«Χάθηκα στη μονάζουσα ρεματιά οπού τρύπωσε
μόλις ακουόμενο ανάμεσα
σε λογιώ-λογιώ χορταράκια
τ’ ανάλαφρου νερού το ψιθυριστό δείλιασμα.
Βρομοθήλυκο εσύ Αντιφατικότητα
συγκρούεσαι διαρκώς με το θάμβος μου καθώς αναίμαχτος
ακούω σωρηδόν αγαλλόμενα τ’ αηδόνια
καθώς ανελλιπώς εκκλησιάζομαι στην απεραντοσύνη.
Αχ να ‘βλεπα λιγάκι τη θωριά σου αγερομάτα μου
σε εικονίζω πάλι να εκκολάπτεσαι στην ιώδη σου θλίψη
εσύ σχεδόν ασώματη σε μακρουλές βάναυσες ώρες
και μένα οι καμπύλες σου στην ερημιά μ’ αποτεφρώνουν.
Εκείθε στην καρδιά του δάσους μάγισσες
κυματιστές με τέτοια μαλλιαρά χρώματα
στην όψη τους ολοφύρεται πικρά σαν άγραφη ένσταση
η διοχέτευση στην Απουσία.»
(Ν. Καρούζος, Ποιήματα, Ίκαρος)