος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.

Γιέ μου, καλά μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορά που ὡρμήνευε, κάθε φορά που ἐμίλει:

Ἐ μ ε ῖ ς ταγίζουμε τὴ ζωή στὸ χέρι περιστέρι,
κ᾿ ἐ μ ε ῖ ς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δέν ἔχουμε στὸ χέρι –

Ἐ μ ε ῖ ς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοί κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.

Ἄχ, γιέ μου, πιά δέ μοὔμεινε καμμιά χαρά καὶ πίστη –
καὶ τὸ χλωμό καὶ τὸ στερνό καντήλι μας ἐσβήστη.

Καί, τώρα, ἐπά’ σὲ ποιά φωτιά τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;

– Χ –

Ὅλα μοῦ τἄδειχνες ἐσύ, παιδί μου κι ἄρχοντά μου,
κι ὡς τἄβλεπες ὅὁα ἔφεγγαν σὰ νἄταν σ’ ὥρα γάμου.

Κι ὅλα κοντά μου τἄφερνες, γνέφια, πουλιά κι ἀστέρια,
ποὔλεγα κ’ ἔτσι νἄκανα θὰ τἄπιανα στὰ χέρια.

Καί, νάσου ἑνα ἀνοιξιάτικο ποὐρχόταν συγνεφάκι
στὰ γόνατά σου νὰ τριφτεῖ σὰν ἄσπρο προβατάκι.

Κ’ ἔτσι στητός μοῦ φαίνοσουν τοῦ κόσμου ὁλου πατέρας
καὶ πάλι τόσο ἀνάλαφρος σά φῶς καὶ σάν ἀγέρας.

Καὶ κεῖ ποὺ σὲ καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι,
ἔτρεμα μή πνοή ἀγεριοῦ στὸν οὐρανό σὲ πάρει

Πάνου ἀπ’ τὶς στέγες τῶν σπιτιῶν, πάνου ἀπ’ τὰ δεντροκήπια
– χτύπος καρδιᾶς στῶν ἀστεριῶν τὰ πρῶτα καρδιοχτύπια –

Κεῖ πάνου που ἀχνοσβήνανε τοῦ σύθαμπου τὰ ρόδα
κι ἀνάμεσά τους βούλιαζε χρυσή τοῦ γήλιου ἡ ρόδα.

Κ’ ἔτσι πάει κ’ ἔλα ἡ ὄψη σου, μιά φῶς μιά σκιά καλέ μου,
μ’ ἴσκιωνε καὶ μὲ φώτιζε σά διάνεμα τοῦ ἀνέμου.

– ΧΙ –

Ἔτσι ἄχαρη με ὠμόρφαινες κ’ ἔτσι ἄμαθη – γιά κοίτα –
μές στὴ ματιά σου διάβαζα τῆς ζωῆς τὴν ἀλφαβῆτα.

Καὶ μάθαινα ἀπὸ τὴν ἀρχή πιό ὡραία τὰ μαθημένα
καὶ μέτραγα στὰ δάχτυλα καὶ τἄβρισκα ὅλα ἕνα.

Ἕνα κ’ ἡ γῆς καὶ ὁ οὐρανός, τὸ φῶς, τὸ χρῶμα, ἡ βιόλα
καὶ τοῦτο τὸ ἕνα εἰσουνα ἐσύ καὶ πάλι ἐσύ ‘σουν ὅλα!

Κ’ ἔψαχνα ποῦ τὰ γνώρισα, ποῦ τάιδα, ποῦ καὶ πότες;
κ’ ἔτσι σκυφτή ὁπως τάιζα ἑνα σούρουπο τὶς κόττες,

Ἔνιωθα πάνω μου βαθύς ὁ θόλος ν’ ἀνασαίνει
καὶ τ’ ἄστρα ὡς νὰ μὲ χτένιζαν μὲ σιντεφένιο χτένι…

Καὶ ξάφνου ἀνανοήθηκα τὸ τί ‘ταν ἡ ἀναγάλλια
ποὺ μ’ ἔπαιρνε καὶ μ’ ἔφερνε στὰ οὐράνια ἀγάλια-ἀγάλια.

Κ’ εἶδα τὸ πότε καὶ τὸ ποῦ, τὶς φωτοσκιές τοῦ δάσου:
στὴν πόρτα ἐστέκοσουν ἐσύ καὶ μ’ ἔβλεπε ἡ ματιά σου!

