Tης Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Τη βραδιά της παρουσίασης του προγράμματος για το 2014-15 στον πολυχώρο «Vault», συνάντησα ένα νέο με ποιητική φυσιογνωμία και αρμονικά χαρακτηριστικά να παρακολουθεί σεμνά τα δρώμενα από μια γωνιά του φουαγιέ. Ένιωσα αμέσως οικεία μαζί του, σαν να είχαμε συναντηθεί ξανά, σαν να είχαμε στο παρελθόν φιλικούς δεσμούς, ακόμα και συγγενικούς. Πριν ακόμα του μιλήσω, προσπάθησα να συγκεντρωθώ και να θυμηθώ από πού τον γνώριζα. Οι ανθρώπινες σχέσεις όμως απλοποιούνται όταν αποφασίσεις να εκτεθείς. Αυτό έπραξα πάραυτα και έλαβα από τον ίδιο την ευγενική απάντηση μαζί με μια ερώτηση κι ένα γοητευτικό χαμόγελο, «μήπως με είδατε στην ταινία;». Σε μια στιγμή αιφνίδιας έκλαμψης, εντός και εκτός χρόνου, κυριάρχησα στο νου μου και θυμήθηκα το υπέροχο «Xenia» του Πάνου Κούτρα που μόλις καμιά δεκαριά μέρες πριν με είχε συνεπάρει στον κινηματογράφο. Οπότε η σαγηνευτική ψευδαίσθηση πήρε ολοταχώς όνομα σαν το νερό κάτω από το φως του ήλιου που η επιφάνειά του λάμπει από την εμπειρία του φωτός. Λεγόταν Νίκος Γκέλια, ήταν ο ένας εκ των δύο πρωταγωνιστών του «Xenia» και το ραντεβού μας ορίστηκε μία εβδομάδα αργότερα άμα τη επιστροφή του από το Βέλγιο, όπου παρευρέθηκε στην προβολή της ταινίας τους εκεί. Δεν είναι διόλου τυχαίο αλλά απολύτως φυσικό ότι εξαρχής τον θεώρησα γνώριμο και αγαπητό πρόσωπο διότι η μορφή του έφερε τη διαύγεια και τη φυσικότητα ενός χαρακτήρα που με είχε άμεσα συγκινήσει στην ταινία. Του Όντυ (από το Οδυσσέας), συναισθηματικού αλλά και συγκρατημένου, οργανωτικού και ρεαλιστή, τρυφερού, προστατευτικού, σκληρού κι ευαίσθητου ταυτόχρονα. Αν και έδειχναν ως τα δύο άκρα αντίθετα με τον κινηματογραφικό αδελφό του, τον Ντάνυ, εν τέλει ενώνονταν και δημιουργούσαν έναν ισχυρό δεσμό. Η τέταρτη, κατά σειρά, ταινία του Πάνου Χ. Κούτρα έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στις Κάννες, στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» και -διόλου τυχαία- έκλεψε τις εντυπώσεις. Με τον Νίκο Γκέλια ξεδιπλώσαμε όλη του τη ζωή. Από τα παιδικά του χρόνια στο Φιέρι της Αλβανίας μέχρι τις Κάννες και τη θεατρική παράσταση στην οποία φέτος παίζει μαζί με εκλεκτούς συναδέλφους του. Άπλωσε τη σκέψη του, μίλησε για τα ενδιαφέροντά του, την αγάπη του για τον κινηματογράφο και το θέατρο, για όσα τον προσδιορίζουν, όσα τον διαμόρφωσαν και όσα τον ενθουσιάζουν. Τα μάτια του ήταν τόσο ειλικρινή, το πρόσωπό του τόσο καθαρό, οι κινήσεις του τόσο εκφραστικές, η φωνή του τόσο βέβαιη και ευχάριστη, ώστε μια ακαταμάχητη συμπάθεια μου ξύπνησε. Ναι, οι αρετές του είναι πολλές! Θαύμασα την σοβαρότητά του, την περιέργειά του, την καλλιέργειά του, το πάθος του, την αφοσίωσή του, την ωριμότητά του. Επίσης την ατσάλινη κρίση του, την οποία η ζωή με την πάροδο του χρόνου όχι μόνο δεν θα τη φθείρει αλλά θα την ακονίζει κιόλας. Όσο για το ταλέντο του; Είναι ιδιαίτερο και μοναδικό. Θα έχετε στη διάθεσή σας, άλλωστε, όλο το χρόνο για να το διαπιστώσετε στις “Μικρές Ιστορίες Φόνων”, τη νέα παράσταση σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζιά και κείμενο του Παναγιώτη Μπρατάκου, που παρουσιάζεται στο θέατρο «Vault» και στην οποία ο Νίκος κάνει εντυπωσιακά το ντεμπούτο του.
Διαβάστε τη συνέντευξη.
Φωτογραφίες: cat is art
Ειρήνη Αϊβαλιώτου: Αρχίζοντας θα ήθελα να μου πεις για τα παιδικά σου χρόνια.
Νίκος Γκέλια: Γεννήθηκα στα Τίρανα. Έμεινα εκεί μέχρι τα πέντε μου χρόνια. Στη συνέχεια μετακόμισα στο Φιέρι, σε μια άλλη πόλη της Αλβανίας, διότι οι γονείς μου φύγανε για να έρθουν στην Ελλάδα.
Σε ποια ηλικία ήσουν τότε;
* Ήμουν πέντε χρονών. Πέρασα ένα χρόνο μόνος με γιαγιάδες, θείους και θειάδες που έμεναν εκεί. Ήρθα στην Ελλάδα όταν ήμουν έξι χρονών, τότε που οι γονείς μου μπόρεσαν να βρουν μια δουλειά κι ένα σπίτι.
Πώς έφθασες στην Ελλάδα;
* Με έβαλαν σε ένα ταξί που είχαν νοικιάσει από την Αλβανία και έτσι ήρθα στην Αθήνα.
Από τα πρώτα παιδικά χρόνια στην Αλβανία, τι θυμάσαι έντονα;
* Έχω πολλές αναμνήσεις από την εξοχή, η οποία υπάρχει σε μεγάλο βαθμό, τουλάχιστον τότε υπήρχε. Τώρα αρχίζει και χτίζεται πολύ η χώρα. Έχουν μπει πολλές οικοδομικές εταιρείες και χτίζουν τα πάντα. Θυμάμαι το νηπιαγωγείο στο οποίο ήμουν. Ήταν ολοήμερο και οι γονείς μου έρχονταν και με έπαιρναν το απόγευμα μετά τις 4, όταν σχολούσαν από τις δουλειές τους. Θυμάμαι τους φίλους μου. Όταν τυχαίνει και πηγαίνω, τους βλέπω, τα λέμε, είναι ωραία. Το πιο χαρακτηριστικό είναι ίσως ο τελευταίος χρόνος που ήμουν και μόνος μου, τότε που είχαν φύγει οι γονείς μου. Θυμάμαι λοιπόν κάθε μέρα να παίρνω την τσάντα μου από το σπίτι της θείας μου, να περπατάω 20 – 25 λεπτά για να φτάσω στο σχολείο. Μόνος πήγαινα και μόνος γύριζα. Πρώτη δημοτικού, σε μια Αλβανία τότε, που παρά την αλλαγή που είχε ξεκινήσει, οι άνθρωποι ήταν πολύ φιλόξενοι και εγκάρδιοι. Δηλαδή το να πάει ένα παιδί μόνο του, 25 λεπτά περπάτημα στο δημοτικό και να γυρίσει, τώρα εδώ μας ακούγεται λίγο περίεργο, αλλά τότε οι άνθρωποι ήταν πολύ προστατευτικοί απέναντι στα παιδιά.