Τώρα τὰ μάτια σου ἔκλεισαν καὶ γώ κλείστηκα ἀπ’ ἔξω
κι οὔτε ἔχω πέτρα νὰ σταθῶ καὶ δρόμο πιὰ νὰ τρέξω.

– ΧΙΙ –

Γιέ μου, ἄν πονᾶς τὴν ὀρφανή ποὺ στέκει ἐξω ἀπ’ τὴ θύρα,
ἄνοιξε τὰ ματάκια σου καὶ μιά στιγμούλα τήρα

Τούτη τὴ γριά τὴν ἄμοιρη, τὴ γριά τὴ διακονιάρα
π’ οὐδε ἄνθρωπος κι οὐδέ θεός τῆς ρίχνει μιά δεκάρα

Καὶ κάθεται καὶ μύρεται στὴ ματωμένη ρούγα
μὲ ξεγδαρμένη τὴν καρδιά, σπασμένη τὴ φτερούγα.

Γιέ μου, ὁλα κάνανε φτερά κι ὅλα μ’ ἀφῆκαν πίσω
δέν ἐχω μάτι γιὰ νὰ ἰδῶ, στόμα γιὰ νὰ μιλήσω,

Μόνο βαθιά κι ἀπόμακρα κάτι σὰ βουή διαβαίνει
κι ἀκούω τὴν ἴδια μου φωνή καὶ φαίνεταί μου ξένη,

Ξένη φωνή, πικρή φωνή – τί λέει καὶ ξαναλέει; –
καὶ κλαίω γιὰ σέ καὶ κλαίω γι’ αὐτή ποὺ τὴν ἀκούω νὰ κλαίει

Καὶ χαίρουμαι νὰν τὴν γροικῶ γιὰ ν’ ἀνεβαίνει νάμα
πιὸ δυνατό ἀπ’τὴ ρίζα μου καὶ πιὸ στριγγό τὸ κλάμα.

Καὶ πάλι ἡ ἔρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, ἐσύ νὰ λείπεις
κι ἀκόμα ἐγώ νἀχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης.

– ΧΙΙΙ –

Γιέ μου, τὸ στόμα σου καρδιά, τὸ φρύδι χελιδόνι,
τὸ μάτι δρόσο καὶ φωτιά, τανάλια τὸ σαγόνι.

Σάν τὸ λιοντάρι δυνατός, κ’ ἤρεμος σάν πιτσούνι
κ’ ἡ ἀνάσα σου ὡς τ’ ἀποσπερνό του κοπαδιοῦ κουδούνι.

Μα ὡς κάτι νὰ σὲ φώναζε μὲς στὴ χρυσήν ἑσπέρα,
πάντα σου ἀγνάντευες ψηλά καὶ πάντα πάρα πέρα,

Σάν κάποιος φίλος μπιστικός νὰ σφύρε νὰ σ’ ἐκάλει
γιὰ μιὰ κρυφήν ἀντάμωση σ’ ἀνέγνωρο ἀκρογιάλι…

Κ’ ἔστηνα ἡ ἔρημη τ’ αὐτί νὰ ἰδῶ, νὰ καταλάβω
τί σ’ ἤθελαν καὶ τί ’θελες, σὲ ποιόνα ἐστριβες κάβο.

Κ’ ἔψαχνα μὲ τὰ μάτια μου νὰ ἰδῶ ποῦ πάει ἡ ματιά σου
κι ὡς νἄνιωθες που ἀμίλητη σοῦ ’κραζα «γιέ μου, στάσου!»

Γύρναγες, μ’ ἀχνογέλαγες κ’ ἔλεγες «δῶ εἰμαι μάνα…»
κι ἀκούγονταν ἀπόμακρα τοῦ ἑσπερινοῦ ἡ καμπάνα.

Κ’ ἔπινα μὲ τὸ σάλιο μου μιᾶς τρυφεράδας γέψη
ποὺ εγώ δέ μάντευα καὶ σύ τἄχες ὅλα μαντέψει!