Έρχεσαι λοιπόν εδώ, κάνεις και το δημοτικό και τη μέση εκπαίδευση. Παράλληλα, αρχίζεις και δουλεύεις πριν ακόμα τελειώσεις το σχολείο. Πότε όμως σκέφτηκες ότι ήθελες να γίνεις ηθοποιός; Το είχες από μικρός στο μυαλό σου ή προέκυψε ξαφνικά στο σχολείο; Διαπίστωσες τότε ότι έχεις μια κλίση ή μήπως σε παρότρυνε κάποιος;
* Όχι, με πήρε το ρεύμα, έτσι πάει. Ήμουν από τα τυχερά παιδιά, που ακόμα κι από το δημοτικό, είχα θεατρική παιδεία, είχαμε θεατρικές ομάδες, κάναμε θεατρικά έργα. Αυτό συνεχίστηκε. Θυμάμαι, δηλαδή, να συμμετέχω στις παραστάσεις του σχολείου από τη δευτέρα δημοτικού. Σαν παιδάκι κι εγώ, όπως όλοι. Μέχρι την τρίτη δημοτικού, ήμουν στη θεατρική ομάδα του ολοήμερου σχολείου. Περιμένοντας λοιπόν τους γονείς μου μέχρι να έρθουν να με πάρουν, έμενα στο σχολείο όπου μας έκαναν θέατρο. Αυτό συνεχίστηκε και στο Γυμνάσιο, που είχε θεατρική ομάδα, αλλά και αργότερα στο Λύκειο. Εκεί όμως πήρα και εγώ την πρωτοβουλία, επειδή δεν είχε θεατρική ομάδα. Βρήκα έναν καθηγητή με τον οποίο απλά μιλούσαμε την ίδια γλώσσα και του είπα «δεν θα κάνουμε μια θεατρική ομάδα, είναι πολλά τα παιδιά που θέλουν». Ευτυχώς κι αυτός ήθελε, έτσι ξεκινήσαμε να κάνουμε και στο Λύκειο. Δεν ήθελα να το χάσω αυτό από τη ζωή μου. Με αυτόν τον καθηγητή, ακόμα και τώρα, συναντιόμαστε και μιλάμε, έχουμε κρατήσει πολύ καλή επικοινωνία.
Πότε αποφάσισες να το ακολουθήσεις κι ως σταδιοδρομία;
* Τελειώνοντας το Λύκειο είχα αποφασίσει ήδη ότι αυτό μου αρέσει να κάνω. Ήμουν καλός μαθητής, του 17, του 18 και του 19. Η μάνα μου έλεγε κάθε φορά ότι πρέπει να διαβάζω γιατί μόνο αν έφερνα καλούς βαθμούς θα με άφηνε να συνεχίσω στο θέατρο. «Φέρνε μου καλούς βαθμούς, κάνε το θέατρό σου, πήγαινε όπου θες», μου έλεγε. Έτσι φθάνοντας στο Λύκειο σκέφτηκα πως εκεί που νιώθω ζωντανός κι ό, τι κάνω με γεμίζει σαν άνθρωπο, είναι το θέατρο. Οπότε όταν η μητέρα μου, μου έλεγε να διαβάσω για τις πανελλήνιες, της απαντούσα: «Αφού τελειώσω την πρόβα». Είχα βάλει τις προτεραιότητές μου. Τελειώνοντας το Λύκειο, έκανα θέατρο στην ομάδα του δήμου.
Στο Ίλιον;
* Ναι, στο Ίλιον. Με τη Δήμητρα Χριστοδούλου. Εκεί συμμετείχα κι εγώ.
Μίλησέ μου γι’ αυτούς που σε βοήθησαν τον πρώτο καιρό;
* Τρία είναι τα πρόσωπα τα οποία με στήριξαν για να πάρω αυτή την απόφαση ώστε να ακολουθήσω αυτό που αγαπώ. Τους χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Είναι η Δήμητρα Χριστοδούλου, που είναι ποιήτρια και είχε κάνει τη θεατρική ομάδα. Επίσης η Εύα Ίσια, η οποία είναι μια καθηγήτριά μου από το γυμνάσιο με την οποία ακόμα και τώρα μιλάμε. Η Εύα, μόλις τελείωνα το γυμνάσιο, με πήρε σε έναν πολιτιστικό σύλλογο τον οποίο είχε φτιάξει με άλλα μεγαλύτερά μου παιδιά γιατί είδε ότι ζω εκεί, στο θέατρο. Μάλιστα μέχρι και το πρώτο έτος της Δραματικής, πήγαινα στον Σύλλογο και συμμετείχα ενεργά. Τέλος, να αναφέρω εδώ και τον Δημήτρη Βασιλείου, τον καθηγητή μου στο Λύκειο που, όπως είπα και παραπάνω, δέχθηκε και στήριξε την πρότασή μου να κάνουμε τη θεατρική ομάδα. Και με τον κύριο Βασιλείου συναντιόμαστε και μιλάμε ακόμη. Είναι δίπλα μου σε όποια άγχη και όποια προβλήματα έχω.
Βρέθηκαν αυτοί οι άνθρωποι δίπλα σου. Πιστεύω όμως ότι μερικές φορές την τύχη μας την προκαλούμε και την υποκινούμε με κάποιο τρόπο.
* Δεν νομίζω ότι έμεινα με σταυρωμένα τα χέρια και φυσικά δεν έκανα μόνο ό, τι μου αναλογούσε. Όμως τους οφείλω πολλά πράγματα. Μου πρόσφεραν τεράστια ψυχική, κι όχι μόνο, βοήθεια. Τότε με είδαν από τη δραματική σχολή οι καθηγητές και έτσι συνέχισα πιο επαγγελματικά.
Σε ποια σχολή;
* Στου Ιάκωβου Καμπανέλλη, στην Αγία Βαρβάρα.
Με ποιους καθηγητές γνωρίζεσαι στη Δραματική Σχολή, τι σου δίνουν αυτοί οι άνθρωποι και τι έχεις κρατήσει στο μυαλό σου από αυτούς;
* Είχα την τύχη πρώτα από όλα να γνωρίσω το θέατρο από μέσα. Δηλαδή σε μια δραματική σχολή μαθαίνεις πως δεν είναι μόνο η παράσταση, το χειροκρότημα, το να πάμε να κάνουμε κάτι, να νιώσουμε καλά. Όταν θες να γίνεις επαγγελματίας, οφείλεις να πονέσεις γι’ αυτό, να δουλέψεις σκληρά και να αντιληφθείς ότι δεν πρέπει να βάζεις τον εαυτό σου πάνω από τα κείμενα ή πάνω από τους σκηνοθέτες. Εσύ στην ουσία είσαι απλά υπηρέτης του κειμένου, είσαι ένας τρόπος έκφρασης μέσα σε αυτό. Μαθαίνεις να διαχειρίζεσαι το σώμα σου, τη φωνή σου. Μαθαίνεις τεχνικά σημεία, τεχνικές γενικότερα. Τι να πω, είχα την τύχη να γνωρίσω την Άντζελα Μπρούσκου, την καθηγήτριά μου την Παρθενόπη Μπουζούρη, τη Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, την Κατερίνα Ευαγγελάτου. Δούλεψα με πάρα πολλούς, όπως με τον Μάξιμο Μουμούρη και με τον Νίκο Διαμαντή, που έχει το θέατρο «Σημείο». Γενικότερα στάθηκα πολύ τυχερός με τους ανθρώπους που ήταν δίπλα μου. Ένα πράγμα το οποίο μου έμαθε η Σχολή, το οποίο κρατάω μέχρι και σήμερα, ήταν από έναν καθηγητή με τον οποίο μάλιστα δεν τα πηγαίναμε και καλά. Μου είχε πει λοιπόν: «Πολλοί δάσκαλοι θα σου πουν πολλά πράγματα, ο καθένας από τη δική του οπτική πάνω στο θέατρο, με βάση τα προσωπικά του βιώματα. Θα μάθεις πάρα πολλά. Ό, τι σου κάνει κράτα το και ό, τι δεν σου κάνει πέτα το από το παράθυρο. Την ίδια συμβουλή που σου δίνω εγώ τώρα, αν δεν σου κάνει πέτα την από το παράθυρο». Αυτό λοιπόν πιστεύω ότι είναι το καλό του Έλληνα ηθοποιού. Ενώ μπορεί να μην έχουμε μια Ακαδημία Θεάτρου κι ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης πάνω στα κείμενα, όπως συμβαίνει στο εξωτερικό, που λέμε ότι ο Γερμανός ηθοποιός είναι έτσι, ο Άγγλος είναι αλλιώς, νομίζω ότι αυτό, εκτός από κατάρα, είναι και προτέρημα. Γιατί εδώ αναμειγνύεις πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Είσαι ένας μεσογειακός ηθοποιός με μια τεράστια προϊστορία. Το σημαντικότερο είναι τα θεμέλια από την αρχαία τραγωδία. Τα κείμενα αυτά είναι ένα τεράστιο εφόδιο σε συνδυασμό με όλα όσα σου δίνει και η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσμος για να συνεχίσεις. Για εμένα το θέατρο είναι προσωπική υπόθεση. Συνδυάζεις πράγματα εσωτερικά δικά σου με τη βοήθεια πολλών ανθρώπων, οι οποίοι σε στηρίζουν με όλο τους το είναι.
Όπως, για παράδειγμα, είναι ο σκηνοθέτης…
* Ο σκηνοθέτης, ο ενδυματολόγος, ο σκηνογράφος, το κείμενο το ίδιο.
Οι συμπαίκτες σου…
* Αυτό είναι ομαδική δουλειά. Αυτό είναι το πρώτο και το βασικότερο μάθημα το οποίο μαθαίνεις στη δραματική. Ότι για να κάνεις θέατρο πρέπει να είσαι ομάδα.
Κι είναι μεγάλο λάθος να είσαι βεντέτα στο θέατρο. Αλήθεια όταν άρχισαν τα γυρίσματα για την ταινία, είχες τελειώσει τη Σχολή;
* Όχι, τότε δεν είχα τελειώσει. Ήμουν στο πρώτο έτος. Φυσικά εν τω μεταξύ τέλειωσα.
Ήταν η πρώτη σου δουλειά και η πρώτη σου ταινία. Και η ταινία είναι κάτι που μένει. Ναι μεν έχει μεγαλείο το θέατρο, αλλά έχει και κάτι το εφήμερο. Η ταινία όμως μπορεί να μείνει και ύστερα από εκατό χρόνια. Το φανταζόσουν τότε που ήσουν έξι χρονών και ερχόσουν με το ταξί, το ότι θα ακολουθούσες μια πορεία μέχρι τα 22 σου και θα έφτανες και στις Κάννες, και στο κόκκινο χαλί, και στην αίθουσα προβολής; Είχες φανταστεί τότε ότι θα έδινες εκεί συνεντεύξεις και πως θα ζούσες όλα αυτά;
* Αυτά φυσικά ποτέ δεν τα είχα σκεφτεί. Είναι πράγματα που τα θεωρείς επιστημονική φαντασία. Δεν μπαίνουν καν σαν προτεραιότητα. Ακόμα κι όταν κάναμε πρόβες για την ταινία, δεν είχαμε σκεφτεί μέχρι πού θα πάμε. Επειδή αγαπούσαμε πολύ αυτό που κάναμε και πιστεύαμε σε αυτό, είχαμε πει, ότι θα δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό, όσο μπορέσουμε, όσο πιο πολύ, να αγγίξουμε κάτι, δεν ξέρω τι, πώς να το πω. Δεν είχαμε ιδέα για το μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε. Αυτή η ταινία μου χάρισε πολλά πράγματα. Ήταν ένα δυνατό ξεκίνημα για εμένα, από τα καλύτερα που θα μπορούσαν να μου τύχουν. Ήταν κάτι το οποίο μου έδωσε δουλειά πριν βγω από τη σχολή, είναι ένα σχολείο από μόνο του όταν μαθαίνεις τον κινηματογράφο από μέσα. Είναι τελείως διαφορετικό σε σχέση με το θεωρητικό κομμάτι. Γνωρίζεις έναν καινούργιο κόσμο. Γιατί καλώς ή κακώς οι ηθοποιοί στην Ελλάδα «προγραμματίζονται» για το θέατρο, αυτό το οποίο σπουδάζεις είναι θέατρο, δεν είναι σινεμά. Στο εξωτερικό τα ξεχωρίζουν αυτά, αφού υπάρχουν σχολές θεάτρου και σχολές σινεμά. Εδώ λοιπόν είναι ένα σχολείο από μόνο του το να κάνεις μια ταινία μεγάλου μήκους η οποία είναι τεράστια παραγωγή για τα δεδομένα της Ελλάδας, με σκληρή δουλειά, με έξι μήνες κάστινγκ πιο πριν, άλλους 7 – 8 μήνες πρόβα και 2, 5 μήνες γυρίσματα.
Εσύ πώς έμαθες καταρχάς για την ταινία και πώς αποφάσισες να πας σε αυτή την ακρόαση; Πήγαινες σε παρόμοιες ακροάσεις ή έτυχε να πας σε αυτή και να σε πάρουν;
* Όχι, έτυχε. Ήρθαν στη δραματική που ήμουν. Έρχεται μια εταιρεία κάστινγκ, η οποία τραβάει βίντεο τους σπουδαστές και κρατάει αρχείο με τους ηθοποιούς. Έτσι ώστε όταν πάει κάποιος σκηνοθέτης και ζητήσει ηθοποιούς αυτοί ψάχνουν στη λίστα τους και του παραθέτουν ονόματα και βίντεο. Ο σκηνοθέτης Πάνος Κούτρας είδε το βίντεο το δικό μου, του άρεσε και με πήρε τηλέφωνο. Έψαχνε για το «Xenia» κάτι ειδικό. Αναζητούσε Αλβανούς μετανάστες δεύτερης γενιάς, οι οποίοι να είναι και ηθοποιοί.
Οπότε έψαχνε συγκεκριμένη εθνικότητα κι άρχισε να ξεκαθαρίζει.
* Βέβαια, έψαχνε ακόμη και Έλληνες. Γενικότερα έψαχνε, αλλά ήθελε αυτό. Μόλις κάναμε ένα πρώτο ραντεβού του άρεσα, κάναμε ένα δεύτερο με κείμενο, κάναμε ένα τρίτο με αυτοσχεδιασμό, τελικά στο τέταρτο κάστινγκ άρχισε να ψάχνει ζευγάρια για τους ρόλους των δύο αδελφών. Με ένωσε με τον Κώστα Νικούλι, κάναμε πρόβες μαζί, κάναμε ένα σαν γύρισμα με μια κάμερα και φωνή για να δει πώς γράφουμε οι δυο μας και τι χημεία έχουμε και εκεί είπε και στους δυο μας: «Παιδιά τελικά θα είστε μαζί. Θα είμαστε μαζί και ξεκινάμε πρόβες».
Και πώς ένιωσες τότε εσύ, αλλά και ο Κώστας, ο συμπρωταγωνιστής σου;
* Είναι μια χαρά που παίρνεις η οποία δεν εξηγείται με λόγια απλά. Περάσανε έξι εφτά μήνες μέχρι να μας πει το ναι. Κάθε φορά νομίζαμε ότι ήταν μέχρι εκεί. Περνάγανε δύο μήνες και μας έπαιρνε τηλέφωνο «παιδιά ελάτε». Τελικά καταλάβαμε ότι θα γίνει. Μας πήρανε…
Παράλληλα έβλεπε και άλλους…
* Ναι, ο Πάνος έβλεπε κάθε φορά διαφορετικούς ώσπου σιγά σιγά άρχιζε να διαλέγει ποιος θα είναι τελικά μαζί του.
Εσύ ήξερες όταν σου τηλεφώνησε ο Πάνος Κούτρας ποιος είναι και τι ταινίες έχει κάνει;
* Ναι, τον γνώριζα. Είχα δει τη «Στρέλλα», που ήταν πολύ καλή ταινία, πολύ ιδιαίτερη και με συγκεκριμένο θέμα. Έπειτα όταν άρχισε η συνεργασία μας είδα και τις υπόλοιπες ταινίες του. Και την «Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» του 2000, και την «Αληθινή ζωή» του 2004. Τελικά ήρθε και έγινε κάτι τελείως διαφορετικό αυτό το οποίο κάναμε σε σχέση με τις υπόλοιπες ταινίες του.
Με τον συμπρωταγωνιστή σου γίνατε και φίλοι. Βλέπεστε τώρα;
* Χτίσαμε μια φιλία αφού είναι δύο χρόνια πλέον που γνωριζόμαστε.
Ήταν συμπυκνωμένος χρόνος.