– ΧΙV –

…Ἄχ, γιέ μου, γιέ μου, γιόκα μου, δέ δύναμαι ἄλλο ἡ ἔρμη,
χτυποῦν, χτυποῦν τὰ δόντια μου σά νὰ μὲ πιάνει θέρμη

Καὶ θέλω νὰ κουκουλωθῶ πιὸ πάνου ἀπ’ τὸ κεφάλι
κι οὔτε ἥλιο πιά νὰ ματαιδῶ, καὶ νά, πετιέμαι πάλι

Νὰ πῶ, νὰ πῶ τὶς χάρες σου, νὰν τὶς ξαναστήσω
σὰ νἄταν, γιέ μου, μπορετό νὰ σὲ γυρίσω πίσω.

Γιατι ὅσο ἐδῶ εἰσουν, γιόκα μου, θάμπος βαθύ μ’ ἐκράτει
κ’ ἡ σιγαλιά μὲ κλείδωνε σὲ μαγικό παλάτι.

Καὶ μόνο τὰ δυό μάτια μου σὲ παῖρναν τὸ κατόπι
σὰ δυό πιστά, πικρά σκυλιά ποὺ τἄσκιαξαν οἱ ἀνθρῶποι.

Καὶ σύναζα ὅλα σου βουβά, σάν τὰ πουλιὰ μιά κλώσσα –
καὶ τώρα πού μοῦ μίσεψές μοῦ λύθηκεν ἡ γλῶσσα

Καὶ λέω καὶ λέω, ἀγόρι μου, δίχως νὰ ξαποστάσω,
σά νὰ κρατῶ ἑνα θησαυρό καὶ τρέμω μήν τὸ χάσω,

Καὶ ν’ ἀποθέσω θέλω τον στὰ γόνατα τῆς πλάσης
πιό πλούσια νὰ γενεῖ ἡ ζωή καὶ σύ νὰ μήν περάσεις!

– XV –

Στὸ παραθύρι στέκοσουν κ’ οἱ δυνατές σου οἱ πλάτες
φράζαν ἀκέρια τὴν μπασιά, τή θάλασσα, τίς στράτες.

Κι ὁ ἴσκιος σου σάν ἀρχάγγελος πλημμύριζε τὸ σπίτι
καὶ κεῖ στ’ αὐτί σου σπίθιζε ἡ γαζία τοῦ ἀποσπερίτη.

Κ’ εἴταν τὸ παραθύρι μας ἡ θύρα ὁλου τοῦ κόσμου
κ’ ἔβγαζε στόν παράδεισο ποὺ τ’ ἄστρα ἀνθίζαν, φῶς μου!

Κι ὡς στέκοσουν καὶ κοίταζες τὸ λιόγερμα ν’ ἀνάβει,
σάν τιμονιέρης φάνταζες κ’ ἡ κάμαρα καράβι.

Καὶ μές στὸ χλιό καὶ γαλανό το απόβραδο – ἔγια λέσα! –
με ἀρμένιζες στὴ σιγαλιά τοῦ γαλαξία μέσα.

…Καὶ τὸ καράβι βούλιαξε κι ἔσπασε τὸ τιμόνι
καὶ στοῦ πελάγου τὸ βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη.

Κι ἀκόμα μήτε νὰ πνιγῶ, μήτε ν’ ἀνέβω πάνω –
κάνω ἀπὸ κάπου νὰ πιαστῶ καὶ φύκι μόνο πιάνω

Τὸ φύκι σπάει κι ὁ ὠκεανός μὲ σέρνει στὰ νερά του
κι οὔδε γνωρίζω τώρα ποιό τὸ πάνου ποιό τὸ κάτου.

– XVI –

Τί ἔκανες, γιέ μου, ἐσὺ κακό; Γιὰ τοὺς δικούς σου κόπους
τὴν πλερωμή σου ζήτησες ἀπ’ ἄδικους ἀνθρώπους.

Λίγο ψωμάκι ζήτησες καὶ σοὔδωκαν μαχαίρι,
τὸν ἵδρωτά σου ζήτησες καὶ σοὔκοψαν τὸ χέρι.

Δέν εἴσουν ζήτουλας ἐσύ νὰ πᾷς παρακαλιῶντας,
μὲ τὴ γερή σου τὴν καρδιά πῆγες ὀρθοπατῶντας

Καὶ χύμηξαν ἀπάνου σου τὰ σμουλωχτά κοράκια
καὶ σοὔπιαν τὸ αἷμα, γιόκα μου, σοῦ κλείσαν τὰ χειλάκια

Τώρα οἱ παλάμες σου οἱ ἀχνές, μονάκριβέ μου κρίνε,
σὰ δυό πουλάκια ἀνήμπορα καὶ λυπημένα μοῦ εἶναι,

Ποὺ τὰ φτερά τους δίπλωσαν καὶ πιά δέ φτερουγᾶνε
καὶ τὰ κρατάω στὰ χέρια μου καὶ δέ μοῦ κελαϊδᾶνε.