* Όταν ήμασταν επί έναν χρόνο κάθε μέρα, πέντε μέρες την εβδομάδα επί τέσσερις ώρες μαζί, να κάνουμε πρόβα και μετά βγαίναμε για ένα ποτό ή έναν καφέ για να χαλαρώσουμε και μόνο αυτό αρκεί για να δεθείς… Μάλιστα ο κ. Κούτρας είχε μια λογική η οποία έφερε σημαντικά αποτελέσματα. Μας έλεγε ότι τα αδέλφια στην πραγματική ζωή συνεννοούνται με έναν τρόπο ακόμη και με το βλέμμα, ακόμη και με τα μάτια, ακόμη και με το πώς θα πιάσεις το ποτήρι καταλαβαίνει ο άλλος πώς είσαι και αυτό πρέπει να φανεί στο πανί.
Εσύ έχεις αδέλφια;
* Έχω έναν αδελφό μικρότερο.
Όπως στην ταινία, επομένως.
* Ναι, είναι κάποια κοινά χαρακτηριστικά που είχα με τον ρόλο.
Στην ταινία σε λένε Οδυσσέα κι είναι πραγματικά μια Οδύσσεια αυτό που περνάτε, μια πραγματική -τηρουμένων των αναλογιών – Οδύσσεια. Ξεκινάς από την Κρήτη, φθάνεις στον Πειραιά και εργάζεσαι στην Αθήνα, με τον αδελφό σου πηγαίνετε στη Λάρισα. Εκεί συναντάτε τον ήρωα που ενσαρκώνει ο Άγγελος Παπαδημητρίου. Είναι απίστευτος ηθοποιός. Πολυσύνθετος.
* Ακριβώς. Είναι πολυ-καλλιτέχνης. Τον έχει αγγίξει η τέχνη σε όλα τα σημεία: Είναι ζωγράφος, γλύπτης, τραγουδιστής και ηθοποιός.
Όπως σας έβλεπα στην ταινία, έχω την αίσθηση ότι χτίστηκε μια σχέση που ήταν κάπως πατρική.
* Όπως λέει το σενάριο, όταν ο πατέρας μας μάς παράτησε σε πολύ μικρή ηλικία, ο Τάσος (Άγγελος Παπαδημητρίου) ανέλαβε τον ρόλο του. Ήταν ο κολλητός φίλος της μητέρας μας και ο συνεργάτης με τον οποίο μαζί ζούσαμε. Πήρε την πατρική μορφή στην παιδική ηλικία των δύο παιδιών. Οπότε έπρεπε να χτίσουμε κάτι το οποίο να δείχνει πως με αυτόν τον άνθρωπο μεγαλώσαμε. Τα πιο απλά πράγματα τα οποία μπορεί να κάνεις στη ζωή σου και να μην τα καταλαβαίνεις. Ο Τάσος μας προσφέρει αυτή την πατρική φιγούρα σε σημείο τέτοιο που όταν ο Ντάνυ, ο μικρός αδελφός μου, θυμάται ένα δασύτριχο στήθος αυτό τελικά ήταν του Τάσου, μιας και ο βιολογικός μας πατέρας δεν μας είχε πάρει ποτέ αγκαλιά.
Ναι, μάλιστα όταν ο βιολογικός σας πατέρας βγάζει το πουκάμισό του στην ταινία, ο Ντάνυ τον ρωτάει: «Ξυρίζεσαι;».
* Ναι, γιατί τον θυμόταν δασύτριχο.
Στην πραγματικότητα όμως ήταν ο Τάσος, ο Άγγελος Παπαδημητρίου δηλαδή.
* Ο «ακατονόμαστος» που λέγαμε εμείς, ο πατέρας, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μας πάρει αγκαλιά. Η εικόνα αυτή του πατέρα είχε ήδη χαλάσει. Οπότε όταν χτίζεις κάτι τόσο δυνατό, αρχίζεις από τα πιο απλά σημεία, όταν λέει ο Τάσος ας πούμε στον Ντάνυ: «Πήγαινε φέρε αυτό από το ψυγείο» και του χτυπάει το χέρι σαν πατέρας. Ε, είναι κάποια μικροπράγματα τα οποία σε βοηθούν να χτίσεις τη σχέση και να υποστηρίξεις αυτή τη συνθήκη!
Αυτό δεν γίνεται έτσι απλά αν δεν γνωρίζεσαι με τον άλλον, αν δεν έχεις σχετιστεί.
* Είναι κάτι το οποίο και ο Πάνος Κούτρας και ο Άγγελος Παπαδημητρίου το καλλιέργησαν. Είχαν καταφέρει ο τρόπος με τον οποίο δουλεύαμε να είναι πολύ οικογενειακός. Οπότε με τον Άγγελο είχαμε πάει για καφέ, είχαμε πάει για φαγητό, μας μιλούσε, μας έδινε συμβουλές. Ακόμα και την ώρα του γυρίσματος μας εμψύχωνε.
Ένιωσες σαν οικογένεια;
* Ακριβώς, ήταν πολύ οικογενειακό το κλίμα. Στην ουσία ζούσαμε μαζί, ο Πάνος, ο Κώστας κι εγώ επί ένα χρόνο. Ήμασταν μαζί κάθε μέρα, λέγαμε τα νέα μας, τα προβλήματά μας, τα άγχη μας. Ο ένας τα έλεγε στον άλλο κι ο καθένας βοηθούσε τον άλλο. Έτσι χτίστηκε μια πολύ οικογενειακή και στενή σχέση που ευτυχώς ακόμη υπάρχει.
Δεν έχουν όλοι οι ηθοποιοί παίξει σε ταινίες που πήγαν στις Κάννες.
* Πράγματι, αυτό που ζήσαμε ήταν ένα μεγάλο σχολείο.
Θέλεις να μου πεις τώρα λίγο από την ατμόσφαιρα στις Κάννες. Πώς ένιωσες που έβλεπες τη Μαριόν Κοτιγιάρ να πίνει τον καφέ της δίπλα σου;
* Ήταν μια εμπειρία απίστευτη. Πήγαμε σε έναν κόσμο τον οποίο βλέπαμε μόνο στην τηλεόραση. Αυτό ποτέ δεν πρόκειται να το δεις στη ζωή σου από κοντά. Μια εμπειρία που δεν θα την ξεχάσω ποτέ, και αυτό που μου έμεινε είναι ότι τελικά ακόμη κι οι ηθοποιοί που βλέπεις στην τηλεόραση ή στο σινεμά, ακόμα κι οι μεγάλοι τους οποίους θαυμάζεις για το πώς παίζουν, είναι κι αυτοί άνθρωποι με τα άγχη τους, τα προβλήματά τους. Κι αυτοί διαγωνίζονται γι’ αυτό το οποίο έχουν κάνει. Κάνουμε και οι δύο την ίδια δουλειά, κάτι το οποίο συχνά το ξεχνάς. Νομίζεις ότι οι άλλοι είναι από άλλο κόσμο, ότι παίζουν σε άλλο επίπεδο, αλλά τελικά και οι δύο πλευρές παλεύουν -υπό διαφορετικές βέβαια συνθήκες- για τον ίδιο στόχο. Ήταν μια εμπειρία ζωής, βλέπεις πολλούς φωτογράφους, πολύ κόσμο, βλέπεις όλο το σύστημα από τα παρασκήνια, το πώς γίνεται όλο αυτό, τι προεργασία υπάρχει. Υπάρχει επίσης πολλή κούραση γιατί έχεις πολλά πράγματα να κάνεις όταν πας στις Κάννες. Ειδικά με μια ταινία η οποία διαγωνίζεται, έχεις φωτογραφίσεις, πολλές συνεντεύξεις για την προώθηση της ταινίας. Θυμάμαι το ωράριό μας ήταν εννιά το πρωί με έξι το απόγευμα μόνο συνεντεύξεις και φωτογραφίσεις, τίποτα άλλο επί τρεις μέρες όλο αυτό. Έφευγες από το ένα σημείο, πήγαινες για φωτογράφιση στο άλλο. Συνέντευξη, φωτογράφιση, συνέντευξη, φωτογράφιση.
Αυστηρό πρόγραμμα. Αυστηρά επαγγελματικό.
* Μετά τις έξι ήμασταν ελεύθεροι να πάμε σε όποιο πάρτι θέλαμε. Κάθε ταινία, κάθε παραγωγή, έκανε και το δικό της πάρτι, οπότε μετά πήγαινες στην παραλία, σε κότερα, όπου βέβαια κι εκεί γνωριζόσουν με πολλούς ανθρώπους από τη βιομηχανία του κινηματογράφου. Ένα πράγμα το οποίο θυμάμαι στα πάρτι ήταν ότι υπήρχε μεγάλη πολυτέλεια και όλα ήταν σε υπερθετικό βαθμό. Έτυχε να πάω στο πάρτι του ART2 που είναι η δημόσια τηλεόραση της Γαλλίας και συμπαραγωγός στη δική μας ταινία. Πήγαμε και στο πάρτι του «Marie Claire» που έγινε σε ένα τετραώροφο γιοτ, με πολλούς διασήμους προσκεκλημένους. Αλλά από τις πιο ωραίες στιγμές ήταν όταν φθάσαμε στο κόκκινο χαλί. Όταν περπατάς στο κόκκινο χαλί και βρίσκεσαι εκεί. Μια συμβουλή μας έδωσαν οι υπεύθυνοι, «don’t miss a step», «μη χάσεις ούτε βήμα από το κόκκινο χαλί, ζήσε όλη αυτή τη στιγμή. Τώρα υπάρχεις. Τώρα το περπατάς. Τώρα το κάνεις». Να πω εδώ πως υπάρχει και πρωτόκολλο στο κόκκινο χαλί.
Ποιο είναι;
* Περπατάς. Φτάνεις μέχρι τη μέση. Γυρίζεις αριστερά, φωτογράφιση. Γυρίζεις δεξιά, φωτογράφιση. Συνεχίζεις και περπατάς προς τους επόμενους φωτογράφους οι οποίοι βρίσκονται σε μια απόσταση. Όλοι στημένοι αριστερά και δεξιά. Πρέπει να πας κάπου στο κέντρο. Γυρνάς αριστερά και δεξιά για φωτογράφιση. Συνεχίζεις να περπατάς, πάλι σταματάς, πάλι φωτογράφιση αριστερά, πάλι φωτογράφιση δεξιά, περπατάς στις σκάλες και πριν τις ανέβεις ξαναγυρνάς για τις τελικές φωτογραφίσεις. Υπάρχει όμως και ένας εκπρόσωπος του Φεστιβάλ που περπατάει παράλληλα με εσένα και σου λέει: «Τώρα σταματήστε, τώρα να κάνετε αυτό». Τεράστια οργάνωση. Εντυπωσιακή.
Εκείνη την ώρα τι σκεφτόσουν;
* Ωραία ερώτηση. Αυτό το οποίο σκεφτόμουν είναι ότι το ζούσα. Νομίζω δεν σκεφτόμουν. Ένιωθα μια τεράστια χαρά αφού ήμουν εκεί. Σκέφτεσαι λίγο πριν περπατήσεις. Εκεί είναι όλες οι σκέψεις οι οποίες περνάνε από το μυαλό σου. Δηλαδή υπάρχει μια φωτογραφία στο Internet στην οποία ήμαστε στο κόκκινο χαλί και οι τρεις μας. Μπροστά ο Πάνος, κατόπιν ο Κώστας κι εγώ, επειδή αυτό ορίζει το πρωτόκολλο. Πρέπει να προπορεύεται ο σκηνοθέτης με τον πρωταγωνιστή ή τους πρωταγωνιστές. Ακολουθεί η υπόλοιπη ομάδα: Οι παραγωγοί με όλους τους άλλους ηθοποιούς της ταινίας. Είμαστε οι τρεις μας μπροστά και περιμέναμε μέχρι να ανακοινώσουν το όνομά μας. Παράλληλα λένε μια ενημερωτική ιστορία γι’ αυτούς τους οποίους βλέπεις εκείνη τη στιγμή, λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου και για τους συντελεστές. Όλα αυτά στα πέντε λεπτά που περιμένεις πριν ξεκινήσεις. Εκεί περνάνε όλα από το μυαλό σου, ότι «μπορεί να σκοντάψω», ότι «Θεέ μου πού είμαι», ότι «κοίτα ποιος είναι αυτός που σε κοιτάει». Μόλις όμως αρχίσεις να περπατάς όλα σιγά σιγά φεύγουν.
Είναι σαν όνειρο, φαντάζομαι. Αλήθεια πόση ώρα κάνεις για να περπατήσεις το κόκκινο χαλί;
* Ένα – δύο λεπτά. Δεν ξέρω. Δεν το χρονομέτρησα. Δεν το έχω σκεφτεί. Όσο και να είναι όμως δεν παύει να είναι μαγικό. Μοιάζει να κρατάει έναν αιώνα…
Μετά το «Xenia» είχες κάποια άλλη συνεργασία στον κινηματογράφο;
* Έκανα και την ταινία του Χρήστου Βούπουρα. Εκεί πρωταγωνιστής είναι ο Μάξιμος Μουμούρης, «Εφτά θυμοί» είναι ο τίτλος της. Ο κεντρικός ήρωας συναντά κάποιους ανθρώπους στη ζωή του. Η κύρια ιστορία είναι ο έρωτάς του με έναν Τουρκοαιγύπτιο, τον οποίο υποδύομαι εγώ. Αυτοί οι δύο ανακαλύπτουν και κάποιες διαφορές θρησκευτικές και πολιτιστικές. Κάποιες διαφορές στον τρόπο σκέψης.
Διαφορετικός αυτός ο ρόλος.
* Ανατρεπτικός.
Ενώ στο “Xenia” ήταν ο αδελφός σου γκέι…
* Tώρα υποδύομαι εγώ τον γκέι.
Δυνατή η πρόκληση;
* Ναι, είναι πάρα πολύ διαφορετικό. Επίσης έπρεπε να βρω τρόπους να ερμηνεύσω ένα μουσουλμάνο. Να μάθω πώς γίνεται η προσευχή τους. Να μάθω να μιλάω αραβικά στην ταινία. Απαιτητικός και δύσκολος ρόλος.
Και σχετίστηκες με ανθρώπους αυτής της θρησκείας;
* Ναι, με βοήθησε και η παραγωγή αλλά και ο σκηνοθέτης. Ήρθα σε επαφή μαζί τους, με συμβούλευσαν στην εκφορά του λόγου.
Ήταν αλλοδαποί μουσουλμάνοι;
* Ναι, ήταν Αιγύπτιοι, οι οποίοι είναι μετανάστες εδώ στην Ελλάδα.
Άρα τώρα περιμένουμε και αυτή την ταινία, τους “Επτά θυμούς”.
* Στις «Νύχτες Πρεμιέρας» έγινε η πρώτη προβολή, και στη συνέχεια έγινε και η δεύτερη προβολή στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.
Ποιοι άλλοι παίζουν;
* Πρωταγωνιστεί ο Μάξιμος Μουμούρης. Συμπρωταγωνιστούν: η Σοφία Κόκκαλη, που την είχαμε δει στη «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη, ο Χάρης Φραγκούλης, η Κόρα Καρβούνη, η Νένα Μεντή, ο Στέλιος Μάινας και η Μάγια Λυμπεροπούλου.
Εξαιρετική διανομή.
* Φοβεροί καλλιτέχνες και άνθρωποι.
Εν τω μεταξύ τώρα έχεις τελειώσει τη Σχολή και φέτος είσαι για πρώτη φορά στο θέατρο. Και εδώ ένας Πάνος στη ζωή σου. Στον πολυχώρο “Vault” και στο έργο του Πάνου Μπρατάκου «Μικρές ιστορίες φόνων» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά. Αλήθεια, πώς προέκυψε να συνεργαστείς με τον κ. Καρατζιά;
* Δεν ξέρω από πού με είδε, γιατί δεν είχε βγει η ταινία εδώ στην Ελλάδα. Ίσως από κάποιες φωτογραφίες στο εξωτερικό. Μου έστειλε λοιπόν ένα μήνυμα: «Σε έχω σκεφτεί για ένα ρόλο. Θέλω να βρεθούμε να τα πούμε. Να διαβάσεις το κείμενο. Να μου πεις κι εσύ πώς σου φαίνεται, αν θέλεις». Διάβασα το κείμενο και μου άρεσε. Οι “Μικρές Ιστορίες Φόνων” είναι πολύ ενδιαφέρον έργο, πολύ ωραίο.
Με ελληνικό κείμενο και το ξεκίνημά σου στο θέατρο…
* Την ομάδα των ηθοποιών δεν την ήξερα ακόμα τότε, γιατί δεν είχαν κλείσει όλα τα ονόματα. Έπειτα από σχεδόν ένα μήνα, του είπα: «Θα είμαι εκεί με μεγάλη χαρά» και τώρα το ανεβάζουμε.
Μετά το οικογενειακό περιβάλλον στην ταινία και αυτή τη ζεστασιά που υπήρχε, βρίσκεσαι τώρα σε μια άλλη οικογένεια, θεατρική αυτή τη φορά. Στο «Vault», όπου επίσης η ατμόσφαιρα είναι είναι φιλική και ζεστή. Νιώθεις τυχερός;
* Νομίζω ότι η τύχη με έχει ευνοήσει μέχρι τώρα τουλάχιστον, έτσι ώστε να μη θυμάμαι τις αναποδιές που είχα ως παιδί και αργότερα ως μετανάστης. Δεν ξέρω αν είναι τύχη ή σύμπτωση. Δεν ξέρω τι είναι, αλλά νομίζω ότι κάποια πράγματα μου έχουν χαριστεί απλόχερα στη ζωή μου. Δεν την έχουν όλοι αυτή την τύχη. Και αυτό είναι κάτι το οποίο το οφείλω και στον Πάνο Κούτρα, πρώτο και βασικό, αλλά και σε ανθρώπους οι οποίοι με στηρίξανε, όπως η Δήμητρα Χριστοδούλου, που την αναφέρω πάλι επειδή εκείνη με ώθησε και με βοήθησε προκειμένου να ξεκινήσω τη Δραματική Σχολή.
Θέλω να μου πεις, στο σημείο αυτό, δύο λόγια για το θεατρικό έργο και για τον ρόλο σου.
* Οι «Μικρές ιστορίες φόνων» είναι ένα έργο του Πάνου Μπρατάκου. Σκηνοθέτης είναι ο Δημήτρης Καρατζιάς. Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Μυρτώ Γκόνη, Τζένη Διαγούπη, Πολ Ζαχαριάδης, Γιάννης Καραούλης, Δήμητρα Κολλά, Αλεξάνδρα Κόνιακ, Βάνα Παρθενιάδου, Ιωάννα Πηλιχού, Γιάννης Ράμμος, Ζώγια Σεβαστιανού, Γιώργος Σεϊταρίδης, Τριανταφυλλιά Ταμπαλιάκη, Δώρα Χρυσικού, Στέλιος Ψαρουδάκης και εγώ. Παίζεται κάθε Δευτέρα – Τρίτη και Σάββατο – Κυριακή με διαφορετικές διανομές. Άλλη ομάδα είναι το Δευτερότριτο κι άλλη ομάδα είναι το Σαββατοκύριακο. Εγώ ανήκω στην ομάδα του Δευτερότριτου. Η υπόθεση είναι λίγο περίπλοκη. Παρακολουθούμε ιστορίες φόνων στις οποίες υπάρχει ο θύτης, υπάρχει το θύμα, υπάρχει και το τρίτο πρόσωπο το οποίο βλέπει το φόνο μέσα στο γενικό πλαίσιο μιας τηλεοπτικής εκπομπής την οποία παρακολουθούν οι θεατές. Παρακολουθούν τις αιτίες για τις οποίες έγιναν εγκλήματα αγάπης αλλά και τις παράλληλες ιστορίες που εξελίσσονται με τους ίδιους πρωταγωνιστές.
Είναι ένα σπονδυλωτό έργο, κατά κάποιον τρόπο;
* Ναι, είναι μονόλογοι, ο ένας μετά τον άλλον, οι οποίοι περιπλέκονται μεταξύ τους, κι έχουν μια συνέχεια. Είναι κάποιες διαφορετικές σύντομες ιστορίες που συνδέονται με ένα νήμα επιδιώκοντας να καταλήξουν κάπου.
Εσένα ποιοι ρόλοι σου έχουν ανατεθεί;
* Στον πρώτο μονόλογο κάνω ένα δολοφόνο ο οποίος έχει σκοτώσει τη γυναίκα του γιατί τον απάτησε, ενώ αυτός ήταν τρομερά ερωτευμένος μαζί της και τη στήριζε σε ό, τι έκανε.
Στον δεύτερο μονόλογο;
* Είμαι ένας εθισμένος στα ναρκωτικά, που βλέπω την αγάπη μου να χάνεται. Κι όταν λέω την αγάπη μου, εννοώ την κοπέλα που είχα ερωτευτεί κι όχι μόνο είχα ερωτευτεί αλλά και είχα αγαπήσει πάρα πολύ. Είμαι δηλαδή κάτι σαν αυτόπτης μάρτυρας στο φόνο της.
Σίγουρα ένα έργο ιδιαίτερο και με έντονο αστυνομικό ενδιαφέρον. Αλήθεια, νιώθεις ασφαλής επαγγελματικά; Για το μέλλον σου;
* Όχι. Νομίζω ότι κανένας ηθοποιός δεν αισθάνεται ασφαλής. Δεν ξέρει αν την επόμενη μέρα θα έχει μια δουλειά. Δεν ξέρει αν θα τον διαλέξουν. Αν κι αυτός είναι ο μοχλός για να συνεχίζει να προσπαθεί όλο και περισσότερο ώστε να καλυτερεύει τον εαυτό του. Κάποιος είχε πει ότι «το όνειρο κάθε ηθοποιού είναι να έχει έξω από την πόρτα του δέκα σκηνοθέτες να τον ζητάνε, και όνειρο κάθε σκηνοθέτη να έχει δέκα ηθοποιούς να τον ζητάνε». Επειδή αυτό δεν συμβαίνει, πρέπει κάθε φορά να βελτιώνεις τον εαυτό σου. Πάντα με πάθος. Να κάνεις οτιδήποτε σε ωθεί ώστε να γίνεις καλύτερος και ως συνέπεια να σε διαλέξει ο επόμενος σκηνοθέτης…
Ποιες είναι οι ελπίδες σου, τα όνειρά σου όσο μεγαλώνεις;
* Ελπίζω να καταφέρω να ζήσω από αυτό που αγαπάω πολύ, από το θέατρο και από τον κινηματογράφο. Είναι στόχος ζωής. Ελπίζω να συνεχίσω να έχω δουλειά και ελπίζω να καλυτερεύω τον εαυτό μου όλο και περισσότερο, να μην επαναπαυτώ ποτέ σε αυτό το οποίο κάνω ή σε κάτι το οποίο έχω κερδίσει. Δεν θέλω να το χάσω αυτό, γιατί είναι μια κατάρα – προτέρημα του ηθοποιού ο οποίος γνωρίζει τι κάνει και μετά μένει σε αυτό, και λέει εντάξει έτσι είναι. Θέλω πάντα να ψάχνω και να διεκδικώ περισσότερα πράγματα και από τον εαυτό μου και από τους ρόλους και να κρατάω το κεφάλι κάτω. Να μην επαίρομαι, να μην πω ότι αυτός είμαι, έχω κάνει αυτά τα πράγματα. Νομίζω ότι η ζωή μου με βοηθάει σε αυτό. Γιατί όταν βλέπεις ότι δεν είσαι τίποτα άλλο παρά ένας άνθρωπος ο οποίος προσπαθεί να δώσει συναίσθημα για κάποιους ρόλους ή να γίνει το δοχείο για κάτι άλλο, αυτό είναι ένα καλό στήριγμα για να συνεχίσεις να προσπαθείς και να προοδεύεις. Αυτές είναι οι ελπίδες μου και ταυτόχρονα κάποιοι από τους φόβους μου.
Μίλησέ μου για τους φόβους σου;
* Φόβος είναι ότι δεν θέλω ποτέ να ξεχάσω ποιος είμαι κι από πού ήρθα. Ένα είναι αυτό, να μη γίνω αλαζόνας, να μην επαναπαυτώ ποτέ και φοβάμαι πολύ να μη μείνω χωρίς δουλειά. Αλλά έχω την εντύπωση πως αν θέλεις κάτι, το κάνεις και το κυνηγάς. Οπότε όσο πιο πολύ το φοβάμαι άλλο τόσο σπρώχνω τα πράγματα να γίνουν. Ως εκ τούτου νομίζω ότι είναι καλός φόβος αυτός. Δημιουργικός.
Όσο για την αλαζονεία και για την έπαρση, αν θες τη γνώμη μου σήμερα πια με όλα αυτά που ξέρουμε κι όπως είναι ο κόσμος, νομίζω ότι μόνο οι βλάκες έχουν έπαρση και αλαζονεία.
* Συμφωνώ σε αυτό. Μάλιστα είναι κάτι το οποίο μας το λέγανε στην ταινία, πριν ξεκινήσει η προβολή. Μας είπαν: «Κοιτάξτε μη χάσετε τον εαυτό σας μέσα σε όλο αυτό που θα γίνει. Οτιδήποτε έρθει στη ζωή σας, μην πάρετε λάθος αποφάσεις, πρέπει να τις μετριάσετε και να μην ξεχνάτε ποιοι είστε και τι θέλετε να κάνετε». Αυτό είναι κάτι το οποίο κρατάω σαν συμβουλή και το σκέφτομαι συνέχεια. Στόχος μου είναι να δίνομαι 100%.
Τι είναι αυτό που σε θυμώνει;
* Η ημιμάθεια με θυμώνει. Βλέπω ότι σε πολλά θέματα οι άνθρωποι μιλάνε γνωρίζοντας το 1% της αλήθειας, ενώ νομίζουν πως ξέρουν το 100%. Είναι κάτι που με εκνευρίζει πάρα πολύ. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορώ να κάνω διάλογο.
Τι άλλο είναι που σε ενοχλεί;
* Πρακτικά μιλώντας, ενώ ζούμε σε μια εποχή η οποία μπορεί να δώσει πολλά έστω και κάτω από δύσκολες συνθήκες, με ενοχλεί το γεγονός ότι ενώ κάποιος θέλει να κάνει πολλά, θέλει να αγωνιστεί και να προσφέρει, δεν μπορεί να βρει την ευκαιρία για να το κάνει. Όταν δεν μπορείς να βρεις τον τρόπο, ούτε τη βοήθεια νομίζω πως είναι ό, τι το χειρότερο. Να έχεις τη διάθεση, να έχεις τη ζωντάνια, αλλά να μην έχεις το πεδίο να προχωρήσεις. Γιατί, ρε γαμώτο;
Πράγματι είναι κρίμα να μη δίνονται ευκαιρίες…
* Θα μου πεις ότι ο κάθε άνθρωπος βρίσκει τρόπους να τα καταφέρει, αλλά μακάρι να βοηθούσε κάπως ακόμη περισσότερο ένα κράτος το οποίο να στηρίζει αυτό το οποίο κάνεις. Μακάρι να είχες πολιτικούς οι οποίοι να αγωνίζονται για το έθνος κι όχι για τον εαυτό τους. Πρακτικά μιλώντας, ας πούμε τώρα στο σινεμά, επειδή είναι κάτι που το έζησα πολύ γιατί έκανα δύο ταινίες. Είδα λοιπόν ότι στο εξωτερικό πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν το ελληνικό σινεμά και ενδιαφέρονται γι’ αυτό τη στιγμή που η ίδια η Ελλάδα δεν το αξιοποιεί, δεν το γνωρίζει, ούτε το προβάλλει, ούτε το βοηθάει. Είναι ένας καημός αυτός.
Βλέπω όμως ότι ούτε το κοινό το βοηθάει τόσο. Δεν το υποστηρίζει και προτιμά να δει μια ξένη ταινία παρά μια ελληνική.
* Για μένα είναι πώς μεγαλώνεις το κοινό σου, τι παιδεία του δίνεις. Εγώ μεγάλωσα στην τηλεόραση με Hollywood, με δράση, με αίμα και με ρομάντζο. Οπότε μεγαλώνοντας με αυτή τη λογική εύκολα θα πάω στη δράση και στο χιούμορ. Δεν θα πάω στην ψυχολογική αναζήτηση ή στην εσωτερική δύναμη. Θα πάω στο εύκολο γιατί αυτό είναι που δεν σε κουράζει και δεν σε απασχολεί. Το παρακολουθείς, περνάς καλά και τέλος. Όταν ολόκληρες γενιές ανθρώπων μεγάλωσαν με αυτή τη λογική είναι δύσκολο να ανατρέψεις την ευκολία τους στο πώς να γελάσουν και στο πώς να περάσουν καλά. Θεωρούν ότι η προσωπική αναζήτηση είναι κάτι περιττό. Έτυχε με την ταινία να ταξιδέψω, σε Γαλλία, Γερμανία και Βέλγιο. Βλέπω λοιπόν ότι έξω το ελληνικό σινεμά έχει απήχηση. Το γνωρίζουν, το υποστηρίζουν, έρχονται και το παρακολουθούν. Λένε ότι η Ελλάδα είναι από τις χώρες οι οποίες από το πουθενά κάνουν πολύ αξιόλογες ταινίες. Και όμως στην Ελλάδα ο κόσμος δεν το γνωρίζει αυτό. Είναι απίστευτο. Είναι κάτι το οποίο έλεγε ο Πάνος Κούτρας για τις ταινίες του, έλεγε ότι «έζησα την επιτυχία και την αποτυχία παράλληλα». Έζησε την επιτυχία στο εξωτερικό, όταν πήγαινε στη Γαλλία και του μιλούσαν όλοι για την «Επίθεση του μουσακά» ή για τη «Στρέλλα» και όταν γύριζε στην Ελλάδα δεν υπήρχε το ίδιο ενδιαφέρον. Γενικότερα στην Ελλάδα το κινηματογραφικό κοινό είναι σχετικά περιορισμένο.
Μάλλον είναι οι ίδιοι θεατές που ανακυκλώνονται.
* Δεν είναι πλέον στην παιδεία του ανθρώπου ούτε να πάει στο θέατρο. Οι συνθήκες τον οδηγούν να πάει να πιει ένα τσίπουρο ή να πάει για έναν καφέ και όχι να πάει στο θέατρο ή στον κινηματογράφο.
Έτσι μεγαλώνει και το παιδί. Δεν βλέπει τους γονείς του να λένε ότι θα πάνε στο θέατρο ή σε μια έκθεση.
* Μα το παιδί απομακρύνεται από το θέατρο μέσα στο σχολείο. Όταν κάνεις την «Αντιγόνη» ή οποιοδήποτε αρχαίο κείμενο μόνο με καθαρά μηχανικό τρόπο, όταν κάνεις συντακτικό και γραμματική, όταν κάνεις μετάφραση μόνο και μόνο για τη μετάφραση, τότε τι άλλο να περιμένεις παρά μόνο πως αυτό το παιδί θα μισήσει και αυτό το κείμενο αλλά και καθετί που είναι σχετικό με αυτό.
Με αυτή τη μέθοδο διδασκαλίας δεν αντιλαμβάνεται το μεγαλείο του;
* Δεν είναι αυτή η ουσία του έργου. Ο αρχαίος συγγραφέας όταν έγραφε μια τραγωδία δεν το έκανε για να μάθει το παιδί συντακτικό. Η παιδεία της κοινωνίας μας είναι πως χρησιμοποιεί τα αρχαία κείμενα, τα οποία αποτελούν μια τεράστια παρακαταθήκη του πολιτισμού μας, με τελείως λάθος τρόπο. Γιατί όμως;
Τώρα που μιλήσαμε για συγγραφείς, πες μου ποιοι σου αρέσουν και ποια βιβλία διαβάζεις;
* Ο Ντοστογιέφσκι είναι από τους αγαπημένους μου. Αγαπημένο μου βιβλίο είναι «Οι αδερφοί Καραμαζώφ», αγαπημένο πολύ επίσης «Ο ηγεμών» του Μακιαβέλι. Ακόμα «Ο μέγας ιεροεξεταστής», γιατί έχω μια ευαισθησία στο θέμα της θρησκείας και της προσωπικής αναζήτησης πάνω σε αυτήν. Ο Σίγκμουντ Φρόιντ επίσης μου αρέσει από τα φιλοσοφικά κείμενα, ενώ από τα θεατρικά έχω πάρα πολλά που αγαπώ.
Στο θέατρο ποιοι ρόλοι σου αρέσουν;
Έχω ιδιαίτερη αδυναμία στην αρχαία τραγωδία. Γενικότερα με συναρπάζει αυτό το είδος. Από ρόλους; Όλους τους μεγάλους που έχω ονειρευτεί να κάνω. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα πολύ να παίξω Ιάγο, Ορέστη, Άμλετ. Όνειρα που κάνω σαν νέος ηθοποιός που είμαι, και μακάρι να μπορέσω κι εγώ να ακουμπήσω ένα μέρος αυτού του μαγικού κόσμου.
Ωραίοι είναι και οι κακοί του θεάτρου, όπως ο Ιάγος. Έχεις δίκιο. Γιατί ο κακός για να φτάσει να γίνει κακός έχει πάρα πολύ δρόμο και πάρα πολύ βάθος.
* Δεν το συζητώ. Υπάρχει κάτι το οποίο θρέφει φοβερά πράγματα. Όταν μπαίνεις σε τέτοιους ρόλους και τους ψάχνεις βρίσκεις πολλά και για τον εαυτό σου και για τους ανθρώπους και για την κοινωνία.
Οι γονείς σου είναι ευχαριστημένοι; Νιώθουν περήφανοι;
* Είναι κάτι το οποίο το κέρδισα. Αυτή είναι η αλήθεια. Μάλιστα με βοηθάνε πολύ, ειδικά τώρα, που βλέπουν πως έχω πάρει αυτό το δρόμο και έμπρακτα.
Δεν σε είχαν εμποδίσει, νομίζω.
* Όχι. Ειδικά η μάνα μου με στήριξε πάρα πολύ. Είναι και πιο οπτιμίστρια. Μου είπε: «Αν είναι κάτι που σου αρέσει, να το ακολουθήσεις. Εγώ δεν το έκανα, εσύ όμως να το ακολουθήσεις. Αν δεν το κάνεις θα είναι κάτι το οποίο θα σου μείνει μαράζι στην καρδιά, γι’ αυτό να το κάνεις». Αλλά και ο πατέρας μου με στήριξε με τον τρόπο του επειδή είναι και πιο ρεαλιστής. Μου έλεγε: «Ξέρεις κάτι, θα πεινάσεις, αλλά αν είναι κάτι το οποίο σου αρέσει πήγαινε. Είναι δύσκολος ο δρόμος».
Ο καθένας στο έλεγε με τον τρόπο του για να μην έχεις τώρα απωθημένα.
* Στην ουσία μου έλεγαν: «Μη φτάσεις στην ηλικία μας και μετά πεις γιατί δεν το έκανα αυτό»…
Στην ταινία (“Xenia”) έχετε μαζί σας και ένα κουνελάκι το οποίο κάποια στιγμή πεθαίνει και γίνεται λούτρινο. Εσύ, Νίκο, τι σχέση έχεις με τα ζώα, έχεις κατοικίδιο;
* Είχα κατοικίδια πολλά. Μέχρι τώρα είχα το Τζίνι, ο οποίος ήταν ο σκύλος μου. Όταν ήρθα εδώ οι γονείς μου επειδή δούλευαν πολύ, ήθελαν να έχω πάντα μια παρέα μέσα στο σπίτι, οπότε μου πήραν ένα σκύλο, ένα κανίς. Έζησα αρκετά χρόνια μαζί του μέχρι που μετακομίσαμε λόγω της δουλειάς του πατέρα μου και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού δεν ήθελε σκυλιά στην πολυκατοικία οπότε αναγκαστήκαμε να το δώσουμε σε μια φιλική οικογένεια.
Κατόπιν;
* Αργότερα είχα πολλές γάτες. Ήταν μέσα στο σπίτι, φυσικά δεν ενοχλούσαν και μου κρατούσαν πάντα εξαιρετική συντροφιά. Γενικότερα με τα ζώα είμαι πολύ δεμένος, έχω μια ιδιαίτερη σχέση, ακόμη και με τα αδέσποτα, όταν βγαίνω έξω τα παίρνω στην αγκαλιά μου. Είναι κάτι πολύ οικείο σε μένα, μεγάλωσα μαζί τους. Όταν ζεις στην Αλβανία, μεγαλώνεις σε μια ύπαιθρο, έχεις μια άλλη επαφή με τα ζώα, είναι μέσα στη ζωή σου. Πάντα είχαμε αγελάδες, είχαμε κότες αλλά και γαϊδούρια. Όταν έμενα στη θεία μου, τότε που ήμουν πέντε χρόνων, είχα πάντα δύο σκυλιά για παρέα.
Τώρα πηγαίνεις στην Αλβανία;
* Ναι, πηγαίνω για διακοπές.
Σε ποιο μέρος; Στους Αγίους Σαράντα;
Όχι, δεν έχω πάει ακόμα. Ο κινηματογραφικός αδελφός μου, ο Κώστας Νικούλι, είναι από τους Αγίους Σαράντα. Ελπίζω να πάω φέτος. Συνήθως πηγαίνω στο Φιέρι, εκεί που είναι πολλοί θείοι μου και θείες. Επίσης στα Τίρανα, που επίσης έχω συγγενείς. Αυτά είναι τα δύο κυρίαρχα μέρη για τα καλοκαίρια μου.
Ευχαριστώ πολύ, Νίκο!
* Κι εγώ ευχαριστώ!
“Μικρές Ιστορίες Φόνων” – Ταυτότητα παράστασης
Συντελεστές
Συγγραφέας: Παναγιώτης Μπρατάκος
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς
Πρωτότυπη Μουσική / τραγούδια παράστασης: Μάνος Αντωνιάδης
Στίχοι τραγουδιών: Παναγιώτης Μπρατάκος – Μάνος Αντωνιάδης
Σκηνικά: Τόνια Αβδελοπούλου
Κοστούμια: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη
Αξεσουάρ: Λία Μπάρμα
Φωτισμοί: Βαγγέλης Μούντριχας
Φωτογραφίες παράστασης: Τάσος Σκλαβούνος (Studio Μελενίκου 31)
Αφίσα παράστασης: Σίμος Παπαναστασόπουλος
Παραγωγή: Vault
Ηθοποιοί
Σαββατοκύριακο: Μυρτώ Γκόνη, Τζένη Διαγούπη, Πολ Ζαχαριάδης, Βάνα Παρθενιάδου, Γιάννης Ράμος, Τριανταφυλλιά Ταμπαλιάκη, Δώρα Χρυσικού, Στέλιος Ψαρουδάκης
Δευτερότριτο: Νίκος Γκέλια, Τζένη Διαγούπη, Γιάννης Καραούλης, Δήμητρα Κολλά, Αλεξάνδρα Κόνιακ, Ιωάννα Πηλιχού, Ζώγια Σεβαστιανού, Γιώργος Σεϊταρίδης
Πληροφορίες
Τοποθεσία: Πολυχώρος Vault, Μελενίκου 26, Γκάζι, Βοτανικός
Ημερομηνία: Έως και την Κυριακή 5 Απριλίου 2015
Σάββατο: 21:00
Κυριακή: 18:00
Δευτέρα: 21:00
Τρίτη: 21:00
Τιμές εισιτηρίων: Γενική είσοδος: 15 ευρώ – Μειωμένο: 10 ευρώ (Φοιτητές/ Μαθητές / Σπουδαστές/ Κάτοχοι Κάρτας Πολυτέκνων (ΑΣΠΕ)/ ΑμΕΑ/Κάτοχοι Κάρτας Ανεργίας (ΟΑΕΔ))
Ειδική τιμή για όσους θέλουν να παρακολουθήσουν και τις δύο εκδοχές: 20 ευρώ
Kρατήσεις: Τηλ. 213 0356472 / 6945 993870
(για τηλεφωνικές κρατήσεις 11:00 – 14:00 και 17:00 – 21:00)
www.facebook.com/VAULTTheatreGr1