Ὤ, γιέ μου, αὐτοί ποὺ σ’ ἔσφαξαν σφαγμένα νὰ τὰ βροῦνε
τὰ τέκνα τους καὶ τοὺς γονιούς καὶ στὸ αἷμα νὰ πνιγοῦνε.

Καὶ στὸ αἷμα τους τὴ φοῦστα μου κόκκινη νὰν τὴ βάψω,
καὶ νὰ χορέψω… Ἄχ, γιόκα μου, δέν πάει μου νὰ σὲ κλάψω.

– XVII –

Βασίλεψες, ἀστέρι μου, βασίλεψε ὅλη ἡ πλάση,
κι ὁ ἥλιος, κουβάρι ὁλόμαυρο, τὸ φέγγος του ἔχει μάσει.

Κόσμος περνᾶ καὶ μὲ σκουντᾶ, στρατός καὶ μὲ πατάει
κ’ ἐμέ τὸ μάτι οὐδέ γυρνᾶ κι οὐδέ σὲ παρατάει.

Καὶ δές, μ’ ἀνασηκώνουνε… χιλιάδες γιούς ξανοίγω,
μά, γιόκα μου, ἀπ’ τὸ πλάγι σου δέ δύνουμαι νὰ φύγω.

Ὅμοια ὡς ἐσένα μοῦ μιλᾶν καὶ μὲ παρηγορᾶνε
καὶ τὴν τραγιάσκα σου ἔχουνε, τὰ ροῦχα σου φορᾶνε.

Τὴν ἄχνα ἀπ’ τὴν ἀνάσα σου νοιώθω στὸ μάγουλό μου,
ἄχ, κ’ ἕνα φῶς, μεγάλο φῶς, στὸ βάθος πλέει τοῦ δρόμου.

Τὰ μάτια μου σκουπίζει τα μιά φωτεινή παλάμη,
ἄχ, κ’ ἡ λαλιά σου, γιόκα μου, στὸ σπλάχνο μου ἔχει δράμει.

Καὶ νά ποὺ ἀνασηκώθηκα, τὸ πόδι στέκει ἀκόμα –
φῶς ἱλαρό, λεβέντη μου, μ’ ἀνέβασε ἀπ’ τὸ χῶμα.

Τώρα οἱ σημαῖες σὲ ντύσανε. Παιδί μου, ἐσύ, κοιμήσου,
καὶ γώ τραβάω στ’ ἀδέρφια σου καὶ παίρνω τὴ φωνή σου.

– XVIΙI –

Τὰ ποὔλεγες κι οὐτ’ ἤθελα πιστέψω καὶ γροικήσω
κι ἀπόπαιρνά σε, μάτια μου, χωρίς νὰ σὲ γνωρίσω,

Τὰ ποὺ δὲ μοὔπαν οἱ καιροί κι ὄλου τοῦ κόσμου οἱ γλῶσσες,
μοῦ τἄπε μόνο ἡ μιά στιγμή, ξεχωριστή στὶς τόσες.

Ποὖσαι, καλέ μου, νὰ χαρεῖς καὶ νὰ σταθεῖς κοντά μου;
Ἄκου, τὰ λόγια σου λαλῶ καὶ πλάτυνε ἡ καρδιά μου

Κι ὅλο τὸν κόσμο, σὰν κ’ ἐσέ, δύνεται νὰ σφαλίσει
καὶ γέρεψε καὶ δύνεται νὰ πλάσει, νὰ γκρεμίσει.

Δέν εἶναι ξόδι τοῦτο δῶ, πιότερο γάμος μοιάζει,
δάκρυ καὶ γέλιο, ἀγάπη, ὀργή, τὸ κάθε μάτι στάζει.

Γιόκα μου τὸ φρυδάκι σου τί σούφρωσες, γιὰ πέ μου,
μήπως κακοκαρδίστηκες ποὺ φεύγω σου, καλέ μου;

Πουλί μου, χίλιες δυό ζωές μὲ σένανε μὲ δένουν,
κι ὅσοι ἀγαπιοῦνται καὶ νεκροί ποτέ τους δέν πεθαίνουν.

Κι ἂν δέ λυγάω σὲ προσευχή, τὰ χέρια κι ἄν δέν πλέκω,
γιέ μου, τὸ ξέρεις, πιο ἀπὸ πρίν τώρα κοντά σου στέκω.

– XIX –

Νἆχα τ’ἀθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νἆχα
νὰ σοὔδινα, νὰ ξύπναγες γιὰ μιά στιγμή μονάχα,

Νὰ δεῖς, νὰ πεῖς, νὰ τὸ χαρεῖς ἀκέριο τ’ὄνειρό σου
νὰ στέκεται ὁλοζώντανο κοντά σου, στὸ πλευρό σου.

Βροντᾶνε στράτες κι ἀγορές, μπαλκόνια καὶ σοκάκια
καὶ σοῦ μαδᾶνε οἱ κορασιές λουλούδια στὰ μαλάκια.

Γιὰ τὸ αἷμα ποὔβαψε τὴ γῆς ἀντριεύτηκαν τὰ πλήθια,
– δάσα οἱ γροθιές, πέλαα οἱ κραυγές, βουνά οἱ καρδιές, τὰ στήθεια –

Ἔσμιξε ἡ μπλούζα τὸ χακί, φαντάρος τὸν ἐργάτη
κι ἀστράφτουν ὅλοι μιά καρδιά – βουλή, σφυγμός καὶ μάτι.

Ὤ, τί ὄμορφα σάν σμίγουνε, σάν ἀγαπιοῦνται οἱ ἀνθρῶποι,
φεγγοβολᾶνε οἱ οὐρανοί, μοσκοβολᾶνε οἱ τόποι,

Κι ὅπως περνᾶν, λεβέντηδες, γεροί κι ἀδελφωμένοι,
λέω καὶ θὰ καταχτήσουνε τὴ γῆς, τὴν οἰκουμένη.

Κ’ οἱ λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ κρύφθηκαν στὴν τρούπα
– μαμούνια ποὺ τὰ σάρωσε βαρειά τοῦ ἐργάτη ἡ σκοῦπα –

Ὤ, ποὖσαι, γιόκα μου, νὰ δεῖς, πουλί, ν’ ἀναγαλλιάσεις,
καί, πρὶν κινήσεις μοναχό, τὸν κόσμο ν’ ἀγκαλιάσεις.

– XX –

Γλυκέ μου, ἐσὺ δέ χάθηκες, μέσα στὶς φλέβες μου εἶσαι.
Γιέ μου, στὶς φλέβες ὁλουνῶν, ἔμπα βαθιά καὶ ζῆσε.

Δές, πλάγι μας περνοῦν πολλοί, περνοῦν καβαλλαραίοι –
ὅλοι στητοί καὶ δυνατοί καὶ σὰν κ’ ἐσένα ὡραῖοι.

Ἀνάμεσά τους, γιόκα μου, θωρῶ σε ἀναστημένο –
τὸ θώρι σου στὸ θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

Καὶ γώ ἡ φτωχή καὶ γώ ἡ λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ ὅλους,
μὲ τὰ μεγάλα νύχια μου κόβω τὴ γῆ σὲ σβώλους

Καὶ τοὺς πετάω κατάμουτρα στοὺς λύκους καὶ στ’ ἀγρίμια
ποὺ μοὔκαναν τῆς ὄψης σου τὸ κρούσταλλο συντρίμμια.

Κι ἀκολουθᾶς καὶ σύ νεκρός, κι ὁ κόμπος τοῦ λυγμοῦ μας
δένεται κόμπος τοῦ σκοινιοῦ γιὰ τὸ λαιμό τοῦ ὀχτροῦ μας.

Κι ὡς τὄθελες (ὡς τὄλεγες τὰ βράδια μὲ τὸ λύχνο)
ἀσκώνω τὸ σκεβρό κορμί καὶ τὴ γροθιά μου δείχνω.

Κι ἀντίς τ’ ἄφταιγα στήθειά μου νὰ γδέρνω, δές, βαδίζω
καὶ πίσω ἀπὸ τὰ δάκρυα μου τὸν ἥλιο ἀντικρύζω.

Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου,
σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.

  • Φωτογραφίες: Κώστας Μπαλάφας (Μάνες)

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -